Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2015

Εβδομήντα χρόνια από την υπογραφή της Συμφωνίας της Βάρκιζας


Τη Δευτέρα 12 Φλεβάρη 1945 ολοκληρώθηκαν οι εργασίες της διάσκεψης μεταξύ της αστικής κυβέρνησης Πλαστήρα και του ΕΑΜ/ΚΚΕ στη Βάρκιζα, με την υπογραφή της ομώνυμης Συμφωνίας, έπειτα από διαπραγματεύσεις 10 ημερών που διεξήχθησαν στη βίλα Κανελλόπουλου (1).

Το κείμενο της Συμφωνίας υπογράφτηκε στις 7.30 μ.μ. στη μεγάλη αίθουσα του υπουργείου Εξωτερικών, παρουσία Ελλήνων και ξένων δημοσιογράφων, όπως και του πρεσβευτή της Μ. Βρετανίας στην Ελλάδα, Λίπερ και του υπουργού Μέσης Ανατολής της βρετανικής κυβέρνησης, Μακμίλαν και είχε ως εξής:

«Οι κάτωθι υπογεγραμμένοι, αφ’ ενός κ. κ. Ιωάννης Σοφιανόπουλος, υπουργός επί των Εξωτερικών, Περικλής Θ. Ράλλης, υπουργός επί των Εσωτερικών και Ιωάννης Μακρόπουλος, υπουργός επί της Γεωργίας, αποτελούντες την υπό της Ελληνικής Κυβερνήσεως εξουσιοδοτημένην Αντιπροσωπείαν, και αφ’ ετέρου οι κ. κ. Γεώργιος Σιάντος, Γραμματεύς της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος της Ελλάδος, Δημήτριος Παρτσαλίδης, Γραμματεύς της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΑΜ και Ηλίας Τσιριμώκος, Γενικός Γραμματεύς της Κεντρικής Επιτροπής της Ενώσεως Λαϊκής Δημοκρατίας (ΕΛΔ), αποτελούντες την υπό της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΑΜ προσηκόντως εξουσιοδοτημένην Αντιπροσωπείαν, συνήλθομεν εις διάσκεψιν εις Βάρκιζαν και από κοινού εξητάσαμεν τα μέσα και τον τρόπον της καταπαύσεως του εμφυλίου πολέμου και της συμφιλιώσεως του Ελληνικού Λαού και καταλήξαμε εις την κατωτέρω συνομολογηθείσαν συμφωνίαν.

Η Κυβερνητική Αντιπροσωπεία εξεδήλωσε κατά την Σύσκεψιν ταύτην την σταθεράν θέλησιν της Κυβερνήσεως, όπως άνευ νέας αιματοχυσίας τερματίση την θλιβεράν εσωτερικήν κρίσιν, αποκαταστήση την ενότητα του Κράτους και επαναφέρη την εσωτερικήν ειρήνην και την πολιτικήν ομαλότητα. Ούτω μόνον θα δυνηθή ο Ελληνικός Λαός να αναλάβη την δημιουργικήν προσπάθειαν διά την ανοικοδόμησιν της χώρας εκ των ερειπίων, τα οποία οι σκληροί αγώνες προς τους εξωτερικούς εχθρούς και ο αδελφοκτόνος πόλεμος επεσώρευσαν.

Ίνα δε η επελθούσα συμφωνία προσλάβη τον χαρακτήρα ενός ακατάλυτου ηθικού συμφώνου, εκφράζοντος τας επιταγάς της πολιτικής συνειδήσεως του Ελληνικού Λαού, η Κυβερνητική Αντιπροσωπεία εζήτησεν, όπως δι’ αυτού διακηρυχθή η σταθερά θέλησις του Ελληνικού Λαού διά την ανάπτυξιν ελεύθερου και ομαλού πολιτικού βίου, του οποίου κύριον χαρακτηριστικόν θα είναι ο σεβασμός της πολιτικής συνειδήσεως των πολιτών, η ειρηνική διαφώτισις και διάδοσις πολιτικών ιδεών και ο σεβασμός προς τας ελευθερίας, τας οποίας ο καταστατικός Χάρτης του Ατλαντικού και αι αποφάσεις Τεχεράνης διεκήρυξαν και η συνείδησις των δι’ αυτάς αγωνιζομένων ελευθέρων λαών απεδέχθη.

Κατά την διάσκεψιν διεπιστώθη πλήρης συμφωνία αντιλήψεων της Αντιπροσωπείας του ΕΑΜ επί των αρχών τούτων.

Ελευθερίαι

Άρθρον 1. Η Κυβέρνησις θα εξασφαλίση σύμφωνα προς το Σύνταγμα και τας απανταχού καθιερωμένας Δημοκρατικάς Αρχάς, την ελευθέραν εκδήλωσιν των πολιτικών και κοινωνικών φρονημάτων των πολιτών, καταργούσα πάντα τυχόν προηγούμενον ανελεύθερον Νόμον. Θα εξασφαλίση επίσης την απρόσκοπτον λειτουργίαν των ατομικών ελευθεριών, ως του συνέρχεσθαι, του συνεταιρίζεσθαι και της διά του Τύπου εκφράσεως των στοχασμών. Ειδικώτερον η Κυβέρνησις θα αποκαταστήση πλήρως τας συνδικαλιστικάς ελευθερίας.

Άρσις στρατιωτικού νόμου

Άρθρον 2. Ο Στρατιωτικός Νόμος θα αρθή ευθύς μετά την υπογραφήν της παρούσης συμφωνίας. Άμα τη άρσει ταυτή, θα τεθή εις εφαρμογήν συντακτική πράξις πανομοιότυπος προς την ΚΔ' διά της οποίας θα επιτρέπεται η αναστολή των εν της ΚΔ' πράξει αναφερομένων άρθρων του Συντάγματος.

Διά Διατάγματος θα ανασταλή αμέσως καθ’ όλην την Χώραν η ισχύς των άρθρων 5, 10, 12, 20 και 95 του Συντάγματος. Η αναστολή αυτή θα εξακολουθήση μέχρι συμπληρώσεως του αφοπλισμού και της εγκαταστάσεως Διοικητικών, Δικαστικών και Στρατιωτικών Αρχών καθ’ άπασαν την Χώραν.

Όσον αφορά ειδικώτερον το άρθρον 5, τούτο δεν θα ανασταλή εις τας πόλεις Αθηνών και Πειραιώς μετά των προαστίων και συνοικισμών. Ειδικώς όμως διά τους μέχρι σήμερον συλληφθέντας, συνομολογείται ότι δεν ισχύει το άρθρον 5 του Συντάγματος και ότι ούτοι θα απολυθούν εντός του συντομωτέρου δυνατού χρόνου, διδομένων των προς τούτο αναγκαίων διαταγών προς τας αρμοδίας αρχάς.

Οπαδοί του ΕΑΜ ενδεχομένως συλληφθέντες και κρατούμενοι υπό άλλων Οργανώσεων θα αφεθούν ως τάχιστα ελεύθεροι.

Αμνηστία

Άρθρον 3. Αμνηστεύονται τα πολιτικά αδικήματα τα τελεσθέντα από της 3ης Δεκεμβρίου 1944 μέχρι της υπογραφής του παρόντος. Εξαιρούνται της αμνηστίας, τα συναφή κοινά αδικήματα κατά της ζωής και της περιουσίας, τα οποία δεν ήσαν απαραιτήτως αναγκαία διά την επιτυχίαν του πολιτικού αδικήματος. Ο σχετικός Νόμος θα δημοσιευθή άμα τη υπογραφή της παρούσης συμφωνίας. Εξαιρούνται της αμνηστίας όσοι, υπόχρεοι εις παράδοσιν των όπλων άτε ανήκοντες εις τα οργανώσεις του ΕΛΑΣ, της Εθνικής Πολιτοφυλακής και του ΕΛΑΝ, δεν παραδώσουν ταύτα μέχρι της 15 Μαρτίου 1945. Η τελευταία αυτή διάταξις περί εξαιρέσεως εκ της αμνηστίας μετά την διαπίστωσιν ότι ο αφοπλισμός του ΕΛΑΣ επραγματοποιήθη, μη έχουσα πλέον δικαιολογητικόν λόγον, θα καταργηθή.

Εγγυήσεις και λεπτομέρειαι της παρεχόμενης αμνηστίας αναγράφονται εις το προσηρτημένον τω παρόντι σχέδιον Νόμου.

Όμηροι

Άρθρον 4. Άπαντες οι πολίται οι συλληφθέντες παρά του ΕΛΑΣ ή της Εθνικής Πολιτοφυλακής ή του ΕΛΑΝ, ανεξαρτήτως ημερομηνίας συλλήψεως, θα αφεθούν αμέσως ελεύθεροι. Όσοι τυχόν κρατούνται με την κατηγορίαν ότι είναι δοσίλογοι ή ένοχοι αδικημάτων, θα παραδοθούν εις την δικαιοσύνην του Κράτους, ίνα δικαστούν υπό των αρμοδίων κατά Νόμον Δικαστηρίων.

Εθνικός στρατός

Άρθρον 5. Ο Εθνικός Στρατός, πλην των κατ’ επάγγελμα αξιωματικών και υπαξιωματικών, θα αποτελήται από τους οπλίτας των εκάστοτε στρατολογουμένων κλάσεων. Οι ειδικώς εκπαιδευθέντες εις τα νέα όπλα έφεδροι αξιωματικοί, υπαξιωματικοί και οπλίται υπαρχόντων σχηματισμών θα παραμείνουν εν υπηρεσία.

Ο Ιερός Λόχος θα παραμείνει ως έχει, εφ’ όσον ευρίσκεται υπό τας άμεσας διαταγάς του Συμμαχικού Στρατηγείου, συγχωνευμένος ευθύς κατόπιν εις τον Ενιαίον Εθνικόν Στρατόν, συμφώνως προς την ανωτέρω τεθείσαν βάσιν. Θα καταβληθή προσπάθεια ίνα επεκταθή η ταχτική στρατολογία καθ’ άπασαν την Ελλάδα, συμφώνως και προς την τεχνικήν ευχέρειαν και τας παρουσιασθησομένας ανάγκας. Εις τας ήδη υπάρχουσας μονάδας θα προσέλθουν προς κατάταξιν μετά την αποστράτευσιν του ΕΛΑΣ, οι ανήκοντες εις κληθείσας κλάσεις συμφώνως με το προσηρτημένον πρωτόκολλον. Θα απολυθώσι δε των τάξεων πάντες όσοι κατετάγησαν εις τας υπαρχούσας μονάδας, χωρίς να ανήκωσιν εις τας κληθείσας κλάσεις. Άπαντα τα μόνιμα στελέχη του Εθνικού Στρατού θα κριθώσιν υπό των Συμβουλίων, περί ων υπ’ αριθ. 7 Συντακτική Πράξις. Τα πολιτικά και κοινωνικά φρονήματα των στρατευμένων πολιτών θα είναι σεβαστά.

Αποστράτευσις

Άρθρον 6. Άμα τη δημοσιεύσει του παρόντος, αποστρατεύονται αι ένοπλοι δυνάμεις Αντιστάσεως και συγκεκριμένως ο ΕΛΑΣ, τακτικός και εφεδρικός, το ΕΛΑΝ και η Εθνική Πολιτοφυλακή. Η αποστράτευσις και η παράδοσις των όπλων θέλουσι συντελεσθή κατά τα ειδικώτερον διαλαμβανόμενα εις το πρωτόκολλον το συνταχθέν υπό της τεχνικής Επιτροπής, όπερ προσαρτάται εις το παρόν δεόντως μονογραφημένον.

Το κράτος θέλει ρυθμίση τα των επιτάξεων των γενομένων υπό του ΕΛΑΣ. Τα παρά του ΕΛΑΣ επιταχθέντα πράγματα, ζώα, αυτοκίνητα κλπ. άτινα θέλουσι παραδοθεί εις το Κράτος, κατά τα λεπτομερέστερον εκτιθέμενα εις το συνταχθέν πρωτόκολλον, όπερ προσαρτάται τω παρόντι, θέλουσι θεωρηθή εφεξής ως επιταχθέντα παρά του Ελληνικού Δημοσίου.

Εκκαθάρισις υπαλλήλων

Άρθρον 7. Η Κυβερνήσις θα προβή δι’ Επιτροπών ή Συμβουλίων, τα οποία ειδικός Νόμος θέλει ορίση, εις την εκκαθάρισιν των Δημοσίων Υπαλλήλων, Υπαλλήλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου, Δημοτικών και Κοινοτικών τοιούτων και λοιπών υπηρεσιών εξηρτημένων εκ του Κράτους, η επιχορηγούμενων υπ’ αυτού. Κριτήρια της εκκαθαρίσεως θα είναι η επαγγελματική επάρκεια, ο χαρακτήρ και το ήθος, η συνεργασία μετά του εχθρού και η χρησιμοποίησις του υπαλλήλου ως οργάνου της δικτατορίας. Υπάλληλοι εκ των ανωτέρω προσχωρήσαντες κατά τον χρόνον της κατοχής εις τα δυνάμεις αντιστάσεως επανέρχονται εις τας θέσεις των και θα κριθούν καθ’ ον τρόπον και οι άλλοι υπάλληλοι. Τα αυτά ως άνω Συμβούλια θα κρίνωσι τους υπαλλήλους, οι οποίοι συμμετέσχον ή συνείργησαν εις την εκδήλωσιν των γεγονότων από της 3 Δεκεμβρίου 1944 μέχρι της υπογραφής του παρόντος. Τους εκ των τελευταίων τούτων ενεχομένους δύναται να θέσουν εις διαθεσιμότητα επί τη βάσει των Νόμων, της οριστικής αυτών θέσεως, καθορισθησομένης υπό της κυβερνήσεως ήτις θα προέλθη από τας εκλογάς της Συντακτικής Συνελεύσεως. Οι μέχρι τούδε τεθέντες εις διαθεσιμότητα δυνάμει αποφάσεως των Υπουργών θα υποβληθούν υπό την κρίσιν των εν αρχή του παρόντος αναφερομένων Συμβουλίων. Ουδείς υπάλληλος θα διωχθή μόνον διά τα πολιτικά του φρονήματα.

Εκκαθάρισις Σωμάτων Ασφαλείας

Άρθρον 8. Η εκκαθάρισις των Σωμάτων Ασφαλείας, Χωροφυλακής και Αστυνομίας πόλεων, θα συντελεσθή το ταχύτερον παρ’ Ειδικών Εκκαθαριστικών Συμβουλίων με τα αυτά ως και οι Δημόσιοι Υπάλληλοι κριτήρια. Άπαντες οι αξιωματικοί και οπλίται των εν λόγω Σωμάτων οι εμπίπτοντες εις τας διατάξεις του Νόμου περί αμνηστίας, οίτινες κατά την διάρκειαν της κατοχής προσεχώρησαν εις τας τάξεις του ΕΛΑΣ, του ΕΛΑΝ ή της Εθνικής Πολιτοφυλακής, θα επανέλθουν εις τας θέσεις των και θα υποβληθούν εις την κρίσιν των Εκκαθαριστικών Συμβουλίων, καθ’ ον τρόπον και οι λοιποί συνάδελφοί των. Άπαντες οι αξιωματικοί και οι οπλίται των εν λόγω Σωμάτων, οι εγκαταλείψαντες τας θέσεις των από της 3 Δεκεμβρίου 1944 μέχρι της υπογραφής του παρόντος, τίθενται εις διαθεσιμότητα, της οριστικής αυτών θέσεως καθορισθησομένης παρά των Συμβουλίων περί ων θα αποφασίση η μέλλουσα να προέλθη εκ των εκλογών κυβέρνησις.

Δημοψήφισμα και εκλογαί

Άρθρον 9. Το ταχύτερον δυνατόν, πάντως δε εντός του τρέχοντος έτους, θα διεξαχθή εν πάση ελευθερία και γνησιότητα δημοψήφισμα, το οποίον θα τερματίση οριστικώς το πολιτειακόν ζήτημα, υποτασσομένων πάντων εις την απόφασιν του λαού. Θα επακολουθήσουν δε ως τάχιστα και εκλογαί Συνταχτικής Συνελεύσεως διά την κατάρτισιν του νέου Συντάγματος της Χώρας. Και αι δυο αντιπροσωπείαι συμφωνούν, όπως προς έλεγχον της γνησιότητας της εκφράσεως της Λαϊκής θελήσεως παρακληθούν αι Μεγάλαι Σύμμαχοι δυνάμεις όπως αποστείλουν παρατηρητές.

Του παρόντος εγένοντο δυο όμοια, ων το εν έλαβε η Κυβερνητική αντιπροσωπεία και το έτερον η Αντιπροσωπεία του ΕΑΜ.

Εν Αθήναις

εν τω Υπουργείω των Εξωτερικών, τη 12η Φεβρουαρίου 1945.

Η Αντιπροσωπεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΑΜ

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΣΙΑΝΤΟΣ

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΡΤΣΑΛΙΔΗΣ

ΗΛΙΑΣ ΤΣΙΡΙΜΩΚΟΣ

Η Αντιπροσωπεία της Ελληνικής Κυβερνήσεως

ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΟΦΙΑΝΟΠΟΥΛΟΣ

ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΡΑΛΛΗΣ

ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ

Ο Γραμματεύς της Διασκέψεως

ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΒΑΡΣΑΜΗΣ». (2)

Η Συμφωνία της Βάρκιζας υπογράφτηκε έπειτα από την 33ήμερη ηρωική πάλη του λαού της Αθήνας και του Πειραιά, το Δεκέμβρη του 1944, ενάντια στο βρετανικό ιμπεριαλισμό και στην ελληνική αστική τάξη και υπό το βάρος της στρατιωτικής ήττας. Πριν την υπογραφή της Συμφωνίας του ΕΑΜ με την ελληνική αστική κυβέρνηση, είχε προηγηθεί η υπογραφή ανακωχής ανάμεσα στον ΕΛΑΣ και τα βρετανικά στρατεύματα (11.1.1945), η οποία καθόριζε ως ημερομηνία κατάπαυσης του πυρός την 14.1.1945. Στην ανακωχή προβλεπόταν ακόμα η απόσυρση των στρατευμάτων του ΕΛΑΣ από σειρά περιοχών της Ελλάδας, συμπεριλαμβανομένων της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης.

Η Συμφωνία της Βάρκιζας μη παραχωρώντας γενική αμνηστία και αμνηστεύοντας μόνο τα πολιτικά αδικήματα που είχαν τελεστεί από τις 3 Δεκέμβρη 1944 μέχρι την υπογραφή της, εξαιρούσε «τα συναφή κοινά αδικήματα κατά της ζωής και της περιουσίας», «τα οποία δεν ήταν απαραιτήτως αναγκαία διά την επιτυχία του πολιτικού σκοπού» και έδινε τη δυνατότητα να εξαπολυθεί η αστική κρατική και παρακρατική τρομοκρατία και να τεθεί σε δράση ο μηχανισμός των δικαστηρίων, προκειμένου να εξαπολυθούν φοβεροί διωγμοί κατά των αγωνιστών της ΕΑΜικής Αντίστασης, και ειδικότερα εναντίον των κομμουνιστών, με χαλκευμένες κατηγορίες ότι διέπραξαν «αδικήματα κατά τη διάρκεια της κατοχής».

Παρά τη στρατιωτική ήττα του Δεκέμβρη, η Συμφωνία της Βάρκιζας συνιστούσε έναν απαράδεκτο συμβιβασμό που δεν αντιστοιχούσε ούτε στον πολιτικό συσχετισμό δυνάμεων, ούτε στο στρατιωτικό συσχετισμό δυνάμεων εκτός της Αθήνας και πολύ περισσότερο δεν αντιστοιχούσε στις ανάγκες της ταξικής πάλης εκείνη την περίοδο. Όμως, η υποχωρητική -σε σχέση με τις απαιτήσεις της ταξικής πάλης- στάση του ΚΚΕ και του ΕΑΜ δεν ήταν (όπως συχνά αναφέρεται από οπορτουνιστές και αστούς ιστοριογράφους) το αποτέλεσμα ανεπάρκειας ή προδοσίας των ηγετών του, ούτε και αποτελούσε μια αναπότρεπτη κατάληξη.

Αντιθέτως, εντασσόταν στην αδυναμία του ΚΚΕ να διαμορφώσει τη στρατηγική που θα οδηγούσε στην επαναστατική επίλυση του προβλήματος της πολιτικής εξουσίας. Φυσικά, η συγκεκριμένη αδυναμία αφ' ενός συσχετιζόταν με γενικότερες αδυναμίες και λαθεμένες εκτιμήσεις στις τότε επεξεργασίες του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος (αναφορικά με τον προσδιορισμό του χαρακτήρα του Β’ Παγκόσμιου Ιμπεριαλιστικού Πολέμου, τη λογική και τη στρατηγική των αντιφασιστικών μετώπων και τη στάση των ΚΚ), ενώ είχε αποτυπωθεί τα προηγούμενα χρόνια σε όλες τις ιδεολογικές - πολιτικές επεξεργασίες του ΚΚΕ. Πιο συγκεκριμένα, η Β΄ Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ (Δεκέμβρης 1942) προσδιόριζε ως εξής τον πολιτικό στόχο του Κόμματος:

«Η συγκρότηση προσωρινής κυβέρνησης από τα κόμματα και οργανώσεις που αγωνίζονται σύμφωνα με τους σκοπούς του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου αμέσως μετά το διώξιμο του ξένου καταχτητή -η οποία θα αποκαταστήσει τις λαϊκές ελευθερίες, θα ενεργήσει ελεύθερο δημοψήφισμα για τη λύση του πολιτειακού ζητήματος και εκλογές συντακτικής εθνοσυνέλευσης με το αναλογικό εκλογικό σύστημα- αποτελεί τον πιο σωστό τρόπο επίλυσης του εσωτερικού ζητήματος και εξυπηρετεί τα συμφέροντα της χώρας και του ελληνικού λαού. (…) Η πραγματοποίηση του άμεσου σκοπού του Κόμματός μας -εθνική απελευθέρωση και λαοκρατική λύση του εσωτερικού καθεστώτος- αποτελεί τη συγκεκριμένη στιγμή τη μοναδική επαναστατική θέση». (3)

Η τοποθέτηση της λαϊκής δημοκρατίας ως απαραίτητου σταδίου πριν από την εργατική εξουσία αποτελούσε προσαρμογή της προπολεμικής στρατηγικής του ΚΚΕ, που προσδιόριζε την επερχόμενη επανάσταση στην Ελλάδα ως αστικοδημοκρατική, στις νέες συνθήκες που διαμόρφωσε η τριπλή φασιστική Κατοχή. Γι’ αυτό, η επιδίωξη της λαϊκής δημοκρατίας συμπεριλήφθηκε ως βασικός στόχος στην Προγραμματική Διακήρυξη του ΚΚΕ «Λαοκρατία και Σοσιαλισμός» που δημοσιοποιήθηκε το 1943. (4)

Η συγκεκριμένη στρατηγική, θεωρώντας αναγκαία τη συνεργασία με το βρετανικό και αμερικανικό ιμπεριαλισμό και με την αστική τάξη και τους πολιτικούς της εκπροσώπους στο πλαίσιο του αντιφασιστικού αγώνα, δεν εμπεριείχε προβλέψεις για τη στάση του Κόμματος σε συνθήκες όξυνσης της ταξικής πάλης, δηλαδή σε περίπτωση σύγκρουσης με τους ντόπιους και ξένους «συμμάχους» στο πλαίσιο της αντιφασιστικής συμμαχίας. Κι αυτό, παρά το γεγονός ότι οι διεργασίες στο εσωτερικό της αστικής τάξης και στα επιτελεία του βρετανικού ιμπεριαλισμού υποδήλωναν μια τέτοια προοπτική. Ως προς το τελευταίο, χαρακτηριστική ήταν η δραστηριότητα του βρετανικού ιμπεριαλισμού στη Σάμο και στα άλλα νησιά που εγκατέλειψαν οι Ιταλοί έπειτα από τη συνθηκολόγηση του 1943, η οποία χαρακτηριζόταν από απαγορεύσεις στη δράση και καταστολή της ΕΑΜικής Αντίστασης.

Γενικότερα, από το 1943 και έπειτα, όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη, είναι εμφανές ότι ύστερα από την αντεπίθεση του Κόκκινου Στρατού οι δυνάμεις του Άξονα θα έχαναν τον πόλεμο. Η εξέλιξη αυτή αναδείκνυε αντικειμενικά τους ταξικούς διαχωρισμούς στο πλαίσιο της αντιφασιστικής συμμαχίας, στην οποία έτσι και αλλιώς συμμετείχαν αντίπαλοι οικονομικοκοινωνικοί σχηματισμοί (σοσιαλιστική Σοβιετική Ένωση και αγγλικός, γαλλικός και αμερικανικός ιμπεριαλισμός), όπως και αντιστασιακές οργανώσεις που υπηρετούσαν διαφορετικά ταξικά συμφέροντα (π.χ. στην Ελλάδα από την πλευρά της εργατικής τάξης και της φτωχής αγροτιάς το ΕΑΜ και ως εκφραστής μερίδας της αστικής τάξης ο ΕΔΕΣ). Με άλλα λόγια, όσο περισσότερο προσεγγιζόταν το τέλος του πολέμου, τόσο ζύγωνε και η ώρα της ταξικής διάσπασης της αντιφασιστικής συμμαχίας, η οποία εξ αντικειμένου είχε ως ημερομηνία λήξης την ήττα του φασιστικού Άξονα.

Κατά συνέπεια, το ζήτημα που ετίθετο την επαύριο του πολέμου στην Ελλάδα και σε όλες τις χώρες που πρωτοστάτησαν τα αντιστασιακά κινήματα -με μπροστάρηδες της οργάνωσης και της θυσίας τους κομμουνιστές- ήταν αν αυτός ο αγώνας θα οδηγούσε στην επαναφορά της προ του πολέμου κατάστασης και συνακόλουθα στη συνέχιση της ταξικής εκμετάλλευσης και στην προοπτική νέων ιμπεριαλιστικών πολέμων ή αν, αντίθετα, η εμπειρία της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων από τη φρικαλεότητα του ιμπεριαλιστικού πολέμου και την οργάνωση της λαϊκής πάλης ενάντια στην κατοχή θα αποτελούσε εφαλτήριο για τη συνολική ανατροπή του καπιταλισμού.

Ειδικότερα στην Ελλάδα, ο δεύτερος δρόμος συναντούσε ακόμα ευνοϊκότερες προϋποθέσεις, αφού η πλειοψηφία της αστικής τάξης και των πολιτικών της εκπροσώπων είχε χάσει το κύρος της έναντι του ελληνικού λαού, αρχικά λόγω της δικτατορίας του Μεταξά και στη συνέχεια, είτε ακολουθώντας τον αγγλικό ιμπεριαλισμό στην Αίγυπτο είτε παραμένοντας για να συνεργαστεί με το γερμανικό ιμπεριαλισμό. Όμως, η ηγεσία του ΚΚΕ αποδείχτηκε ανέτοιμη να εκτιμήσει ολοκληρωμένα τις συνθήκες διεξαγωγής της ταξικής πάλης και να διατυπώσει μια στρατηγική-αντίβαρο στην επιδίωξη του βρετανικού ιμπεριαλισμού και της ελληνικής αστικής τάξης για επαναφορά της εξουσίας τους. Δεν είχε στόχο την πάλη για την εργατική εξουσία. Να ποια ήταν η αδυναμία!

Ως αποτέλεσμα, τον Ιούλη του 1943 υπογράφτηκε η συμφωνία υπαγωγής του ΕΛΑΣ στο στρατηγείο της Μέσης Ανατολής.(5) Ένα μήνα αργότερα, στο Κεμπέκ του Καναδά, οι «σύμμαχοι» Τσόρτσιλ και Ρούσβελτ συμφωνούσαν στην ανάπτυξη μιας δύναμης 4.000 στρατιωτών στην Ελλάδα, έπειτα από την αποχώρηση των γερμανικών στρατευμάτων, προκειμένου να διασφαλίσουν την αστική εξουσία και κατ’ επέκταση τα γενικότερα συμφέροντά τους.(6)

Παρ' όλα αυτά, ακολούθησε η απαράδεκτη υπογραφή των Συμφωνιών του Λιβάνου(7) και της Καζέρτας(8) (Μάης και Σεπτέμβρης 1944 αντίστοιχα), που οδήγησαν στη νομιμοποίηση των επιδιώξεων του αστικού πολιτικού κόσμου και του αγγλικού ιμπεριαλισμού, μέσα από τη συμμετοχή του ΕΑΜ σε κυβέρνηση «Εθνικής Ενότητας» και την υπαγωγή των ανταρτών στη διοίκηση του Βρετανού στρατηγού Σκόμπι και μετά την απελευθέρωση της χώρας.

Οι συμφωνίες ήταν η απόρροια της επιδίωξης συνέχισης της ενότητας της αντιφασιστικής συμμαχίας και επίτευξης της αστικοδημοκρατικής επανάστασης. Αυτό φανερώνεται και απ’ το ότι ο Γιώργης Σιάντος στην εισήγηση της ΚΕ προς το 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ το 1945, δηλαδή μετά και από το όργιο της αστικής κρατικής και παρακρατικής τρομοκρατίας που ακολούθησε τη Συμφωνία της Βάρκιζας, επέμενε:

«…Η Συμφωνία του Λιβάνου δεν ήταν λάθος, γιατί ήταν μέσα στην πολιτική μας της εθνικής ενότητας και της ομαλής δημοκρατικής λύσης των εσωτερικών ζητημάτων. Το ίδιο επιδιώξαμε και με τη Συμφωνία της Καζέρτας…».(9)

Ακολούθησε η απελευθέρωση (Οκτώβρης 1944) και ο Δεκέμβρης του 1944. Το Δεκέμβρη του 1944 στην Ελλάδα υπήρχε επαναστατική κατάσταση. Η ταξική πάλη είχε οξυνθεί, με το ΕΑΜ να εκπροσωπεί την εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα και τον αγγλικό ιμπεριαλισμό να πρωτοστατεί σε μια προσπάθεια επανένωσης των αντιτιθέμενων μερίδων της ελληνικής αστικής τάξης, ενώ ταυτόχρονα εξόπλιζε τους παλιούς συνεργάτες των Γερμανών και τρομοκρατούσε το λαϊκό κίνημα.

Όμως, και σε αυτή τη φάση του αγώνα, η ηγεσία του ΚΚΕ, ακολουθώντας την ίδια λαθεμένη στρατηγική, δεν ανέδειξε την ταξική υπόσταση της σύγκρουσης και δεν συγκέντρωσε στρατιωτικές δυνάμεις στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης, συνεχίζοντας να μιλά στο όνομα της συνέχισης του αντιφασιστικού αγώνα και να χρησιμοποιεί ακόμα και την ένοπλη πάλη στην κατεύθυνση της πίεσης για την ειρήνευση και την αστικοδημοκρατική εξομάλυνση. Υπό αυτές τις συνθήκες, τόσο η πρόθεση της ηγεσίας να μην υποχωρήσει στις ατιμωτικές αξιώσεις του βρετανικού ιμπεριαλισμού και της αστικής τάξης (που επιδίωκαν να αφοπλίσουν τον ΕΛΑΣ, ενώ προστάτευαν τους δοσίλογους) όσο και η ηρωική πάλη του λαού της Αθήνας αδυνατούσαν να καλύψουν το κενό της απουσίας επαναστατικής στρατηγικής.

Μια απουσία που αναγκαστικά σημάδεψε και τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Και αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι ο ΕΛΑΣ είχε τη δυνατότητα να συνεχίσει τον πόλεμο έξω από την Αθήνα. Εξάλλου ο κύριος όγκος των δυνάμεών του δεν είχε πάρει μέρος στις μάχες του Δεκέμβρη και είχε παραμείνει ανέπαφος, ενώ διατηρούσε υπό τον έλεγχό του το μεγαλύτερο μέρος της χώρας. Έτσι και αλλιώς, όπως απέδειξε και η ιστορική συνέχεια, είναι αμφίβολο αν ο βρετανικός ιμπεριαλισμός μπορούσε να ανταποκριθεί σε μια σύγκρουση πανελλαδικής εμβέλειας. Όπως, αναφέρει χαρακτηριστικά ο στρατάρχης Αλεξάντερ σε επιστολή του προς τον Τσόρτσιλ:

«Εάν ο ΕΛΑΣ εξακολουθήσει τον αγώνα εμείς δεν είμαστε ικανοί να αναλάβουμε επιχειρήσεις σε ολόκληρη την Ελλάδα».

Επομένως, το ΚΚΕ και το ΕΑΜ όφειλε, αντί να αποδεχθεί τους όρους της Βάρκιζας και να συνεχίζει να επιδιώκει τη δημοκρατική εξομάλυνση, να πρωτοστατήσει στην προετοιμασία του εργατικού -λαϊκού κινήματος για την αντεπίθεσή του. Έτσι και αλλιώς, οι αστικές πολιτικές δυνάμεις και ο βρετανικός ιμπεριαλισμός δεν επρόκειτο να αποδεχθούν οποιουσδήποτε όρους, στο βαθμό που το εργατικό -λαϊκό κίνημα δεν μπορούσε να τους επιβάλει με τη δύναμή του. Εξάλλου, όπως εκτιμούν οι σημερινές συλλογικές επεξεργασίες του ΚΚΕ, μετά το Δεκέμβρη του 1944 η σύγκρουση ήταν μονόδρομος και θα είχε καλύτερα -για το εργατικό - λαϊκό κίνημα- αποτελέσματα αν είχε ξεκινήσει έγκαιρα εκείνη την εποχή, αφού διατηρούνταν ακόμα σημαντικές δυνάμεις στα αστικά κέντρα και δεν είχε προλάβει να ανασυγκροτηθεί το αστικό κράτος.

Μια τέτοια σωστή οπτική, αναφορικά με την αναγκαιότητα της αναδιοργάνωσης και της συνέχισης του ένοπλου αγώνα, όπως και για το αναπότρεπτο της σύγκρουσης με το βρετανικό ιμπεριαλισμό, υιοθέτησε εκείνη την περίοδο και ο Άρης Βελουχιώτης που χαρακτήρισε τη Συμφωνία της Βάρκιζας λαθεμένη, παρά την αδυναμία του να συνδέσει τις ανεπάρκειες της τακτικής του ΚΚΕ με την απουσία επαναστατικής στρατηγικής.

Τέλος, από την ιστορική (αρνητική για το εργατικό - λαϊκό κίνημα) πείρα που προκύπτει από την πορεία που οδήγησε στη Συμφωνία της Βάρκιζας και από τις συνέπειές της αναδεικνύεται αφ' ενός ότι η επιδίωξη της εθνικής ενότητας είναι ουτοπική, αφού τα συμφέροντα της αστικής και της εργατικής τάξης είναι αντιτιθέμενα και ακολούθως ότι η συμμετοχή ενός ΚΚ σε αστική διακυβέρνηση δεν ωφέλησε ποτέ το λαό. Όταν τα αστικά κόμματα σε θέλουν ως σύμμαχο, ξέρουν καλά ότι θα ωφεληθούν τα ίδια και το σύστημά τους πολύ περισσότερο, ακριβώς επειδή για την επίτευξη μιας τέτοιας συμμαχίας απαιτείται η εγκατάλειψη της επαναστατικής στρατηγικής από τους κομμουνιστές.

Παραπομπές:

1. Η βίλα Κανελλόπουλου βρισκόταν 2 χιλιόμετρα μακριά από την παραλία της Βάρκιζας.

2. «Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα», τ. 5ος, σ. 411-416, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1981.

3. «Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα», τ. 5ος, σ. 91-92, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1981.

4. Για ολόκληρη την Προγραμματική Διακήρυξη βλ. «Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα», τ. 6ος , εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1987.

5. Για το κείμενο της Συμφωνίας βλ. Στέφανου Σαράφη, «Ο ΕΛΑΣ», σελ. 164-167, «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις», Αθήνα, 1958.

6. «Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία», τ. Θ1-Θ2, σελ. 406, εκδ. «Μέλισσα», Αθήνα, 1962.

7. «Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα», τ. 5ος, σ. 398-402 , εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1981.

8. «Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα», τ. 5ος , σ. 408-410, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1981.

9. «Το ΚΚΕ. Επίσημα Κείμενα», τ. 6ος , σελ. 134, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1987.

Δεν υπάρχουν σχόλια: