Κυριακή 31 Ιουλίου 2011

Η Αθήνα μυρίζει μπαρούτι...


Η Αθήνα αποπνέει θάνατο. Χιλιάδες μαγαζιά κλειστά, με κιτρινισμένους απλήρωτους λογαριασμούς κάτω από τις πόρτες, σκόνη και παρατημένα ράφια, άδεια. Ζωές που πέρασαν.

 Δεκάδες μελαμψοί νεαροί με καροτσάκια, άχρηστα πλέον στα σουπερμάρκετ αφού κανένας δεν τα χρησιμοποιεί για τα λιγοστά του ψώνια, μαζεύουν τα παλιοσίδερα μιας κοινωνίας που σκουριάζει ραγδαία. Η μόνη ανακύκλωση που επιβιώνει στην πόλη.

Στον ηλεκτρικό, στους δρόμους και στις καφετέριες, λιγόστεψαν τα παιδάκια που πουλάνε λουλούδια και πολλαπλασιάστηκαν οι ζωντανοί νεκροί που για μια μικρή βοήθεια δηλώνουν ότι μόλις αποφυλακίστηκαν, ότι είναι στην απεξάρτηση ή ότι είναι φορείς του aids.

Στην Ακαδημίας, τη Χαριλάου Τρικούπη, την Μπουμπουλίνας, την Ιπποκράτους, τη Βασιλίσσης Σοφίας, στα πιο κεντρικά σημεία, αργόμισθοι μπάτσοι με ασπίδες αντί για γλάστρες.

Κατεβασμένα ρολά, σκουπίδια, μπουκάλια, κλούβες, ανάπηροι ζητιάνοι, ναρκομανείς, πόρνες και χιλιάδες περαστικοί με σινιέ τσάντες από πεζοδρόμια και κολόνιες από προσφορές περιοδικών που βιάζονται να απομακρυνθούν.

Μια πόλη άρρωστη που δεν μπορεί πια να κρυφτεί.

Η Αθήνα μυρίζει μπαρούτι. Είναι μια πόλη που παντού υπάρχουν εκρηκτικά. Σαν της Κύπρου, εύφλεκτα. Ζωσμένα πάνω σε ανθρώπους. Καθώς η πίεση πάνω στον πολίτη αυξάνεται όλο και περισσότερο από την αφαίρεση των δικαιωμάτων του, τη μείωση των αμοιβών του, την απαξίωση των περιουσιακών του στοιχείων,

την απώλεια της δουλειάς του, τον αποκλεισμό του από τις αποφάσεις και την καταρράκωση της αξιοπρέπειάς του, η θερμοκρασία ανεβαίνει επικίνδυνα.

Οι εστίες ανάφλεξης απλώνονται οριζοντίως και καθέτως. Δεήτες, φαρμακοποιοί, ταξιτζήδες, συμβασιούχοι, φορτηγατζήδες, δημόσιοι υπάλληλοι, συνταξιούχοι, οικοδόμοι, μικρομαγαζάτορες, άνεργοι και πολλές άλλες πολυπληθείς ομάδες κάθονται σε αναμμένα κάρβουνα.

 Και οι πιτσιρικάδες, τα νέα παιδιά χωρίς ορατό μέλλον, θύματα της πιο βίαιης ενηλικίωσης από τη δεκαετία του ’40.

Μικρές μόνο αναφλέξεις έχουν εκδηλωθεί μέχρι τώρα. Αλλά τα κοινωνικά κοντέινερ φουσκώνουν. Χωρίς κανένας να ξέρει πότε και από ποιο μπορεί να ξεκινήσει η σπίθα που θα μεταδοθεί αστραπιαία στα υπόλοιπα, θα τα ενώσει πύρινα και θα γίνει το μεγάλο μπαμ.

Τρία χρόνια θερμαίνονταν τα κοντέινερ στην Κύπρο. Κι εκεί, ανησυχούσαν μόνο δυο-τρεις άνθρωποι. Οι άλλοι, οι πολλοί, δεν ανησυχούσαν, ούτε έβλεπαν, ούτε άκουγαν.

Εδώ η εξουσία φοβάται και προετοιμάζεται. Ενώ κάνει μαζικές απολύσεις, μόνο αστυνομικούς προσλαμβάνει κατά χιλιάδες! Για πυροσβέστες των αναφλέξεων.

Αλλά όταν έρθει η ώρα και σκάσουν όλα τα κοντέινερ μαζί, ίσως η πόλη να αναζωογονηθεί!
edromos.gr 

Η ανθρώπινη ζωή δεν είναι αναλώσιμο υλικό!


Δεν έχει τελειωμό ο κατάλογος των εργαζομένων που χάνουν τη ζωή τους ή τραυματίζονται στο χώρο της δουλειάς τους. Σαν συνέπεια της εντατικοποίησης της δουλειάς, των ελλιπέστατων και πολλές φορές ανύπαρκτων μέτρων ασφαλείας, αλλά και της χειροτέρευσης ολοένα και περισσότερο της κατάστασης στην οποία περιέρχονται όλο και μεγαλύτερα κομμάτια των εργαζομένων.

Ο εργαζόμενος – όταν έχει δουλειά – εργάζεται σχεδόν πάντα σε περιβάλλον που απέχει πολύ από το …ιδανικό. Τα μέτρα ασφαλείας και υγιεινής στο εργοστάσιο, το γιαπί και αλλού, είναι τις περισσότερες φορές ελλιπή και άλλες, ανύπαρκτα. Οι κρατικοί μηχανισμοί, οι αρμόδιοι για τον έλεγχο της τήρησής τους, ξεχαρβαλωμένοι.

Πολλές φορές και αφού συμβεί το «κακό» - θάνατος εργαζομένου – που όλοι ξορκίζουν αλλά δεν παίρνουν μέτρα για την αποτροπή του, αυτά τα μέτρα «στήνονται» εν ριπή οφθαλμού. Η Επιθεώρηση Εργασίας επισκέπτεται πάντα το χώρο εργασίας μετά από το «τραγικό συμβάν» για να κάνει διαπιστώσεις...

Οι πιθανότητες όμως να κάνει έλεγχο στον ίδιο χώρο πριν, για να κάνει πρόληψη, είναι μηδαμινές. Δουλεύω στο γιαπί τριανταένα χρόνια. Μια και μοναδική φορά δέχτηκα την επίσκεψη των ελεγκτών του κράτους για την «ασφάλεια και την υγεία μου» στη δουλειά.

Η ανασφάλεια όχι μόνο για το αύριο, αλλά τώρα πια και για το σήμερα, η συνεχώς αυξανόμενη πίεση για αύξηση της παραγωγικότητάς του που δέχεται από τον εργοδότη, τα πολλά προβλήματα, οικογενειακά, ψυχολογικά κλπ, δεν αφήνουν τον εργαζόμενο – αυτό που λέμε – να κάνει τη δουλειά του ήσυχος.

Και η λίστα μακραίνει…

Παραθέτω ένα μικρό κομμάτι αυτής της μαύρης λίστας του θανάτου, το «τρέχον», με «περιστατικά» που συνέβησαν μόνο την τελευταία εβδομάδα. Κάποιες μάνες έβαλαν τα μαύρα, κάποιες γυναίκες έχασαν το σύντροφό τους, κάποια παιδιά έμειναν ορφανά.

Ο εργάτης δεν είναι αναλώσιμο υλικό. Η ανθρώπινη ζωή δεν είναι αναλώσιμο υλικό…

Τα παρακάτω στοιχεία δημοσιεύτηκαν στο Ριζοσπάστη (δεν ασχολούνται δα κι άλλα έντυπα με το θέμα σε τόση έκταση, δεν πουλάει…δυστυχώς!)


1) ΘΑΝΑΤΟΣ… (Παρασκευή 29 Ιούλη 2011)


[τελευταίο μεροκάματο για δυο εργάτες

Το τελευταίο του μεροκάματο έκανε τη Δευτέρα ο 54χρονος Γιώργος Καραδήμου. Πήγε για δουλειά και κατέληξε νεκρός στο νοσοκομείο Γιαννιτσών Πέλλας.

Ο Γ. Καραδήμου δούλευε στην κονσερβοποιία «Πρόδρομος Παντζίδης ΑΒΕΕ». Την ώρα της δουλειάς στο τμήμα πακετοποίησης, έχασε τις αισθήσεις του. Μεταφέρθηκε με ασθενοφόρο στο Νοσοκομείο Γιαννιτσών, όπου κατέληξε μετά από περίπου μιάμιση ώρα.

Ερευνα για το ατύχημα διεξάγεται από τεχνικούς επιθεωρητές του Τμήματος Τεχνικής και Υγειονομικής Επιθεώρησης Πέλλας, ενώ παράλληλα αναμένεται και ιατροδικαστική έκθεση για τυχόν ύπαρξη παθολογικών αιτιών.

Αυτή την περίοδο πάντως, τα κονσερβοποιεία δουλεύουν με εντατικούς ρυθμούς, καθώς είναι περίοδος συγκομιδής και επεξεργασίας των φρούτων (ροδάκινα κλπ).]


2) ΘΑΝΑΤΟΣ… (Παρασκευή 29 Ιούλη 2011)


[Τον παρέσυρε απορριμματοφόρο

Το θάνατο βρήκε χτες το πρωί στο Τολό ο Νίκος Πολίτης, 42 ετών, εργαζόμενος - σύμφωνα με πληροφορίες κοινωφελούς εργασίας - όταν τον παρέσυρε το απορριμματοφόρο όχημα (έκανε όπισθεν) στο οποίο δούλευε, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί θανάσιμα. Αμέσως διακομίστηκε στο Νοσοκομείο Ναυπλίου όπου λίγο αργότερα εξέπνευσε.


3) Τον λες «τυχερό»;  (Πέμπτη 28 Ιούλη 2011)


Αλλο ένα εργατικό ατύχημα

Αλλο ένα εργατικό ατύχημα σημειώθηκε στο Λιγνιτικό Κέντρο Δυτικής Μακεδονίας της ΔΕΗ. Ο Παύλος Δημητριάδης, 33 χρονών, ηλεκτρολόγος αρχιτεχνίτης, χτυπήθηκε από 20.000 volt, την ώρα της δουλειάς στο ορυχείο του Νότιου Πεδίου.

Τραυματίστηκε χτες στις 12.30 το μεσημέρι, την ώρα που εκτελούσε εργασία σε μηχάνημα του υποσταθμού της κεφαλής 103. Σύμφωνα με πληροφορίες, προσπαθούσε να «επαναφέρει» διακόπτη υπερέντασης.

 Ο 33χρονος εργαζόμενος νοσηλεύεται στο «Μποδοσάκειο» Νοσοκομείο Πτολεμαΐδας. Εχει ανακτήσει τις αισθήσεις του, όμως τυχόν βλάβες που μπορεί να προκλήθηκαν από τα 20.000 volt που διαπέρασαν το σώμα του, θα διαπιστωθούν τις επόμενες μέρες.]


4) Είσαι …»τυχερός», μη μιλάς… (Τετάρτη 27 Ιούλη 2011)


[Εργαζόμενος έχασε τρία δάχτυλα

Ενα ακόμη εργατικό «ατύχημα» είχαμε, αυτή τη φορά στην εκτυπωτική εταιρεία ΑΦΟΙ ΒΛΑΧΟΥ, όπου εργαζόμενος «έχασε» τρία δάχτυλα του χεριού του και μόνο κατά τύχη γλίτωσε από τα χειρότερα. Με ανακοίνωσή της Πανελλαδική Ενωση Λιθογράφων υπογραμμίζει πως πρόκειται για το δεύτερο «ατύχημα» μέσα σε λίγους μήνες,

 «πράγμα που σημαίνει ότι δεν είναι καθόλου τυχαίο, αν πάρουμε υπόψη μας ότι γίνεται στην ίδια μηχανή, αναδεικνύοντας την παντελή έλλειψη μέτρων ασφαλείας με ευθύνη της εργοδοσίας και του τεχνικού ασφαλείας».

Και απευθυνόμενη στους εργαζόμενους, η Πανελλαδική Ενωση, επισημαίνει πως «χρειάζεται επαγρύπνηση απ' όλους μας όσον αφορά τα θέματα υγιεινής και ασφάλειας στο χώρο δουλειάς, όσο και για τα γενικότερα ζητήματα που αφορούν τον κλάδο.

Μαζί με το Σωματείο πρέπει να ξεκαθαρίσουμε στην εργοδοσία ότι δεν είμαστε διατεθειμένοι να θυσιαστούμε στο όνομα της αύξησης της παραγωγικότητας. Αυτό που μετρά πάνω απ' όλα είναι η σωματική και ψυχική υγεία των εργατών και η ασφάλειά τους».]


5) ΘΑΝΑΤΟΣ… (Τρίτη 26 Ιούλη 2011)


[Νέο έγκλημα της εργοδοσίας

Κατέληξε το 30χρονο παλικάρι που κάηκε σαν φρύγανο στην Κομοτηνή, χωρίς να βρεθεί κρεβάτι σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας.

Ενα παλικάρι, 30 ετών, πλήρωσε με το αίμα του την εργοδοτική ασυδοσία και την απουσία πολιτικής πρόληψης για την υγιεινή και ασφάλεια στους τόπους δουλειάς με ευθύνη της κυβέρνησης και της εργοδοσίας.

Ο Σταμάτης Βουδάκης άφησε την τελευταία του πνοή το Σάββατο το βράδυ στο Θριάσιο Νοσοκομείο καθώς - και παρά την κρισιμότητα της κατάστασής του - δε νοσηλεύτηκε στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) λόγω έλλειψης κρεβατιών!

Ο Στ. Βουδάκης υπέστη σοβαρά εγκαύματα κατά την εκδήλωση πυρκαγιάς την περασμένη Παρασκευή στην επιχείρηση «ALFA BETA ROTO ΑΒΕΕ», που βρίσκεται στην Κομοτηνή. Αρχικά μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο Κομοτηνής και από εκεί, λόγω της κατάστασής του, στο Θριάσιο Νοσοκομείο στην Ελευσίνα.

Δε βρέθηκε όμως κρεβάτι στη ΜΕΘ καθώς από τα οχτώ κρεβάτια που υπάρχουν λειτουργούν τα πέντε λόγω έλλειψης ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού και έτσι παρέμεινε σε Μονάδα Αυξημένης Φροντίδας (ΜΑΦ).]


6) ΘΑΝΑΤΟΣ… (Τρίτη 26 Ιούλη 2011)


[Θάφτηκε ζωντανός οικοδόμος

Φριχτό θάνατο βρήκε χτες το μεσημέρι 40χρονος οικοδόμος που δούλευε σε νεοαναγειρόμενη οικοδομή στην Κέρκυρα. Ο Χρήστος Καρύδης, που δούλευε σε εργασίες εκσκαφής θεμελίωσης, καταπλακώθηκε από τεράστιο όγκο χωμάτων που υποχώρησαν με αποτέλεσμα να τραυματιστεί θανάσιμα.

Στο χώρο όπου έγινε το νέο εργατικό θανατηφόρο ατύχημα βρέθηκε το Συνδικάτο Οικοδόμων, καταγγέλλοντας την ανυπαρξία μέτρων ασφάλειας στους χώρους δουλειάς, που σακατεύουν και σκοτώνουν εργάτες. Στο συγκεκριμένο χώρο δουλειάς δεν υπήρχαν τοίχοι αντιστήριξης και σκάλες στο σκάμμα,

ενώ η εκσκαφή 20 περίπου μέτρων θα έπρεπε να γίνει τμηματικά και όχι ενιαία για τον επιπλέον λόγο ότι το υπέδαφος αποτελείται από σκληρό πηλόχωμα που είναι πιο ευάλωτο στη μετακίνηση και στην αποκόλληση.]


7) ΘΑΝΑΤΟΣ… (Σάββατο 23 Ιούλη 2011)


[Θανατηφόρο εργατικό ατύχημα

Αλλος ένας εργάτης προστέθηκε χθες στη λίστα των θυμάτων από τα εργοδοτικά εγκλήματα. Ο Χαράλαμπος Βλάχος, 45 χρονών και πατέρας τριών παιδιών, σκοτώθηκε χτες το μεσημέρι, όταν κατά τη διάρκεια εργασιών, προκλήθηκε ισχυρή έκρηξη στη δεξαμενή του λεβητοστασίου Τηλεθέρμανσης, κάτω από την 5η μονάδα του ΑΗΣ Αγίου Δημητρίου στην Κοζάνη.

Ο νεκρός εργάτης, δούλευε σε εργολάβο που είχε αναλάβει για λογαριασμό της Δημοτικής Επιχείρησης Υδρευσης Αποχέτευσης Κοζάνης τη συντήρηση της δεξαμενής και δούλευε μόνος του μέσα. Σύμφωνα με πληροφορίες, είχε προηγηθεί καθαρισμός της δεξαμενής με αμμοβολή και χτες ήταν σε εξέλιξη η διαδικασία βαφής της δεξαμενής όταν σημειώθηκε έκρηξη με αποτέλεσμα ο άτυχος εργάτης να υποστεί καθολικά εγκαύματα (95%).

Με ανακοίνωσή της η Γραμματεία Κοζάνης του ΠΑΜΕ, σημειώνει ότι την αποκλειστική ευθύνη για την έκρηξη και την απώλεια της ζωής του συναδέλφου τη φέρει τόσο ο εργοδότης εργολάβος για την απουσία μέτρων ασφαλείας όσο και η ΔΕΥΑΚ που έθεσε και τις προδιαγραφές της εργολαβίας.]

Το θέμα δεν εξαντλείται εδώ. Θα επανέλθω…


Πέμπτη 28 Ιουλίου 2011

Το ξύπνημα...


Η γυναίκα του βογγολογάει, κουβαριασμένη δίπλα στο παραγώνι. Ένα χοντρό κούτσουρο κουφοκαίει ακόμα καπνίζοντας πάνω στη στάχτη κι ο καπνός πνιγερός, άλλος σκορπιέται μέσα στην κάμαρα, άλλος κάνει να βγει από το μικρό φεγγίτη θολώνοντας τον αγέρα. Ριχτές χάμω στη γης κάμποσες τάβλες χοροπηδούνε στο κάθε πάτημα.

Ένα ψωμί κριθαρένιο, μαύρο, κρέμεται στο σκοινί, πάνω στην τάβλα.

            – Βασίλη, μουρμουρίζει η άρρωστη με τα μάτια σφαλιχτά, ενώ η κάψα τής πιπιλίζει το μυαλό. Η γλώσσα της καίει.

            Σκυφτός εκείνος όξω στον κήπο, βοτανίζει με μιαν άσπρη πουκαμίσα δεμένη στη μέση του, ξεστήθιαστος, με τις άντζες γυμνές, μπρούτζινες. Ο ήλιος φουντωμένος, ξεφρενιασμένος χύνει αλύπητα το κάμα του στη διψασμένη γης, ρουφώντας κάθε στάλα δροσιάς από τα σωθικά της τα πυρωμένα. Τ’ αραποσίτια ψιλόλιγνα γέρνουνε λυπημένα, λιγοθυμώντας τα φτωχά για λίγο νεράκι. Δυο τρία παιδάκια, μισόγυμνα, ξυπόλυτα, αχτένιστα, κυλιούνται στο χώμα το καυτερό.

            – Πατέρα, κάτι άνθρωποι, φωνάζει η μικρά του κόρη, η Κατερίνα, ως οχτώ χρονών με κάτι γαμπίτσες σαν καλάμια, μάτια γαλανά και μαλλιά κίτρινα, χρυσόξανθα σαν ώριμα στάχια.

            Βγαίνει από τον κήπο μ’ ένα κακό προαίστημα. Τι θέλουνε ξένοι άνθρωποι στο σπίτι του; Αυτός πουθενά δεν πάει και κανείς δεν του πατάει.

            Σοβαροί, αμίλητοι ζυγώνουνε οι ξένοι. Φορτωμένος χαρτιά ο ένας τυλίγει στο μανίκι του μιαν ασπρογάλαζη κορδελίτσα, ψιθυρίζει κάτι παράξενα ακατάληφτα λόγια, κι αρχίζει να γράφει ακουμπώντας το χαρτί πάνω στην πεζούλα του πηγαδιού. Οι άλλοι δύο σιγαλοκουβεντιάζουνε. Ο Βασίλης χάσκει. Τα παιδιά μαζώνουνται δίπλα του φοβισμένα, σαν κλωσσοπούλια, που βλέπουνε να περνάει αψηλά το μαύρο γεράκι, κοιτάζοντας με απορία τους ξένους.

            Ο άνθρωπος με την κορδελίτσα όλο και γράφει. Οι άλλοι δυο ζυγώνουνε το Βασίλη και ζητάνε να του πιάσουνε κουβέντα. Κείνος τους κοιτάζει κατάματα σα να μη νοιώθη τι του λένε.

            – Υγεία να’ ναι, μουρμουρίζει ο ένας.

            – Έτσι είναι ο κόσμος, αντισκόβει ο άλλος.

            Τριμμένα τα λόγια τους, κοντά. Ποιος είπε πως έτσι είναι ο κόσμος; Και γιατί να είναι έτσι; Και γιατί να μην είναι για όλους; …

            Ο άνθρωπος με την κορδελίτσα τέλειωσε το γράψιμο κάποτε. Δύο αγελάδες στέκονται παραπέρα συλλογισμένες, ενώ καμπόσες κόττες τσιμπούνε τις κοπριές πίσω τους. Το γουρούνι χώνεται ακόμα βαθύτερα στο λάκκο του μουγκρίζοντας.

            Ο Βασίλης τα βλέπει όλα, όλα τα νοιώθει, μα δεν έχει κουράγιο ν’ ανοίξει το στόμα του, λες και του δέθηκε η γλώσσα.

            Ένας άνθρωπος ζυγώνει στις αγελάδες, τους περνάει και των δυονών ένα σκοινί στο λαιμό κι’ αρχίζει να τις τραβάει στο δρόμο.

    Έχε γειά , Βασίλη.

    Πομονή και γεια να’ ναι, ξαναλέει πάλε ο άλλος ηλίθια.

            Μου ου ου !.. Μουγκρίζουνε λυπητερά οι αγελάδες γυρίζοντας πίσω τα κεφάλια τους με μάτια βουρκωμένα, λες και δε θέλουνε να φύγουνε. Στυλώνουνε χάμω τα πόδια τους, τινάζουνε τις ουρές τους, μουγκρίζουνε σα να λένε : « Βασίλη πού μας αφήνεις ; »

            Κείνος κοιτάζει με μάτια γουρλωμένα.

            – Καλέ πατέρα, δε βλέπεις ; Μας παίρνουνε την Κανέλλα μας και την Ξανθή μας, φωνάζει ο Θύμιος, ένα αγοράκι ως πέντε χρονών και παίρνοντας από χάμω πετρίτσες, αρχίζει να τους πετροβολάει τους ξένους τους κλέφτες με μάτια γιομάτα έκπληξη, που ο πατέρας του δεν κουνιέται σε μια τόσο φανερή κλεψιά.

            – Πατέρα, μας τις πήρανε, πάει ! φωνάζει δυνατά σα να θέλει με τις φωνές του να τόνε συνεφέρει από τον ύπνο που φαίνεται βυθισμένος.

            Ο σκύλος γαυγίζει και φτάνοντας γοργός δαγκώνει την ουρά της Κανέλλας και στυλώνεται στα πισινά του πόδια, σα να λέει : « Όχι, δε θα σ’ αφήσω να σε πάρουνε ». Τα παιδιά αρχινάνε τα κλάματα, οι κότες ξαφνιασμένες κακαρίζουνε. Σα να βγάζουνε κανένα λείψανο μέσα από το σπίτι !

            Τώρα πια οι αγελάδες δεν φαίνονται. Από μακριά μόνο κάποτε φτάνουνε σβηστά τα μουκανητά τους.

            – Θα μας τις φέρουνε πάλε πίσω, καλέ ; Ρωτάει ο Θύμιος που σπάζει το μυαλουδάκι του για να ξηγήσει το φέρσιμο του πατέρα του.

            Ο Βασίλης ζαρώνει τα χείλια του. Δεν του πάει να πει ψέμματα.

            - Γιατί μας τις πήρανε, πατέρα ;  ρωτάει η Κατερίνα σοβαρεμένη, κάτι σπουδαίο βάζοντας μέσα στο ξανθό της κεφαλάκι.

            - Γιατί χρουστάμε, παιδί μου, μουρμουρίζει ο Βασίλης κοιμισμένα.

            Γουρλώνει τα ματάκια του ο Θύμιος για να ξηγήσει την πρωτάκουστη λέξη με την ιδέα πως γίνεται έτσι σοφότερος.

Ο Βασίλης μπαίνει στο σπίτι.

            – Τι κάνουνε οι αγελάδες ; ρωτολογιέται η άρρωστη κάτω από τη χοντρή βελέντζα που τις αγκυλώνει τα μάγουλα, δίχως να βγάλει όξω τη μύτη της.

            – Όξω, βόσκουνε, αποκρίνεται κείνος σιγαλά.

            Νυχτώνει.

            – Σύρε, Βασίλη, ν’ αρμέξεις τις αγελάδες και φέρε μου μια κούπα γάλα να δροσιστώ, μουρμουράει η άρρωστη.

            Βγαίνει ο Βασίλης στην αυλή, φωνάζει την Κατερίνα, της δίνει την κούπα, της βάζει και μερικές πεντάρες στη χούφτα.

  Γλήγορα να ρθεις, της φωνάζει, ενώ κείνη φεύγει τρέχοντας. Ο σκύλος τηνέ παίρνει από πίσω για συντροφιά.

                                                           ..............

            Νύχτα βαθειά. Σιγαλιά. Όλοι μέσα κοιμούνται.

            Ο Βασίλης κάθεται στον κήπο καταμόναχος, συλλογισμένος.

            Η γης αχνίζει ακόμα, το χώμα καίει.

            Το φεγγάρι περνάει από πάνω του αργά, θλιμένο. Κάποιο τριζόνι τραγουδάει μέσα στο βάλτο.

            – Σα σηκωθεί και δε βρει τα ζωντανά της, τι θα πει; Τι ζωή πια είναι αυτή; Σα σκλάβος δουλεύω χρόνια τούτη τη γης. Πού’ ναι τα χαΐρια μου, πού’ ναι τα κόπια μου; Ανάθεμά τηνε τέτοια ζωή! Να είμαστε δίκαιοι, μας είπε τις προάλλες ο Δεσπότης στην εκκλησία. Δε βαριέσαι, Δέσποτά μου!

            Αναστέναξε και σκούπισε από το κούτελό του το ψημένο τον ιδρώτα με την χούφτα του τη ροζάρικη. Γύρισε το κεφάλι του και κοίταξε πέρα. Το νερό έτρεχε μέσα στ’ αυλάκια ποτίζοντας τ’ αραποσίτια του γείτονά του τού άρχοντα. Με τις ώρες και το νερό, του Θεού το νεράκι. Ώρες ποτίζει ο γείτονας ξένοιαστα σα να μην έχη σκοπό να το κόψει. Τονέ βλέπει από μακριά μια να σηκώνεται, μια να σκύβει πάνω στ’ αψηλά αραποσίτια του. Κάμπος ατέλειωτος !

            Τ’ αστέρια κατεβήκανε. Ο πετεινός λάλησε.

            – Ε, γείτονα, θέλουμε και μεις να ποτίσουμε, βάζει μια φωνή μέσα στη σιγαλιά της νύχτας.

            Καμιά απόκριση. Το νερό γοργοκυλάει χαρούμενο κι η μονότονη μουσική του αυλακιού αντισκόβει τη σιγαλιά. Κοιτάζει τ’ αραποσίτια του. Διψάνε τα έρημα, καήκανε … Η ώρα πέρασε, την έφαγε όλη ο γείτονας. Πότε να ποτίσει πια αυτός που περιμένει ο παρακατιανός του να πάρει το νερό ;

            Φορτώνεται το τσαπί, καθώς το κρατούσε στα χέρια, πηδάει το φράχτη. Το σκυλί του γείτονα αρχίζει ν’ αλυχτάει.

            – Τι ζητάς εδώ τέτοια ώρα; ρωτάει ο γείτονας φοβισμένος.

            – Τις αγελάδες μου μού τις πήρες γιατί σου χρώσταγα, αμ το νερό του Θεού γιατί μου το κόβεις; Δε θέλουμε να φάμε και μείς ψωμί; ρωτάει πνιγμένος από το θυμό του.

            Σωπαίνουνε κάμποσο.

            – Πήγαινε από δω. Ό,τι μ’ αρέσει θα κάνω, λόγο δε θα σου δώσω.

            – Το νερό σε ρωτάω, γιατί μου το κόβεις ; ξαναρωτάει.

            Το αίμα τού ανέβηκε τώρα στο κεφάλι.         

            – Σου είπα πήγαινε από δω, ψωριάρη …       

            Σήκωσε το τσαπί και τού το κατέβασε στο κεφάλι. Τα αίματα κατεβήκανε στα μούτρα του, μούγκρισε κι έπεσε χάμω, μέσα στ’ αραποσίτια του.

            – Φονιά, μούγκρισε.

            – Κλέφτη, ψιθύρισε κείνος σα να ’βγαλε κάποιο βάρος από πάνω του.

            Το φεγγάρι κοίταζε περίεργο.

            Νόμισε πως τον ξέκανε.

            Έφυγε τρέχοντας, πήδησε το φράχτη. Το πρωί οι στρατιώτες που ψάχνανε, τόνε βρήκανε μέσα στον αχερώνα κάτω από κάτι δεμάτια σανό.

            – Σκότωσες κοτζάμ νοικοκύρη, του ’πε ένας στρατιώτης.

                                                              ...............

            – Πάει ο πατέρας! ψιθυρίζει ο Θύμιος βλέποντας τον πατέρα του να τον παγαίνουνε δεμένο πιστάγκωνα.

            Τα μικρά του ματάκια αστράφτανε από την οργή πού του πλημμυρίζει το μικρό του στήθος τη στιγμή εκείνη· σφίγγει τη γροθιά του· κοιτάζει, κοιτάζει και κάτι παράξενες σκέψεις του ανεβαίνουνε για πρώτη φορά στο κεφάλι ….. Κάτι ξυπνάει μέσα του …..

            – Βασίλη, Βασίλη; Μα δεν ακούς πια; φωνάζει μέσα από τα ρούχα η άρρωστη …..



Πηγή κειμένου: ΚΩΣΤΑΣ ΠΑΡΟΡΙΤΗΣ: Ο ΠΑΤΕΡΑΣ και άλλα διηγήματα, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Δεκέμβρης 1986 (προσωπικό αρχείο).

Το διήγημα «Το ξύπνημα» υπάρχει και στο διαδίκτυο:

Τετάρτη 27 Ιουλίου 2011

Hasta la Victoria Siempre!

Hasta la Victoria Siempre!

Η Κουβανική επανάσταση, πενήντα δύο χρόνια μετά, συνεχίζει ν’ αντιστέκεται, να δημιουργεί και να εμπνέει τους αγώνες των καταπιεσμένων όπου γης. Μια χούφτα άνθρωποι μ’ επικεφαλής τον Φιντέλ Κάστρο, απέδειξαν στην πράξη πως τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο όταν έχεις το δίκιο με το μέρος σου.

Σήμερα και παρά τον οικονομικό αποκλεισμό-πόλεμο των Αμερικανών και της Δύσης γενικότερα, παρά την τεράστια βρώμικη προπαγάνδα που δέχεται από «απέναντι» ο Κουβανικός λαός, στέκεται όρθιος με αξιοπρέπεια και παρά τις πολλές δυσκολίες, κοιτάζει περήφανα προς στο μέλλον.

Την ιδέα γι’ αυτό το αφιέρωμα την πήρα από το πολύ καλό ιστολόγιο http://barbudosdesierramaestra.blogspot.com/2011/07/blog-post_6422.html

Πρόκειται για δύο αναρτήσεις που ανέβασε ο «Τσαλαπετεινός» στο ιστολόγιό του  http://www.tsalapetinos.blogspot.com/ στις 26 και 27 Ιουλίου 2009 τις οποίες και αναδημοσιεύω σαν ενιαίο αφιέρωμα. Απολαύστε τις:


Movimiento 26 De Julio


 Οι τρεις σκοποί της βάρδιας στο φυλάκιο της κεντρικής πύλης ήταν άκεφοι. Ο απόηχος της μουσικής δεν έφτανε μέχρι το στρατόπεδο, όμως ξέρανε ότι μερικά χιλιόμετρα μακριά, κάποιοι συνάδελφοι τους και αρκετοί αξιωματικοί διασκέδαζαν εκείνη την ώρα και θα επέστρεφαν το πρωί, μετά το ξέφρενο γλέντι του καρναβαλιού. Κάπνιζαν αμίλητοι όταν ξαφνικά ακούσανε μηχανές αυτοκινήτων.

Ήταν πέντε και τέταρτο το πρωί. Μια αυτοκινητοπομπή πλησίαζε. Πήραν τα όπλα τους ανήσυχοι και στάθηκαν στη πύλη. Το πρώτο αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά τους με τους προβολείς αναμμένους. Οι φόβοι τους για νυχτερινή έφοδο επιβεβαιώθηκαν όταν πετάχτηκαν έξω έξι άγνωστοι άντρες με στρατιωτικές στολές, χωρίς διακριτικά. Ο πρώτος, τους πλησίασε βιαστικά και φώναξε αγριεμένος:

« Στην άκρη να περάσει ο στρατηγός!». Δεν προλάβανε να παρουσιάσουν όπλα και βρέθηκαν αφοπλισμένοι στα χέρια των αγνώστων εισβολέων. Ακούστηκε ριπή αυτομάτου. Η επίθεση στο φρούριο Μονκάδα είχε αρχίσει. Ήταν ξημερώματα της 26ης Ιουλίου 1953. Η αυλαία της πρώτης πράξης της Κουβανικής Επανάστασης είχε ανοίξει σαν σήμερα, πριν από πενήντα έξι χρόνια. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή, όσο κι αν αυτό μας ξεστρατίζει αρκετά.

« Είναι το ομορφότερο νησί που είδαν ποτέ ανθρώπινα μάτια!» είπε ο Χριστόφορος Κολόμβος στις 29η Οκτωβρίου του 1492, ημέρα που πρωτοαντίκρισε τα παράλια της Κούβας από την πλώρη της Σάντα Μαρία, της ναυαρχίδας του βασιλικού στόλου της Ισπανίας. Ο παράδεισος όμως πολύ σύντομα μετατράπηκε σε επίγεια κόλαση για τους ειρηνικούς αυτόχθονες.

Οι κονκισταδόρες υπήρξαν ανελέητοι με αποτέλεσμα την πλήρη εξολόθρευσή τους. Η έλλειψη εργατικών χεριών-για τα ορυχεία χρυσού και τις φυτείες- αντιμετωπίστηκε με εισαγωγή σκλάβων από την Αφρική. Η ποσότητα των κοιτασμάτων όμως δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες του Ισπανικού θρόνου κι έτσι η Κούβα κατέληξε ενδιάμεσος σταθμός της αποικιοκρατικής δύναμης προς τις υπερπόντιες κτήσεις της στη Νότιο Αμερική.

Ιανουάριος 1896. Κουβανοί μαχητές στη διάρκεια
του πολέμου της Ανεξαρτησίας
Η ισπανική κυριαρχία στο νησί διήρκησε τέσσερις αιώνες και σημαδεύτηκε από αιματηρές εξεγέρσεις κρεολών και μαύρων σκλάβων που ενωμένοι πολέμησαν τους κατακτητές, ακολουθώντας τον άνεμο ανεξαρτησίας που επικρατούσε σε όλη τη Λατινική Αμερική το 19ο αιώνα και έφερε τη σφραγίδα του Libertador του Σιμόν Μπολίβαρ.


Το τέλος του Ισπανο –Αμερικανικού πολέμου το 1898, βρίσκει την Ισπανία αποδυναμωμένη και η Κούβα κατακτά την ανεξαρτησία της. Μια ανεξαρτησία που ουσιαστικά ακυρώνει το 1902 η περίφημη τροπολογία Πλατ που επιβάλλεται στο σύνταγμα της χώρας από τις Η.Π.Α . Καρπός του 7ου όρου της, η ναυτική βάση του Γκουαντανάμο. (Την τροπολογία Πλάτ που επέτρεπε στις ΗΠΑ να παρεμβαίνουν στην Κούβα, κατήργησε το 1934 η κυβέρνηση του Φ. Ρούσβελτ στα πλαίσια της πολιτικής της ‘καλής γειτονίας’.)

Τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα με ραγδαίους ρυθμούς πραγματοποιείται η ‘εισβολή’ και η κυριαρχία των Η.Π.Α, τόσο στην οικονομία όσο και στη διακυβέρνηση της χώρας. Η διαφθορά βασιλεύει πίσω από την λαμπερή βιτρίνα των καζίνο, των μπαρ και των καμπαρέ.

 Τον Ιανουάριου του 1934 ο αρχηγός του γενικού επιτελείου στρατού Φουλχένσιο Μπατίστα ανατρέπει τον Πρόεδρο Σαν Μαρτίν και για τα επόμενα 25 χρόνια κυριαρχεί στην πολιτική σκηνή της Αβάνας, είτε διορίζοντας προέδρους ανδρείκελα, είτε φροντίζοντας να εκλέγεται ο ίδιος πρόεδρος.

Φουλχένσιο Μπατίστα

Το Μαρτίο του 52, λίγο πριν από τις προεδρικές εκλογές στις οποίες ήταν υποψήφιος με ελάχιστες πιθανότητες να εκλεγεί, ο στρατηγός ανατρέπει τον πρόεδρο Κάρλος Πρίο Σοκάρρας και καταλαμβάνει την εξουσία.

Η πρώτη φωνή διαμαρτυρίας που ακούστηκε, τέσσερις μέρες μετά το πραξικόπημα και δέκα πριν την επίσημη αναγνώριση του καθεστώτος από τις Η.Π.Α ήταν ενός νεαρού δικηγόρου που άκουγε στο όνομα Φίντελ Κάστρο Ρουζ. Προσέφυγε στη Δικαιοσύνη ζητώντας να κηρυχθεί αντισυνταγματική η οικειοποίηση της εξουσίας από το στρατηγό. Το αίτημα φυσικά απορρίφθηκε.

Στο ερώτημα αν ο επαναστάτης γεννιέται ή γίνεται, η απάντηση στην περίπτωση του Κάστρο είναι μάλλον η πρώτη. Ήταν μόλις δεκατριών χρόνων όταν παρακινούσε τους εργάτες στη φυτεία του πατέρα του στο Μπριάν της επαρχίας Οριέντε, να κάνουν απεργία. (1) Ο ίδιος ωστόσο διατυπώνει αντίθετη άποψη: «Ο άνθρωπος δε γεννιέται επαναστάτης…εγώ έγινα…είχα αρκετούς λόγους για να γίνω.» (2)


Πρωτοετής στη Νομική σχολή του πανεπιστημίου της Αβάνας εκλέγεται εκπρόσωπος των φοιτητών. Την ίδια εποχή συμμετέχει στην αποτυχημένη προσπάθεια της Λεγεώνας της Καραϊβικής για την ανατροπή του Τρουχίλλο, δικτάτορα της γειτονικής Δομινικανής Δημοκρατίας.

Τον Απρίλη του `48 είναι εκπρόσωπος του πανεπιστημίου της Αβάνας σε φοιτητικό συνέδριο στη Μπογκοτά της Κολομβίας, που θα γινόταν παράλληλα με το 9ο Παναμερικανικό Συνέδριο. Στις 9 Απριλίου ο Κάστρο επρόκειτο να συναντήσει τον αρχηγό του Φιλελεύθερου κόμματος της Κολομβίας, Χόρχε Ελιέσερ Γαϊτάν.

Η συνάντηση αυτή δεν πραγματοποιήθηκε δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Ο Γαϊτάν δολοφονήθηκε λίγο πριν και αμέσως ξέσπασαν ανεξέλεγκτες ταραχές στη Μπογκοτά. Ο Γκαρσία Μάρκες βρισκόταν πολύ κοντά στο σημείο της δολοφονίας. Έντεκα χρόνια αργότερα, γνώρισε τον Κάστρο την ημέρα που έμπαινε θριαμβευτής στην Αβάνα.

Στο Vivir para contrala ο συγγραφέας αναφέρει: « Στις μακρές συζητήσεις μας η 9η Απριλίου ήταν ένα επαναλαμβανόμενο θέμα που ο Φίντελ ποτέ δεν σταμάτησε να αναφέρει ως ένα από τα αποφασιστικά δράματα της διαμόρφωσης του χαρακτήρα του.» (3) 



1. Hugh Thomas «The Cuban Revolution» Εκδόσεις Weidenfeld and Nicolson
2. Ιγνάσιο Ραμόνε, «Εκατό ώρες με τον Φιντέλ- βιογραφία σε δύο φωνές» Εκδόσεις Πατάκη.
3. Γκαμπριέλ Γκαρθία Μάρκες, «Ζω για να τη διηγούμαι», Εκδόσεις Λιβάνη


Η αυγή της επανάστασης

Χοσέ Μαρτί

Μετά το πραξικόπημα που ματαίωσε τις εκλογές, ο Φίντελ Κάστρο που ήταν υποψήφιος του Ορθόδοξου κόμματος για το Κογκρέσο, προχώρησε στην οργάνωση ομάδας με την επωνυμία το Κίνημα που για κάποιο διάστημα αναφερόταν σαν ‘Νεολαία της Εκατονταετηρίδας’ γιατί την χρονιά εκείνη συμπληρωνόταν τα 100 χρόνια από την γέννηση του εθνικού ήρωα της Κούβας,

του ποιητή Χοσέ Μαρτί του 'Αποστόλου της Κουβανικής Ανεξαρτησίας'- που τα οράματά του είχαν υιοθετήσει ο Κάστρο και οι σύντροφοι του. Επρόκειτο για μια από τις ομάδες που είχαν οργανωθεί εκείνη την εποχή, καθώς η δυσφορία για το καθεστώς γινόταν ολοένα και μεγαλύτερη, σχεδιάζοντας την ανατροπή του. Κάποιες από αυτές μάλιστα είχαν προχωρήσει σε σαμποτάζ, σε μεγάλες πόλεις.

Τα μέλη που στρατολόγησε ο Κάστρο, με στόχο όπως λέει ο ίδιος όχι την επανάσταση αλλά τον αγώνα για την επιστροφή στο συνταγματικό καθεστώς (2), προερχόταν κυρίως από την μεσαία τάξη, στην πλειονότητα τους ήταν νέοι κάτω των τριάντα ετών- φοιτητές, εργάτες, αγρότες, νεαροί επαγγελματίες, μερικοί επιστήμονες και καλλιτέχνες.

Για ένα περίπου χρόνο εκπαιδευόταν με άκρα μυστικότητα στα περίχωρα της Αβάνας, πολύ κοντά μάλιστα στο Ανακριτικό Κέντρο της Στρατιωτικής Μυστικής Υπηρεσίας! Κανείς δεν υποπτεύθηκε τίποτα αφού στη διάρκεια αυτού του χρόνου, συνεχίζανε κανονικά, τις συνηθισμένες καθημερινές τους δραστηριότητες.

Την ίδια εποχή, ο Ερνέστο Γκεβάρα, ο μελλοντικός Κομαντάντε Τσε ολοκλήρωνε τις σπουδές του στην Ιατρική σχολή του Μπουένος Άϊρες και ετοιμαζόταν με τη μοτοσικλέτα του να διασχίσει για δεύτερη φορά την νότιο Αμερική, σε ένα σημαντικό ταξίδι του οποίου οι εμπειρίες, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωσή του .


Το Κίνημα, δεν έτυχε καμίας οικονομικής βοήθειας ούτε από το εσωτερικό ούτε από το εξωτερικό. Εξοικονόμησαν μόνοι τους με θυσίες, ένα ποσό μικρότερο των 20.000 δολαρίων. Για τη συγκέντρωσή του αναγκάστηκαν να πουλήσουν βιβλία και κοσμήματα, να υποθηκεύσουν τα αυτοκίνητα και τις περιουσίες τους, να δουλέψουν υπερωρίες και μερικοί να θυσιάσουν τις οικονομίες χρόνων.

 Ο Κάστρο ζήτησε από τον ευκατάστατο πατέρα του 3.000 δολάρια αλλά τελικά έλαβε μόνο 140 (1). Με τα χρήματα αυτά αγοράστηκαν όπλα και ετοιμάστηκαν στρατιωτικές στολές. Όμως ο εξοπλισμός της ομάδας ήταν τόσο πενιχρός που την μεγάλη μέρα της επίθεσης μερικοί δεν συμμετείχαν λόγω ανεπάρκειας όπλων!

Το σχέδιο ήταν απλό και γι αυτό και ιδιοφυές . Η νύχτα της γιορτής θα έφερνε την αυγή της επανάστασης. (1) Η ολοκλήρωση της συγκομιδής του ζαχαροκάλαμου γιορτάζεται με δωδεκαήμερο καρναβάλι που ολοκληρώνεται στις 25 Ιουλίου.

Τα ξημερώματα της 26ης κι ενώ όλος ο κόσμος θα ξεφάντωνε, οι νεαροί επαναστάτες θα εισβάλανε ντυμένοι με στρατιωτικές στολές σε δύο βάσεις της επαρχίας Οριέντε. Στο Μπαγιάμο και στο φρούριο Μονκάδα, κοντά στο Σαντιάγο, τη δεύτερη σε δύναμη μονάδα της χώρας.


Δεν θα ήταν πρώτη ούτε και τελευταία φορά που μια εξέγερση ξεκινούσε από το συγκεκριμένο γεωγραφικό στίγμα. Η επαρχία Οριέντε είναι το λίκνο των επαναστάσεων της Κούβας καθώς οι εξεγέρσεις του 1868 και του 1895 για την Ανεξαρτησία άρχισαν από εκεί.

Τρία χρόνια αργότερα, το 1956, πάλι από την οροσειρά της Σιέρρα Μαέστρα θα άρχιζε το αντάρτικο που οδήγησε τελικά στην εκδίωξη του Μπατίστα και στην νίκη των επαναστατών τον Ιανουάριο του 1959.

Το σχέδιο προέβλεπε την κατάληψη των στρατοπέδων, την αρπαγή του οπλισμού και στην συνέχεια τη μετάδοση μέσω του ραδιοφωνικού σταθμού της έκκλησης στους πολίτες και στους στρατιώτες να ενωθούν μαζί τους για μια γενικευμένη εξέγερση. Αυτό το μήνυμα περιείχε τις βασικές αρχές του Κινήματος:

τη δέσμευση για οικονομική ανεξαρτησία και ευμάρεια, κοινωνική δικαιοσύνη, σεβασμό των εργαζομένων, εξασφάλιση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας και ακλόνητη πίστη στο Σύνταγμα του 1940.

Μόνο έξι άνθρωποι γνωρίζανε τι ακριβώς επρόκειτο να συμβεί πριν από την επίθεση. Οι υπόλοιποι το μάθανε τελευταία στιγμή, όταν έφτασαν οι περισσότεροι από την Αβάνα στο αγρόκτημα Σιμπονέϋ, στα περίχωρα του Σαντιάγο όπου είχαν ήδη κρυμμένα όσα όπλα είχαν καταφέρει να προμηθευτούν.

Για πρώτο στρατόπεδο το Μπαγιάμο ξεκίνησαν 28, ενώ η κύρια δύναμη της ομάδας 134 επαναστάτες- ανάμεσά τους και δύο γυναίκες -επιτέθηκε στο φρούριο Μονκάδα, δύναμης χιλίων ανδρών. Δυσανάλογα μικρές δυνάμεις, φτωχός εξοπλισμός και πλημμελής εκπαίδευση, αλλά από την άλλη ως αντιστάθμισμα υπήρχε το μεγάλο πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού και το ακμαιότατο ηθικό τους.

Ίσως και να είχαν πετύχει το στόχο τους αν δεν έπαιζαν καθοριστικό ρόλο αστάθμητοι παράγοντες. Ένα όχημα που μετέφερε το βαρύ οπλισμό, μπλόκαρε ανάμεσα στο συγκεντρωμένο για το καρναβάλι πλήθος, και δεν έφτασε στην ώρα του. Κάποιοι άλλοι χάσανε το δρόμο, ενώ ένα αυτοκίνητο έμεινε στο δρόμο από λάστιχο!

Ραούλ Κάστρο και Καμίλο Σιενφουέγος το 1959

Δύο τμήματα που είχαν αναλάβει την κατάληψη του Δικαστικού Μεγάρου και του δημοτικού νοσοκομείου, με αρχηγούς, τον αδελφό του Φιντέλ, Ραούλ και τον Αμπελ Σανταμαρία, αντίστοιχα, έφεραν σε πέρα την αποστολή τους με επιτυχία.

Η πρώτη ομάδα που εισέβαλε στο στρατόπεδο Μονκάδα αφού αφόπλισε τους φρουρούς, έπιασε κυριολεκτικά τους στρατιώτες στον ύπνο, αλλά γρήγορα αποκόπηκε από τους υπόλοιπους. «Είχαμε πετύχει τον απόλυτο αιφνιδιασμό» λέει ο Κάστρο μισό αιώνα μετά από εκείνη τη νύχτα «Τρία λεπτά αργότερα το Διοικητήριο και τα κυριότερα σημεία της εγκατάστασης θα βρισκόταν στα χέρια μας. Το πιστεύω ακράδαντα ακόμα και σήμερα».

Όμως μια έφιππη φρουρά που ήταν στο καρναβάλι έτυχε να επιστρέφει εκείνη την ώρα. Κάποιοι πυροβολισμοί έπεσαν νωρίτερα από ότι έπρεπε και ο συναγερμός χτύπησε. Το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού είχε πλέον χαθεί. Η μάχη αποδείχτηκε άνιση και δεν κράτησε περισσότερο από μια ώρα. Ο Κάστρο διέταξε υποχώρηση και κατάφερε να διαφύγει με μερικούς ακόμα σε κοντινό δάσος.

Μια περίπολος της αγροφυλακής περικύκλωσε τους εξαντλημένους φυγάδες και τους συνέλαβε την 1η Αυγούστου, για να οδηγηθούν λίγο αργότερα σε δίκη. Ο Κάστρο ανέλαβε ο ίδιος την υπεράσπιση του και μετέτρεψε την απολογία του σε ένα δριμύ κατηγορώ κατά του καθεστώτος. Με την ευκολία των μεγάλων ανδρών να ξεστομίζουν φράσεις προορισμένες να μείνουν στην Ιστορία έκλεισε λέγοντας: « Καταδικάστε με. Η Ιστορία θα με δικαιώσει ».

Όπως κάθε επανάσταση, έτσι κι αυτή είχε υψηλό τίμημα σε αίμα. Ενώ στη διάρκεια της μάχης ελάχιστοι σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν και από τις δύο πλευρές, τελικά περισσότεροι από τους μισούς εισβολείς, συνελήφθηκαν και εκτελέστηκαν τις επόμενες μέρες μετά από φρικτά βασανιστήρια που ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο.

 Το εγχείρημα της 26ης Ιουλίου απέτυχε στρατιωτικά. Αποτέλεσε όμως μια αναπάντεχη πολιτική νίκη καθώς οι επιπτώσεις του ήταν πολύ σημαντικές. Τα ιδανικά που εμπνεύσανε τους νεαρούς επαναστάτες, το απαράμιλλο θάρρος τους , αλλά και η αγριότητα που επέδειξε το καθεστώς στην εξόντωσή τους, αφύπνισε την κοινή γνώμη και ξεσήκωσε αντίδραση στο καθεστώς Μπατίστα.

Η επίθεση στο φρούριο Μονκάδα ήταν η πρώτη πράξη της επανάστασης. Ακολούθησαν αρκετές ακόμα μέχρι να πέσει τελικά η αυλαία στην Αβάνα έξι χρόνια αργότερα. Ο Κάστρο πάντως ισχυρίζεται ότι η επανάσταση άρχισε με την πρώτη εξέγερση των Κουβανών για την ανεξαρτησία, στις 10 Οκτωβρίου του 1868 και «επεκτείνεται δια μέσου της Ιστορίας» (2).

Πανηγυρισμοί στην Αβάνα κατά την
είσοδο των επαναστατών, το 1959

1. Hugh Thomas «The Cuban Revolution» Εκδόσεις Weidenfeld and Nicolson
2. Ιγνάσιο Ραμόνε, «Εκατό ώρες με τον Φιντέλ- βιογραφία σε δύο φωνές» Εκδόσεις Πατάκη.