Πέμπτη 20 Νοεμβρίου 2014

Ο Γιώργος Σεβαστίκογλου και ο θίασος πολιτικών προσφύγων Τασκένδης


Γιώργος Σεβαστίκογλου
Ο Γιώργος Σεβαστίκογλου τροφοδότησε το νεοελληνικό θέατρο με σημαντικό συγγραφικό, μεταφραστικό, σκηνοθετικό και παιδαγωγικό έργο. Υπηρέτησε το θέατρο με συνέπεια και ήθος, συνδυάζοντας πάντα την καλλιτεχνική δημιουργία με την κοινωνική ευθύνη. Η θεατρική του διαδρομή ανακαλεί, συχνά, δραματικές ιστορικές μνήμες της νεότερης Ελλάδας, που διαποτίζουν κάθε πτυχή της πνευματικής του κατάθεσης και σφραγίζουν τις αναζητήσεις της καλλιτεχνικής του πορείας.
Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη στις 12 του Οκτώβρη 1913. Το 1924 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα, όπου σπούδασε νομικά και παράλληλα εργάστηκε ως μεταφραστής σε διάφορα περιοδικά και εφημερίδες.

Υπηρέτησε στο αλβανικό μέτωπο ως έφεδρος αξιωματικός και πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Συμμετείχε στον ιδρυτικό πυρήνα του «Θεάτρου Τέχνης», για το οποίο μετέφρασε πληθώρα θεατρικών έργων. Το 1942 έγραψε το πρώτο του θεατρικό έργο «Κωνσταντίνου και Ελένης», το οποίο ανέβασε ο Κουν το 1943. Το 1944 πρωτοεμφανίστηκε ως σκηνοθέτης στο «Θέατρο του Λαού» και το 1945 ανέλαβε μόνιμος σκηνοθέτης του Τμήματος Νέων των «Ενωμένων Καλλιτεχνών». Τον επόμενο χρόνο συνεργάστηκε με το «Ρίζο της Δευτέρας», γράφοντας θεατρική κριτική, με το ψευδώνυμο Γ. Σάβας.

Στη διάρκεια του Εμφυλίου ήταν, μαζί με τον Μάνο Ζαχαρία, υπεύθυνος του κινηματογραφικού συνεργείου του ΔΣΕ. Με την υποχώρηση του ΔΣΕ βρέθηκε στην Τασκένδη. Εκεί έγραψε και ανέβασε επικαιρικά έργα, με το θίασο των πολιτικών προσφύγων, ενώ παράλληλα δίδασκε στο Θεατρικό Ινστιτούτο Τασκένδης.

Από το 1956 έως το 1965 εγκαταστάθηκε στη Μόσχα, όπου φοίτησε στην Ανώτερη Λογοτεχνική Σχολή και έγραψε σενάρια για τον κινηματογράφο, καθώς και δύο ακόμα θεατρικά έργα, την «Αγγέλα», που πρωτοπαίχτηκε από το θέατρο «Βαχτάνγκοφ» και το «Θάνατος του βασιλικού επιτρόπου».
Τα «Παντρολογήματα» του Γκόγκολ, από το θίασο των πολιτικών προσφύγων Τασκένδης (στη φωτογραφία η Ελλη Ματσάκα και η Κατερίνα Ζορμπαλά)
Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1965 και συνεργάστηκε ως σκηνοθέτης με γνωστούς ηθοποιούς (Α. Συνοδινού, Ελ. Λαμπέτη, Αλ. Αλεξανδράκη, Αλ. Γεωργούλη κ.ά.). Με το απριλιανό πραξικόπημα, εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου συνεργάστηκε με τον Αντουάν Βιτέζ στο «Theatre des Quartiers d' Ivry» και διηύθυνε εργαστήρια θεατρικής έρευνας. Συγκρότησε, με τους μαθητές του, το θίασο «Πράξις» και σκηνοθέτησε αρχαίο ελληνικό δράμα και έργα του Σαίξπηρ. Παράλληλα, δίδαξε στο Ινστιτούτο Θεατρικών Σπουδών της Σορβόνης και σε ειδικά σεμινάρια του conservatoire. Το 1978 και το 1979 πραγματοποίησε δύο σκηνοθεσίες στο ΚΘΒΕ («Ημέρωμα της στρίγκλας», «Τρεις αδελφές»). 

Από το 1981 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα, όπου μετέφρασε και σκηνοθέτησε για το Εθνικό Θέατρο και άλλους θιάσους. Σύντροφος της ζωής του, από το 1945, υπήρξε η γνωστή συγγραφέας Αλκη Ζέη, με την οποία απέκτησε δύο παιδιά. Πέθανε στην Αθήνα, την 1η του Δεκέμβρη 1990.

Ο θίασος των πολιτικών προσφύγων

Ο πιο αδιερεύνητος, ίσως, μέχρι σήμερα σταθμός της πλούσιας θεατρικής του διαδρομής του Γ. Σεβαστίκογλου υπήρξε η περίοδος της παραμονής του στην Τασκένδη (1949-1956).
Τα αρχειακά κατάλοιπα ελάχιστα και η έρευνα και ανασύνθεση των γεγονότων βασίζεται, κυρίως, στα στοιχεία που προκύπτουν από τις διασταυρωμένες προφορικές μαρτυρίες πολιτικών προσφύγων- συνεργατών του (Μάνου Ζαχαρία, Κατερίνας Ζορμπαλά, Ελλης Ματσάκα, και ιδιαίτερα του καθηγητή Θεατρολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Δημήτρη Σπάθη) καθώς και της συζύγου του, Αλκης Ζέη.
Ο σπουδαίος ηθοποιός Αντώνης Γιαννίδης στο έργο του Αλεξάντερ Καρνετσούκ «Μακάρ Ντουμπράβα»
6 του Νοέμβρη 1949. Σε κάποιο λιμάνι της Γεωργίας αποβιβάστηκαν, από ειδικά διαμορφωμένο εμπορικό πλοίο, εκατοντάδες πολιτικών προσφύγων. Ανάμεσά τους οι: Γιώργος Σεβαστίκογλου, Μάνος Ζαχαρίας, Αντώνης Γιαννίδης και πολλοί ακόμα. Τελικός προορισμός η Τασκένδη, πρωτεύουσα του Ουζμπεκιστάν. Το Ουζμπεκιστάν είχε δική του Ακαδημία Επιστημών, πανεπιστήμια, ερευνητικά κέντρα, κινηματογραφική εταιρεία, βιβλιοθήκες, ινστιτούτα. Η Τασκένδη, με 1,5 εκατομμύριο κατοίκους, ήταν το κέντρο των πολιτιστικών εξελίξεων της Κεντρικής Ασίας. Στην πρωτεύουσα δεν απουσίαζε και το θέατρο. Ουζμπέκικοι θίασοι και περιοδεύοντα σχήματα έδιναν παραστάσεις στα έξι μεγάλα κρατικά θέατρα της πόλης, που λειτουργούσαν με εναλλασσόμενο ρεπερτόριο.

Σε τέτοιο κλίμα, το Μάρτη του 1951, μία ομάδα Ελλήνων πολιτικών προσφύγων ξεκινά τη συγκρότηση θιάσου και το ανέβασμα θεατρικών έργων. Βασικός εμπνευστής και μόνιμος σκηνοθέτης: Γιώργος Σεβαστίκογλου, διευθυντής: Αντώνης Γιαννίδης, οργανωτικός υπεύθυνος: Δημήτρης Σπάθης.

Οι περισσότεροι απ' όσους συμμετείχαν στο θίασο δούλευαν στην παραγωγή γι' αυτό και οι πρόβες γίνονταν τα βράδια, μετά το εργοστάσιο ή τις Κυριακές και στη διάρκεια των αργιών τους.

Πλήρης ανομοιογένεια, ως προς τις θεατρικές καταβολές και τη θεατρική παιδεία των μελών του, σφραγίζει την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του θιάσου. Μέλη, με σημαντική θεωρητική κατάρτιση ή επαγγελματίες καλλιτέχνες, με λαμπρή έως τότε σταδιοδρομία στα ελληνικά θεατρικά πράγματα (Γιώργος Σεβαστίκογλου, Αντώνης Γιαννίδης, Μιχάλης Χαραλαμπίδης, Μάνος Ζαχαρίας, Δημήτρης Σπάθης) κι άλλοι (Κατερίνα Ζορμπαλά, Ελλη Ματσάκα, Σωτήρης Μπελεβέντης, Κώστας Γκολφίνος, Τάκης Δημάκης, Θύμιος Δουρμούσογλου, Μίρκα Μαγειρία), που είχαν θητεύσει για πολύ μικρό διάστημα στο θίασο του ΔΣΕ, στο βουνό, ή δεν είχαν υπάρξει ποτέ ούτε θεατές μιας θεατρικής παράστασης. Κοινός παρονομαστής: Ο κλήρος της εξορίας, τα κοινά ιδανικά, οι αδικαίωτοι αγώνες, η ανάγκη της έκφρασης και της ελπίδας.

Οι παραστάσεις δίνονταν στη Λέσχη, που βρισκόταν στη 13η Πολιτεία και αποτελούσε και τόπο συνεστιάσεων των πολιτικών προσφύγων. Τμήμα της Λέσχης, που παραχωρήθηκε στους πρόσφυγες, διαμορφώθηκε από τα ίδια τα μέλη του θιάσου σε θεατρική αίθουσα. Οι παραστάσεις δίνονταν κάθε Σάββατο και Κυριακή (κατά μέσον όρο, 1-2 έργα το χρόνο). Λόγω αδυναμίας επικοινωνίας με την Ελλάδα, το δραματολόγιό τους περιοριζόταν αναγκαστικά στα έργα που μπορούσαν να γράψουν οι ίδιοι ή σε όσα μετέφραζαν από τα ρωσικά. Τα σκηνικά - που τις περισσότερες φορές ήταν τα απολύτως απαραίτητα για τις ανάγκες του έργου - τα σχεδίαζαν και τα κατασκεύαζαν μόνοι τους, από υλικά που έβρισκαν σε οικοδομές ή, σπανιότερα, τα δανείζονταν από το Θεατρικό Ινστιτούτο της πόλης. Από το Ινστιτούτο κάλυπταν, συχνά, και τις ανάγκες τους στα κοστούμια - όταν δεν τα έραβαν μόνοι τους.

Καταξίωση του θιάσου

Τις παραστάσεις τους παρακολουθούσαν Ελληνες από διάφορες Πολιτείες, Ρώσοι καθηγητές από το Ινστιτούτο και, όταν ο θίασος άρχισε να αποτελεί οργανικό κομμάτι της πολιτιστικής ζωής της πόλης, αρκετοί από το θεατρόφιλο, πολυφυλετικό, κοινό της Τασκένδης.
9 του Μάρτη 1951. Στην εφημερίδα των πολιτικών προσφύγων «Προς τη Νίκη» δημοσιεύεται άρθρο που αναγγέλλει την έναρξη των παραστάσεων του «Κεντρικού Συγκροτήματος του Θιάσου Πολιτικών Προσφύγων», στο θέατρο της 13ης Πολιτείας.

«(...) Οι φιλότιμες προσπάθειες όλων των συντρόφων και των συντροφισσών που παίρνουν μέρος, στεργιώνουν την πεποίθηση ότι πρόκειται για μία σοβαρή προσπάθεια, που καλύπτει ένα μεγάλο κενό στην εκπολιτιστική μας ζωή και δράση. Το κεντρικό μας θέατρο θα συνδέσει, και αυτό μέσω του δυνατού όπλου της τέχνης, τον κόσμο μας με τον αγωνιζόμενο λαό της χώρας μας. Θα μεταδώσει ό,τι εκλεκτότερο δημιουργεί η σοβιετική θεατρική τέχνη, θα ανεβάσει το εκπολιτιστικό επίπεδο του κόσμου μας, θα αναδείξει καινούρια ταλέντα στον τομέα της τέχνης».

Η εναρκτήρια παράσταση δόθηκε στις 10 του Μάρτη 1951, με τα έργα των Αλ. Πάρνη «Το προχωρημένο φυλάκιο» και Γ. Σεβαστίκογλου «Να λευτερώσουμε τους αλυσωμένους». Σύμφωνα με την εφημερίδα «Προς τη Νίκη», την παράσταση παρακολούθησαν εκπρόσωποι του Μπολσεβίκικου Κόμματος και της Κομσομόλ, η κομματική καθοδήγηση και πολλοί Ελληνες απ' όλες τις Πολιτείες. Την έναρξη των παραστάσεων χαιρέτισε εκπρόσωπος της κομματικής καθοδήγησης, ο οποίος τόνισε την ιδιαίτερη συμβολή του θιάσου «στο έργο της μόρφωσης και της διαπαιδαγώγησης των συντρόφων».

Δύο ακόμα ελληνικά έργα με θεματολογία από την περίοδο του Εμφυλίου τροφοδότησαν το δραματολόγιο του θιάσου τον επόμενο χρόνο. Πρόκειται για το «Προγεφύρωμα» του Αλ. Πάρνη και «Η Μαρουσώ η Βαγγέλαινα δίνει όρκο» του Γ. Σεβαστίκογλου. Ο θίασος βρισκόταν, ακόμα, στα πρώτα του βήματα και η απήχησή του δεν ξεπερνούσε τους κόλπους της ελληνικής προσφυγικής κοινότητας.

Η πρώτη καλλιτεχνικά συγκροτημένη παράσταση (1952), με την οποία ο θίασος εγκαινίασε μία νέα φάση, απευθυνόμενος όχι μόνο στους πολιτικούς πρόσφυγες αλλά και στους Σοβιετικούς της περιοχής, ήταν «Τα παντρολογήματα» του Ν. Γκόγκολ. Η μετάφραση από τα ρωσικά έγινε από τον Γιώργο Σεβαστίκογλου, σε συνεργασία με τους Δημήτρη Σπάθη και Μάνο Ζαχαρία και η παράσταση δόθηκε στο πλαίσιο των εκδηλώσεων για τα 100 χρόνια από το θάνατο του Ν. Γκόγκολ. Οι Σοβιετικοί εκφράστηκαν ιδιαίτερα θετικά για τη σκηνοθεσία του Γ. Σεβαστίκογλου, καθώς και για τις εξαιρετικές ερμηνείες των Αντώνη Γιαννίδη και Μάνου Ζαχαρία.

Μεσολάβησε ένα είδος επιθεωρησιακής παράστασης, βασισμένης σε κείμενα του Κ. Γκολφίνου, που σατίριζαν θέματα της καθημερινής ζωής στην Τασκένδη, μέχρι την παράσταση του έργου του Αλεξάντερ Καρνετσούκ «Μακάρ Ντουμπράβα», που αποτέλεσε μία ακόμα επιτυχία του θιάσου. Το έργο, κλασικό δείγμα σοσιαλιστικού ρεαλισμού και ιδιαίτερα απαιτητικό για τη σκηνική πράξη, αναφερόταν σε θέματα της εργατικής τάξης και πρόβαλλε ιδιαίτερα την έννοια της αλληλεγγύης μεταξύ των εργαζομένων. Υπήρξε η μεγάλη επιτυχία του Αντώνη Γιαννίδη, ο οποίος υποδύθηκε τον ομώνυμο ρόλο του στρατηγού. Η παράσταση, την οποία παρακολούθησε μεγάλος αριθμός Ελλήνων και Σοβιετικών θεατών, απέσπασε εγκώμια.

Το καλοκαίρι του 1954, δόθηκε μία μόνο παράσταση του αντιπολεμικού έργου του Ροζέ Βαγιάν «Ο συνταγματάρχης Φόστερ ομολογεί», το μόνο έργο που δε σκηνοθέτησε ο Γιώργος Σεβαστίκογλου αλλά ο Μάνος Ζαχαρίας, στο πλαίσιο της διπλωματικής του εργασίας στο Θεατρικό Ινστιτούτο.

Η παράσταση, που σφράγισε και το τέλος της δραστηριότητας του θιάσου, δόθηκε τον Απρίλη του 1956, ύστερα από την απόφαση του Παγκόσμιου Συμβουλίου Ειρήνης για το γιορτασμό των 2.400 χρόνων από τη γέννηση του Αριστοφάνη. Με την τελευταία του αυτή παράσταση, ο θίασος των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων έφερε σ' επαφή το κοινό της Τασκένδης με το αρχαίο ελληνικό θέατρο. Παρουσίασε την «Ειρήνη» του Αριστοφάνη, σε μετάφραση του Θεοδόση Πιερίδη.

Στο θίασο, που ήταν πια αρκετά γνωστός, παραχωρήθηκε ένα από τα δύο μεγαλύτερα θέατρα της πόλης, το «Γκόρκι», το οποίο κάλυψε, μάλιστα, όλα τα έξοδα της παράστασης και διέθεσε στον ελληνικό θίασο γνωστό Ρώσο σκηνογράφο για τα σκηνικά. Οι σοβιετικές αρχές κινητοποιήθηκαν για την προβολή της παράστασης και πλήθος θεατών συνέρρεε να την παρακολουθήσει, ανάμεσά τους και μεγάλο μέρος του θεατρικού κόσμου της Τασκένδης και της Μόσχας. Με την παράσταση αυτή, που θεωρήθηκε σπουδαίο καλλιτεχνικό γεγονός, ο Γιώργος Σεβαστίκογλου υπέγραψε μία μεγάλη επιτυχία, που επανέλαβε το 1977, με το ίδιο έργο, στο Παρίσι.

Η παράσταση ήταν ένας πανηγυρικός αλλά ταυτόχρονα πικρός επίλογος της θεατρικής δραστηριότητας των πολιτικών προσφύγων της Τασκένδης, αφού οι εσωκομματικές εξελίξεις που ακολούθησαν οδήγησαν, μοιραία, και στη διάλυση του θιάσου.

Στο Θεατρικό Ινστιτούτο «Οστρόφσκι»

Σημείο αναφοράς, όμως, της θεατρικής δραστηριότητας του Γιώργου Σεβαστίκογλου και αρκετών μελών του θιάσου ήταν και το Θεατρικό-Καλλιτεχνικό Ινστιτούτο «Οστρόφσκι» της Τασκένδης, που αποτελούσε το μεγαλύτερο καλλιτεχνικό ινστιτούτο της Κεντρικής Ασίας.
Περιελάμβανε τμήματα υποκριτικής, σκηνοθεσίας, σκηνογραφίας και θεατρολογίας και ήταν γνωστό για το πολύ καλό επιτελείο των καθηγητών του, πολλοί από τους οποίους είχαν διδάξει, προηγούμενα, σε πανεπιστήμια της Μόσχας. Φοιτητές ήταν Ρώσοι αλλά και μεγάλος αριθμός ατόμων διαφόρων εθνοτήτων (Κιργίζιοι, Καζάχοι, Ουζμπέκοι, Τουρκμένιοι, Καρακαλπάκοι, Ελληνες κ.ά.).

Αξιοποιώντας τη δυνατότητα που τους έδωσε η ΕΣΣΔ για σπουδές, οι Ελληνες πρόσφυγες δεν άργησαν να δώσουν δυναμικό «παρών» στις τάξεις του Ινστιτούτου. Ετσι, από διάφορα τμήματα του Ινστιτούτου αποφοίτησαν τα περισσότερα από τα μέλη του θιάσου.

Για τον Γιώργο Σεβαστίκογλου, το Ινστιτούτο «Οστρόφσκι» αποτέλεσε ένα πεδίο κατάθεσης σκηνοθετικού και, κυρίως, παιδαγωγικού έργου. Η γρήγορη αναγνώριση της βαθιάς θεατρικής του παιδείας και του σκηνοθετικού του ταλέντου, από τους Σοβιετικούς, τον έφερε σε θέση ισότιμη με άλλους καθηγητές του Ινστιτούτου, όπου διδάσκει υποκριτική και ορθοφωνία, σε όλα τα έτη σπουδών, σε τμήμα που συγκροτήθηκε από Ελληνες και Καρακαλπάκους. Η διδασκαλία γινόταν στα ρωσικά. Η εντελώς διαφορετική κουλτούρα των φοιτητών του Ινστιτούτου ήταν άλλη μία ενδιαφέρουσα πρόκληση για τον Γ. Σεβαστίκογλου. Σκηνοθέτησε για τις διπλωματικές εξετάσεις του Ινστιτούτου: Αποσπάσματα από την «Πρώτη Μεραρχία του Ιππικού» του Βισνιέφσκι, την «Μπόρα» του Οστρόφσκι, τη «Μελαγχολία» του Νεκράσοφ, την «Κόρη του Ρώσου ηθοποιού» του Γριγόριεφ και τις «Πανουργίες του Σκαπέν» του Μολιέρου. Σημειωματάρια με ασκήσεις ορθοφωνίας και θέματα αυτοσχεδιασμών από την εποχή αυτή σώζονται, ακόμα, στο αρχείο της Αλκης Ζέη.

Κωνσταντίνα Ζηροπούλου
Φιλόλογος -θεατρολόγος.
(Το κείμενο είναι απόσπασμα διδακτορικής διατριβής που εκπονεί στο ΑΠΘ, με θέμα το έργο του Γ. Σεβαστίκογλου)
Ριζοσπάστης, 12 Οχτώβρη 2003

Δεν υπάρχουν σχόλια: