Του Αντόνιο Γκράμσι. Το
κείμενο που ακολουθεί περιλαμβάνεται
στον τόμο Piove, governo ladro! [Βρέχει, κλέφτες κυβερνήτες!] Editori Riuniti,
Ρώμη 1996, σ. 59-60). Πρόκειται για πολεμικά κείμενα που σχολιάζουν τα ιταλικά
ήθη και γράφτηκαν για την εφημερίδα-όργανο του ιταλικού σοσιαλιστικού κόμματος
Avanti! μεταξύ του 1916 και 1918.
Είναι
πράγματι ο δυνατότερος μοχλός της Ιστορίας. Αλλά αντίστροφα. Αυτά που
συμβαίνουν, το κακό που ενσκήπτει πάνω σε όλους τους ανθρώπους, το εν δυνάμει
καλό που μια πράξη αδιαμφισβήτητης αξίας μπορεί να προκαλέσει, δεν οφείλονται
στην πρωτοβουλία των λίγων που πράττουν, όσο στην αδιαφορία, στην απουσία[1] των πολλών. Ό,τι συμβαίνει, δεν
συμβαίνει τόσο επειδή μερικοί θέλουν να συμβεί, όσο διότι η μάζα των πολιτών
εκχωρεί τη βούλησή της, κι αφήνει (κάποιους ελεύθερους) να πράττουν, αφήνει να συσσωρεύονται οι κόμποι που στη
συνέχεια μόνο το σπαθί μπορεί να κόψει, και επιτρέπει την άνοδο στην εξουσία σε
ανθρώπους, κάτι που στη συνέχεια μόνο μια εξέγερση μπορεί να ανατρέψει.
Ο φαταλισμός που φαίνεται να κυριαρχεί στην
Ιστορία είναι ακριβώς η απατηλή όψη αυτής της αδιαφορίας, αυτής της απουσίας.
Διάφορα γεγονότα ωριμάζουν στη σκιά, επειδή χέρια εντελώς ανεξέλεγκτα υφαίνουν
το πανί της συλλογικής ζωής, και η μάζα το αγνοεί. Τα πεπρωμένα μιας ολόκληρης
εποχής μανιπουλάρονται σύμφωνα με τις στενές θεωρήσεις, με τους άμεσους σκοπούς
μικρών δραστήριων ομάδων, και η μάζα των πολιτών το αγνοεί. Αλλά τα γεγονότα
που ωρίμασαν ξεχύνονται, το υφασμένο στη σκιά πανί φτάνει στο τέλος του, και
τότε φαίνεται πως ο φαταλισμός τα παρασέρνει όλα και όλους, πως η Ιστορία δεν
είναι παρά ένα τεράστιο φυσικό φαινόμενο, μια έκρηξη, ένας σεισμός, όπου όλοι
είναι θύματα: κι αυτοί που ήθελαν κι αυτοί που δεν ήθελαν, κι αυτοί που ήξεραν
κι αυτοί που αγνοούσαν, κι αυτοί που ήταν δραστήριοι, κι αυτοί που ήταν
αδιάφοροι. Και οι τελευταίοι εξάπτονται, θα ’θελαν να εξαιρεθούν από τις συνέπειες,
θα ’θελαν να ήταν σαφές πως οι ίδιοι δεν το θέλησαν, πως οι ίδιοι δεν φέρουν
ευθύνη. Και μερικοί κλαψουρίζουν φαρισαϊκά,
άλλοι βρίζουν χυδαία, αλλά κανένας, ή μάλλον λίγοι αναρωτιούνται: αν
είχα επιτελέσει το ανθρώπινο καθήκον μου, αν είχα προσπαθήσει να ακουστεί η
φωνή μου, η γνώμη μου, η βούλησή μου, θα είχαν συμβεί όσα συνέβησαν;
Και
κανένας, ή ελάχιστοι ενοχοποιούν τον εαυτό τους για την αδιαφορία, τον
σκεπτικισμό, για το ότι δεν στήριξαν ηθικά και υλικά τις πολιτικές και
οικονομικές ομάδες που ακριβώς μάχονταν για να αποφευχθεί το τόσο μεγάλο κακό,
που στόχευαν να διασφαλιστεί το ελάχιστο έστω καλό. Αυτοί προτιμούν να μιλούν
για αποτυχία των ιδεών, για την οριστική κατάρρευση των προγραμμάτων κι άλλα
παρόμοια τερπνά. Συνεχίζουν την αδιαφορία τους, τον σκεπτικισμό τους. Αύριο θα
ξαναρχίσουν τη ζωή τους με γνώμονα την απουσία από κάθε άμεση ή έμμεση ευθύνη.
Και δεν είναι πως δεν βλέπουν τα πράγματα καθαρά, πως δεν είναι ικανοί να
παρουσιάσουν καταπληκτικές λύσεις για τα πλέον επείγοντα προβλήματα, ή και για
εκείνα που χρειάζονται ευρύτερη προετοιμασία και περισσότερο χρόνο αλλά είναι
εξίσου επείγοντα. Όμως αυτές οι λύσεις μένουν εξαιρετικά άγονες, αυτή η
συνεισφορά στη συλλογική ζωή δεν διαπερνιέται από κανένα ηθικό φως· είναι
συνέπεια μιας διανοουμενίστικης περιέργειας, και όχι μιας επείγουσας αίσθησης
της ιστορικής ευθύνης που τους χρειάζεται όλους δραστήριους στη ζωή, στην
πράξη, που δεν ανέχεται αγνωστικισμούς και αδιαφορίες κανενός είδους.
Πρέπει
λοιπόν να εκπαιδευτούμε σ’ αυτή τη νέα ευαισθησία, πρέπει να τελειώσουμε
οριστικά με τις ανερμάτιστες μεμψιμοιρίες των αιώνιων αθώων. Πρέπει να
ζητήσουμε λογαριασμό απ’ τον καθέναν για το πώς διεκπεραίωσε το έργο που του
ανέθεσε και του αναθέτει καθημερινά η ζωή, γι’ αυτά που έκανε και κυρίως γι’
αυτά που δεν έκανε. Δεν πρέπει η κοινωνική αλυσίδα να βαραίνει μόνο ελάχιστους, αλλά οτιδήποτε συμβαίνει να μην
αποδίδεται στην τύχη και στο μοιραίο· αντίθετα, να είναι ευφυές έργο των
ανθρώπων. Γι’ αυτό είναι αναγκαίο να εξαφανιστούν οι αδιάφοροι, οι σκεπτικιστές,
εκείνοι που εκμεταλλεύονται το ελάχιστο καλό που προκαλεί η δραστηριότητα των
λίγων, και δεν θέλουν να αναλάβουν την ευθύνη του μεγάλου κακού που η απουσία
τους απ’ τον αγώνα αφήνει να προετοιμάζεται και να συμβαίνει.
(26
Αυγούστου 1916)
Σημείωση:
Το πρωτότυπο κείμενο ήταν ενιαίο, χωρίς παραγράφους. Για λόγους διευκόλυνσης
του αναγνώστη, ωστόσο, διαμορφώσαμε παραγράφους στην παρούσα δημοσίευση.
[1] Στο ιταλικό πρωτότυπο, assenteismo: η
απουσία, η αδιαφορία, ιδίως επί πολιτικών ή κοινωνικών προβλημάτων.
Μετάφραση: Κωνσταντίνα
Ευαγγέλου
Η
Κωνσταντίνα Ευαγγέλου διδάσκει στο Τμήμα
Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ
1 σχόλιο:
Διαχρονικά τα θέματα που τίθενται από τον Αντόνιο Γκράμσι, κυρίως στο θέμα του φαταλισμού, ή αλλιώς μοιρολατρίας που διαπερνά τις κοινωνίες. Το οπλοστάσιο όμως των καπιταλιστών διαθέτει επιστημονικό δυναμικό που είναι σε θέση να επεξεργάζεται τις ψυχολογικές διαθέσεις-αντιδράσεις του κόσμου, ώστε να προετοιμάζονται (οι καπιταλιστές), χρόνια πριν, για την αντιμετώπιση διαφόρων καταστάσεων, καταστρώνοντας μάλιστα και εναλλακτικά σενάρια. Όταν και το εργατικό κίνημα συνειδητοποιήσει ότι πρέπει να σκεφτεί και να δουλέψει με το ίδιο τρόπο, αξιοποιώντας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα στελέχη του, αλλά κυρίως σμιλεύοντας την ενότητά του, τότε το μέλλον του θα έχει μπει σε διαφορετική τροχιά, τέτοια που ο λαός θα παρασυρθεί θέλοντας και μη.
Ναι, οι περισσότεροι περιμένουμε τις λύσεις από τους άλλους, τους αγώνες να τους δίνουν για μας οι άλλοι, το ξύλο να το τρώνε για μας οι άλλοι, κ.λπ, αρκεί το συντομότερο ο λαός, εμείς, να εισπράξουμε τα οφέλη των δικών τους αγώνων.
Αντόνιο Γκράμσι, πόσο δίκιο είχες!!
Με εκτίμηση στο Blog του Οικοδόμου,
Ένας φίλος
Δημοσίευση σχολίου