Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2014

Η πολιτική των ελάχιστων απαιτήσεων - Το παράδειγμα του κατώτατου μισθού

Ρεαλιστικός δρόμος για την εργατική τάξη είναι ο δρόμος της μαχητικής οργάνωσης, της αντεπίθεσης για την ικανοποίηση των αναγκών της
Το τελευταίο διάστημα οι λέξεις «ελάχιστο» και «κατώτατο» δεσπόζουν στον πολιτικό λόγο των δύο βασικών πόλων του αστικού πολιτικού συστήματος, της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ. Ελάχιστο εισόδημα εγγυάται ο Σαμαράς, αυξημένο κατώτατο μισθό εγγυάται ο Τσίπρας.
Ο πολύχρωμος θίασος των υπηρετών της αστικής τάξης αναλαμβάνει να εκπαιδεύσει το λαό ώστε να μειώνει συνεχώς τις απαιτήσεις του, να θεωρεί εξωπραγματική κάθε διεκδίκηση της ανάκτησης των μεγάλων απωλειών που είχε την περίοδο της βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης, να καθηλώνει τις προσδοκίες του μόνο στα ζητήματα στοιχειώδους επιβίωσης και στον περιορισμό της ακραίας φτώχειας.

Αυτή η στοχευμένη αστική «εκπαίδευση» βοηθά να εδραιωθεί η λογική της ταξικής συνεργασίας, της στοίχισης του εργατικού κινήματος πίσω απ' το λάβαρο της ανταγωνιστικότητας των μονοπωλίων. Καλλιεργεί την αυταπάτη μιας καπιταλιστικής ανάπτυξης για όλους, όπου θα δοθούν περισσότερα ψίχουλα στο λαό από τα αυξανόμενα κέρδη των μεγάλων ομίλων.

Η χρονική στιγμή που η αστική πολιτική στην Ελλάδα εστιάζει στο ελάχιστο, στο κατώτατο δεν είναι τυχαία. Βρισκόμαστε σε φάση ύφεσης της κρίσης, σχετικής σταθεροποίησης μετά τη βαθιά καπιταλιστική κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου, όπου διαφαίνονται κάποια σημάδια μετάβασης της ελληνικής οικονομίας προς την αναιμική ανάκαμψη.

Φυσικά υπάρχουν σημαντικοί παράγοντες που μπορούν να καθυστερήσουν και να ανακόψουν προσωρινά αυτήν την πορεία (π.χ., η νέα ύφεση στην Ευρωζώνη, η πορεία της διεθνούς καπιταλιστικής οικονομίας, η όξυνση των αντιθέσεων ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κέντρα). Ομως, η άρχουσα τάξη παίρνει έγκαιρα τα μέτρα της για το προσεκτικό ψαλίδισμα των προσδοκιών και των απαιτήσεων της εργατικής τάξης, με τρόπο που δε θα κλονίζει τις λαϊκές αυταπάτες.

Φανεροί και κρυφοί στόχοι της ελάχιστης εγγυημένης εξαθλίωσης

Ακόμα κι αν προχωρήσει απρόσκοπτα η μετάβαση προς μια αναιμική ανάκαμψη της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας, η αντιλαϊκή επίθεση θα συνεχιστεί.

Οι θυσίες της εργατικής τάξης στο βωμό της ανταγωνιστικότητας δεν πρόκειται να σταματήσουν. Ο προσανατολισμός της αστικής πολιτικής για αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης, για φτηνότερη εργατική δύναμη, ώστε να συγκρατηθεί η τάση πτώσης του ποσοστού κέρδους των μονοπωλίων, είναι φυσικά σταθερός. Δεν πρόκειται για ελληνική πρωτοτυπία. Αφορά τις στρατηγικές κατευθύνσεις που εφαρμόζονται σ' όλα τα κράτη - μέλη της ΕΕ, όπως η στρατηγική «Ευρώπη 2020».

Οποιος αμφιβάλλει μπορεί εύκολα να διαπιστώσει ότι η σημερινή δυναμική ανάπτυξης του τουρισμού στην Ελλάδα δε συνοδεύτηκε από ανάκτηση των μεγάλων απωλειών των εργαζόμενων του κλάδου. Οι μειωμένοι μισθοί και η επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων παραμένουν.

Γενικότερα, η σημαντική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας την τελευταία τριετία στηρίχτηκε ακριβώς στην κατεδάφιση των πραγματικών μισθών, των εργατικών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων.

Σε διεθνές επίπεδο, η ανάκαμψη της οικονομίας των ΗΠΑ την περίοδο 2010 - 2013 δεν ωφέλησε την εργατική τάξη. Σύμφωνα με στοιχεία της Ομοσπονδιακής Τράπεζας (FED), το μέσο εισόδημα των λαϊκών νοικοκυριών υποχώρησε κατά 5%, ενώ αυξήθηκε κατά 2% για τα πλουσιότερα νοικοκυριά (το ανώτερο 10% του συνόλου).

Γι' αυτό και η αστική πολιτική θέλει να επικεντρωθεί η πολιτική αναζήτηση και οι όποιες λαϊκές προσδοκίες μόνο στο ζήτημα του περιορισμού της ακραίας φτώχειας, της συγκράτησης της απόλυτης εξαθλίωσης.

Ετσι θα μπορέσει να αξιοποιήσει, με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο για το κεφάλαιο, τη μεγαλύτερη διαχειριστική ευελιξία της σε μια επόμενη περίοδο αναιμικής ανάκαμψης. Θα συνεχίσει να καλλιεργεί αυταπάτες ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη θα οδηγήσει τελικά στη συνολική λαϊκή ευημερία, με αφετηρία την άμεση βελτίωση των πιο αδικημένων κοινωνικών ομάδων της απόλυτης εξαθλίωσης.

Ταυτόχρονα, θα αξιοποιεί τα ίδια της τα θύματα ακραίας φτώχειας, για να συνεχίσει την επίθεση στον κύριο όγκο των μισθωτών και των αυτοαπασχολούμενων.

Ετσι, στο όνομα της αντιμετώπισης της υψηλής ανεργίας, προχωρά η αστική επίθεση στους μισθούς και στις εργασιακές σχέσεις.

Στο όνομα της στήριξης των ανασφάλιστων και της πρόσφατης απώλειας της ασφαλιστικής ικανότητας εκατοντάδων χιλιάδων εργαζόμενων, δρομολογείται η κατεδάφιση όσων κοινωνικών ασφαλιστικών δικαιωμάτων έχουν απομείνει. Ο αστικός προσανατολισμός αποκαλύπτεται. Το κράτος θα εγγυάται μια ελάχιστη κατώτατη σύνταξη πείνας και ο κορμός της κοινωνικής ασφάλισης θα περάσει ολοκληρωτικά στον περιβόητο δεύτερο πυλώνα των ιδιωτικών ομίλων και των επαγγελματικών ταμείων, στη βάση της ανταποδοτικότητας, της πλήρους εμπορευματοποίησης.

Ετσι, η αστική κυβέρνηση, σημερινή κι επόμενη, θα συνεχίσει απρόσκοπτα τη στήριξη της κερδοφορίας και των επενδύσεων των μονοπωλιακών ομίλων και ταυτόχρονα θα περιορίζει την ακραία φτώχεια, με νέα αφαίμαξη των υπόλοιπων μισθωτών και αυτοαπασχολούμενων.

Το παράδειγμα του κατώτατου μισθού

Η συγκεκριμένη πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για αποκατάσταση του κατώτατου μηνιαίου μισθού στα 751 ευρώ αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα υλοποίησης της συγκεκριμένης αστικής πολιτικής. Η πρόταση αυτή αποτελεί αιχμή των προγραμματικών δεσμεύσεων του ΣΥΡΙΖΑ και συνοδεύεται από προπαγανδιστικές διακηρύξεις για αποκαθήλωση της πολιτικής της λιτότητας, του μνημονίου, για «ανάκτηση της εργασίας».

Τι εγγυάται, όμως, στην πραγματικότητα;

Τι εξασφαλίζει αυτή η εγγύηση του ΣΥΡΙΖΑ για όσους δουλεύουν με μερική απασχόληση, εκ περιτροπής εργασία, ελαστικές εργασιακές σχέσεις και παίρνουν το 50% του βασικού μισθού; Σύμφωνα με το υπουργείο Εργασίας, οι νέες προσλήψεις με ευέλικτες μορφές απασχόλησης εκτινάχθηκαν από 21% των συνολικών προσλήψεων το 2009 στο 46,4% το 2013. Τι εξασφαλίζει, επίσης, η εγγύηση του ΣΥΡΙΖΑ για τους άνεργους που θα ξεπερνούν σίγουρα το 25% και το 2015 και ιδιαίτερα για τους μακρόχρονα άνεργους, καθώς και για τους 500.000 αδήλωτους εργαζόμενους;

Το κυριότερο, όμως, είναι ότι για το μεγάλο τμήμα των μισθωτών εργαζομένων ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εγγυάται ουσιαστικά τίποτα, ούτε καν το 13ο και 14ο μισθό. Πρόκειται για όλους αυτούς που προσπαθούν να συντηρήσουν την οικογένειά τους με 850 έως 1.000 ευρώ.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΚΑ για το 2013, το 22,9% των μισθωτών αμείβεται με 1.000 - 1.500 ευρώ και το 14,5% με 750 - 1.000 ευρώ.

Μια αποσπασματική αύξηση του κατώτατου μισθού, χωρίς συνολικό πλαίσιο ανάκτησης των απωλειών της εργατικής τάξης, εύκολα μπορεί ν' αξιοποιηθεί για να συμπιεστεί προς τα κάτω ο μέσος μισθός, όπως δείχνει η πείρα σ' άλλα κράτη - μέλη της ΕΕ. Ο μέσος πραγματικός μισθός έχει ήδη μειωθεί κατά 21% την περίοδο 2009 - 2013.

Δεν πρόκειται για πρόταση ριζοσπαστικής κατεύθυνσης αλλά για προσαρμογή της αστικής αντιλαϊκής διαχείρισης στις νέες ανάγκες της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Σε κατοχύρωση κατώτατου μισθού 1.400 ευρώ προχώρησε πρόσφατα ακόμα και η κυβέρνηση της Μέρκελ (χριστιανοδημοκρατών - σοσιαλδημοκρατών) στη Γερμανία.

Εναλλακτικές μορφές αύξησης της εκμετάλλευσης

Τα μονοπώλια διαθέτουν πολλά όπλα, πολλές μορφές για ν' αυξήσουν το βαθμό εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και την κερδοφορία τους.

Αυτός ο στόχος μπορεί να επιτευχθεί χωρίς μείωση, ακόμα και με μικρή αύξηση του ονομαστικού μισθού για ένα μέρος της εργατικής τάξης. Το κεφάλαιο αξιοποιεί το μέτρο της αύξησης του χρόνου εργασίας για να πάρει ο εργάτης τον ίδιο ονομαστικό μισθό. Ετσι, για παράδειγμα, σε μεγάλες φαρμακαποθήκες η εργοδοσία προσπαθεί τώρα να επιβάλει την επέκταση της εργασίας στο Σαββατοκύριακο και όχι τη μείωση του ονομαστικού μισθού.

Αντίστοιχα, τα μονοπώλια μπορούν ν' αυξήσουν την εντατικοποίηση των εργαζομένων και την αύξηση της ψαλίδας ανάμεσα στην παραγωγικότητα και το μισθό. Γι' αυτό σε δυναμικούς κλάδους, όπως οι όμιλοι των τηλεπικοινωνιών, αλλά και στις κρατικές υπηρεσίες εστιάζουν σήμερα περισσότερο στη σύνδεση μισθού - παραγωγικότητας παρά στη μείωση του ονομαστικού μισθού.

Ταυτόχρονα, αξιοποιούν τη βεντάλια των αντεργατικών ανατροπών με τις επιχειρησιακές συμβάσεις εργασίας και τα δουλεμπορικά γραφεία ενοικίασης εργαζομένων, τα οποία αξιοποιούν συγκεκριμένα συμβόλαια για ν' αλυσοδέσουν τους εργάτες. Ετσι, στη Γερμανία αξιοποιήθηκαν συμβόλαια για αλλοδαπούς με ρήτρα 6.600 ευρώ (αν δεν τηρούσε τους όρους του εργοδότη ο εργαζόμενος).

Φυσικά υπάρχουν και μορφές έμμεσης εκμετάλλευσης, όπως η φορολογική πολιτική σε βάρος των μισθωτών και υπέρ του μεγάλου κεφαλαίου.

Γι' αυτό οι εργαζόμενοι πρέπει να βλέπουν στη μεγάλη εικόνα το μερίδιο που καρπώνονται κάθε χρόνο συγκριτικά με τον πλούτο που παράγουν (συγκριτικά με το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν). Πρέπει να εστιάζουν στον πραγματικό ένοχο που αυξάνει την πραγματική εξαθλίωση, που συρρικνώνει αυτό το μερίδιο προς όφελος των κερδών του, δηλαδή στα μονοπώλια και την εξουσία τους. Το καπιταλιστικό σύστημα είναι το πραγματικό εμπόδιο για να ικανοποιηθούν οι λαϊκές ανάγκες, ενώ υπάρχουν σήμερα όλες οι αντικειμενικές δυνατότητες για να διασφαλιστεί η κοινωνική ευημερία.

Ο «ρεαλισμός» της υποταγής

Οσο το εργατικό κίνημα υποκλίνεται στους στόχους της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας του κεφαλαίου, η σημερινή αφόρητη κατάσταση δεν πρόκειται ν' αλλάξει ουσιαστικά.

Οσο η γραμμή της ταξικής πάλης διαμορφώνεται με βάση τις αντοχές και τις ανάγκες του συστήματος της εκμετάλλευσης, όσο δε σημαδεύει τον πραγματικό αντίπαλο, την εξουσία των μονοπωλίων και την ΕΕ, θα βιώνουμε την εγγυημένη εξαθλίωση του ελάχιστου μισθού, της ελάχιστης ασφάλισης, της ανεργίας και της ανασφάλειας.

Αυτή η γραμμή της ταξικής συνεργασίας, της επιλογής του δήθεν μικρότερου κακού είναι ρεαλιστική μόνο για τις ανάγκες και τα σχέδια της άρχουσας τάξης.

Αυτή η γραμμή καθηλώνει το εργατικό κίνημα στο ρόλο του κομπάρσου, του υπηρέτη της εναλλαγής αστικών κυβερνήσεων, αφήνοντας στο απυρόβλητο, ακλόνητους τους μονοπωλιακούς ομίλους που κρατούν στα χέρια τους τα κλειδιά της οικονομίας.

Ρεαλιστικός δρόμος για την εργατική τάξη είναι ο δρόμος της μαχητικής οργάνωσης της αντεπίθεσης για την ικανοποίηση των αναγκών της, με αφετηρία την ανάκτηση των μεγάλων απωλειών της περιόδου της κρίσης. Ο δρόμος της κοινωνικοποίησης των μονοπωλίων, της αποδέσμευσης απ' την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, με το λαό στην εξουσία.

Για ν' ανοίξει αυτός ο δρόμος απαιτείται μαζικοποίηση των σωματείων, ριζική αλλαγή των συσχετισμών, γραμμή ρήξης και ανατροπής, ριζοσπαστικοί στόχοι πάλης. Απαιτείται ισχυροποίηση του ΚΚΕ παντού.

Οι κομμουνιστές δίνουν καθημερινά στους χώρους δουλειάς και στους κλάδους σκληρή μάχη απέναντι στους πολύμορφους εκπροσώπους της σοσιαλδημοκρατίας και του οπορτουνιστικού ρεύματος για να κλιμακωθεί η ταξική πάλη με συνέχεια, διάρκεια, αντικαπιταλιστικό - αντιμονοπωλιακό προσανατολισμό. Για να πάρει διαζύγιο όλο και μεγαλύτερο μέρος της εργατικής τάξης από τη λογική της μοιρολατρίας, του «ρεαλισμού» της υποταγής. Για να οικοδομηθεί η Λαϊκή Συμμαχία απέναντι στον πραγματικό εχθρό.

Η επιτυχία του αγωνιστικού πανελλαδικού προσκλητηρίου του ΠΑΜΕ την 1ηΝοέμβρη είναι ένας σταθμός σ' αυτήν την κατεύθυνση ανόδου της μαχητικότητας, της απαιτητικότητας, της αναγέννησης του κινήματος, που συμπυκνώνει το σύνθημα: «Δε θα ζήσουμε με ψίχουλα!».

Προχωράμε με εμπιστοσύνη στις ανεξάντλητες δυνάμεις της εργατικής τάξης, του λαού. Μπορούμε να βάλουμε τη σφραγίδα μας στις εξελίξεις.

του Μάκη ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ*
*Ο Μάκης Παπαδόπουλος είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, υπεύθυνος της Ιδεολογικής Επιτροπής και του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ

Δεν υπάρχουν σχόλια: