Γ.Κοτζιούλας (1909-1956) |
Ο ποιητής Γιώργος Κοτζιούλας γεννήθηκε το 1909, στο χωριό των Τζουμέρκων Πλατανούσα, του νομού Άρτας. Οι γονείς του ήταν φτωχοί αγρότες και με πολλούς κόπους και θυσίες κατόρθωσαν να τον βοηθήσουν να τελειώσει το Γυμνάσιο της Άρτας. Κατεβαίνει στην Αθήνα το 1927 και σπουδάζει στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου από όπου παίρνει πτυχίο φιλολογίας.
Παράλληλα με τις σπουδές του είναι αναγκασμένος να δουλεύει για να τα βγάλει πέρα. Από τις πολλές στερήσεις προσβάλλεται από φυματίωση και νοσηλεύεται στο σανατόριο της Πάρνηθας. Η πρώτη περίοδος της Γερμανικής κατοχής τον βρίσκει στην Αθήνα και αργότερα στο χωριό του όπου και εντάσσεται στις γραμμές του ΕΑΜ. Στη συνέχεια ένοπλος στον ΕΛΑΣ πολεμά τον Γερμανό κατακτητή.
Στο βουνό ιδρύει το θεατρικό θίασο «Λαϊκή Σκηνή» και περιοδεύει στις ελεύθερες περιοχές της Ηπείρου. Στα τέλη του 1945 κατεβαίνει στην Αθήνα για να εργαστεί ως διορθωτής και μεταφραστής. Παράλληλα δημιουργεί οικογένεια. Πεθαίνει τον Αύγουστο του 1956 στην Αθήνα. Ήταν πολυγραφότατος. Εξέδωσε ποιητικές συλλογές και πεζά, καθώς και πολλές μεταφράσεις. Το μεγαλύτερο μέρος του έργου του είναι ανέκδοτο και έχει παραχωρηθεί στο πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Σε όλη του τη ζωή ένοιωσε στο πετσί του τη φτώχεια, τις στερήσεις και τον κατατρεγμό. Αυτό τον έκανε να στραφεί δίπλα στον απλό φτωχό άνθρωπο του μόχθου να τον εκφράσει μέσα από το έργο του αλλά και να του δώσει κουράγιο και αισιοδοξία για ένα καλύτερο μέλλον.
Σαν φόρο τιμής στον παραγνωρισμένο αυτόν ποιητή του λαού και της φτωχολογιάς, σας παρουσιάζω δύο ποιήματά του γραμμένα για τους ανθρώπους της οικοδομής:
Το μαστορόπουλο
Τον πήραν τον Κολιό
τον πήραν οι μαστόροι
παιδί από το σκολειό
να μάθει πηλοφόρι.
Καρδιά πονετική
τον ξέβγαλε με κλάμα:
«Τετράδη Κυριακή,
θα καρτερώ για γράμμα».
Δε σώνει άλλο να ιδεί,
παιδεύεται το μάτι:
κρατούσε ένα ραβδί,
το στρώμα του στην πλάτη.
Μας έφυγε ο Κολιός
κι είχε μια τέτοια λύπη!
θα ’ναι όλοι δω τ' Άη-Λιος
και μόνο αυτός θα λείπει.
Τον πήραν τον Κολιό
τον πήραν οι μαστόροι
παιδί από το σκολειό
να μάθει πηλοφόρι.
Καρδιά πονετική
τον ξέβγαλε με κλάμα:
«Τετράδη Κυριακή,
θα καρτερώ για γράμμα».
Δε σώνει άλλο να ιδεί,
παιδεύεται το μάτι:
κρατούσε ένα ραβδί,
το στρώμα του στην πλάτη.
Μας έφυγε ο Κολιός
κι είχε μια τέτοια λύπη!
θα ’ναι όλοι δω τ' Άη-Λιος
και μόνο αυτός θα λείπει.
(από τη συλλογή «Σιγανή φωτιά», 1938)
Οικοδόμοι
Εμπρός για τη δουλιά,
μ’ αξίνες με λοστάρια.
Γκρεμίστε τα παλιά,
να πέσουν τα ντουβάρια!
Κι αν είμαστε φτωχοί,
βαστούν τα χέρια, οι πλάτες.
Ριχτήτε απ’ την αρχή
στο έργο σας, αργάτες!
Τα κάψαν μια φορά,
τα χτίζουμε και πάλι.
Βοηθήστε με χαρά,
τρέξτε μικροί, μεγάλοι.
Δεν ήταν για καιρό,
δεν άντεχαν οι στύλοι.
Σε θέμελο γερό
ξαναστεριώστε, φίλοι
Το σπίτι θα στηθεί
καλύτερο από πρώτα.
Μην κάθεστε όλοι ορθοί,
σφουγγίστε τον ιδρώτα.
Λάσπη ένας κουβαλά
κι ο άλλος πέτρα ας φέρει.
Καρφώστε το ψηλά,
συντρόφοι, το μαδέρι!
Δε βλέπει προκοπή
που στέκει κι απαντέχει.
Φτάσαμε στη σκεπή,
τώρα ας χιονίζει, ας βρέχει!
Σε κάμαρη φαρδιά
θα κατοικήσεις φέτο.
Με γεια σου, με παιδιά
κι αγγόνια γέμισέ το!
Ό,τι ποθεί ό εχτρός,
α, δε θα ξαναγίνει.
Πάει, άλλαξε ο καιρός,
θα βασιλέψει ειρήνη!
Καρβέλια με νερό
και γίνηκε το θάμα.
Μπρος τώρα ένα χορό
να σύρουμε όλοι αντάμα!
(δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ελεύθερα Γράμματα» το 1945)
Το "Οικοδόμοι" το βρήκα εδώ:: http://www.sarantakos.com/
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου