Σύμφωνα με το Πρόγραμμα του Κόμματος: «Ο καπιταλισμός στην Ελλάδα βρίσκεται στο ιμπεριαλιστικό στάδιο ανάπτυξής του, σε ενδιάμεση θέση στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, με ισχυρές ανισότιμες εξαρτήσεις από τις ΗΠΑ και την ΕΕ (...)
Μετά
την εκδήλωση της κρίσης, επιδεινώθηκε η θέση της ελληνικής
καπιταλιστικής οικονομίας στο πλαίσιο της Ευρωζώνης, της ΕΕ και
γενικότερα της διεθνούς ιμπεριαλιστικής πυραμίδας, γεγονός που δεν
αναιρεί ότι η ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ - ΕΕ εξυπηρέτησε τα πιο
δυναμικά τμήματα του εγχώριου μονοπωλιακού κεφαλαίου και συνέβαλε στη
θωράκιση της πολιτικής του εξουσίας.
Η συμμετοχή της
Ελλάδας στο ΝΑΤΟ, οι οικονομικοπολιτικές και πολιτικοστρατιωτικές
εξαρτήσεις από την ΕΕ και τις ΗΠΑ περιορίζουν τα περιθώρια αυτοτελών
ελιγμών της αστικής τάξης της Ελλάδας, καθώς όλες οι συμμαχικές σχέσεις
του κεφαλαίου διέπονται από τον ανταγωνισμό, την ανισομετρία και συνεπώς
την πλεονεκτική θέση του ισχυρότερου, διαμορφώνονται ως σχέσεις
ανισότιμης αλληλεξάρτησης.
Οι ενδοαστικές αντιθέσεις μέχρι
τώρα δεν αναιρούν τη στρατηγική επιλογή ένταξης στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ, αν
και εξελίσσεται αντιφατικά η συμπόρευση μέσα στην Ευρωζώνη, ενώ
ταυτόχρονα ενισχύεται και η τάση ενδυνάμωσης των σχέσεων με άλλα κέντρα
(ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα)».
Η εκτίμηση της
οικονομικής ισχύος ενός κράτους είναι δύσκολο εγχείρημα, αφού πρέπει να
συνυπολογιστεί μια ολόκληρη σειρά από παράγοντες, τόσο της εγχώριας
κατάστασης όσο και των οικονομικών σχέσεων με άλλες οικονομίες, αλλά και
αυτές πώς μεταβάλλονται με το χρόνο. Μέσα σ' αυτούς τους παράγοντες
περιλαμβάνονται ο όγκος, η αξία και η γενικότερη διάρθρωση της εγχώριας
παραγωγής, τα επίπεδα συσσώρευσης του κεφαλαίου και η εξέλιξή τους, οι
εγχώριες πρώτες ύλες, το επίπεδο της τεχνικής και η παραγωγικότητα της
εργασίας, η διάρθρωση του κεφαλαίου και της εργατικής τάξης, η σχέση
εισαγωγών - εξαγωγών, εμπορευμάτων και κεφαλαίων, η αξιοποίηση της
γεωγραφικής θέσης κ.ά.
Μια πρώτη, γενική εκτίμηση μπορεί
να δοθεί από το ΑΕΠ (που εκτιμά τον όγκο της παραγωγής) και το κατά
κεφαλήν ΑΕΠ της οικονομίας (που σχετίζεται με την παραγωγικότητα).
Με βάση τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ για το 2016,
η Ελλάδα με κριτήριο το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) κατατάσσεται
στην 49η θέση με 196 δισ. δολάρια, πίσω απ' την Πορτογαλία με 205 δισ.
δολάρια (47η θέση), το Βιετνάμ με 200 δισ. δολάρια (48η θέση) και
μπροστά απ' την Τσεχία με 194 δισ. δολάρια (50ή θέση) και τη Ρουμανία με
187 δισ. δολάρια (51η θέση).
Η Τουρκία βρίσκεται στη 18η θέση με
756 δισ. δολάρια και συμμετέχει στην ομάδα των 20 πλουσιότερων κρατών
του κόσμου (G-20). Με βάση τα στοιχεία του 2014, η Ελλάδα ήταν στην 44η
θέση της παγκόσμιας κατάταξης.
Με κριτήριο το κατά κεφαλήν ΑΕΠ, που είναι δείκτης του μέσου όρου του εισοδήματος των κατοίκων ενός κράτους:
η Ελλάδα κατατάσσεται στην 39η θέση με 18.000 δολάρια/έτος, πίσω απ'
την Πορτογαλία με 19.100 δολάρια/έτος και μπροστά απ' την Τσεχία (17.600
δολάρια/έτος) στην 40ή θέση. Η Τουρκία βρίσκεται στην 67η θέση με 9.200
δολάρια/έτος.
Εξίσου σύνθετη είναι και η
ακριβής εκτίμηση της στρατιωτικής ισχύος μιας χώρας, η οποία
καθορίζεται από μια σειρά παραγόντων, όπως αναφέρεται και στις Θέσεις
της ΚΕ για το 20ό Συνέδριο, στη Θέση 8.
Σύμφωνα με το αρμόδιο Διεθνές Κέντρο της Βόννης (BICC),
η Ελλάδα είναι η 10η πιο στρατιωτικοποιημένη χώρα στον κόσμο με βάση
ένα σύνολο δεικτών (στρατιωτικές δαπάνες/ ΑΕΠ, στρατιωτικές δυνάμεις/
πληθυσμό, βαρέα όπλα). Η Ελλάδα έχει 13 ενεργούς στρατιωτικούς ανά 1.000
κατοίκους, ενώ οι χώρες της ΕΕ έχουν 2-3 και η Τουρκία 6,6. Η Ελλάδα
ήταν, τόσο τα χρόνια πριν την εκδήλωση της κρίσης όσο και σήμερα, στις
τρεις πρώτες θέσεις στις χώρες του ΝΑΤΟ σε στρατιωτικές δαπάνες (ως %
του ΑΕΠ).
Ο συνδυασμένος δείκτης της ιστοσελίδας GlobalFirepower
προσπαθεί να συμπεριλάβει ορισμένα στοιχεία που ποσοτικοποιούν το σύνολο
των στρατιωτικών δυνάμεων και κατατάσσει την Τουρκία ως 8η δύναμη
παγκοσμίως, το Ισραήλ 16η δύναμη και την Ελλάδα 28η δύναμη. Ωστόσο, σε
όρους αεροσκαφών, βαρέων όπλων και μεγάλων ναυτικών μέσων, ο συσχετισμός
δύναμης ανάμεσα σε Τουρκία και Ελλάδα είναι της τάξης του 1,5:1 - 2:1.
(Το
κείμενο δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη της 20/1/2017, στα πλαίσια του
Προσυνεδριακού Διαλόγου του 20ου Συνεδρίου του ΚΚΕ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου