Ώρες
– ώρες μελαγχολίες με πλημμυρίζουν και σαν σκιές με τυλίγουν μέσα τους. Και
έχουν αυτά τα μικροπράγματα τόσο πραγματικό μεγαλείο και μεγαλώνω κι εγώ τόσο
μαζί τους και κινούμαι τόσο καλά, που αν και δεν είμαι παρά μια αιώνια αγωνία
του ίδιου του εαυτού μου – έχω ένα παράξενο χαμόγελο για τους τρελούς πόνους
μου και σκέψεις γεμάτες στοργή γι’ αυτές τις ακατανίκητες θλίψεις που με
τυλίγουν… Γιατί η ζωή είναι αγώνας· γι’ αυτό ζω. Γιατί η ζωή είναι πόνος· γι’
αυτό ζω: ζω, γιατί πρέπει να είμαι πιο
δυνατός από κάθε εμπόδιο και από κάθε αξία.
Είναι
ανάγκη να κάνουμε μόδα την αρετή. Εσείς την κάνατε μόδα… Δημοσιεύετε,
δημοσιεύετε. Στην Κούβα σε κάθε τρύπα. Οι πόλεμοι βαδίζουν πάνω σε δρόμους από
χαρτιά. Κάντε να μη μας φοβούνται και να μας θέλουν. Κάντε ν’ αποχτήσουν
εμπιστοσύνη σε μας.
Γενάρης
του 1892. (Στον Ανχελ Πελαές).
«Σήμερα,
25 του Μάρτη (1895), την παραμονή ενός μεγάλου ταξιδιού, σε σκέφτομαι. Χωρίς
σταματημό σκέφτομαι εσένα. Εσύ, μέσα στην οργή της αγάπης σου, πονάς για τη
θυσία της ζωής μου. Και γιατί με γέννησες δίνοντάς μου μια ζωή που αγαπάει τη
θυσία; Λόγια, δεν μπορώ να πω. Το καθήκον ενός ανθρώπου βρίσκεται εκεί που
είναι πιο χρήσιμος. Όμως μέσα στην ολοένα αυξανόμενη και αναγκαστική αγωνία
μου, βαδίζει συνέχεια πλάι μου η ανάμνηση της μάνας μου. Αγκάλιασε από μέρους
μου τις αδερφές μου και τους συντρόφους τους. Μακάρι να μπορούσα να τους δω μια
μέρα όλους γύρω μου, ευχαριστημένους από μένα! Και τότε, ω ναι, θα σε φροντίζω
εγώ με χάδια και περηφάνια. Τώρα, δώσε μου την ευχή σου, και να πιστεύεις πως
ποτέ δεν θα βγει από την καρδιά μου έργο χωρίς ευσπλαχνία κι αγνότητα. Την
ευλογία σου. Έχω λόγο να πηγαίνω πολύ πιο ευχαριστημένος και σίγουρος απ’ όσο
θα μπορούσες να φανταστείς. Δεν είναι ανώφελες η αλήθεια και η τρυφερότητα. Μην
υποφέρεις για μένα».
Μοντεκρίστι,
25 Μάρτη 1895. (Το τελευταίο γράμμα στη μητέρα του, τη Δόνα Λεονόρ Πέρες).
«Μέχρι
σήμερα δεν είχα νιώσει άντρας. Έζησα ντροπιασμένος και σέρνοντας τις αλυσίδες
της πατρίδας μου, σε όλη μου τη ζωή. Η διαύγεια της ψυχής κάνει ανάλαφρο το
κορμί μου. Αυτή η γαλήνη και η ευφορία εξηγούν την καρτερία και την αγαλλίαση
με τις οποίες προσφέρονται στη θυσία οι άντρες… Δε θα ξεχάσω ποτέ το πρόσωπο
του Γκόμες, ιδρωμένο και γενναίο – και μ’ έκφραση τρυφερή – όταν ανέβαινε τους
γλιστερούς λόφους, τις γεμάτες από βράχους και θάμνους πλαγιές και όταν
περνούσε τα ποτάμια με τη μακρύκανη καραμπίνα και το ρεβόλβερ και το κοντόφαρδο
μαχαίρι και τα διακόσια καψούλια και το γυλιό. Και μετά μου αφήνει την
καραμπίνα μου, όταν αποκάμνω με το γυλιό μου, και συνεχίζει να σκαρφαλώνει με
το δικό μου και το δικό του.
Πηγαίνουμε
αγκομαχώντας μέχρι τις κορφές των πλαγιών. Πέφτουμε γελώντας. Την ώρα του
συναγερμού – και υπήρξαν τέτοιες με το παραπάνω – οι έξι καραμπίνες βρίσκονται
ενωμένες. Κοιμηθήκαμε σε σπηλιές∙ και στο γυμνό βουνό. Το κτηματάκι με την
εξυπηρετική νοικοκυρά του και το ζεστό φαΐ ήταν στον πόλεμο μια πολυτέλεια. Τώρα
μ’ επιμονή μας δείχνουν αγάπη. Ο ένας φέρνει την κίτρινη γλυκοπατάτα του ή την
άκρη από ένα χοντρό λουκάνικο ή την ψητή μπανάνα του∙ ο άλλος μου κάνει πρόποση
με το βρασμένο με πορτοκαλόφυλλα και μέλι νερό του. Ένας άλλος μου χαρίζει ένα
ξυνό πορτοκάλι, γιατί άκουσε πως έφαγα κάτι τέτοιο μ’ ευχαρίστηση στο δρόμο…».
Δικαστική
περιφέρεια του Μπαρακόα, 16 Απρίλη 1895. (Στον Γκονζάλο Ντε Κεσάδα και στον Χ. Γκουέρα).
«Ήδη
μπορώ να γράψω…Ήδη διατρέχω κάθε μέρα τον κίνδυνο να δώσω τη ζωή μου για την
πατρίδα και για το καθήκον μου - δεδομένου ότι το καταλαβαίνω κι έχω το
κουράγιο που χρειάζεται για να το κάνω – το καθήκον να εμποδίσω έγκαιρα για την
ανεξαρτησία της Κούβας την επέκταση των Ηνωμένων Πολιτειών στις Αντίλες και το
να ριχτούν μ’ αυτή την περίσσεια δύναμη στα εδάφη μας της Αμερικής. Όσα έκανα
μέχρι τώρα, και όσα θα κάνω, γι’ αυτό το σκοπό είναι…
Έζησα
μέσα στο τέρας και ξέρω τα σωθικά του. Και η σφεντόνα του Δαβίδ… Έφτασα με το
στρατηγό Μάξιμο Γκόμες και με τέσσερις ακόμα σε μια βάρκα, όπου χειρίστηκα το
κουπί της πλώρης μέσα σε καταιγίδα κι έφερα τη βάρκα σ’ ένα γεμάτο πέτρες
άγνωστο ακρογιάλι μας. Για δεκατέσσερις μέρες περπάτησα μέσα από αγκάθια και
υψώματα φορτωμένος με το ηθικό και την καραμπίνα μου.
Στο
πέρασμά μας ξεσηκώνουμε κόσμο. Μέσα στην καλοσύνη των ψυχών βλέπω τη ρίζα αυτής
της στοργικής φροντίδας μου για τα βάσανα του ανθρώπου και για το πόσο είναι
δίκαιο να το γιατρέψουμε: Οι κάμποι είναι δικοί μας... Ξέρω θα εξαφανιστώ. Όμως
δεν θα εξαφανιζόταν μαζί με εμένα η σκέψη μου ούτε θα με τρόμαζε το σκοτάδι
μου. Κι όσο θα έχουμε μορφή ανθρώπου, θα οικοδομούμε. Ξεπλήρωσέ το αυτό το
χρέος σε μένα, ή σε άλλους… Ήδη ξέρω τις – σιωπηλές – επιπλήξεις σου μετά το
ταξίδι μου…
Στρατόπεδο
του Ντος Ρίος, 18 Μάη 1895. (Στον Μανουέλ Α. Μερκάντο, «το φίλο της ψυχής μου»,
«τον πιο αγαπημένο μου αδελφό»).
Εγώ
αναλογίστηκα τον πόλεμο: η ευθύνη μου αρχίζει μ’ αυτόν, αντί να τελειώνει. Για
μένα η πατρίδα δεν θα είναι ποτέ θρίαμβος, αλλά αγωνία και καθήκον. Ήδη
κοχλάζει το αίμα. Τώρα πρέπει να δώσουμε στη θυσία σεβασμό και έννοια ανθρώπινη
και αξιαγάπητη: Πρέπει να κάνουμε ορατό – και απρόσβλητο- τον πόλεμο. Αν ο
πόλεμος με διατάξει – όπως και είναι η μοναδική επιθυμία μου – να μείνω μέσα σ’
αυτόν. Αν με διατάξει – καρφώνοντάς μου την ψυχή – να πάω μακριά από εκείνους
που πεθαίνουν όπως θα ήξερα εγώ να πεθάνω, θα έχω το κουράγιο να το κάνω.
Όποιος σκέπτεται τον εαυτό του δεν αγαπάει την πατρίδα…
Θα
σηκώσω όρθιο τον κόσμο. Όμως η μοναδική επιθυμία μου θα ήταν να πολεμήσω εδώ,
με τον τελευταίο μαχητή. Και να πεθάνω σωπαίνοντας. Για μένα ήρθε ήδη η ώρα.
Όμως μπορώ ακόμα να υπηρετήσω αυτή την μοναδική καρδιά των δημοκρατιών μας. Οι
ελεύθερες Αντίλες θα σώσουν την ανεξαρτησία της Αμερικής μας και την ήδη
αμφίβολη και τραυματισμένη τιμή της αγγλικής Αμερικής και ίσως θα επιταχύνουν
και θα στεριώσουν την ισορροπία του κόσμου. Κοίταξε αυτό που κάναμε – εσύ με τα
μέτρα της νιότης σου κι εγώ με τα δείγματα της ξεσκισμένης καρδιάς μου.
Ας
κάνουμε πάνω από τη θάλασσα – μ’ αίμα κι αγάπη – αυτό που κάνει στο βάθος της
θάλασσας η οροσειρά από φωτιά των Άνδεων... Αντίο, σε σένα και στους ευγενικούς
κι επιεικείς φίλους μου. Σας χρωστάω την ευδαιμονία του μεγαλείου και της
αγνότητας μέσα σ’ αυτό το τραχύ και άσχημο ανθρώπινο σύμπαν. Ύψωσε δυνατά τη
φωνή σου: γιατί, αν πέσω, θα είναι επίσης για την ανεξαρτησία της δικής σου
πατρίδας.
(Στον
Φεντερίκο Ενρίκες-ι-Καρβεχάλ).
Ας
πεθάνουμε οι μεν και ας ετοιμαστούν εκείνοι που δεν έχουν το δικαίωμα να
πεθάνουν να βάλουν το όπλο στο χέρι των νέων στρατιωτών της ελευθερίας μας.
Όρθιοι, όπως στην άκρη ενός τάφου, ας ανανεώσουμε τον όρκο των ηρώων.
10
Οκτώβρη του 1889.
«Γράμματα
του Χοσέ Μαρτί» (Επιλογή αποσπασμάτων: «Οικοδόμος»).
Επιμέλεια:
ΤΟΝΙ ΝΤΕ ΛΑ ΡΟΣΑ - Μετάφραση: Μαρία Χατζηγιάννη
Δημοσιεύτηκε
στην «ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ μηνιαία επιθεώρηση τέχνης», τεύχος 24, Οκτώβρης 1985. Η σύνθεση με τη φιγούρα του ποιητή
περιλαμβάνεται στην έκδοση.
Ο
Χοσέ Χουλιάν Μαρτί-ι-Πέρες (Χοσέ Μαρτί), εθνικός ήρωας της Κούβας, οργανωτής
του απελευθερωτικού αγώνα κατά της ισπανικής κυριαρχίας, συγγραφέας,
δημοσιογράφος, ποιητής, γεννήθηκε το 1853 στο Μαρτί-ι-Πέρες και σκοτώθηκε το
1895 στο Ντος Ρίος, στην εθνικοαπελευθερωτική εξέγερση της Κούβας, σε μάχη με
τους Ισπανούς. Εξόριστος για την επαναστατική του δράση από το 1871 στην
Ισπανία, σπούδασε φιλοσοφία, λογοτεχνία, δίκαιο στα πανεπιστήμια της Μαδρίτης
και τη Σαραγόσα. Στα 1875-1879 έζησε στο Μεξικό και τη Γουατεμάλα. Το 1879
επιστρέφοντας στην Κούβα συμμετείχε στην προετοιμασία της εξέγερσης κατά των
Ισπανών και εξορίστηκε πάλι στην Ισπανία. Στα 1880-1895 στις ΗΠΑ, ανταποκριτής
λατινοαμερικάνικων εφημερίδων, αρθρογραφούσε κατά της πολιτικής και των σχεδίων
της ηγεσίας των ΗΠΑ. Το 1892 ίδρυσε το Κουβανικό Επαναστατικό Κόμμα,
αποφασιστικό συντελεστή στην οργάνωση της εθνικοαπελευθερωτικής εξέγερσης της
Κούβας. Ίδρυσε την εφημερίδα «Πάτρια», όργανο του ΚΕΚ. Έργα: Φιλοσοφικές Ιδέες,
Αμπντάλα (1869), Ισμαελίλο (1882), Απλοί στίχοι (1891), Ελεύθεροι στίχοι. Η
επίδραση της ποίησής του είναι έντονη στην λατινοαμερικάνικη ποίηση του 20ού
αιώνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου