Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2013

…είπε ο Στέλιος στον Πάνο Γεραμάνη




Στέλιος Καζαντζίδης και Πάνος Γεραμάνης. Μια σχέση με γερά θεμέλια, μια φιλία που κράτησε πολλά χρόνια και έπαψε να υπάρχει μόνο όταν έφυγαν και οι δυο, πρόωρα, (πρώτα ο Στέλιος και μετά ο Πάνος)  απ’ τη ζωή. Από τον Ιούλη του 1963 μέχρι τον Απρίλη  του 1999 ο αγαπημένος δημοσιογράφος  με τη μέγιστη προσφορά στην καταγραφή της ιστορίας του λαϊκού μας τραγουδιού, πήρε από τον μέγιστο λαϊκό βάρδο 55  συνεντεύξεις! Το ανθολόγιο των δηλώσεων του Στέλιου προέρχεται  από αυτές.

Πρώτα ένα απόσπασμα από άρθρο του Πάνου Γεραμάνη με τίτλο «Οι εκπομπές δεν έθιξαν σωστά το πρόβλημα Καζαντζίδη», με το οποίο απευθύνεται στους δημοσιογράφους Λιάνη, Χαρδαβέλα και Δημαρά, αντιτιθέμενος στον τρόπο που προσέγγισαν μέσα από την τηλεοπτική τους εκπομπή «Ρεπόρτερς» τη διαμάχη του Στέλιου με τη δισκογραφική του εταιρία, που τον εξανάγκασε να σταματήσει για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα τη δισκογραφία.

«Ο  Στέλιος Καζαντζίδης στα χιλιάδες τραγούδια που ερμήνευσε είπε και μερικά ταξικά τραγούδια. Μπορεί τα τραγούδια του να μην είχαν πολιτικές ανησυχίες και οραματισμούς. Είχαν όμως άμεσους προβληματισμούς. Μπορεί να μην τα ’γραψαν μεγάλοι ποιητές ή «αναγνωρισμένοι» συνθέτες. Τα ’γραψαν όμως απλοί άνθρωποι του λαού. […] Γιατί ο Καζαντζίδης είτε το θέλουμε είτε όχι, έχει πει ταξικά τραγούδια. Όταν λέει ότι τραγουδάει τους καημούς του κοσμάκη και τις πίκρες του και τις αδικίες του, είναι ταγμένος με την εργατική τάξη. Τα «Μουτζουρωμένα χέρια» δεν τα ’πε για κανένα κουλτουριάρη. Τις «Φάμπρικες», «Στον Καναδά στη Βραζιλία», «Το ψωμί της ξενιτιάς» δεν τα τραγούδησε ούτε για  βιομήχανους ούτε για επιχειρηματίες. Τα τραγούδησε γι’ αυτούς που μοχθούν καθημερινά για το μεροκάματο, γι’ αυτούς που τους διώχνει ο κάθε άπληστος επιχειρηματίας και τραβάνε… για του Βελγίου τις στοές. Ο κόσμος λοιπόν που απευθύνεται το λαϊκό έργο του Καζαντζίδη είναι οι εργάτες και γενικά οι εργαζόμενοι. Αυτοί πιάνουν τα μηνύματά του…» (Πάνος Γεραμάνης, περιοδικό «Ντέφι» χειμώνας του ’83).

Τα αποσπάσματα προέρχονται από την έκδοση «Πάνος Γεραμάνης: ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΖΑΝΤΖΙΔΗΣ, όταν η φωνή φτάνει το θρύλο. Ημερολόγιο τιμής 2001», εκδόσεις Άγκυρα.


Αυτό που θέλω τώρα από τη ζωή είναι αγάπη…

«Αυτό που θέλω τώρα από την ζωή είναι αγάπη που δεν υπάρχει. Νιώθω απογοήτευση γιατί δεν βλέπω να αλλάζει τίποτα. Ξεσκάω για λίγο όταν πηγαίνω στο σπίτι μου στον Άγιο Κωνσταντίνο (Λαμίας). Όμως δεν μπορεί ο καθένας να πηγαίνει για ξεκούραση. Και σκέφτομαι: ο φτωχός ο κόσμος πώς περνά; Αυτός ο κόσμος είναι που λάτρεψα και τραγούδησα, ο λαός, κι η κοινωνική αδικία αυτό που μίσησα. Αν μπορούσα με μια μαχαιριά θα την σκότωνα. Δυστυχώς όμως δεν είναι στο χέρι μου.»

Μάρτης 1990. ΕΡΑ-2, εκπομπή «Λαϊκοί βάρδοι».

Παιδική πίκρα

«Είμαι ένα άτομο που ρέπω στη μελαγχολία, στον πόνο. Η πρώτη πίκρα που πήρα, η παιδική, ήταν όταν είδα να γκρεμίζεται το σπίτι ενός τσιγγάνου στη Νέα Ιωνία κοντά στο σπίτι μας. Όταν είδα το συνεργείο που ήρθε και παίρναν φόρα καμιά δεκαριά χωροφύλακες και με σύνθημα χτυπούσαν το ντουβάρι από το χαμόσπιτο και το ρίξαν σε δέκα λεπτά, μέσα μου αναρωτήθηκα, γιατί τόση αδικία;»

Ιούλης 1963. Εφημερίδα «Φως των Σπορ».

Εικόνες κατοχής

«Έζησα και σκηνές από την κατοχή. Ήμουν παιδί 10 χρονών και τα θυμάμαι όλα. Σειρήνες, βγαίναμε μετά τους πυροβολισμούς έξω και μαζεύαμε τα βλήματα. Ανεβαίναμε στις ταράτσες μετά τους βομβαρδισμούς και κοιτάγαμε τους καπνούς στον Πειραιά και τα καράβια που καίγονταν. Πηγαίναμε στο συσσίτιο των Ιταλών και παρακαλάγαμε να μας δώσουν κάτι από το περίσσευμά τους για να φάμε.»

Ιούλης 1990. Ραδιοσταθμός «90,2 ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΣΤΑ FM».


Άρνηση στη χούντα

«Επί δικτατορίας ένα βράδυ που ήμουνα στη Λαμία μου είχαν ζητήσει κάποιοι νεαροί των ΤΕΑ να τους τραγουδήσω κι εγώ αρνήθηκα. Την άλλη μέρα ήρθε η χωροφυλακή στο σπίτι όπου με φιλοξενούσαν δυο γερόντια και με κλείσανε μέσα, με το δικαιολογητικό ότι δεν είχα άδεια φιλοξενίας, όπως επιβαλλόταν τότε. Και όπως καταλαβαίνετε δεν ήταν τόσο ευχάριστο να είσαι κρατούμενος για κάποιες ώρες.»

Σεπτέμβρης 1974. Περιοδικό «Ταχυδρόμος».

Με ένα μικρόφωνο

«Στα στούντιο τότε είχαμε ένα μικρόφωνο και στις ηχογραφήσεις τραβιόμουνα εγώ για να τραγουδήσει η Λύδια ή η Μαρινέλλα στα σεγόντο ή στους διαλόγους. Τα τραγούδια τότε ήταν αληθινές ιστορίες των ανθρώπων γιατί, οι στιχουργοί γράφανε με βάση την καθημερινότητα, τα προβλήματα του τόπου, ενώ τώρα δεν ξέρω με ποια σκεπτικά γράφονται τα σημερινά τραγούδια γι’ αυτό και δεν μένουν.»

Οκτώβρης 1992. ΕΡΑ-2, εκπομπή «Λαϊκοί βάρδοι».

Λαϊκές ταβέρνες

«Τα μαγαζιά που εμφανιζόμουν τότε ήταν οι λαϊκές ταβέρνες στις οποίες ο εργατόκοσμος κυριαρχούσε γιατί είχε τη δυνατότητα να ΄ρθει εφόσον οι τιμές ήταν προσιτές. Υπήρχε ο πραγματικός χορός, η προσεγμένη κουζίνα και το καλό χύμα κρασί. Όταν βλέπαμε σφραγισμένο κρασί λέγαμε αυτό για τους λεφτάδες. Όταν εγώ έκανα ντεμπούτο δεν είχαμε αμοιβή χρηματική. Η αμοιβή μας ήταν ο κατρούτσος, το κρασάκι δηλαδή, και το φαγητό μας. τραγουδούσαμε για να ευχαριστούμε τον κόσμο.»

Νοέμβρης 1981. Εφημερίδα «Έθνος».


Το κοινωνικό τραγούδι

«Το κοινωνικό λαϊκό τραγούδι που έλεγα πριν από χρόνια, δεν έχει πια την ίδια απήχηση. Φαίνεται πως η Ελλάδα μας έχει αρχίσει να ευημερεί ή τα μέσα ενημέρωσης δεν προβάλλουν τα τραγούδια με μεγάλο ενδιαφέρον. Στην Ελλάδα ο λαός δεν ακούει αυτά που θέλει αλλά αυτά που θέλουν κάποιοι άλλοι. Βομβαρδίζεται από παντού το λαϊκό τραγούδι.»

Οκτώβρης 1992. Εφημερίδα «Τα Νέα».

Όλα είναι εμπόριο

«Η ζωή μας έχει γίνει απάνθρωπη. Δεν υπάρχει ποιότητα ζωής. Ο θάνατος είναι σχεδόν λύτρωση. Και είμαι απαισιόδοξος για το μέλλον. Όλα είναι πια εμπορεύσιμα. Είχαμε έναν ήλιο και μιαν θάλασσα κι αυτά τα καταστρέψαμε. Βλέπεις ας πούμε στον Θερμαϊκό ένα μέτρο θάλασσα και 20 μέτρα βούρκο. Είναι θέμα ασυνειδησίας, ασυδοσίας κι ανευθυνότητας. Στον βωμό του κέρδους θυσιάζονται τα πάντα.»

Νοέμβρης 1995. Εφημερίδα «Τα Νέα».

Δεν υπάρχουν σχόλια: