Έψαξα πολύ για να τον βρω, γιατί, ξέρετε, καμιά φορά
κλονίζομαι και πιστεύω πως οι αγαπημένοι φίλοι, τα αδέλφια μας (τι άλλο
είναι οι ποιητές) μπορεί και να 'χουν πεθάνει μέσα στην πραγματικότητα
που προκαλεί ένα αποτρόπαιο περιβάλλον.
Ο Καρυωτάκης
είναι επίκαιρος, όπως κάθε αυτόχειρας, δηλαδή κάθε αθώος. Μέσα σε μια
κοινωνία που δεν έχει αλλάξει στο ελάχιστο και ίσως το μόνο καινούριο
χαρακτηριστικό της είναι ότι γίνεται σκληρή σε βάρος μας με ταχύτητες
που κανείς, μα κανείς, δεν περίμενε, πήρα την απόφαση να τον συναντήσω.
Εγινα λαγωνικό και έψαξα, ξεκινώντας από το σπίτι του στην οδό Φαβιέρου
54, αλλά δεν τον βρήκα. Πέρασα και από την Ενωση Δημοσίων Υπαλλήλων,
γιατί τον έχουν εκλέξει γενικό γραμματέα, κι εκεί μια συμπαθέστατη κυρία
μου ανακοίνωσε με λύπη πως, λόγω των συνδικαλιστικών δραστηριοτήτων
του, μετετέθη στην Πρέβεζα.
Ετοίμαζα τα
πράγματά μου για την Πρέβεζα, όταν, σε μια στιγμή ευλογημένη, εννόησα το
μάταιον του ταξιδιού που επρόκειτο να κάνω, διότι αυτό που έψαχνα
διακαώς δε βρισκόταν αλλού παρά μέσα στην καρδιά μου. Ακέραιος αναδύθηκε
μέσα μου ο Καρυωτάκης και άρχισα, δίχως να χάσω ελάχιστο χρόνο, να τον ρωτώ για όσα με βασανίζουν.
- Γ. Κ. Τι είναι αυτό που μόνο πρέπει να σκέφτεται ένας ποιητής όταν τυπώνει ένα βιβλίο;
- Κ. Κ. Τη σάρκα, το αίμα θα βάλω/ σε σχήμα βιβλίου μεγάλο.
- Γ. Κ. Τι θα λέγατε στη λευτεριά αν τη συναντούσατε;
- Κ. Κ.
Λευτεριά, λευτεριά, θα σ' αγοράσουν/ έμποροι και κονσόρτια κι εβραίοι./
Είναι πολλά του αιώνος μας τα χρέη,/ πολλές οι αμαρτίες, που θα
διαβάσουν/ οι γενεές, όταν σε παρομοιάσουν/ με το πορτρέτο του Ντόριαν
Γκρέυ.
- Γ. Κ. Σ' έναν μικρό Παλαιστίνιο που σκοτώνεται για την πατρίδα του, τι θα λέγατε;
- Κ. Κ.
Χεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλα/ κι απ' τη χαρά ζεστά των
φιλημάτων,/ χεράκια που κρατώντας τα τριαντάφυλλα/ χτυπήσατε τις πόρτες
των θανάτων./ ματάκια μου που κάτι το εδιψάσατε/ και
διψασμένα εμείνατε ποτήρια,/ ματάκια μου που κάτι το εδιψάσατε/ κι
εμείνατε κλεισμένα παραθύρια./ ω, που 'χατε πολλά να ειπείτε,
στόματα,/ κι ο λόγος σάς εδιάλεξε για τάφο,/ ω, που 'χατε πολλά να
ειπείτε, στόματα,/ και τον καημό δεν είπατε που γράφω./
μάτια, χεράκια, στόματα, ιστορήστε μου/ τον πόνο κάποιας ώρας, κάποιου
τόπου,/ μάτια, χεράκια, στόματα, ιστορήστε μου/ τον πόνο κάποιας ώρας,
κάποιου τόπου,/ μάτια, χεράκια, στόματα, ιστορήστε μου/ τον Πόνο των
Πραμάτων και του Ανθρώπου.
- Γ. Κ. Δεν μπορώ να μην μπω στον πειρασμό να σας ρωτήσω τι θα λέγατε για τον ατάλαντο αστό που γελοιοποιεί την ποίηση γράφοντας.
- Κ. Κ.
...Τους τρόπους, το παράστημά σας,/ το θελκτικό μειδίαμά σας,/ το
μονόκλ που σας βοηθάει/ να βλέπετε μόνο στο πλάι/ και μόνο αυτούς να
χαιρετάτε/ όσοι μοιάζουν αριστοκράται,/ την περιποιημένη φάτσα,/ την
υπεροπτική γκριμάτσα/ από τη μια μεριά να βάλει/ της ζυγαριάς, κι από
την άλλη/ πλάστιγγα να βροντήσω κάτου,/μισητό σκήνωμα, θανάτου/ άθυρμα,
συντριμμένο βάζον,/ εγώ, κύμβαλον αλαλάζον.
Αυτά μου είπε ο Κώστας Καρυωτάκης και τον ευχαρίστησα λέγοντας: «Είστε ο αγαπημένος μου ποιητής, γιατί ακούτε το δίσκο των αγίων από τα βάθη αχνιστών σφαγείων».
Γιώργος Κακουλίδης
Ριζοσπάστης, 26 Μάη 2002
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου