«Μες στην υπόγεια (;)
την ταβέρνα»… Από δεξιά: Τσίρκας, Βάρναλης και Παπαϊωάννου. |
Θα προσφέρω τη συμβολή μου σ' αυτό το αφιέρωμα, ξεκινώντας από την εικόνα του ανθρώπου Βάρναλη, εικόνα, που διατηρώ ζωηρή στη μνήμη μου. Τον Βάρναλη
τον είδα, σαν να έρχονταν κατ' ευθείαν από μια αρχαία παρέα συναδέλφων
του. Από τη νοητή παρέα, που την αποτελούσαν ο Ανακρέων, ο Αρχίλοχος, η
Σαπφώ, ο Στησίχορος και οι λοιποί λυρικοί.
Αυτοί ζούσαν τη ζωή, τη χαίρονταν και την τραγουδούσαν. Ετσι και ο Βάρναλης. Τη χαιρόταν σ' όλες της τις εκφράσεις. Απολάμβανε το καλό φαγητό και το πιοτό. Τις κυριακάτικες εξορμήσεις μας, έξω από το κέντρο της πόλης, τις κατηύθυνε ο ίδιος, πότε προς το Χαλάνδρι, για γουρουνόπουλο ψητό, νοστιμότατο, πότε προς το Τουρκολίμανο ή προς την Πάχη των Μεγάρων, για καλό, φρέσκο ψάρι.
Την ευωχία την ήθελε συνδυασμένη μ' ευχάριστη συζήτηση. Ευχάριστη, όχι σοβαρή, σοβαροφανή ή βαρυσήμαντη. Συζήτηση ευτράπελη, με χωρατά και αστεία, ακόμα και σκαμπρόζικα. Αγαπούσε τα αστεία και τα τιμούσε με ένα εκρηκτικό θορυβώδες γέλιο.
Αυτό το γέλιο έδειχνε τη στάση του απέναντι στη ζωή. Στάση γεμάτη υγεία, ψυχική και πνευματική, που την είδα έντονα αποτυπωμένη σε μια φωτογραφία, που μας έδειξε μια μέρα. Ηταν φωτογραφία παλιά, παρμένη επί της δικτατορίας του Μεταξά.
Τότε ο Μανιαδάκης, ο υπουργός Ασφαλείας του δικτάτορα, διέταξε τη σύλληψη και την εκτόπιση του Βάρναλη και του Γληνού. Συνελήφθησαν και οι δύο και οδηγήθηκαν, δεμένοι, χέρι με χέρι, στο πλοίο, που θα τους πήγαινε στο νησί της εκτόπισης. Πάνω στο πλοίο τους φωτογράφησε ένας φωτορεπόρτερ. Και τι έδειχνε η φωτογραφία; Τον Γληνό κατηφή, σε μια στάση στενοχώριας και θλίψης, και τον Βάρναλη, δίπλα του, σκασμένο στα γέλια! Ηταν τόσο γελαστική η μορφή του, τόσο ξεκαρδιστική, ώστε νόμιζες, ότι από τη φωτογραφία αναδυόταν και ο ήχος του γέλιου του, ενός γέλιου ομηρικού.
Θ' ασχοληθώ κυρίως μ' αυτή την πλευρά του χαρακτήρα του, γιατί και ο ίδιος, αν είχε προβλέψει την έκδοση αυτού του αφιερώματος, θα μου έδινε αυτήν την εντολή:
- Εσύ, κουκουβάγια, θα γράψεις τα φαιδρά, τα ευχάριστα, τα ωραία.
Με έλεγε και με ξανάλεγε κουκουβάγια, ώσπου τον ρώτησαν:
- Γιατί τον λες κουκουβάγια;
- Δε βλέπετε, τους είπε, ότι διατηρεί μια παιδικότητα, σαν να φοράει ακόμα το πηλήκιο του Γυμνασίου με την κουκουβάγια;
Τότε φορούσαμε στο Γυμνάσιο ένα πηλήκιο, που είχε μπροστά μια ανάγλυφη κουκουβάγια, το πουλί της σοφίας.
Στο σημείο αυτό θα ξεφύγω από τη γραμμή, που θα ήθελε ν' ακολουθήσω, για ν' αναφέρω ένα σοβαρό επεισόδιο της ζωής του. Επεισόδιο σοβαρό και υπέροχο, σχετικό με την ανάμειξή του στα κοινά. Στους μεγάλους και σκληρούς αγώνες της εποχής του. Το επεισόδιο, μας το διηγήθηκε ο ίδιος.
Αρκετά χρόνια προ του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου καταδικάστηκαν δύο Ελληνες φαντάροι σε βαριές ποινές, για λόγους πολιτικούς. Είχαν εκδηλώσει τα αριστερά φρονήματά τους, δε θυμάμαι με ποιο τρόπο, πράγμα, που απαγορευόταν αυστηρότατα στο στρατό και γι' αυτό τους είχαν επιβληθεί οι βαριές ποινές. Η καταδίκη εξήγειρε τις συνειδήσεις μερικών πνευματικών ανθρώπων εκείνης της εποχής, οι οποίοι συνέταξαν μια διαμαρτυρία προς την κυβέρνηση.
Ο Βάρναλης επήγε με το έγγραφο της διαμαρτυρίας και στον Κωστή Παλαμά, για να το υπογράψει κι αυτός. Ο Παλαμάς αρνήθηκε. Και μάλιστα έδειξε ενοχλημένος, που θέλησαν να τον εμπλέξουν σ' αυτή την υπόθεση. Ο Βάρναλης αφού δεν τον έπεισε, να υπογράψει, σηκώθηκε να φύγει, στάθηκε όρθιος και του είπε: (θυμάμαι σχεδόν ατόφια τα λόγια του, όπως μας τα είπε ο ίδιος).
- Σου θυμίζω τον Ζολά. Εδημιούργησε μεγάλο λογοτεχνικό έργο, αλλά και κάτι άλλο, εξ ίσου μεγάλο, αν όχι μεγαλύτερο. Αγωνίστηκε σκληρά, με κόπους, μόχθους και θυσίες, για να ανατρέψει την τραγική αδικία, που έγινε σ' έναν άνθρωπο. Στον Ντρέιφους. Και το πέτυχε. Κι όταν πέθανε, ο Ανατόλ Φραντς, στον επικήδειο, που του εξεφώνησε, είπε, δείχνοντας τη σωρό του: "Εδώ κείται η Συνείδηση της Ανθρωπότητας"!..
"Αυτά του είπα, μας διηγήθηκε, ο Βάρναλης", κι έφυγα. "Την άλλη μέρα με ειδοποίησε, να του στείλω το έγγραφο της διαμαρτυρίας. Του το έστειλα και το υπέγραψε".
Επανέρχομαι στις αναμνήσεις μου από τα φαιδρά της ζωής του, τα ευχάριστα και τα ωραία. Μια μέρα μας ειδοποίησε, να πάμε στο σπίτι του, να μας δείξει κάτι. Ο τόνος της φωνής του έδειχνε, ότι θα μας έδειχνε κάτι το διασκεδαστικό. Πήγαμε. Και τι μας έδειξε;
Εκείνες τις μέρες είχε κυκλοφορήσει ένα βιβλίο του, που περιείχε επιλογή από τα ποιήματά του. Ενας βουλευτής, ονόματι Κουλουμβάκης, έξαλλος εθνικόφρων, που συνήθιζε να συνοδεύει τις αγορεύσεις του με φτυσίματα προς όλα τα σημεία του Κοινοβουλίου, επήρε ένα αντίτυπο και το έστειλε στον τότε υπουργό της Παιδείας με μια γραπτή υπόδειξη. Ο υπουργός ήταν φίλος του Βάρναλη και του έστειλε το βιβλίο με την υπόδειξη του Κουλουμβάκη, γραμμένη στο εξώφυλλο. Ο Βάρναλης μας τη διάβασε.
"Κύριε υπουργέ, σας αποστέλλω αυτό το βιβλίο, για να δείτε, τι γράφει αυτό το βουλγαρικόν κτήνος. Και είναι και κωφόν"!
Ξεσπάσαμε σε μια χορωδία γέλιου, με προεξάρχοντα τον ίδιο τον Βάρναλη...Κάποτε μάθαμε, ότι μπήκε στην Ακαδημία ένας μέτριος λόγιος. Δε θέλω, ν' αναφέρω τ' όνομά του. Μπήκε αυτός στην Ακαδημία, που δεν είχαν μπει, ούτε ο Σικελιανός, ούτε ο Καζαντζάκης, ούτε φυσικά ο Βάρναλης. Του το είπαμε του Βάρναλη.
- Τα 'μαθες, μπαρμπα - Κώστα, τα σπουδαία;
- Τι; ρώτησε κι έφερε το χέρι πίσω από το αυτί, όπως το συνήθιζε.
- Τον τάδε τον έκαναν ακαδημαϊκό.
- Τι; ξαναρώτησε, μη έχοντας εμπιστοσύνη στην ακοή του.
Του το ξαναείπαμε.
- Τον τάδε τον έκαναν ακαδημαϊκό.
Α! αναφώνησε και κούνησε το κεφάλι.
Και πρόσθεσε:
- Καλά του κάνανε!
Με όσα ανέφερα, θέλησα να δείξω, ότι το κύριο στοιχείο της ιδιοσυγκρασίας του Βάρναλη
ήταν η ευφροσύνη. Πιο σωστή είναι η λέξη χαρμοσύνη, που τη θεωρώ
ιδιότητα κατ' εξοχήν ελληνική. Πιστεύω, δηλαδή, ότι η φυλή μας έχει
πάντα τα νιάτα των είκοσι χρόνων.
Αυτήν την αίσθηση της αγέραστης νιότης την είχε έντονη ο Βάρναλης, γιατί όταν πήρε, σε προχωρημένη ηλικία, ένα βραβείο, που συνοδευόταν από σεβαστό χρηματικό ποσό, και του είπαμε:
- Ε, τώρα μην τσιγκουνεύεσαι. Ξόδευε...
- Α, όχι, όχι! μας απάντησε. Αυτά τα λεφτά είναι για τα γεράματα!
Τα γεράματα τα έβλεπε μακριά...
Την τελευταία φορά, που τον είδα, ήταν στο ναίδιο, που είναι δίπλα στη Μητρόπολη και όπου είχε εκτεθεί το σκήνωμά του σε λαϊκό προσκύνημα. Μπήκα στο εκκλησάκι μαζί με τον αείμνηστο Τάσο Βουρνά. Σταθήκαμε και τον κοιτάξαμε. "Πόσο γαλήνιος είναι!, μου είπε ο Τάσος. Γαλήνιος και απροσπέλαστος".
Πέθανε λίγους μήνες μετά την ανατροπή της χούντας των συνταγματαρχών και τον συνόδεψε στην τελευταία κατοικία ένα μέγα πλήθος. Και η κηδεία του είχε τον τόνο του πνεύματος της ελληνικής κλασικής αρχαιότητας. Μου θύμισε τον "Φαίδωνα" του Πλάτωνα, όπου στην αφήγηση του θανάτου του Σωκράτη, μόλις και μετά βίας φαίνεται μια μικρή σκιά θλίψης. Οχι θλίψη, αλλά ο θαυμασμός και η αγάπη ενός θαυμάσιου λαού συνόδευε τον θαυμάσιο αυτόν άνθρωπο στη μακαρία οδό προς την αιωνιότητα.
Ασημάκης Γιαλαμάς
Σαν σήμερα, στις 16 Δεκέμβρη του 1974 έφυγε από τη ζωή ο Κώστας Βάρναλης. Εκπαιδευτικός, ποιητής, κριτικός, δημοσιογράφος, ο κομμουνιστής Κ. Βάρναλης στρατεύτηκε με την πένα του και τη δράση του στην υπόθεση της εργατικής τάξης, αγαπήθηκε, τιμήθηκε και τραγουδήθηκε από το λαό. Το κείμενο του Ασημ. Γιαλαμά περιλαμβάνεται σε αφιέρωμα του Ριζοσπάστη (13 Δεκέμβρη 1998) στον Κ. Βάρναλη.
1 σχόλιο:
Υπάρχει μία ωραία ιστορία ενδεικτική του χαρακτήρα και της ευφυίας του Βάρναλη: Κάποτε, σε μεγάλη ηλικία, στεκόταν σε μία διασταύρωση και περίμενε το πράσινο φανάρι για να περάσει απέναντι. Ήλθε δίπλα του μίας μεγάλης ηλικίας γυναίκα, φανερά ανήμπορη, την οποία ο Βάρναλης γνώριζε αλλά εκείνη δεν έδειξε να τον γνώρισε. Όταν άναψε το πράσινο επειδή εκείνη δυσκολευόταν την έπιασε αγκαζέ για να τη βοηθήσει να περάσει αλλά πάνω στην ώρα φάνηκε ένα λεωφορείο που ερχόταν με ταχύτητα προς το μέρος τους, και ο τότε Βάρναλης της είπε να "κάνει γρήγορα" για να προλάβουν να περάσουν. Μόλις πέρασαν απέναντι της είπε "Γεωργία τώρα τα "ανοίγεις" τα πόδια σου, όταν ήσουν νέα και σου ζητούσα να τα ανοίξεις εσύ έκανες τη δύσκολη"!!! Αχτύπητος!!!
Δημοσίευση σχολίου