Κόντευε να χαράξει. Και
τώρα το φθινόπωρο αυτή η ώρα έχει μια αβάσταχτη μελαγχολία. Σου έρχεται
στο μυαλό ό,τι πιο απαισιόδοξο και πιο θλιβερό. Θυμάσαι τα χρέη σου, τις
αρρώστιες σου, είτε τις έχεις είτε είναι ενδεχόμενο να σου συμβούν.
Θυμάσαι τους φίλους που «έφυγαν», αυτούς που δε χάρηκαν ποτέ τη χαρά του
νικητή. Και προπαντός θυμάσαι πως δε θα σκίσεις ποτέ «τη θολή γραμμή
των οριζόντων». Πως θα μείνεις εκεί στη γωνιά σου με την πίκρα της ήττας
στο στόμα σου. Να μετράς τις νίκες των άλλων. Να αφουγκράζεσαι τις
επινίκιες ιαχές των θριαμβευτών, τις δήθεν μετριόφρονες δηλώσεις τους.
Και πίσω από τους «στεφανωμένους» ώμους τους να ξεχωρίζεις τα γελαστά
πρόσωπα των «συννικητών» που είναι έτοιμα να σε κατασπαράξουν, να
στήσουν το θριαμβικό τους χορό πάνω στα δικά σου ηρωικά ερείπια, να
ανοίξουν ξανά τις αβυσσαλέες τους τσέπες για να εισπράξουν.
Φορτωμένος, λοιπόν, με όλα αυτά τα αντίξοα και τα προβληματικά, στριμωγμένος στη γωνιά της παλαίστρας, με την άσπρη πετσέτα ριγμένη μπροστά στα πόδια μου, πήρα το νήμα από την αρχή, γιατί εκεί που με είχε φέρει το φθινοπωρινό, μετεκλογικό χάραμα δεν έβρισκα αυτό που ζητούσα, και το μυαλό μου κλυδωνιζόταν μια από δω και μια από εκεί.
Φορτωμένος, λοιπόν, με όλα αυτά τα αντίξοα και τα προβληματικά, στριμωγμένος στη γωνιά της παλαίστρας, με την άσπρη πετσέτα ριγμένη μπροστά στα πόδια μου, πήρα το νήμα από την αρχή, γιατί εκεί που με είχε φέρει το φθινοπωρινό, μετεκλογικό χάραμα δεν έβρισκα αυτό που ζητούσα, και το μυαλό μου κλυδωνιζόταν μια από δω και μια από εκεί.
Και όταν λέω από την «αρχή», εννοώ από την «πολλή αρχή». Αρχισα, λοιπόν, να σκέφτομαι για την Ιδεολογία. Ποιοι την έχουν και τη διδάσκουν. Ποιοι δεν την έχουν και ούτε που θέλουν ν' ακούσουν γι' αυτήν. Τι συμβαίνει και αυτοί που τη διδάσκουν δεν τη διδάσκουν καλά και γιατί οι άλλοι που δεν την έχουν δε θέλουν ν' ακούσουν γι' αυτήν. Υστερα άρχισα να σκέφτομαι για την πολιτική. Αυτό το μεγάλο μάθημα, που άλλοι το ταυτίζουν με το σύνθημα. Αλλοι με τη σηκωμένη γροθιά, άλλοι με το άθλιο πάρε - δώσε, άλλοι με ένα όνειρο που δε λέει να τελειώσει και στο τέλος γίνεται εφιάλτης. Και άλλοι που ισχυρίζονται πως όλα είναι «πολιτική», χωρίς να γνωρίζουν κι αυτοί οι ίδιοι το γιατί. Κι αφού τελείωσα και με την «πολιτική», όχι γιατί κατέληξα σε ένα συμπέρασμα, δηλαδή, αλλά γιατί είπα να καταπιαστώ με το θέμα μια άλλη φορά, είπα να σκεφτώ για το Λαό. Να σκεφτώ, με άλλα λόγια, τι είναι ακριβώς αυτό που έχουμε στο μυαλό μας, όταν μιλούμε για το «λαό». Εχουμε στο μυαλό μας τον Μαρξ, τον Λένιν, τον Γληνό, τον Μπελογιάννη, το μικρομεσαίο αγρότη, το βιομηχανικό εργάτη ή, τέλος, τον απελπισμένο πλημμυροπαθή του Μελισσουργού που προσήλθε το πρωί της 15ης Οκτωβρίου στο εκλογικό του κέντρο και ψήφισε κι αυτή τη φορά τον αίτιο της πλημμυροπάθειάς του.
Κι όσο περνούσε η ώρα κι εγώ πνιγόμουνα μέσα στην οδύνη της σκέψης μου και δεν έβρισκα απάντηση στα ερωτήματά μου, και σιγά σιγά το χάραμα γινόταν πρωί, και το πρωί κόντευε να γίνει μεσημέρι και το μεσημέρι άρχισε να γίνεται απόγεμα όλο μού ερχότανε μέσα στο λαιμό μου η απελπισία και καθότανε εκεί σαν ένα κομμάτι ξινισμένο γιαούρτι και η απελπισία γινότανε κοφτερή απορία και στο τέλος γινότανε οργή και μου ερχότανε μια παράξενη επιθυμία ναι ανέβω στα κεραμίδια του πλημμυρισμένου του σπιτιού και να φωνάξω. Να φωνάξω κι ας μη με άκουγε κανείς. Να φωνάξω κι ας μη μου απαντούσε κανείς. Θα είχα, ωστόσο, την ικανοποίηση πως τους τα είπα. Τα είπα σε όλους αυτούς που είναι απόντες. Σε όλους αυτούς που τους γεμίζουν την παρουσία με περιττώματα και όμως επιμένουν να τους ψηφίζουν.
Του Γιώργου ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ
Ριζοσπάστης, Κυριακή 22 Οχτώβρη 2006(Οι υπογραμμίσεις του Οικοδόμου)
1 σχόλιο:
ολοσωστα
Δημοσίευση σχολίου