Πέμπτη 5 Ιουλίου 2012

"Σελανίκ" του Βασ. Τσιράκη (ιστορικό μυθιστόρημα)


Σελανίκ ή Σολούν ή Σαλονίκ, οι ονομασίες της πολυεθνικής Θεσσαλονίκης στην περίοδο της Οθωμανικής κυριαρχίας και αφετηρία του μυθιστορήματος οι κοσμογονικές αλλαγές που πυροδότησε η κατάρρευση της. Μέσα από τη ζωή τριών οικογενειών ξετυλίγονται τα γεγονότα και οι ανατροπές που συγκλονίζουν την πόλη φτάνοντας ως το Παρίσι και τη Ζυρίχη, από την παραμονή πρωτοχρονιάς του 1900 ως το φθινόπωρο του 1916.

Τρομοκρατικές ενέργειες, η επανάσταση των νεότουρκων, η Φεντερασιόν, οι πρώτες εργατικές απεργίες, δύο επιδημίες και μια χρεοκοπία, δυο συνεχόμενοι τοπικοί πόλεμοι, η δολοφονία ενός βασιλιά, η απόβαση της Αντάντ, ο διχασμός και η εθνική Άμυνα, διαμορφώνουν ένα εκρηκτικό σκηνικό που σημαδεύει βαθιά την πόλη και τους ανθρώπους της. Και δίπλα σ’ όλα αυτά οι φιγούρες του νεαρού Κεμάλ Ατατούρκ, του Αβραάμ Μπεναρόγια, του στρατηγού Σαράιγ, αλλά και του Πικάσο και του Λένιν.

Οι έρωτες, οι φιλίες, οι μεγάλες προσδοκίες, δοκιμάζονται σκληρά στις μυλόπετρες της ιστορίας, που πορεύεται με τους δικούς της κανόνες και είναι τελικά ο μεγάλος πρωταγωνιστής. (Από τις εκδόσεις Τόπος).

Ο Βασίλης Τσιράκης γεννήθηκε το 1961 στην Καρδίτσα. Τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια τα πέρασε στο Βόλο, ενώ από το 1980 ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη, όπου και σπούδασε στο φυσικό τμήμα του ΑΠΘ. Αρθρογραφεί στην εβδομαδιαία εφημερίδα ΠΡΙΝ, ενώ έχει εκδόσει ακόμη το μυθιστόρημα «Ποδηλάτες του χρόνου» (εκδ. Κοχλίας, 2004) και το μυθιστόρημα «Ακορντεόν, βιολί και φυσαρμόνικα» (εκδόσεις ΚΨΜ, 2007).

Ένα απόσπασμα από το βιβλίο:

«Ξημερώματα Μεγάλης Πέμπτης ο Στεφάν κρυμμένος πίσω από τη φουντωτή τριανταφυλλιά παρατηρούσε τις νοικοκυρές των γύρω σπιτιών να βγάζουν στο μπαλκόνι τους ένα κόκκινο πανί, σημάδι πως είχαν ολοκληρώσει το βάψιμο των αυγών, σε λίγο θα παρακολουθούσαν τη λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου και θα μεταλάβαιναν της αγίας κοινωνίας, στο δίπατο των Ρηγάτων επικρατούσε απόλυτη σιγή, απέναντι στο φτωχόσπιτο του Ισαάκ Μεναχέμ, ένα ξύλινο κλουβί στην άκρη μιας χορταριασμένης αυλής που μόλις χωρούσε το γέρικο κορμό μια μουριάς, έφεγγε ένα αμυδρό φως.

Ο Ισαάκ Μεναχέμ γιός χαμάλη, όταν έχασε τον πατέρα του στα δέκα του χρόνια, ο άγραφος νόμος έλεγε πως θα μπορούσε να κληρονομήσει το πόστο του στο λιμάνι, μα η μάνα του ούτε να το ακούσει, θα συνεχίσεις το σχολείο, του ξέκοψε και αμέσως έπιασε να κάνει την πλύστρα στα πλουσιόσπιτα των εβραίων βιομηχάνων και τραπεζιτών.

Ο Ισαάκ επιστρέφοντας από το σχολείο την έβλεπε στο πόδι ως αργά το βράδυ ανάμεσα στα καζάνια και τις κάθε είδους σκάφες και κουβάδες, ν’ ανάβει το τζάκι για να βράσει το βρόχινο νερό, να ετοιμάζει τα λευκαντικά, το λουλάκι και το διάλυμα στάχτης και ποτάσας, να τρίβει τα καλούπια με το άσπρο σαπούνι και τα μυρωδικά, συνήθως δαφνόφυλλα και λεμονόφλουδες κι ύστερα να αραδιάζει τα ρούχα στη σκάφη, να τα ζεματίζει και να τα τρίβει με το πράσινο σαπούνι και την αλισίβα, να σαπουνίζει, να ξεπλένει και να στραγγίζει με όλη της τη δύναμη, ώσπου να ’ρθει η ευλογημένη ώρα να τα ρίξει στα πανέρια για άπλωμα.

Ο Ισαάκ την έβλεπε μεγαλόσωμη και δυνατή να επιβάλλεται με την κορμοστασιά της, αντρογυναίκα, με τα μανίκια σηκωμένα ως τους αγκώνες, την ποδιά μόνιμα βρεγμένη και τις γαλότσες να τσαλαβουτούν στα απόνερα, μουσκεμένη στον ιδρώτα μέσα στους υδρατμούς, στα κρύα και τις ζέστες, να σκουπίζει κάθε τόσο με την ανάστροφη της παλάμης το μέτωπό της, όσο για το βήχα της ήταν πια συνήθειο της δουλειάς. Από τότε ο Ισαάκ μίσησε όχι μόνο τους εβραίους βιομήχανους και τραπεζίτες, αλλά και τους κάθε λογής αφεντάδες σε όποια φυλή κι αν ανήκαν, στα δεκαεπτά του, όταν αρρώστησε η μάνα του από χτικιό, έπιασε δουλειά στο καπνομάγαζο του Φερνάντεζ και στα είκοσι τρία του ήταν ήδη από τα ιδρυτικά μέλη της Φεντερασιόν.

Ο Ισαάκ Μεναχέμ μαντάλωσε την αυλόπορτα και επιτάχυνε το βήμα του, είχε κοντά μια ώρα ποδαρόδρομο και έπρεπε να βιαστεί μη χάσει τη βάρδια του, ο επιστάτης του, ο Σεΐτ εφέντης, δεν αστειευόταν, τις προάλλες είχε στερήσει τα μεροκάματα δυο εβραίων, το καπνομάγαζο του Φερνάντεζ, από τις πρώτες πολυώροφες καπναποθήκες της πόλης, απασχολούσε πάνω από πεντακόσιους εργάτες άνδρες και γυναίκες όλων των εθνοτήτων, τα τελευταία χρόνια είχε ξεπεράσει και την Oriental Tobacco Trading του βαρόνου Χέρτζοκ στην Καβάλα, γεγονός που σηματοδοτούσε την άνοδο του οθωμανικού εξαγωγικού καπνεμπορίου,

ο Ισαάκ ήξερε καλά πως η άνοδος της παραγωγής οφειλόταν στα δικά τους χέρια, στην επεξεργασία και διαλογή των καπνών από τους πασταλτζήδες και τους ντεγκτσήδες, στις γυναίκες που δούλευαν στους φούρνους και στις ράφτρες που έραβαν τα διαλεγμένα δέματα για να αποθηκευτούν από τους στοιβαδόρους και να σταλούν στην Ανατολή, αλλά και την Αμερική και την Αγγλία, ο Μεναχέμ πέρασε στην ώρα του την πύλη του καπνομάγαζου, ο Στεφάν πίσω του κοντοστάθηκε και ρώτησε το γέρο με τη βρόμικη στολή αν έχουν ανάγκη από χέρια και πόσο πάει το μεροκάματο, του φύλακα του φάνηκε παράξενη η δεύτερη ερώτηση, τον περιεργάστηκε από τη κορφή ως τα νύχια και του απάντησε πως πρέπει να περιμένει το μεσιέ Σαντόζ, τον υπεύθυνο για το προσωπικό, ο Στεφάν του ζήτησε ακόμα να μάθει την ώρα που σχολούσε η βάρδια και φεύγοντας έφτυσε κατάχαμα χωρίς να τον ευχαριστήσει για την πληροφορία.

Ο μονότονος ήχος της σειρήνας ακούστηκε ως τις παρυφές της πόλης, μετά από δώδεκα ώρες δουλειάς οι καπνεργάτες έσερναν βαριά τα βήματα της επιστροφής, οι χριστιανοί θα παρακολουθούσαν την ακολουθία των δώδεκα ευαγγελίων και θα στόλιζαν τον Επιτάφιο και οι μουσουλμάνοι, τελευταία μέρα του ραμαζανιού, θα ξεκινούσαν τις ετοιμασίες για το Μπαϊράμι, ο Στεφάν χωμένος ανάμεσα στους εργάτες χαμογέλασε όταν άκουσε τον Ισαάκ να τους μιλά για κάποιο Σικάγο και για την ημέρα των εργατών, προσπέρασαν το εργοστάσιο του γκαζιού και τη Σαπωνοποιεία Βουδελίκα και ενώθηκαν με τους εργάτες που έβγαιναν από τον Αλευρόμυλο του Ιακώβ Λεβή και το οινοπνευματοπωλείο Μισραχή, άφησαν δεξιά τους κήπους του Μπες Τσινάρ και περνώντας μπροστά από το εγκαταλελειμμένο νηματουργείο μεταξιού έφτασαν στο καρφοβελονοποιείο του Σαλπιέλ, λίγο παρακάτω κάποιοι εβραίοι λοξοδρόμησαν για το Σταθμό, το ταβερνάκι του φτηνό και με καλούς μεζέδες, στο ύψος του στρατοπέδου του Τοπ Χανέ οι εργάτες σκόρπισαν, άλλοι προς το Μισίρ ταρσί, τη φημισμένη για τα μπαχάρια της αιγυπτιακή αγορά πίσω από τα τείχη και άλλοι προς το Φραγκομαχαλά.

Ο Ισαάκ Μεναχέμ ακολούθησε τους δεύτερους, φτάνοντας στη διασταύρωση του Hotel Σαλονίκ με το Μποσνάκ Χάνι, ο Στεφάν αναγνώρισε την ξανακτισμένη από τα θεμέλια Οθωμανική τράπεζα, δίπλα η γερμανική Λέσχη και πιο πάνω το ξενοδοχείο «Κολόμπο», ο Ισαάκ συνέχισε προς το γαλλικό νοσοκομείο και στην Καθολική εκκλησία έστριψε αριστερά, στο ύψος της τράπεζας Θεσσαλονίκης έκανε δεξιά στην οδό των Καθολικών και πριν βγει στη Σαμπρί Πασά, στο ύψος του «Hotel Ανατολικόν» και του αυστριακού ταχυδρομείου έκοψε πάλι αριστερά, μα για λίγο, πολύ πριν φτάσει στο Φαρδύ δρόμο πέρασε το κατώφλι ενός διώροφου που στην πρόσοψη του έγραφε με κόκκινα γράμματα «Asociación Ovradera de Salonico».

Ο Στεφάν τον ακολούθησε ανεβαίνοντας την πολυκαιρισμένη ξύλινη σκάλα ως το δεύτερο όροφο, στον πρώτο είχαν τα γραφεία τους τα ισνάφια των χαλκοποιών και των κηροπλαστών, ο Ισαάκ άνοιξε χωρίς να κτυπήσει την πόρτα που οδηγούσε σε μια λιτή μακρόστενη αίθουσα στολισμένη με κόκκινες σημαίες, οι εργάτες καθισμένοι σε ξύλινους πάγκους παρακολουθούσαν σιωπηλοί το λόγο ενός μικροκαμωμένου διοπτροφόρου τυπογράφου ντυμένου με τη φόρμα της δουλειάς, ονόματι Αβραάμ Μπεναρόγια».

Δεν υπάρχουν σχόλια: