Αποτελούν δύναμη
αποπροσανατολισμού και υποταγής της εργατικής τάξης. Το ξέσπασμα της καπιταλιστικής κρίσης είχε
άμεση συνέπεια την ένταση της επιθετικότητας των μονοπωλίων και των πολιτικών
τους οργάνων. Προαποφασισμένα μέτρα και σχεδιασμοί που σε άλλες περιόδους
προωθούνται σταδιακά, σήμερα υλοποιούνται με ξέφρενους ρυθμούς, τα χτυπήματα σε
βάρος των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων είναι απανωτά, σε όλες τις
πτυχές της ζωής τους.
Η
καπιταλιστική κρίση ήρθε να υπογραμμίσει με τον πιο σαφή τρόπο ότι το εργατικό
κίνημα ήταν και είναι ανέτοιμο να αντιμετωπίσει μια τέτοια επίθεση. Πριν ακόμα
από την κρίση βρισκόταν πολύ πίσω από τις ανάγκες των καιρών. Καθοριστική
συμβολή σε αυτό είχε και έχει η δράση της εργατικής αριστοκρατίας, των δυνάμεων
του κυβερνητικού και εργοδοτικού συνδικαλισμού σε όλα τα επίπεδα.
Μια
αναδρομή στη δράση της πλειοψηφίας της ΓΣΕΕ (ΠΑΣΚΕ - ΔΑΚΕ - ΑΥΤΟΝΟΜΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ)
τα τελευταία 4 - 5 χρόνια (περίοδος εκδήλωσης και εξέλιξης της καπιταλιστικής
κρίσης) δείχνει τη ζημιά που προκαλεί στο εργατικό κίνημα και τη γενναιόδωρη
στήριξη που προσφέρει όχι μόνο γενικά και αόριστα στον καπιταλισμό, αλλά και
στις αποκαλούμενες «μνημονιακές πολιτικές», όσο και αν τις κατακεραυνώνει στα
λόγια... Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι αντίστοιχη πορεία, όπως είναι φυσικό,
ακολουθεί και η πλειοψηφία στην ΑΔΕΔΥ με τις δύο τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές
οργανώσεις να αποτελούν σημαντικά εργαλεία για την προώθηση των αντιλαϊκών
πολιτικών.
Προσαρμογή στις απαιτήσεις του
Μάαστριχτ
Πριν
όμως και από αυτό, αξίζει να θυμηθούμε πολύ επιγραμματικά το ρόλο της ΓΣΕΕ τα
τελευταία 20 χρόνια. Στις αρχές της δεκαετίας του '90, η ηγεσία της ΓΣΕΕ άρχισε
να συγχρονίζεται στις απαιτήσεις του Μάαστριχτ και της «Λευκής Βίβλου». Σε
ολομέλεια της διοίκησης της ΓΣΕΕ, τον Ιούλη του 1994, οι νέοι «προβληματισμοί»
έμπαιναν απροκάλυπτα. «...σε τελική ανάλυση ο υγιής ανταγωνισμός δεν μπορεί πια
να θεωρείται απειλή. Πρέπει να θεωρηθεί αναπτυξιακό εργαλείο». Στο πλαίσιο αυτό
έβλεπαν και το νέο ρόλο της ΓΣΕΕ: «...Να γίνουμε πεδίο συλλογικής παραγωγής
προτάσεων πολιτικής. Να γίνουμε μια αξιόπιστη δύναμη ενός ευρύτατου και
τεκμηριωμένου κοινωνικού διαλόγου»!
Το
1998 ψηφίζεται ο νόμος 2639 που προσφέρει ένα πλούσιο αντεργατικό οπλοστάσιο
στο κεφάλαιο (θεσπίζονται τα stage, η εκ περιτροπής εργασίας, τα Τοπικά Σύμφωνα
Απασχόλησης και άλλα). Στην Εισηγητική Εκθεση του νόμου αναφέρονται τα εξής:
«Τα μέτρα του νομοσχεδίου αποτελούν προϊόν του κοινωνικού διαλόγου που κατέληξε
στο "Σύμφωνο Εμπιστοσύνης προς το 2000"». Το περίφημο αυτό «Σύμφωνο»
είχε υπογράψει και η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ και αξίζει να σημειωθεί ότι για να
περάσει χρειάστηκε η διπλή ψήφος του τότε προέδρου της ΓΣΕΕ και στελέχους της
ΠΑΣΚΕ Χρ. Πολυζωγόπουλου.
Αλλοι
χαρακτηριστικοί σταθμοί είναι οι τρεις Εθνικές Γενικές Συλλογικές Συμβάσεις
διετούς διάρκειας από το 2004 έως το 2009. Οι αυξήσεις που δίνουν είναι όλες
κάτω από το ένα ευρώ στο μεροκάματο, με μεσοσταθμικές «αυξήσεις» γύρω από τον
επίσημο πληθωρισμό, αλλά πάντα κάτω από τις πραγματικές αυξήσεις στο κόστος
ζωής. Πρόκειται για εποχές που το ΑΕΠ της χώρας «κάλπαζε» με ρυθμούς ακόμα και
πιο ψηλούς από το συνολικό της ΕΕ. Τότε, για να μην αντιδρούν οι εργάτες στις
πενιχρές αυξήσεις - πολύ πίσω από τον τεράστιο πλούτο που παρήγαν - οι
επιχειρήσεις και οι κυβερνήσεις τους, τους έλεγαν ότι δεν πρέπει να έχουν
υπερβολικές απαιτήσεις για να συνεχίζεται η ανάπτυξη. Ετσι και η ΓΣΕΕ, από τότε
ακόμα, δούλευε για να προσαρμόζονται οι απαιτήσεις των εργατών, όχι στις
σύγχρονες ανάγκες και τον τεράστιο πλούτο που παρήγαν, αλλά στις αντοχές και
τις ανάγκες των επιχειρήσεων...
Στην περίοδο της κρίσης
Η
ανοιχτή στήριξη που προσφέρει η εργατική αριστοκρατία στο μεγάλο κεφάλαιο δεν
περιορίζεται μόνο στο ζήτημα της τιμής της εργατικής δύναμης. Με κάθε ευκαιρία
διατυπώνει αιτήματα για απευθείας ενίσχυση του κεφαλαίου στο όνομα μιας
ανάπτυξης που δήθεν θα προσφέρει νέες θέσεις εργασίας και καλύτερους όρους
απασχόλησης!
Το
2008, κατά τη διάρκεια του οποίου εκδηλώνεται η κρίση στην Ελλάδα, η ΓΣΕΕ στη
γενική συνέλευση της Τράπεζας της Ελλάδας διεκδικεί «την αναγκαιότητα
διαμόρφωσης ενός νέου αναπτυξιακού πλαισίου και ενός νέου μείγματος οικονομικής
πολιτικής, οι προτεραιότητες του οποίου επικεντρώνονται στην επίτευξη της
πραγματικής σύγκλισης, στη διαρθρωτική αντί την απορρυθμιστική
ανταγωνιστικότητα, στη μετάβαση στην οικονομία της γνώσης και της ποιότητας,
στη μετάβαση από την προνομιακή επιχειρηματικότητα στην παραγωγική
επιχειρηματικότητα, στην αύξηση των επενδύσεων και της απασχόλησης...».
Ενα
χρόνο μετά, το 2009, όταν πια κανείς δεν μπορεί πει ότι δεν έχει πάρει χαμπάρι
την κρίση, η ΓΣΕΕ επαναλαμβάνει την ίδια δήλωση και πάλι στη συνέλευση της
Τράπεζα της Ελλάδας. Ταυτόχρονα, διαμορφώνει τα «11 σημεία σύγκλισης ΣΕΒ -
ΓΣΕΕ», με τα οποία ζητούνται νέες χρηματοδοτήσεις για το κεφάλαιο, με πρόσχημα
την «προστασία» της απασχόλησης. Ακόμα σε επιστολή της προς τον πρωθυπουργό
ενόψει ΔΕΘ ζητά: «Σταθεροποίηση του τραπεζο-πιστωτικού συστήματος...»,
«συμμετοχή του Δημοσίου για την ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας των
τραπεζών...» και «στοχευμένες κρατικές ενισχύσεις για τη στήριξη ... τομέων και
κλάδων της ελληνικής οικονομίας...», όπως ο τουρισμός και η κλωστοϋφαντουργία.
Δηλαδή, ζεστό κρατικό χρήμα στους βιομήχανους. Αυτό είναι το περίφημο «νέο μείγμα
οικονομικής πολιτικής» που η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ προβάλλει με κάθε ευκαιρία.
Το
Φλεβάρη του 2010, ο πρωθυπουργός Γ. Παπανδρέου εξαγγέλλει μια σειρά μέτρων.
Μεταξύ αυτών είναι η αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, γενικό πάγωμα
των μισθών και των συντάξεων στο δημόσιο και άλλα. Η πλειοψηφία της ΓΣΕΕ,
ακολουθώντας την τακτική του εφησυχασμού δεν βγάζει ούτε ανακοίνωση για να
καταγγείλει τα μέτρα, έστω στα λόγια. Την ίδια ώρα, ΠΑΣΚΕ και ΔΑΚΕ απορρίπτουν
την πρόταση του ΠΑΜΕ για την άμεση κήρυξη απεργίας. Το μόνο που κάνει είναι να
αποσύρει - δήθεν για διαμαρτυρία - τους εκπροσώπους τους από το «διάλογο» που
είχε ξεκινήσει για το Ασφαλιστικό. Πρόκειται για συνδικαλιστική
ταχυδακτυλουργία. Εμεινε στο «διάλογο», όσο πολιτικό χρόνο ήθελε η κυβέρνηση
για να πετύχει τους σκοπούς της. Και αφού εξετέλεσε την αποστολή «αποχώρησε»
...για να σώσει τα προσχήματα.
Το
2010 σημαδεύεται από την υπογραφή τριετούς ΕΓΣΣΕ που οδηγεί στη δραματική
συρρίκνωση των μισθών. Είναι τόσο πολύτιμη αυτή η ΕΓΣΣΕ για το κεφάλαιο, ώστε ο
πρωθυπουργός δηλώνει πως «διαμορφώνει συνθήκες κοινωνικής συνεννόησης» και η ΝΔ
τη χαρακτηρίζει «σημαντικό δείγμα της ωριμότητας και της σοβαρότητας των
κοινωνικών εταίρων».
Το
Μάρτη του 2011 η ΓΣΕΕ συμμετέχει σε έναν ακόμα «διάλογο» και ενώ ήδη έχουν
κατακρεουργηθεί μισθοί και συντάξεις. Στόχος αυτή τη φορά η δήθεν αναβάθμιση
του Ανωτάτου Συμβουλίου Εργασίας. Μέσω της αναβάθμισης, η κυβέρνηση επιδιώκει
να μην επεκτείνει αυτόματα τις κλαδικές συμβάσεις που υπογράφονται μεταξύ
συνδικάτων και εργοδοτικών οργανώσεων, όπως γίνονταν 20 χρόνια τώρα, αλλά να
θέτει και νέους όρους, και εντέλει βάζει νέα εμπόδια στην επέκτασή τους.
Το
Γενάρη του 2012 οργανώνεται «διάλογος» στα γραφεία της ΓΣΕΒΕΕ. Υστερα από
παρέμβαση του ΠΑΜΕ αποκαλύπτεται έγγραφο που μαρτυρά ότι κομμάτι του «διαλόγου»
είναι και η κατάργηση των ΣΣΕ, η προώθηση των ατομικών Συμβάσεων Εργασίας.
Αποκαλυπτική
για τον τρόπο που αντιμετωπίζουν τις ΣΣΕ είναι και η ολομέλεια της ΓΣΕΕ τον
Ιούλη του 2012. Ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ, Γ. Παναγόπουλος, μιλώντας για τις κλαδικές
Συμβάσεις έθεσε το εξής δίλημμα: «Τι θα συμβεί αν δεν υπογράψουμε σύμβαση;
Γιατί τότε οι απώλειες θα είναι πολλαπλάσιες...». Δηλαδή, υποστήριξε την άποψη
«σύμβαση να 'ναι και ό,τι να 'ναι», καταργώντας έτσι την ίδια την έννοια της
Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, αφού η σημασία της εξαρτάται αποκλειστικά από το
περιεχόμενό της. Στο ίδιο πνεύμα το στέλεχος της «Αυτόνομης Παρέμβασης», Θάνος
Βασιλόπουλος, ζήτησε: «Να δούμε την πραγματικότητα...» και επικαλούμενος τη
λήξη της μετενέργειας έμμεσα αναγνώρισε ότι διαπραγματευόταν με τους εργοδότες
μειώσεις: «Φυσικά και συζητάμε», είπε, «και το ζήτημα δεν είναι το πόσο».
Απαιτούνται τεράστιες αντοχές,
υπομονή και επιμονή
Συστηματικά,
η εργατική αριστοκρατία σταθερά και μεθοδικά καλλιεργεί την αντίληψη ότι ο
καπιταλισμός αποτελεί μια αμετάβλητη πραγματικότητα, μέσα στην οποία μπορούν
κεφάλαιο και εργάτες να συνυπάρξουν. Ακόμα και σήμερα που η καπιταλιστική κρίση
έχει αποκαλύψει το άτοπο αυτής της αντίληψης η εργατική αριστοκρατία αθωώνει
τον καπιταλισμό ρίχνοντας το φταίξιμο στους «κακούς νεοφιλελεύθερους» και τους
«ανίκανους κυβερνώντες», οι οποίοι δε σέβονται το θεσμό του «κοινωνικού
διαλόγου».
Ετσι
προσπαθεί να αμβλύνει τις αντιδράσεις και να αδρανοποιήσει τους εργαζόμενους.
Φροντίζει να τους κρατά μακριά από συλλογικές διαδικασίες και προβάλλει ως
πρότυπο λειτουργίας του συνδικαλιστικού κινήματος τη δράση μέσω αντιπροσώπων.
Είναι ακόμα πολύ φρέσκο το παράδειγμα των κινητοποιήσεων «κρότου-λάμψης» της
ΠΟΕ ΟΤΑ, όταν η πλειοψηφία οργάνωνε κινητοποιήσεις χωρίς να έχει κηρύξει καν
στάση εργασίας.
Χαρακτηριστικές
είναι ακόμα οι πάμπολλες κινήσεις εντυπωσιασμού της ΓΕΝΟΠ ΔΕΗ από μια χούφτα
συνδικαλιστών που μπορεί να δημιουργούσαν εντυπώσεις, αλλά μες στους χώρους
δουλειάς έβαζαν τους εργαζόμενους στο περιθώριο.
Από
την άλλη, η πραγματικότητα έχει διδάξει ότι η εργατική αριστοκρατία όταν δεν
μπορεί να ακυρώσει κινητοποιήσεις τότε φροντίζει να τις εκφυλίσει. Και πάλι το
παράδειγμα από την ΠΟΕ ΟΤΑ, με την πλειοψηφία για μήνες ολόκληρους να
πρωτοστατεί σε «αγώνες» χωρίς όμως να χάνεται το μεροκάματο! Ενώ και η ΓΕΝΟΠ
ΔΕΗ δε δίστασε να κηρύξει απεργίες διαρκείας χωρίς καμιά προετοιμασία, χωρίς
ούτε τη στοιχειώδη ενημέρωση των εργαζομένων, καταδικάζοντας εκ των προτέρων
την απεργία σε αποτυχία με μονοψήφια ποσοστά συμμετοχής.
Απέναντι
σε αυτήν την κατάσταση, οι ταξικές δυνάμεις έχουν θέσει το καθήκον της
ανασύνταξης του εργατικού κινήματος, προκειμένου να αποκτήσει ταξικό
προσανατολισμό και τη δύναμη να απαντήσει αποτελεσματικά στην επίθεση που έχουν
εξαπολύσει τα μονοπώλια. Απαραίτητος όρος είναι η καταδίκη του κυβερνητικού και
εργοδοτικού συνδικαλισμού - με όποια μορφή και αν εμφανίζεται, όποιο όνομα και
αν παίρνει, η αλλαγή του συσχετισμού δύναμης και η ενίσχυση του ΠΑΜΕ.
Η
μάχη της ανασύνταξης απαιτεί σκληρή δουλειά, υπομονή και επιμονή. Στην πρόσφατη
συνεδρίαση της Εκτελεστικής Γραμματείας του ΠΑΜΕ σημειωνόταν στην εισήγηση:
«Χρειάζεται, σταθερότητα, πειθαρχία και δουλειά άνθρωπο τον άνθρωπο», με την
ταυτόχρονη ανάγκη να γίνεται δουλειά με συγκεκριμένα κάθε φορά κριτήρια. Μέρος
αυτής της δουλειάς είναι να δυναμώσει η δράση για τη διαφώτιση και την οργάνωση
των εργαζομένων, να αποκτήσουν εμπιστοσύνη στις δυνάμεις τους, να απαλλαγούν
από τις συνδικαλιστικές εκείνες ηγεσίες και δυνάμεις, που υπονομεύουν τον αγώνα
της τάξης τους.
Χρήστος
ΜΑΝΤΑΛΟΒΑΣ στον Ριζοσπάστη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου