Το
λεωφορείο σταματάει στην Αλεξάνδρας και από κει με τα πόδια. Κάνει ζέστη.
Ο κόσμος λίγος. Τα αυτοκίνητα λίγα. Ιπποκράτους, Ασκληπιού, Ακαδημίας,
Κάνιγγος, Στουρνάρη, Πατησίων, Πεδίον του Άρεως. Πεζοδρόμια γεμάτα ακαθαρσίες και
κάδοι σκουπιδιών που στάζουν αρρώστια. Βρωμάνε. Τα μαγαζιά είναι ανοιχτά. Τα μαγαζιά
είναι κλειστά. Αρχίζω να μετράω περπατώντας. Μπερδεύομαι. Δεν μπορώ να
υπολογίσω ποια είναι περισσότερα. Άλλα κτίρια, εγκαταλειμμένα, με σπασμένες
πόρτες και παράθυρα, ζωσμένα με σιδερένιες σκαλωσιές και πλαστικές λινάτσες. Βρωμάνε.
Οι δρόμοι καθαροί από «λαθρομετανάστες». Βρωμάνε. Και οι αφρικανές πόρνες εξαφανίστηκαν. Ένα «πρεζάκι» διαβαίνει τρεκλίζοντας. Σχεδόν πέφτει πάνω μου. Ατύχησε, δεν καπνίζω. Έξω απ’ το Πολυτεχνείο άλλοι δυο, κρεμασμένοι στα κάγκελα. Και τρεις ή τέσσερις τουρίστες. Από μέσα, τα συντρίμια μιας σιδερένιας πόρτας κι ένα μάρμαρο με τα ονόματα κάποιων παιδιών που σκοτώθηκαν για μεγάλα ιδανικά. Και μαραμένα λουλούδια. Ένας γέρος με μακριά γενειάδα κάθεται στη βρώμικη είσοδο μιας πολυκατοικίας. Κρατάει στο απλωμένο χέρι του ένα πλαστικό κύπελλο. Άγνωστο από πότε έχει να πλυθεί. Κάμποσα περιστέρια, αδέσποτα, ταλαίπωρα σαν τους ανθρώπους, οργώνουν τα πεζοδρόμια για τον επιούσιο.
Μα, πού πήγαν οι άνθρωποι; Πού κρύφτηκαν; Ποια «επιχείρηση» ευθύνεται γι’ αυτήν την ερημιά; Έχει όνομα. Φτάνω πίσω στην Αλεξάνδρας. Το λεωφορείο βάζει μπρος. Η ίδια μπόχα ξεραμένου κάτουρου και σάπιων σκουπιδιών με ακολουθεί σε κάθε βήμα. Τρέχω να προλάβω. Τρέχω να της ξεφύγω. Ο ιδρώτας με λούζει. Αιχμαλωτίζει τη μπόχα στα ρουθούνια μου. Πίσω από τη θέση του οδηγού γράφει AIR CONTITIONED. Από το τζάμι κοιτάζω τους λιγοστούς διαβάτες. Ταλαίπωροι, αδέσποτοι, σαν περιστέρια οργώνουν τα πεζοδρόμια για τον επιούσιο. Ο ήλιος τ' απόκαψε όλα τριγύρω. Αποσύνθεση. Μια πόλη που σώθηκε απ’ τους εχθρούς της και πέθανε. Με ανθρώπους «λίγους». Χωρίς παιδιά με μεγάλα ιδανικά. Δεν της ανήκω. Δεν θα πεθάνω μαζί της.
Οι δρόμοι καθαροί από «λαθρομετανάστες». Βρωμάνε. Και οι αφρικανές πόρνες εξαφανίστηκαν. Ένα «πρεζάκι» διαβαίνει τρεκλίζοντας. Σχεδόν πέφτει πάνω μου. Ατύχησε, δεν καπνίζω. Έξω απ’ το Πολυτεχνείο άλλοι δυο, κρεμασμένοι στα κάγκελα. Και τρεις ή τέσσερις τουρίστες. Από μέσα, τα συντρίμια μιας σιδερένιας πόρτας κι ένα μάρμαρο με τα ονόματα κάποιων παιδιών που σκοτώθηκαν για μεγάλα ιδανικά. Και μαραμένα λουλούδια. Ένας γέρος με μακριά γενειάδα κάθεται στη βρώμικη είσοδο μιας πολυκατοικίας. Κρατάει στο απλωμένο χέρι του ένα πλαστικό κύπελλο. Άγνωστο από πότε έχει να πλυθεί. Κάμποσα περιστέρια, αδέσποτα, ταλαίπωρα σαν τους ανθρώπους, οργώνουν τα πεζοδρόμια για τον επιούσιο.
Μα, πού πήγαν οι άνθρωποι; Πού κρύφτηκαν; Ποια «επιχείρηση» ευθύνεται γι’ αυτήν την ερημιά; Έχει όνομα. Φτάνω πίσω στην Αλεξάνδρας. Το λεωφορείο βάζει μπρος. Η ίδια μπόχα ξεραμένου κάτουρου και σάπιων σκουπιδιών με ακολουθεί σε κάθε βήμα. Τρέχω να προλάβω. Τρέχω να της ξεφύγω. Ο ιδρώτας με λούζει. Αιχμαλωτίζει τη μπόχα στα ρουθούνια μου. Πίσω από τη θέση του οδηγού γράφει AIR CONTITIONED. Από το τζάμι κοιτάζω τους λιγοστούς διαβάτες. Ταλαίπωροι, αδέσποτοι, σαν περιστέρια οργώνουν τα πεζοδρόμια για τον επιούσιο. Ο ήλιος τ' απόκαψε όλα τριγύρω. Αποσύνθεση. Μια πόλη που σώθηκε απ’ τους εχθρούς της και πέθανε. Με ανθρώπους «λίγους». Χωρίς παιδιά με μεγάλα ιδανικά. Δεν της ανήκω. Δεν θα πεθάνω μαζί της.
Σάββατο
27 Ιούλη 2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου