(Με αφορμή την επέτειο των 45
χρόνων από την ίδρυση της ΚΝΕ - 15 Σεπτέμβρη 1968). Η γενιά μας όσων γεννηθήκαμε τη δεκαετία
του ΄60, είχε την τύχη ή την ατυχία να μη ζήσει στιγμές σαν αυτές που ακούσαμε
απ’ τους πατεράδες και –πολύ περισσότερο- τους παππούδες μας, ή διαβάσαμε στα
βιβλία.
Διανύσαμε την εφταετία της χούντας φορώντας κοντό παντελονάκι και ματώναμε τα γόνατά μας στις αλάνες της εργατογειτονιάς, ανέμελοι και γελαστοί, ακόμα κι όταν κάναμε βδομάδες ή και μήνες καμιά φορά να δούμε τον πατέρα μας. Όμως, όπως όταν ο άνθρωπος ζει δεν σκέφτεται τον αέρα που αναπνέει αφού αυτό το θεωρεί αυτονόητο να συμβαίνει, έτσι κι εμείς, συμμετέχοντας χωρίς να το συνειδητοποιούμε σε μια αόρατη νομοτελειακή διαδικασία, ρουφούσαμε σα σφουγγάρι όλα όσα συνέβαιναν γύρω μας, όσα ακούγαμε ή βλέπαμε στο σπίτι και έξω απ’ αυτό. Είτε αυτά ήταν το ανήσυχο βλέμμα της μάνας στο ρολόι όταν αργούσε τη νύχτα ο πατέρας, τα συνθήματα και ο παλμός της διαδήλωσης, η μυρωδιά του αναμμένου τσιγάρου και ο γλυκός ήχος από τις χαμηλόφωνες συζητήσεις των μεγάλων στο διπλανό δωμάτιο. Και περνούσαν αυτά –και άλλα- με τρόπο φυσικό μέσα μας και πότιζαν κάθε κύτταρο της ύπαρξής μας.
Διανύσαμε την εφταετία της χούντας φορώντας κοντό παντελονάκι και ματώναμε τα γόνατά μας στις αλάνες της εργατογειτονιάς, ανέμελοι και γελαστοί, ακόμα κι όταν κάναμε βδομάδες ή και μήνες καμιά φορά να δούμε τον πατέρα μας. Όμως, όπως όταν ο άνθρωπος ζει δεν σκέφτεται τον αέρα που αναπνέει αφού αυτό το θεωρεί αυτονόητο να συμβαίνει, έτσι κι εμείς, συμμετέχοντας χωρίς να το συνειδητοποιούμε σε μια αόρατη νομοτελειακή διαδικασία, ρουφούσαμε σα σφουγγάρι όλα όσα συνέβαιναν γύρω μας, όσα ακούγαμε ή βλέπαμε στο σπίτι και έξω απ’ αυτό. Είτε αυτά ήταν το ανήσυχο βλέμμα της μάνας στο ρολόι όταν αργούσε τη νύχτα ο πατέρας, τα συνθήματα και ο παλμός της διαδήλωσης, η μυρωδιά του αναμμένου τσιγάρου και ο γλυκός ήχος από τις χαμηλόφωνες συζητήσεις των μεγάλων στο διπλανό δωμάτιο. Και περνούσαν αυτά –και άλλα- με τρόπο φυσικό μέσα μας και πότιζαν κάθε κύτταρο της ύπαρξής μας.
Με
τον ίδιο φυσικό τρόπο, συνειδητοποιώντας σιγά σιγά την αιτία (όχι όμως –ακόμα-
καθαρά τον αντίπαλο και τα κίνητρά του), άρχισε να ξεπηδάει από μέσα μας η
αποδοκιμασία και η αντίδραση σε όσα μας εμπόδιζαν να τρέξουμε μπροστά: Η
έλλειψη κανονικού σχολείου (μάθημα σε νοικιασμένες αποθήκες, κάποτε ακόμα και
σε σκηνή), ο αυταρχισμός του γυμνασιάρχη, το «εθνοπατριωτικοθρησκευτικό»
κήρυγμα της κυρίας στην έδρα, οι «παρατηρήσεις» του αστυνόμου στο
πεζοδρόμιο ή στο λεωφορείο κ.ά., με δυο λόγια όλα τα «μη» και τα «πρέπει» που
λειτουργούν διαχρονικά σαν κυματοθραύστης που έχει σκοπό να τσακίσει τη νεανική
ορμή και αμφισβήτηση. Και μια αντίδραση σαν ηφαιστειακή λάβα, που κατακαίει ό,τι βρεθεί
στο διάβα της, ή καλύτερα, σαν ταύρος μαινόμενος, που χιμάει στον κίνδυνο
ασυλλόγιστα αναγνωρίζοντας το «κακό», έχοντας όμως την ψευδαίσθηση πως αρκεί η ρώμη
του για να το συντρίψει.
Έτσι,
η πρώτη προσπάθεια της Οργάνωσης να «τιθασεύσει» αυτή τη «ρώμη», που
αναλίσκονταν στην αντιπαράθεση χωρίς ξεκάθαρο στόχο, να τη σπρώξει στα κανάλια
της οργανωμένης ταξικής πάλης, να την εμπλουτίσει με γνώση και να της δώσει το νόημα και την αξία που
της έπρεπε, απέτυχε. Χρειάστηκε να περάσει ακόμα λίγος καιρός μέχρι να καταλάβω
πως δεν υπάρχει μεγαλύτερη ψευδαίσθηση
από το να πιστεύεις πως θα νικήσεις μόνος σου τους «ανεμόμυλους», με όπλα
την καλή πρόθεση, τον ρομαντισμό και την πίστη στη δύναμή σου. Και ήταν η ένταξή μου
στην ΚΝΕ που έδωσε στη ζωή μου το νόημα που της έλειπε.
Η
Οργάνωση ήταν το σχολείο που μ’ έφερε κοντά σε πολλούς άλλους σαν κι εμένα. Η Οργάνωση
ήταν αυτή που όταν αντίκριζα, όταν γνώριζα από πρώτο χέρι την κοινωνική αδικία, μ’ έσπρωξε ένα βήμα μπροστά και μου έδωσε τα
εργαλεία να αναλύσω τις αιτίες της. Η Οργάνωση με βοήθησε να καταλάβω πως στο καπιταλιστικό σύστημα η τάξη μου δεν
απολαμβάνει αυτά που δικαιούται γιατί κάποιοι της τα κλέβουν. Μου έδειξε τον
δρόμο της διεκδίκησης του δίκιου μου μέσα από την ταξική πάλη, αποφασιστικά και
οργανωμένα, με εφοδίασε με το πολύτιμο όπλο της κοσμοθεωρίας του
Μαρξισμού-Λενινισμού. Με τους συντρόφους μου στην Οργάνωση μοιράστηκα τις
ανησυχίες, τις αγωνίες, τα προβλήματα, τα όνειρά μου. Από την Οργάνωση διδάχτηκα
να διαβάζω, παροτρύνθηκα να λέω την άποψή μου ακόμα και όταν ήταν διαφορετική, να
κρίνω τους συντρόφους και, πρώτο και περισσότερο, τον εαυτό μου, να συνδιαμορφώνω τις αποφάσεις εκτός από το να
συμμετέχω στη λήψη και την εφαρμογή τους. Η Οργάνωση, πλάτυνε και μάκρυνε τους
δρόμους της συλλογικότητας, της αλληλεγγύης, της προσφοράς, της
συντροφικότητας, του σεβασμού, της αξιοπρέπειας, της αγάπης για τη ζωή και τον
άνθρωπο, για την Ιστορία και τους αγώνες του λαού μας, για τους Ήρωες, τους Αγωνιστές, τους Κομμουνιστές
και για το ΚΚΕ, που μου είχε ανοίξει ήδη η οικογένειά μου. Μόνο η Οργάνωση
μπόρεσε να δώσει στην ορμή και τον ενθουσιασμό της νιότης μου σκοπό, που έμεινε
ακόμα κι όταν η νιότη άρχισε να με εγκαταλείπει.
Δεν
ήταν όλα εύκολα, ούτε ρόδινα σε αυτή τη διαδρομή. Ακόμα και στο καλύτερο σχολείο αν ψάξει κανείς θα βρει
ψεγάδια, «κακούς» μαθητές ή και «κακούς» δασκάλους. Αυτό όμως δεν μειώνει τη
σπουδαιότητα και την αξία της μάθησης. Γιατί
αυτό που μένει τελικά, για πάντα, είναι ο σπόρος, που όταν βρει το κατάλληλο χώμα θα
φυτρώσει. Κι όταν βλαστήσει κι ανδρωθεί και θεριέψει, καμιά θύελλα, κανένας
αγέρας όσο δυνατά κι αν φυσήξει δεν θα μπορέσει να τον ξεριζώσει.
Δευτέρα
16 Σεπτέμβρη 2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου