Ο
Γιώργος Κοτζιούλας τους πρώτους μήνες της κατοχής γνώρισε πολλές στερήσεις και
τον κίνδυνο του θανάτου. Για να γλιτώσει από την πείνα, που άρχισε να
εμφανίζεται στην Αθήνα, γύρισε στο χωριό του, την Πλατανούσα Άρτας στις
26 Νοέμβρη του 1941, από το οποίο έλειπε οχτώμιση χρόνια. Η διαδρομή που
ακολούθησε μέσω Θεσσαλίας κράτησε μέρες και είχε ταλαιπωρίες. Από την
Πλατανούσα πότε πήγαινε στην Άρτα και πότε στα Γιάννινα, για να σπάει την
απομόνωση. Στα Γιάννινα συνδέονταν με το Γυμνασιάρχη της γεραράς «Ζωσιμαίας
Σχολής» Χρίστο Ι. Σούλη, ιστορικό και λαογράφο, προς τον οποίο ο Κοτζιούλας
έτρεφε μεγάλη εκτίμηση.
[…]Ανάλογη
ήταν και η αγάπη του Σούλη προς τον πατριώτη του ποιητή, φιλόλογο και λατινιστή.
Στο σπίτι του Σούλη ο Κοτζιούλας εύρισκε φιλοξενία, θαλπωρή και συντροφιά,
στοιχεία απαραίτητα στα χρόνια της κατοχής. Για τα αριστερά του φρονήματα η
δικτατορία Μεταξά δεν τον διόρισε (σημ. ιστολογίου: καθηγητή στη Μέση
Εκπαίδευση. Ο Κοτζιούλας ήταν πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του
Πανεπιστημίου Αθηνών)). Ο Σούλης τον έπεισε και υπέβαλε αίτηση διορισμού.
[…]Στο
διάστημα αυτό ο Κοτζιούλας είχε οργανωθεί στο ΕΑΜ, στο οποίο ήταν ενταγμένος
και ο Σούλης. […] Τον Οκτώβρη του 1942 ο Κοτζιούλας διορίστηκε καθηγητής στη
«Ζωσιμαία Σχολή» Ιωαννίνων. Όταν του κοινοποιήθηκε το έγγραφο διορισμού, αφού
το διάβασε το ξέσχισε λέγοντας:
«Εγώ
τώρα έχω να διδάξω σε μεγάλα παιδιά, στα παιδιά του Ε.Α.Μ.»
Στις
αρχές του 1943 βγήκε στο βουνό με την πρώτη ομάδα του ΕΛΑΣ της οποίας ήταν
εκπρόσωπος του ΕΑΜ. Στρατιωτικός αρχηγός της ομάδας ήταν ο συγχωριανός του και
φίλος Γιάννης Παπανικολάου μόνιμος ανθυπολοχαγός και καπετάνιος ο Γάκης Σπύρος,
ένα παλικάρι αψύ και αράθυμο, που είχε γίνει ο φόβος και ο τρόμος των Ιταλών
για τις ενέδρες που τους έστηνε στο δημόσιο δρόμο Γιάννενα – Πρέβεζα.
[…]Μετά
τη συμφωνία της Βάρκιζας ο Κοτζιούλας επέστρεψε στην Αθήνα. Η Αθήνα ίδια και
χειρότερη. Εδώ τον περίμενε μια φριχτή βιοπάλη. Ανεργία, στερήσεις, φτώχεια,
ανελεύθερα μέτρα, διώξεις. Μια μέρα του 1948 τον συνέλαβαν οι αστυνομικοί και
τον οδήγησαν στον εισηγητή του στρατοδικείου της Λάρισας κατηγορούμενο για
αντάρτικη δράση. Είχε γίνει όμως παρεξήγηση, γιατί το ένταλμα της σύλληψης
αναφερόταν σε αντάρτη Κατζιούλα. Η περιπέτεια αυτή του στοίχισε και τον πίκρανε
βαθιά.
Τις
μαρτυρίες του Κοτζιούλα για την εμφυλιοπολεμική περίοδο και τη στερημένη ζωή
του εκείνης της εποχής τις αντλούμε από τα γράμματα, που έστειλε στο φίλο του,
Βυζαντινολόγο, Βαλκανιολόγο και Σλαβολόγο Γιώργο Χρ. Σούλη στη Αμερική, το
χρονικό διάστημα 1947-1949.
Ο
Γιώργος Χρ. Σούλης δευτερότοκος γιος του Γυμνασιάρχη Χρίστου Ι. Σούλη γεννήθηκε
στα Γιάννινα το 1927. Φιλομαθέστερος και έχοντας για ζωντανό παράδειγμά και
πρότυπο τον πατέρα του, από μαθητής του
γυμνασίου είχε διαμορφωθεί σε ερευνητή της νεοελληνικής φιλολογίας και
ιστορίας. Από μικρός είχε το ταλέντο της γλωσσομάθειας. Μαθητής γυμνασίου είχε
μάθει αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και ιταλικά. Μετά την απελευθέρωση γράφτηκε
και φοίτησε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Εδώ διακρίθηκε στις
φροντιστηριακές ασκήσεις. Ο μεγάλος του έρωτας ήταν τα σπουδαστήρια, οι
βιβλιοθήκες και τα αρχεία.
Πριν
ολοκληρώσει τις σπουδές του στην Αθήνα έφυγε για την Αμερική, όπου η εξέλιξή
του ήταν αλματώδης. Στην αρχή φοίτησε στο Tufes College των Ηνωμένων Πολιτειών.
Ύστερα από αλλεπάλληλες υποτροφίες και τιμητικές διακρίσεις συμπληρώνει τις
σπουδές του στα Πανεπιστήμια της Columpia και του Harvard, όπου πήρε και το
διδακτορικό του δίπλωμα. Οι σπουδές του ήταν Βυζαντινολογία, Βαλκανιολογία και
Σλαβολογία. Εδώ έμαθε και τις γλώσσες Ρωσικά, Βουλγαρικά, Τσεχικά και Περσικά,
απαραίτητες για τις έρευνές του. Το 1962 καταλαμβάνει την έδρα της Βυζαντινής
και Σλαβικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Indiana. Το 1963 σταλμένος από την
Αμερική βρίσκεται στο Leningrad ως ξένος εταίρος του Ιστορικού Ινστιτούτου και
παραμένει ένα χρόνο. Το 1965 είναι καθηγητής της Βυζαντινής και Μεσαιωνικής
Σλαβικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Καλλιφόρνιας, στο Berkeley. Εδώ ύστερα
από καρδιακή προσβολή, σε ηλικία 39 χρονών τερματίζει πολύ πρόωρα τη ζωή του.
Έτσι η Βυζαντινολογία, η Βαλκανιολογία και η Σλαβολογία έχασαν ένα μεγάλο
ερευνητή.
Με
τον ποιητή Γιώργο Κοτζιούλα ο Γιώργος Χρ. Σούλης συνδεόταν με αδελφική φιλία.
Στην Αθήνα η συντροφιά τους ήταν καθημερινή. Φεύγοντας ο Σούλης για την Αμερική
ο Κοτζιούλας του αφιέρωσε ένα επίγραμμα με τον τίτλο:
ΣΤΟΝ
ΣΟΥΛΗ ΤΟΝ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟ
Άγουρε που
γονοκρατάς από τους Χουλιαράδες
κι είχες ευκή σου
πατρική να ντέσεις με φυλλάδες,
δείξ’ τους κι αυτού
στην ξενητιά, παράξιε μου
πατριώτη,
πως πρώτοι στ’
άρματα, είμαστε, μα και στην πένα
πρώτοι.
Ο
Σούλης με τον Κοτζιούλα είχαν συχνή αλληλογραφία στα χρόνια του Εμφυλίου
πολέμου. Από την εμφιλιοπολεμική αυτή περίοδο παραθέτω τα γράμματα του
Κοτζιούλα προς το Σούλη. Περιέχουν μέσα τους όλη τη δραματικότητα εκείνης της
εποχής. Είναι τα γράμματα αυτά το χρονικό της εμφύλιας σύρραξης των Ελλήνων. Ο
ιστορικός, ο φιλόλογος, ο ψυχολόγος και ο κοινωνιολόγος θα αντλήσουν πολύτιμα
στοιχεία για το μεγάλο αυτό δράμα, που οι πληγές του για να επουλωθούν θα
περάσουν πολλές γενιές. (Νίκος Β. Κοσμάς - Από την εισαγωγή του βιβλίου)
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ
ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΠΙΣΤΟΛΕΣ
(Σημ. ιστολογίου: Στη μεταγραφή τηρήθηκε η
ορθογραφία της έκδοσης)
Αθήνα
10/2/47
Αγαπητέ
Γιώργο,
[…]Ας
σου γράψω, αφού ζητάς, και λίγα νέα δικά μου. Κατέβηκα από πάνω αργά, στις
αρχές του Νοέμβρη, παρατείνοντας επίτηδες ως τότε τον «παραθερισμό» μου, γιατ’
ήξερα τι με περίμενε άμα κατέβω. Και ω του θαύματος! Εκείνο που φοβόμουν δεν
μπορούσα να το αποφύγω. Όσο για το δωμάτιο, τρόμαξα να βρω ένα χάνι κοντά στον
Υμηττό, σ’ ένα μέρος σχεδόν ακατοίκητο, χωρίς τραπέζι, καρέκλα, φως, ούτε καμινέτο
για να βράζω έναν καφέ. Πέρασα εκεί, στη αρχή σε πλακάκια και μόλις τώρα βρήκα
για 40.000 δρχ. ένα δωμάτιο σε ταράτσα, στο Παγκράτι, με διαστάσεις 1,70x1,50.
Ίσα ίσα που με χωράει δηλαδή, αφού δεν παίρνει μέσα ούτε ένα ράντζο. Είμαι ο
πρώτος άνθρωπος που το κατοικεί, γιατί πριν από μένα έμεναν εκεί περιστέρια.
Δεν εγκαταστάθηκα ακόμα στο διαμέρισμά μου, γιατί πρέπει να κουβαλήσω πρωτύτερα
τάβλες για χάμου, να γεμίσω το στρώμα, να μεταφέρω προσκέφαλο, και όλ’ αυτά με
τα πόδια γιατί δεν τα παίρνουν στ’ αυτοκίνητα. Ελπίζω όμως να έχω τουλάχιστο
εδώ την ησυχία και την ασφάλειά μου, που έλειπε εκεί στην ερημιά. Όσο για
εργασία εξακολουθώ να μη βρίσκω, παρ’ όλο που γυρεύω παντού. Μονάχα αυτόν τον
μήνα έχω θετικώτερες ελπίδες να μου δώσουν κάτι διορθώσεις από δύο τυπογραφεία
που, αν τις πάρω, θα βγάζω το ψωμί μου. Ως τώρα όμως, δυο μήνες, δεν κέρδιζα
τίποτα από πουθενά και ζούσα μονάχα από φιλοξενίες, δανεικά κ.λπ.
Καθώς
βλέπεις, ο νεοφασισμός της Ελλάδας μας καταδίκασε σε μια αθλιότητα που είναι
αδύνατο να τη συλλάβει ξένος νους. Σε βεβαιώνω πως κι εγώ ακόμα, που υπόφερα
στη ζωή μου πολλά, δε θυμάμαι να πέρασα τέτοια φτώχεια ούτε στα πιο δύστυχα
χρόνια της νιότης μου. Εννοείς πως η πνευματική παραγωγή μου, παρ’ όλο που έχω
διάθεση, επειδή μου λείπουν τα μέσα, δεν πάει με γρήγορο ρυθμό. Μονάχα το
χινόπωρο έγραψα μια σειρά ποιήματα που κι αυτά δεν έχω τρόπο να τα εκδώσω. Τ’
άφησα λοιπόν να κοιμούνται. Αλλά δεν απογοητεύομαι. Θάρθει καιρός…[…]
Σε φιλώ
Γ. Κοτζιούλας
Αθήνα
5/4/47
Φίλτατε
Γιώργο,
[…]Γιώργο,
από το τελευταίο μου γράμμα ως το σημερινό σημειώθηκε κάποια βελτίωση στην
κατάστασή μου. Πρώτα πρώτα έχω δωμάτιο δικό μου, εκείνον τον περιστερώνα που
σου έλεγα, νομίζω. Άλλο αν πασκίζω μέρες για να μαζέψω το νοίκι, 40 χιλιάδες
παρακαλώ. Μόλις με χωράει να κοιμηθώ. Δεν υπάρχει χώρος για τραπέζι ούτε για
κρεβάτι καν έτσι κοιμάμαι στρωματσάδα. Το σπουδαιότερο είναι ότι έπιασα και
δουλειά. Για να μην τρέχει όμως ο νους σου στα πολλά, σε πληροφορώ πως δεν
πρόκειται παρά για ένα τάληρο την ημέρα, να κουτσοτρώω δηλαδή. Και τι νομίζεις
πως κάνω; Εκτελώ χρέη ειδικού γραμματέα σ’ ένα επαγγελματικό σωματείο. Κρατάω
βιβλία και τα λοιπά, δουλιά πολύ ποιητική, όπως βλέπεις. Τι να κάνουμε, δε μας
πετυχαίνει τίποτε καλύτερο σε τέτιες περιστάσεις. Η αμέσως προηγούμενη «ταχτική»
εργασία που είχα πιάσει ήταν το 1937, ημερομίσθιο με 30 δραχμές μεροκάματο. Δεν
είμαστε άξιοι εμείς για περισσότερα, έτσι φαίνεται. Κι αφού δεν είμαστε
σαρκοβόρα (κανίβαλοι), πρέπει να φυτοζωούμε. Μ’ αυτά που λέω δεν καταφέρομαι
κατά των ανθρώπων του σωματείου, που δεν έχουν περισσότερα, αλλά τα βάνω με την
τύχη μου και μ’ εκείνους που μας έφεραν
σ’ αυτή την κατάντια.
Στίχους
γράφω ολοένα και μου έγιναν βάρος πια, γιατί πληθαίνουν και δεν έχω πώς να τους
τυπώσω. Σ’ ευχαριστώ για τις ενέργειές σου στην κυρία Σικελιανού, και μακάρι ν’
ανοίξει τη σακούλα της αυτή η Αμερικάνα που έχει κιόλας στο ενεργητικό της την
ανάδειξη ενός σπουδαίου ποιητή. Αλλά η πείρα με δίδαξε να ‘μια επιφυλαχτικός
απέναντι σε πλούσιες προσδοκίες.
[…]Τελειώνοντας
σου ξαναλέω πως η θέση μου άρχισε κάπως να σιάζει κι αν πάρω ακόμα τη διόρθωση
ενός βιβλίου, όπως ελπίζω, θα διορθωθεί ακόμα περισσότερο, παρά τις άθλιες
συνθήκες που επικρατούν γενικώτερα στην πατρίδα μας.
Σε φιλώ
Γ. Κοτζιούλας
Αθήνα
12 Οκτωβρίου 1947
Φίλε
Γιώργο,
[…]Καθώς
θα βλέπεις απ’ τις εφημερίδες, η ζωή μας εδώ περνάει με αδιάκοπη εκκρεμότητα.
Δύο χρόνια τώρα, για να μην πω τρία, ζούμε στην αβεβαιότητα, με την αγωνία του
αν αύριο θα ξημερώσουμε ζωντανοί ή, ακόμα χειρότερο, αν θα’ χουμε ψωμί. Έτσι
μας τα συγκαίριασαν οι σύμμαχοί μας οι Εγγλέζοι και ο νέος μας θείος με τους
άλλους μπαμπάδες που σ’ έχουν, καληώρα, κι εσένα ψυχοπαίδι τους, όχι όμως
αλλαξοπιστισμένο, καθώς καταλαβαίνω οι Χλιαριώτες δεν ξεγελιόνται εύκολα, παρά
ίσως μονάχα απ’ τους διπλωμάτες τους ζαγορίσιους.
[…]Ας
έρθουμε πια στον εαυτό μου. Αυτή την εποχή βρίσκομαι καλά. Βγάζω κάνα δεκάρικο
την ημέρα και μου φτάνει. Έχω και δωμάτιο δικό μου, απαίσιο για το καλοκαίρι,
αλλά τώρα που κρυώνει ο καιρός χρησιμοποιήσιμο, ακόμα και για γράψιμο, απάνω σε
μια ταράτσα. Οι δουλειές μου εξαρτώνται απ’ την ελευθεροτυπία. Αν σταματήσει
αυτή, εννοώ και μέσα στην Αθήνα, μένω πάλι στον δρόμο. Αλλ’ ας μην
κακομελετάμε, παρ’ όλο που η κατάσταση έπειτ’ απ’ την πρόσκαιρη ύφεσή της
φαίνεται πως θ’ αγριέψει ξανά. Στίχους όμως δε γράφω. Φαίνεται πως η κακοτυχία
των αδημοσίευτων επιδρά ανασταλτικά για τη νέα παραγωγή.
Έχω
μονάχα διάθεση να μεταφράσω στίχους. Και ίσως καταπιαστώ με τον Αριστοφάνη.
Αλλά στο μεταξύ θα ήθελα να τελειώσω (ξανακοιτάξω) το Θέογνη που τον είχα
μεταφέρει σε στίχους προπολεμικά. Γι’ αυτό θα σε παρακαλέσω, άμα βρεις κανένα
καλό κείμενο με σχόλια, εγγλέζικα βέβαια, να τ’ αγοράσεις και να μου το
ταχυδρομήσεις. Θα μου χρησιμεύσει για την έκδοση που σκοπεύω να κάμω, αν βρεθεί
τρόπος εννοείται. Όσο για τη διακοπή της αλληλογραφίας μας, δυο γράμματά σου
είχα λάβει, σου είχα απαντήσει και στα δύο. Κι έπειτα δεν ξαναπήρα είδησή σου,
παρά μόνο τώρα τελευταία μέσω του Μαρκάκη. Φαίνεται πως ή το δεύτερο γράμμα μου
χάθηκε στο δρόμο ή η δική σου τρίτη απάντηση.[…]
Περιμένω γράμμα σου και μένω
με πολλή αγάπη
Γιώργος
Αθήνα
19/11/47
Αγαπητέ
μου Γιώργο,
[…]Έλαβα
την απάντησή σου πριν από δυο βδομάδες περίπου, αλλά πέρασαν κάμποσες μέρες
ώσπου να σου γράψω, γιατί στο μεταξύ ούτε ευκαιρούσα ούτε διάθεση έβρισκα. Είχα
πιάσει -μόνο για ένα δεκαήμερο- κάποια δουλιά διόρθωση βέβαια, -μα την παράτησα
κιόλας, γιατί ο διευθυντής του περιοδικού (ένας βουβαλάνθρωπος, σωστό
παχύδερμο) όχι μόνο με πλήρωνε μισοτιμής, αλλά ζήτησε να μου φάει, μου έφαγε
τελικά, 20 χιλιάδες. Εννοείς πως με τέτιους όρους δε θα μπορούσε να γίνει
τίποτε και του τα πέταξα στα μούτρα δημιουργώντας μαζί του μια σκηνή που
δύσκολα θα την ξεχάσει, που τον έκαμε να μάθει ποιος είμαι. Έτσι έμεινα στη
διόρθωση δύο μηνιαίων εντύπων, σύνολο εσόδων το μήνα 110 χιλ. απ’ αυτές πρέπει
να βγαίνει το νοίκι, τραμβαγιάτικα, φαΐ κλπ. Τα ρούχα τα πλένω μονάχος μου.
Καφέ με κερνάει κάποιος κάθε πρωί. Εννοείται πως με τόσο λίγα λεφτά δεν θα
μπορούσα να ζω ούτε μια βδομάδα. Πώς ζω λοιπόν; Με καλούνε σε σπίτια φιλικά,
μου δίνουν από τίποτε ψιλά οι στενοί φίλοι. Οι άλλοι περιορίζονται να κάνουν
υποδείξεις και συστάσεις αφ’ υψηλού. «Μα γιατί δεν μεταφράζεις στο «θησαυρό»;
Γιατί δεν δουλεύεις σε κανέναν ιδιωτικό; Γιατί δε διδάσκεις σε φροντιστήριο;
και άλλες τέτοιες κουταμάρες, ό,τι του κατέβει του καθενός. Μιλούν επιπόλαια,
για να πουν κάτι, στου κασίδη το κεφάλι. Άλλοι νομίζουν –έτσι λεν- πως δεν θέλω
νά ‘βρω δουλειά, αλλιώς με τόσους φίλους που γνωρίζω κλπ. Θεωρούν φίλους κάθε
γνωστό, κάθε συνάδελφο με σπουδαίο όνομα ή θέση, και κάνουν πως δεν ξέρουν περί
τίνος πρόκειται. Εδώ, που έχουν διαφοροποιηθεί, τοποθετηθεί πολιτικά, ως και οι
χαμάληδες, ως κι οι συμβολαιογράφοι, περιμένουν τάχα από μένα να’ μαι
«ουδέτερος» (=ερμαφρόδιτος), έξω τόπου και χρόνου, ώστε να διατηρώ ακόμα – επί
Εθνικού Συναγερμού όλων των φυλλάδων! – να διατηρώ εγώ συμπάθειες και από το
άλλο στρατόπεδο, εκεί δηλαδή που υπάρχουν και διορθώσεις και μεταφράσεις και
παραδόσεις, μ’ άλλα λόγια λεφτά, γι’ ανθρώπους τουλάχιστο σαν εμένα, που θα
τους χρησίμευαν, εννοώ. Ξέρω λοιπόν γιατί υποφέρω και στερούμαι κι είμαι
περήφανος γι’ αυτό. Ποτέ μου δεν ήθελα να προσκυνήσω αχρείους, πρόστυχους
ανθρώπους ούτε και πρόκειται να το κάμω, ακόμα κι αν μου στοιχίσει τη ζωή. Αυτό
δεν είναι κανένας μαζοχισμός, εθελούσια αποδοχή του μαρτυρίου, αλλά η ύστατη
άμυνα και διαμαρτυρία για το Κακό, για το Έγκλημα που παραπλήθυνε στα χρόνια
μας και στον τόπο μας. Εξάλλου πιστεύω μέσα μου βαθιά κάτι που λέμε εμείς εκεί
απάνου, πως ο Θεός δεν έχει κάναν για χαμό. Δηλαδή πιστεύω κατά βάθος στον
τελικό θρίαμβο της αλήθειας, της δικαιοσύνης.
[…]Στην
Ήπειρο, όπως θα’ μαθες, καίγεται το πελεκούδι. Ο «ακήρυχτος» πόλεμος θα
διαλαλιέται πια σ’ όλα τα μέρη του κόσμου. Ας κάνουμε το σταυρό μας ευχόμενοι
«νίκας κατά βαρβάρων…»[…]
Σε φιλώ
Γιώργος
Αθήνα
19/11/47
Αγαπητέ
μου Γιώργο,
Έλαβα
πριν από μέρες το γράμμα σου, αλλά περίμενα στο μεταξύ να ιδώ τον πατέρα σου
για να σου απαντήσω. Πήγα λοιπόν χτες και τους είδα στο δωμάτιο που έπιασαν,
ένα ωραίο ξάγναντο κοντά στον Ιλισσό. Ήταν εκεί και ο αδελφός σου. Μου έδωσαν
τα παπούτσια που είχες στείλει και τα φόρεσα μάλιστα αμέσως, γιατί τα παλιά μου
είχαν σκιστεί από πάνω και δεν ήταν εμφανίσιμα. Με τούτα θα βγάλω το χειμώνα
καλά. Και σ’ ευχαριστώ άπειρα, γιατί παρόλο που είσαι ακόμα ένα απλός
σπουδαστής, δηλ. δεν κερδίζεις ακόμα λεφτά, θυμήθηκες και βρήκες τρόπο να
βοηθήσεις το φίλο σου που τον δέρνει χρόνια ανεργία και ανέχεια.
Τι
τα θέλεις, εδώ όσο κι αν προσπαθούμε μοναχοί μας, δε μπορούμε να σηκώσουμε
κεφάλι. Δε μας αφήνουν οι δικοί μας, τώρα τελευταία (και στα φανερά πια) οι
ξένοι. Αυτό το δικό μας είναι κάτι το απίστευτο, κάτι που σε κάνει εξωφρενών, που
σου ανάβει το αίμα, ακόμα κι αν δε γεννήθηκες φουριόζος, αλλά είσαι ήσυχος
άνθρωπος. Δουλιά σταθερή δε μπορούμε να πιάσουμε, δωμάτιο της προκοπής μήτε,
έκδοση βιβλίων γιοκ. Που θα πάει αυτή η παλιοκατάσταση; Αρχίζει κανείς να χάνει
την υπομονή του και την ψυχραιμία του. Έμεινα πάλι με τη διόρθωση των
«Γραμμάτων» και ενός 15ήμερου φύλλου, το όλον 150.000. Αυτοί είναι οι σταθεροί
μου πόροι. Και τα μισά απ’ αυτά πάνε σε νοίκι και τραμ. Πώς να ζήσει άνθρωπος;
Αλλά έχουμε και τα τυχερά μας. Αυτές τις μέρες μου ‘δώσαν να κάνω (κρυφά
κιόλας, «διά τον φόβον» του Χάρη) τα περιεχόμενα της «Νέας Εστίας». Θα
τσιμπήσουμε ως τον άλλο μήνα κανένα εβδομηντάρι. Αλλά γίνεται αυτή η δουλιά -,
να φυτοζωούμε εφ’ όρου ζωής;[…]
Σε φιλώ
Γιώργος
Αθήνα
16/2/48
Αγαπητέ
Γιώργο
[…]Το
αν δεν τους βλέπω, καθώς σου γράφω παραπάνω, αυτό οφείλεται στο ότι δεν έχουμε
στέκι δικό μας (καφενείο, εστιατόριο), που προϋποθέτει χρήματα και πάλι
χρήματα. Αυτοί τρων στο συσσίτιο, εγώ σε φιλικά σπίτια «δια το μη έχειν». Τα
έσοδά μου, αλήθεια, ανέχονται στο ολικό ποσόν των 75 χιλ. το μήνα, ίσα ίσα δηλ.
για το νοίκι (52) και τα τραμβαγιάτικα. Ώστε δεν μου μένει ούτε για την κλασική
φασουλάδα κι έτσι αναγκάζομαι να τρώω σε σπίτια γνωστών μου, πότ’ εδώ, πότ’
εκεί – πράμα που στην αρχαιότητα το λέγαν (μετά συγχωρέσεως) παρασιτείν. Το
σπουδαίο είναι πως παραδέχτηκα συνειδητά αυτόν τον ρόλο, γιατί στις σημερινές
συνθήκες δε μπορούσε να είναι τίποτε καλύτερο, εξόν απ’ την απόγνωση και την
αυτοκτονία. Έτσι που λες τα βολεύω, ελπίζοντας (κάπως μοιρολατρικά, είν’
αλήθεια, έπειτ’ από τόσες απογοητεύσεις) πως κάποτε θα τελειώσει αυτό το
αβάσταχτο κακό που μας βρήκε απ’ το 1936 και δώθε.
Σε
μακαρίζω χίλιες φορές που βρίσκεσαι τόσο μακριά απ’ την φαρμακωμένη ατμόσφαιρα
της πατρίδας μας, απ’ τον πετσοκομμό και την τρομοκρατία που βασιλεύουν εδώ. Θα
σου ήταν αδύνατο έστω και να σπουδάσεις ή μόνο να διαβάσεις, αν έμενες στην
Αθήνα. Είχα να γράψω τόσο ενδιαφέροντα και σύγχρονα, που σβήνουν, ξεχνιούνται
με τον καιρό, αλλά ο «φόβος των Ιουδαίων», η αδιάκοπη εκκρεμότητα και η έλλειψη
ασφάλειας με κάνουν να μην τα ρίχνω ακόμα στο χαρτί. Ας γλυτώσουμε πρώτα εμείς
απ’ την κατεβασιά κι έχουμε καιρό για όλα τ’ άλλα. Δε βρήκα λοιπόν τίποτε άλλο
ακίνδυνο, αχρωμάτιστο να κάνω απ’ τη μετάφραση του «De rerum Katula». Η λύκαινα
της Ρώμης ας μου σταθεί προστάτης και βοηθός!
[…]Μου
λες στο γράμμα σου να βάνω τα σημειώματά μου μέσα στις επιστολές των άλλων.
Αυτοί που σου γράφουν είναι μονάχα δύο τρεις και δεν τους βλέπω ούτε μια φορά
το μήνα. Και που να ξέρω πότε θα σου γράψουν; Έπειτα δεν θέλω να διαβάσουν
άλλοι τα ιδιωτικά γραφόμενά μου. Άσε λοιπόν να γράφω μονάχος μου, για να σου
δείχνω έτσι με την εξεύρεση του γραμματόσημου και το βαθμό της αγάπης μου.
Άλλωστε δεν αλληλογραφώ και με κανέναν άλλον στο εξωτερικό.[…]
Με πολλή αγάπη
Γιώργος
Αθήνα
27/3/48
Αγαπητέ
μου Γιώργο
Έλαβα
πριν από δύο βδομάδες το τελευταίο σου γράμμα και σ’ ευχαριστώ. Αλλά στο μεταξύ
μου ήρθε και το δέμα σου με τα ρούχα, για το οποίο σ’ ευχαριστώ ακόμα
περισσότερο. Τα παπούτσια τα φόρεσα κιόλας, τα ξαλλάζω με τα παλιά, πάλι δικά
σου. Το σακάκι θέλει λίγο κόντεμα στα μανίκια, ελπίζω να βρω κανένα ράφτη να το
διορθώσει.
[…]
Για το ζήτημα του Lucretius φαίνεται πως ή εγώ δεν εκφράστηκα καλά ή εσύ
δυσκολεύτηκες να με καταλάβεις. Η απόσταση πάντα αλλοιώνει τα γεγονότα και τις
εντυπώσεις. Μήπως εμείς από δω μπορούμε να φανταστούμε τη μαύρη ζωή των χωριών
μας; Μια νύχτα, λέει, τους έπιασαν όλους στα σπίτια τους και πήγαν να τους
κρεμάσουν με τριχιές στα πλατάνια. Το πιστεύεις αυτό; Και όμως μου το
επιβεβαίωσαν χωριανοί. Το ίδιο συμβαίνει και μ’ εμάς στην Αθήνα, με τη διαφορά
πως η Ν. Υόρκη απέχει πολύ, βρίσκεται στο άλλο ημισφαίριο. Γι’ αυτό, Γιώργο,
μην απορείς που έγινα… συντηρητικός, δηλ. δεν εκτίθεμαι. Εμείς εδώ είμαστε κάθε
ώρα στη μπούκα του ντουφεκιού. Έπειτα απαυδήσαμε πια μ’ αυτή την εκκρεμότητα.
Μας πλάκωσαν όλα μαζί: φτώχια, κακή υγεία και γνωστά. Δεν είναι ένας χρόνος,
δεν είναι δυο, κοντεύει πια μια ολόκληρη ζωή.
Φέτος
δεν μ’ έπιασε καθόλου γρίπη κι είμαι ευχαριστημένος, γιατί μπορούσε να μου
κάμει χειρότερες ζημιές. Οπωσδήποτε στέκω καλύτερα από κάθε άλλη φορά.
Αναπαύομαι τη μισή μέρα στο δωμάτιό μου, βρήκα για πρώτη φορά ευκαιρία και
διαβάζω. Κάνω και κάτι μεταφράσεις, να περνάει η ώρα.[…]
Σε φιλώ
Ευχαριστώντας σε
Γιώργος
Αθήνα
6/6/48
Αγαπητέ
μου Γιώργο,
Έλαβα
πριν από μέρες το γράμμα σου, μα άργησα κάπως να σου απαντήσω, γιατί η παλιά
μου αδιαθεσία, για την οποία σου έγραψα στα τελευταία μου γράμματα – ή δε
θυμάσαι; - συνεχίστηκε.
Οπωσδήποτε
σ’ ευχαριστώ για την αγάπη και τη θύμηση που εξακολουθείς να διατηρείς απέναντί
μου. Αυτό φαίνεται και απ’ τον καιρό που κλέβεις απ’ τα μαθήματά σου για να μου
απαντήσεις.
Τα
δικά μας τα νέα τα βλέπεις, ώστε περιττεύει να σε πληροφορήσω εγώ. Είσαι
τυχερός που βρίσκεσαι αυτού και επιδίδεσαι στις σπουδές σου. Εμείς χάσαμε τα
καλύτερα χρόνια μας και τα χάνουμε ακόμα. Το ζώδιό μας ήταν δυσοίωνο, γρουσούζα
η τύχη μας.
Εγώ
καταγίνομαι τώρα με τη μετάφραση του γνωστού σου βέβαια «Τραγουδιού του
Ρολάνδου», που έχει απάνω από 4.000 στίχους. Προχωρώ ικανοποιητικά και πιστεύω
να έχω τελειώσει την εργασία ως το χινόπωρο. Η έκδοσή της είναι εξασφαλισμένη,
με «καπάρο» κιόλας. Όλα θα πάνε καλά, αρκεί να μην ενοχληθώ από λόγους υγείας.
Τα
οικονομικά μου άρχισαν να διορθώνονται κι αυτά, να ιδούμε όμως αν θα
σταθεροποιηθούν. Οι συνεργασίες στα περιοδικά δεν πληρώνονται, γίνονται πάντα
«honoris causa».[…]
Με πολλή αγάπη
Γιώργος
Υ.Γ.
Στο νέο σπίτι των δικών σου πάω ταχτικά.
Αθήνα
21 Φεβρουαρίου 1949
Πολυαγαπητέ
μου Γιώργο,
Είναι
αλήθεια πως πέρασα ένα μήνα στο νοσοκομείο, γιατί αν έμενα στο «κατ’
ευφημισμόν» δωμάτιό μου μ’ εκείνο το διαβολεμένο χιονόνερο, κι εγώ δεν ξέρω τι
θ’ απογινόμουν, επειδή η γρίππη με είχε καταπάρει για καλά και δεν είχα τη
δυνατότητα ούτ’ ένα τσάι να ζεστάνω στην – ξορκισμένη να’ ναι! – κάμαρά μου. Με
είχε πιάσει δύσπνοια, που λές, απ’ το κρύο κι απ’ την πάθηση του στήθους, έτσι
που κόντευε να μου βγει η ψυχή καθώς ανέβαινα τις ατελείωτες σκάλες για την
παραλίγο θανάσιμη σοφίτα μου. Γλύτωσα όμως και αυτή τη φορά, πάει κι αυτός ο
χειμώνας. Αλλά τι να σου πω. Ύστερ’ από τόσα και τόσα αυτό το κορμί δεν είναι
πέτρα και αρχίζει να λιγάει. Αν πάμε έτσι κάμποσον καιρό ακόμα (που δεν
αποκλείεται, κατά τη γνώμη μου), εγώ αμφιβάλλω αν θα επιζήσω για να ιδούμε
αυτές τις καλύτερες ημέρες που καρτερούμε και ποτέ δεν έρχονται.
Τι
άλλα να σου γράψω; Όρεξη για συγγραφή δεν πολυέχω. Άφησα την πένα μου από 2 – 3
μήνες και μόλις σήμερα την ξαναπιάνω για να απαντήσω σε σ’ εσένα. Δηλαδή γράφω
πράματα της ρουτίνας, παιδικές μεταφράσεις – όποτε μου δίνουν κι απ’ αυτές –
για ένα κομμάτι ψωμί. Διαβάζω μονάχα κανένα βιβλίο, επειδή μ’ αυτά και μ’ αυτά
κινδυνεύουμε να μείνουμε απληροφόρητοι σε πολλά. Στο νοσοκομείο είχα την
ευκαιρία να διαβάσω την Καμπάνα του Χεμινγουαίη, που μου άρεσε πολύ, όχι όμως
όσο τα Σταφύλια του Στάινμπεκ – αυτό είναι μεγαλούργημα. Ήθελα να ‘ξερα όμως (
και συγχώρησέ μου αυτή την ασεβή σκέψη) τι θα έδιναν αυτοί οι σπουδαίοι
συγγραφείς αν ζούσαν κάπως ανάλογα μ’ εμάς…
Όσο
για μένα – για να επιστρέψω πάλι στον εαυτό μου – φροντίζουν από ένα μήνα και
περισσότερο να με βάλουν σε σανατόριο, γιατί έχω ανάγκη από νοσηλεία μερικών
μηνών. Δόθηκαν υποσχέσεις επανειλημμένα, μα δεν έγινε τίποτα ακόμα. Δεν θέλω να
πιστέψω πως θα με γελάσουν ως το τέλος και κάνω υπομονή, εφόσον δεν υπάρχει
άλλη διέξοδος. Αν μπω εκεί θα ησυχάσω λίγο. Το πρόβλημα όμως το δικό μου δε
λύεται έτσι: μου χρειάζεται δωμάτιο της προκοπής και μόνιμη δουλειά. Γι’ αυτά
όμως δε φροντίζει, δεν ενδιαφέρεται κανένας. Είμαστε έρημοι, απροστάτευτοι μες
στη μεγάλη πρωτεύουσα. Αυτή είναι η αλήθεια. Ο θεός λοιπόν βοηθός![…]
Σε φιλώ
Γιώργος
Αθήνα
15 Αυγούστου 1949
Φίλτατε
Γιώργο,
[…]Πολλά
είχα να σου γράψω, αλλά τ’ αφήνω γι’ άλλη φορά. Γενικά σε πληροφορώ πως πάω καλύτερα
από πριν οικονομικά και από άποψη υγείας. […]Το γράψιμο το παράτησα για φέτος,
με απορόφησε η βιοπάλη, μα ελπίζω πως δε θα με παρατήσουν για πάντα οι Μούσες.[…]
Σε φιλώ
Γιώργος
Από το βιβλίο του ΝΙΚΟΥ Β. ΚΟΣΜΑ: ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΟΤΖΙΟΥΛΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΟΥ
ΕΜΦΥΛΙΟΥ (Δέκα ανέκδοτα γράμματα του Κοτζιούλα προς τον Βυζαντινολόγο, Βαλκανιολόγο
και Σλαβολόγο Γιώργο Χρ. Σούλη, Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Berkeley). Εκδόσεις «Δωδώνη», Αθήνα – Γιάννινα 1993
Ο
Νίκος Β. Κοσμάς γεννήθηκε στο
Μιχαλίτσι Ιωαννίνων το 1920. Τέλειωσε το Γυμνάσιο «Ζωσιμαία Σχολή» και τη
«Ζωσιμαία Παιδαγωγική Ακαδημία» Ιωαννίνων. Δημοσίευσε ποιήματα και φιλολογικές
συνεργασίες στις Γιαννιώτικες εφημερίδες. Από μαθητής στο Γυμνάσιο προσχώρησε
στο προοδευτικό κίνημα. Έλαβε μέρος στη μεγάλη μαθητική απεργία της «Ζωσιμαίας
Σχολής» το Μάρτη του 1936. Στην κατοχή πήρε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση.
Υπηρέτησε δάσκαλος στο νομό Θεσσαλονίκης, στη Χίο, στον Πειραιά και στην Αθήνα.
Η αγάπη του για το λαό, απ’ τον οποίο προέρχεται, τον έσπρωξε στη μελέτη του λαϊκού
βίου. Έγραψε πολλές λαογραφικές, γλωσσικές, ιστορικές και παιδαγωγικές
εργασίες. Για την επίδοσή του αυτή βραβεύτηκε το 1983 από την Ακαδημία Αθηνών. Έχει
εκδώσει τα βιβλία: "Το γλωσσικό ιδίωμα των Ιωαννίνων" 1997, "Ηπειρωτικό
λαϊκό σπίτι" 1993, "Αναδρομή" διηγήματα 1988, "Γιώργος
Κοτζιούλας" ο ποιητής της Εθνικής Αντίστασης 1990, "Μαρτυρίες του
Γιώργου Κοτζιούλα από την περίοδο του Εμφύλιου" 1993, "O
Τήγανος" Μυθιστόρημα 1994, "Επιστολές του Γιάννη Κορδάτου" 1995,
"Αιώνια Νεολαίοι" Μυθιστορία 2000, "O θάνατος σε όλες τις μορφές"
διηγήματα 2005, (Εκδόσεις Δωδώνη), "Γεώργιος Χρυσίδης" 1990
(Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών).
Από τη στηθάγχη
Από τη στηθάγχη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου