Σάββατο 14 Μαΐου 2011

Στην πιάτσα των κτιστών

Οι οικοδόμοι της Αθήνας είχαν ανέκαθεν ως σημεία συνάντησης, τις λεγόμενες «πιάτσες»,  συνήθως καφενεία πέριξ της πλατείας Ομονοίας. Η κάθε ειδικότητα είχε  τη δική της πιάτσα. Εκεί πολύ νωρίς το πρωί, πριν χαράξει η μέρα μαζεύονταν οι μάστορες και οι εργάτες. Άλλοι για να πιούν ένα καφέ και να δουν δυο φίλους πριν κινήσουν για το μεροκάματο, άλλοι για να βρουν το μεροκάματο. Από την πιάτσα θα περάσουν ο εργολάβος, ο ιδιοκτήτης ή ο εργοδηγός, όλοι για τον ίδιο λόγο. Εδώ θα βρουν τεχνίτες  και εργάτες να δουλέψουν στο γιαπί.

Στα τέλη της δεκαετίας του ΄70 και αρχές του ΄80 οι μπετατζήδες είχαν για πιάτσα το καφενείο «η συνάντηση» στην πλατεία Κοτζιά. Οι σιδεράδες σύχναζαν στον «Μεγαλέξανδρο»,στην γωνία της οδού Πειραιώς, στην Ομόνοια.

Οι σοβατζήδες στο «Αθήναιον», «που συχνάζουν άντρες της σκληρής δουλειάς και της σκληρής ζωής, από τα ξημερώματα…»* επίσης στην πλατεία Ομονοίας. Οι μπογιατζήδες μαζευόντουσαν στην οδό Βερανζέρου. Οι μωσαϊκοί-μαρμαράδες στο υπόγειο καφενείο της οδού Αιόλου στα Χαυτεία δίπλα στο ταχυδρομείο.

Παράλληλα σαν πιάτσες μικρότερου βεληνεκούς λειτουργούν κι άλλα καφενεία: «το στέμμα» στην οδό Σατωβριάνδου, «η Πίνδος» και «η Ζίτσα» στην οδό Βερανζέρου και άλλα, όλα γύρω από την πλατεία Ομονοίας.

Στη γωνία της οδού Δώρου επί της πλατείας Ομονοίας, στο ισόγειο του ξενοδοχείου «Κάρλτον», βρισκόταν από το 1920 το ιστορικό καφενείο «ΝΕΟΝ». Εδώ είναι η πιάτσα των κτιστών.


«Πρόσοψη του καφενείου «Νέον» της πλατείας Ομονοίας.
(Φωτογραφία της δεκαετίας του ΄20)».

Φωτογραφία και λεζάντα από το βιβλίο του Γιάννη Παπακώστα: «Φιλολογικά σαλόνια και καφενεία της Αθήνας», δεύτερη έκδοση, εκδόσεις «Βιβλιοπωλείον της Εστίας», 1991


Ήμουν δεκατριών όταν ο πατέρας μου με πήγε εκεί για πρώτη φορά. Μέσα στη νύχτα περπατήσαμε τη διαδρομή από το τέρμα του λεωφορείου στην πλατεία Βάθη μέχρι την Ομόνοια. Πεντέμισι το πρωί και οι δρόμοι ήταν άδειοι. Ώσπου φτάσαμε στην πλατεία. Κόσμος πολύς συγκεντρωμένος έξω από το «Νέον», μια παραφωνία σε σύγκριση με την ερημιά της διαδρομής. Ο πατέρας μου χαιρέτησε πολλούς συναδέλφους του μέχρι να φτάσουμε στην είσοδο του καφενείου.

Φάνταζε τεράστιο στα μάτια μου. Αχανές. Μου έκαναν εντύπωση το βουητό από τις φωνές του κόσμου που ήταν σαν από μελίσσι και τα αμέτρητα, ασφυκτικά γεμάτα μαρμάρινα τραπέζια μολονότι η ώρα δεν ήταν ούτε έξι. Οι τοίχοι από λαδομπογιά που είχαν κιτρινίσει με το πέρασμα του χρόνου, καλύπτονταν σε διάφορα σημεία από μεγάλους καθρέφτες και τα ταβάνια του στέκονταν πολύ ψηλά γεμάτα ανάγλυφες παραστάσεις. Ένας μεγάλος θορυβώδης ανεμιστήρας ανάμεσα στη τζαμαρία προσπαθούσε να διώξει τον καπνό από τα τσιγάρα των θαμώνων.

Θαμώνες στο καφενείο "Νέον" στην Ομόνοια.
Φωτογραφία του Ανδρέα Μπέλια από το βιβλίο του Γ.Ιωάννου,
Ομόνοια 1980, εκδόσεις Κέδρος, 1987

Οι σερβιτόροι κρατώντας τις βαριές παραμάνες**, σέρβιραν με νευρικές κινήσεις τους βιαστικούς οικοδόμους. Είχαν τους καφέδες (ελληνικούς) έτοιμους κατά δεκάδες και άδειαζαν τους δίσκους, ρωτώντας για τη ζάχαρη, εν ριπή οφθαλμού. Ήξεραν πως οι πελάτες τους δεν είχαν πολύ χρόνο για χάσιμο. Έναν καφέ στα γρήγορα και στο δρόμο για το γιαπί. Οι λιγότερο «ψύχραιμοι» έπαιρναν ένα κονιάκ ή μια μπύρα.

Με τον καιρό κατάλαβα ότι οι σερβιτόροι ήταν συνήθως οι ίδιοι, γνώριζαν τους περισσότερους οικοδόμους με τα μικρά τους ονόματα και ακουμπούσαν τον καφέ και το νερό στο τραπέζι χωρίς πολλά-πολλά (καλημέρα Χρήστο). Επίσης πολλοί οικοδόμοι είχαν το «δικό τους» τραπέζι και τους έβλεπες σχεδόν πάντα εκεί.

Όλη αυτή η κίνηση δεν κρατούσε παραπάνω από μία ώρα. Όταν το ρολόι έδειχνε εξήμιση η τεράστια αίθουσα του «Νέον» άδειαζε από τον πολύ κόσμο. Αυτοί που έμεναν πίσω ήταν όσοι δεν βρήκαν μεροκάματο και δεν είχαν λόγο να βιαστούν να γυρίσουν στο σπίτι ή άλλοι θαμώνες άσχετοι με την οικοδομή.

Απέναντι από το «Νέον» υπάρχει η στοά Πιγκουίνου που συνδέει την πλατεία Ομονοίας (από την οδό Δώρου) με την Πατησίων. Μέσα στη στοά, ανεβαίνοντας τη σκάλα ενός κτιρίου, υπήρχε το «πατάρι», ένα μικρό καφενεδάκι, από αυτά που υπήρχαν στον ημιώροφο πολλών πολυκατοικιών της Αθήνας, που συγκέντρωνε επίσης οικοδόμους-κτίστες. Στο πατάρι μπορούσαν οι συνάδελφοι ν’ αφήνουν για φύλαξη τις βαριές τσάντες με τα εργαλεία τους.


Γιάννη Τσαρούχη: Καφενείο το "Νέον" (νύχτα) 1965-1966

Ειδικά αυτοί που δεν είχαν δικό τους μεταφορικό μέσο και δεν εύρισκαν δουλειά, άφηναν την τσάντα τους, αφού και την επόμενη μέρα πάλι στην πιάτσα θα κατέβαιναν. Ο μικρός του καφενείου συγκέντρωνε πολλές τσάντες σε μια γωνιά του μαγαζιού και καρφίτσωνε πάνω τους χαρτάκια με το όνομα του κάθε οικοδόμου. Τσάντες άφηναν οι κτίστες και στο «Νέον».

Η φύλαξη όμως (και στα δύο καφενεία) ήταν υποτυπώδης και ελλιπής. Πολλές φορές χάνονταν τσάντες ή εργαλεία μέσα από αυτές και πως να διαμαρτυρηθεί ο συνάδελφος όταν το καφενείο εξυπηρέτηση του έκανε και μάλιστα δωρεάν. Έτσι το 1977-78 το Σωματείο Κτιστών Αθηνών πήρε απόφαση και νοίκιασε μια αποθήκη στο υπόγειο του κτιρίου που βρισκόταν το «πατάρι».

 Ένας συνταξιούχος κτίστης ανέλαβε αποθηκάριος και η φύλαξη πια γινόταν υπεύθυνα και με ασφάλεια. Εκεί οι οικοδόμοι άφηναν τις τσάντες τους έναντι ενός συμβολικού αντιτίμου πέντε δραχμών, για να βγαίνουν και τα έξοδα του ενοικίου και του φύλακα. Αυτή η αποθήκη λειτούργησε για περίπου δύο χρόνια.

Μέσα στη στοά Πιγκουίνου  υπήρχαν μεταξύ άλλων δύο τυροπιτάδικα, το ένα εκ των οποίων φημίζονταν για τη μπουγάτσα Θεσσαλονίκης. Ήταν ένα ισχυρό «κίνητρο» πριν πας στη δουλειά, να περάσεις χαράματα απ’ την πιάτσα και ν’ απολαύσεις μια γλυκιά αχνιστή μπουγάτσα από τα χέρια του κ. Στέφανου, μάστορα του μαγαζιού.

Έξω από το "Νέον". Δεξιά διακρίνεται η στοά Πιγκουίνου.
Φωτογραφία του Ανδρέα Μπέλια,
από το βιβλίο του Γ.Ιωάννου Ομόνοια 1980,
Εκδόσεις Κέδρος, 1987

Συνήθως αυτοί που ήταν μέσα στο «Νέον», ήταν αυτοί που είχαν εξασφαλίσει δουλειά. Ερχόντουσαν όμως κάθε μέρα για να μην ξεκόψουν από την πιάτσα. Όσοι στέκονταν έξω από το καφενείο (και ήταν πολλές φορές εκατοντάδες) ήταν αυτοί που αναζητούσαν το μεροκάματο. Οι περισσότεροι στέκονταν όρθιοι, μοναχικοί ή σε «πηγαδάκια» έχοντας την πάνινη τετράγωνη τσάντα με τα εργαλεία μπρος στα πόδια τους. Άλλοι ήταν καθιστοί στα παρτέρια της πλατείας και κάπνιζαν ή έτρωγαν μια ζεστή τυρόπιτα.

Όλοι όμως ήταν σε «επιφυλακή» και κάλυπταν με το βλέμμα τους κάθε σπιθαμή της πλατείας, κάθε σημείο από το οποίο θα μπορούσε να φτάσει ο εργολάβος. Όπως ο κυνηγός στήνει καρτέρι στο θήραμά του. Μόνο που εδώ οι ρόλοι είχαν αντιστραφεί. Ο εργολάβος είχε το πάνω χέρι και την ευχέρεια της επιλογής.

 Μπορούσε κανείς να διακρίνει έναν εκνευρισμό, μια αγωνία στην προσμονή αυτών των ανθρώπων. Όταν κατέφθανε ο εργολάβος που αναζητούσε «χέρια», σχηματιζόταν γύρω του ένα σμάρι από άντρες που σπρώχνονταν για να φανούν καλύτερα.  

Αυτός, αν δεν είχε κάποιον γνωστό του στην πιάτσα να του υποδείξει (πάρε αυτόν!), «σάρωνε» με το βλέμμα του τον κάθε υποψήφιο από την κορυφή ως τα νύχια. Έπρεπε να διαλέξει τον καλύτερο, τον πιο δυνατό. Κι ύστερα να τα βρουν στο μεροκάματο (λοιπόν, πόσο πάει;). Ήταν ένα ελεύθερο παζάρι που γινόταν ανάμεσα σε αυτόν που πουλά την τέχνη ή τη δύναμή του και σ’ αυτόν που πληρώνει.

Η πλατεία Ομονοίας τη δεκαετία του ΄60.
Καρτ-ποστάλ εποχής

 Ένα παζάρι που είχε όμως έναν άγραφο κανόνα. Να’ χεις καλό όνομα στην πιάτσα, να σε ξέρουν. Να είσαι δουλευτής, τίμιος και μπεσαλής. Αν δεν τηρούσες αυτές τις προδιαγραφές, εύκολα γινόσουν το «μαύρο πρόβατο» γι αυτούς που σε ήξεραν. Και σιγά-σιγά σε μάθαιναν όλοι.

 Υπήρχαν πάντα κάποιοι οικοδόμοι στην ίδια θέση έξω από το «Νέον», με τα εργαλεία τους, για πολλές εβδομάδες και ενώ άλλοι συνάδελφοί τους έβρισκαν δουλειά, αυτοί ήταν πάντα εκεί. Είχαν κακό όνομα στην πιάτσα και οι εργολάβοι τους ήξεραν και τους απέφευγαν.

Όταν λοιπόν ο εργολάβος έκανε την επιλογή του και οι «τυχεροί» συνάδελφοι, χαμογελαστοί τον ακολουθούσαν, η απογοήτευση και το άγχος κυρίευαν αυτούς που έμεναν πίσω. Κοίταζαν το ρολόι τους και ήξεραν πως όσο περνάει η ώρα, τόσο λιγοστεύουν οι πιθανότητες για δουλειά αυτή τη μέρα.

Μια αξιοπρέπεια υπήρχε στα πρόσωπά τους, μια υπερηφάνεια στο στήσιμο του κορμιού τους. Δεν παρακαλούσαν για το μεροκάματο. Το «διεκδικούσαν» ο καθένας με τη δική του αξία, έχοντας πίστη στα χέρια τους. Κι αν σήμερα δε βρέθηκε κάτι, ξέρουν πως αύριο είναι μια άλλη μέρα…

Ήταν μια εποχή που κάθε εικόνα, κάθε γεύση ή μυρωδιά, άφηναν βαθιά αποτυπώματα στο νου και την ψυχή. Ίσως η αιτία να ήταν  τα πρώτα επαγγελματικά βιώματα στα χρόνια της άγουρης νιότης. Ίσως πάλι εκείνη η εποχή να έκρυβε μια αθωότητα που χάθηκε στην πορεία ως το σήμερα.


* Γιώργος Ιωάννου, «Ομόνοια 1980», εκδόσεις Κέδρος, 1987.
** Παραμάνα: στη γλώσσα των σερβιτόρων, ο δίσκος σερβιρίσματος μεγάλων διαστάσεων και χωρητικότητας, δύσκολος στη μεταφορά του.

2 σχόλια:

Dina Vitzileou είπε...

Τί ωραία και ενδιαφέρουσα περιγραφή !

Minorakias είπε...

.... ωραίος οικοδόμε!
Μ΄ούφτιαξες την ψυχή για σήμερα.
Οι μουσικές μου θ΄άναι για την εργατιά φίλε.