Πέμπτη 5 Φεβρουαρίου 2015

Στο κορίτσι της γενιάς Ζ

Αργά η ψυχή σου εξατμίζεται. Οι εικόνες περνούν μπροστά από τα μάτια σου η μία πίσω από την άλλη, κομπιούτερς, τσιγάρα, η δουλιά στη Σίλικον Βάλεϊ, το ακριβό διαμέρισμα, το 4WD τζιπ, η απόδειξη του ταγιέρ με την εξαψήφια τιμή, τα... συνθετικά όνειρα, ο εστιάτορας στη Νέα Υόρκη που σου χαμογελούσε, το αγόρι σου που ζήλευε, ο διευθύνων που σε κάλεσε, η απόλυση. Τα βλέμματα. Σε έκαιγαν. Περνάς το χέρι από τα μαλλιά σου, τα μάτια σου θολώνουν, προσποιείσαι ότι ακούς την τζαζ που δηλώνεις ότι αγαπάς τόσο. Χάνεις το τραγούδι. Χάνεις.
Το μυαλό σου παίρνει απεγνωσμένες στροφές, η χρηματαγορά, οι venture capitalists, οι ιδέες που έφερναν τα εκατομμύρια, το αγόρι σου που ζήλευε μια ευκαιρία, ιδρώνεις, μια ευκαιρία. Νιώθεις σα να τρέχει η ευφυΐα σου στο λαιμό σου - σαν του κύκνου - μαζί με τον ιδρώτα σου. Το στομάχι σου επιμένει να προσπαθεί να κάνει τριπλό λουπ σαν τους ακροβάτες που λάτρευες μικρή, μια ευκαιρία.

Ξέρεις. Τα νούμερα, οι ξενέρωτοι με τα σπυριά και τα γυαλιά, οι ανέραστοι σοβαροφανείς, που λένε τους εαυτούς τους αναλυτές, μηρύκαζαν στις στήλες της «WallStreetJournal» και γελούσες, ο κωλόγερος τραπεζίτης που συμπαθούν όλοι, η σιγουριά που έδειχνε ο διευθύνων, η περηφάνια σου, το αγόρι σου που ζήλευε, οι γλυκές νύχτες του καλοκαιριού που έμοιαζαν να μην έχουν τέλος. Δε δουλεύεις. Η κολλητή σου ζήτησε δουλιά από τον εστιάτορα στη Νέα Υόρκη, πέφτεις χωρίς αλεξίπτωτο, ο ουρανός δεν έχει σύννεφα, η προδοσία. Δεν υπάρχει κανείς, το αγόρι σου δε ζηλεύει πια. Ξεκουμπίδια λες, μετανιώνεις, χώνεις το φανταστικό σου μαχαίρι πιο μέσα και το γυρίζεις. Η καλή ζωή, τα μοδάτα καφέ, τα βλέμματα του φθόνου και του πόθου για τη δύναμή σου. Η δύναμή σου είχε πράσινο χρώμα, δεν υπάρχει πια. Στην κορυφή των νιάτων σου κομματιάζεσαι.

Κάποιος μιλάει, τα πρόσωπα και οι φωνές δε συνδέονται, ψάχνεις τρόπο να περάσεις απέναντι, όχι οίκτο, όχι οίκτο. Ψάχνεις ζεστασιά στο ποτό σου, είναι σιχαμερά κρύο το χείλος του ποτηριού, το απλήρωτο νοίκι, η αμείλικτη απειλή της έξωσης. Το ραδιόφωνο παίζει Ice-T «φράγκα, δύναμη, γυναίκα», αρχίζεις να γελάς σαν τρελή, όταν ακούγεται το sample του Αλ Πατσίνο. Τα βλέμματα. Σε καίνε. Θυμάσαι τα φοιτητικά σου χρόνια, τα παιδιά, τις κουβέντες, τις αργές τους νύχτες, τις κουβέντες τους, Σιμόν Μπολιβάρ, Τσε, επανάσταση, μετείχες, αλλά δε μετείχες, τους κορόιδευες. Δεν υπήρχε μέθεξη. Δεν ερωτευόσουν. Καταλάβαινες, δεν ήταν αυτό. Ελπιζες. Το ζουμί ήταν αλλού και ήξερες τι ήθελες. Νόμιζες. Σκεφτόσουν επενδύσεις, ακίνητα, μετοχές, πιθανότητες, άνδρες, άνδρες που θα αιχμαλώτιζες.

Οι κινηματογράφοι, τα φαστφουντάδικα, ο κόσμος μελίσσι, οι βιτρίνες, τα κενά πρόσωπα, οι ειδήσεις, οι πιτσιρικάδες που κάνουν τα σχολεία σκοπευτήρια με ζωντανούς στόχους, ο πιλότος που βομβάρδισε τους δικούς του, ο βιασμός της γυναίκας στο πεζοδρόμιο που έβλεπαν όλοι και δε σταμάτησε κανένας, είσαι τρομοκρατημένη. Είσαι μόνη. Νυστάζεις, αλλά δε θες να κοιμηθείς. Ο εφιάλτης σε περιμένει, όχι πάλι.
Η εξουσία καταργεί τον έρωτα. Σε καταργεί. Προειδοποιήθηκες.

Μπάμπης ΓΕΩΡΓΙΚΟΣ
Ριζοσπάστης, 15/3/2001

Δεν υπάρχουν σχόλια: