Πέμπτη 11 Δεκεμβρίου 2014

Αντιασφαλιστικοί νόμοι: Από τον Σιούφα στον Γιαννίτση και από εκεί στον Ρέππα

Μια αναδρομή στις βασικές ανατροπές από το 1990, που είχαν όλες την ίδια στρατηγική στόχευση για λογαριασμό του κεφαλαίου
Πρωτοσέλιδο του «Ριζοσπάστη», την περίοδο των εργατικών κινητοποιήσεων ενάντια στο σχέδιο Γιαννίτση, τον Απρίλη του 2001
Το 2001 η κυβέρνηση Σημίτη, με υπουργό Εργασίας τον Τάσο Γιαννίτση (διετέλεσε πρόεδρος του Ομίλου Ελληνικών Πετρελαίων - ΕΛΠΕ την περίοδο 2009 - 2011), επιχείρησε για λογαριασμό της εργοδοσίας να προωθήσει την επόμενη μεγάλη, μετά το 1992, αντιασφαλιστική μεταρρύθμιση.
Οπως κάθε φορά, έτσι και τώρα, οι στόχοι παρέμεναν ίδιοι: Παραπέρα μείωση του λεγόμενου «μη μισθολογικού κόστους» και να βάλουν, ξανά, οι κεφαλαιοκράτες στο χέρι τα όποια αποθεματικά των Ταμείων. Οπως έκαναν επί περίπου πέντε δεκαετίες, ροκανίζοντας με διάφορους τρόπους σχεδόν 60 δισ. ευρώ, εισφορές των ασφαλισμένων, εργαζομένων και συνταξιούχων.
Συνοπτικά το σχέδιο που παρουσίασε η κυβέρνηση το 2001, είχε τους εξής άξονες:
  • Αλλαγή του τρόπου υπολογισμού της σύνταξης και του ποσοστού αναπλήρωσης και για τους ασφαλισμένους πριν από το 1993, που οδηγούσε στη μείωση των συντάξεων (αντί των αποδοχών της τελευταίας πενταετίας ή του τελευταίου μήνα, θα λαμβάνονταν ως βάση υπολογισμού οι αποδοχές των 10 καλύτερων ετών της τελευταίας 15ετίας).
  • Για τα επικουρικά ταμεία, ο σχεδιασμός ήταν ή να συγχωνευτούν με τα κύρια ή να οδηγηθούν στα χέρια της ιδιωτικής ασφάλισης.
  • Συνταξιοδότηση στα 65 για άνδρες και γυναίκες, για κύρια και επικουρική ασφάλιση. Μέτρο που οδηγούσε στην αύξηση του εργάσιμου βίου, τουλάχιστον κατά πέντε χρόνια για εκατοντάδες χιλιάδες γυναίκες.
  • Συνταξιοδότηση με πλήρη σύνταξη μόνο με 40 χρόνια ή 12.000 ένσημα, από 10.500 ένσημα.
  • Επανεξέταση των Βαρέων και Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων, με στόχο τον αποχαρακτηρισμό τους, με πολλαπλές αρνητικές συνέπειες για τους εργαζόμενους στα επαγγέλματα αυτά.
  • Μείωση της κατώτατης σύνταξης, μέσα από την εισαγωγή εισοδηματικών κριτηρίων για τη συμπλήρωσή της.
  • Ισοπέδωση προς τα κάτω των Ταμείων με την ενοποίησή τους.

Ο ένας κόβει, ο άλλος ράβει
Από τη συγκέντρωση του ΠΑΜΕ στην Αθήνα, την περασμένη Κυριακή

Μια πρώτη παρατήρηση είναι ότι οι βασικές πτυχές όλων των αντιασφαλιστικών μεταρρυθμίσεων, αυτών που εκδηλώθηκαν πριν το σχέδιο Γιαννίτση και όσων ακολούθησαν, είναι πανομοιότυπες. Αποκαλυπτικοί γι' αυτό είναι ο νόμος Σιούφα και οι άλλοι νόμοι που ψήφισε η ΝΔ την περίοδο 1990 - 1993. Με αυτούς, η τότε κυβέρνηση:
  • Αποσύνδεσε το κατώτερο όριο συντάξεων του ΙΚΑ από τα 20 ημερομίσθια του ανειδίκευτου εργάτη.
  • Αύξησε το χρόνο για την κατοχύρωση ασφαλιστικού δικαιώματος από τις 4.050 μέρες ασφάλισης στις 4.500.
  • Διαχώρισε τους ασφαλισμένους και επέβαλε ειδικό αντεργατικό καθεστώς στους ασφαλισμένους από 1/1/93, αυξάνοντας το όριο ηλικίας στα 65 χρόνια για άνδρες και γυναίκες.
  • Αύξησε τα όρια ηλικίας για τους εργαζόμενους στο Δημόσιο και τις πρώην ΔΕΚΟ - αύξησε τις εισφορές των εργαζομένων.
  • Επέβαλε τη συμμετοχή όλων των ασφαλισμένων στο 25% της τιμής των φαρμάκων.
  • Κατάργησε τον υπολογισμό στο συντάξιμο μισθό, των δώρων εορτών για τις συντάξεις του ΙΚΑ.
Η αντιασφαλιστική «μεταρρύθμιση» της κυβέρνησης Σημίτη δεν πέρασε τελικά, κάτω από το βάρος μαζικών εργατικών - λαϊκών αντιδράσεων. Στην οργάνωση του αγώνα, καταλυτικό ρόλο έπαιξαν το ΠΑΜΕ και οι κομμουνιστές που δρουν μέσα από τα συνδικάτα.
Ωστόσο, η καθυστέρηση στην εφαρμογή των μέτρων που προέβλεπε το σχέδιο Γιαννίτση, δεν σήμανε και την αποτροπή της. Πολλά από αυτά τα μέτρα, πέρασαν τμηματικά τα χρόνια που ακολούθησαν, από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Επαληθεύεται έτσι ότι ήταν μέτρα στρατηγικής σημασίας για το κεφάλαιο και γι' αυτό βρίσκονταν στον πυρήνα του προγράμματος όλων των κομμάτων της διαχείρισης.
Για παράδειγμα, το 2002 ήρθε ο νόμος Ρέππα, ο οποίος, ανάμεσα σε άλλα, προέβλεπε:
  • Μείωση της σύνταξης στο Δημόσιο και στα ειδικά Ταμεία - πρώην ΔΕΚΟ - έτσι ώστε αντί του υπολογισμού της σύνταξης στο 80% του τελευταίου μισθού, να ισχύει το 70% του μέσου όρου των μισθών της τελευταίας 5ετίας.
  • Αύξηση του ορίου ηλικίας στα 67 χρόνια, (σε προαιρετική βάση), με τον εκβιασμό των χαμηλών συντάξεων και της αδυναμίας συγκέντρωσης του απαιτούμενου χρόνου κατοχύρωσης ασφαλιστικού δικαιώματος.
  • Ενταξη των Ταμείων των τραπεζοϋπαλλήλων και των πρώην ΔΕΚΟ στο ΙΚΑ, με παράλληλη κατάργηση δικαιωμάτων.
  • Αποχαρακτηρισμό Βαρέων - Ανθυγιεινών Επαγγελμάτων.
Επίσης, τα 40 χρόνια εργάσιμου βίου ως προϋπόθεση για την πλήρη σύνταξη, έγιναν τελικά νόμος το 2010, υπό το πρόσχημα της «κρίσης». Ανεξάρτητα, λοιπόν, από τον τρόπο, όλες οι νομοθετικές παρεμβάσεις για την Κοινωνική Ασφάλιση κατατείνουν στην αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, στη μείωση των συντάξεων, στην παραπέρα επέκταση της ιδιωτικής ασφάλισης κ.ά.
Σήμερα, με το ίδιο πρόσχημα της «βιωσιμότητας» των Ταμείων και των δημοσιονομικών, βρίσκονται σε εξέλιξη σχεδιασμοί που υπηρετούν τόσο τη μετατροπή των επικουρικών ταμείων σε επαγγελματικά, όσο και την ένταξη επικουρικών στον κλάδο της κύριας σύνταξης στο ΙΚΑ και κυρίως την εκ νέου αύξηση των ενσήμων στα 6.000 από τα 4.500 για το δικαίωμα στη σύνταξη. Επίσης, σήμερα όπως και τότε, βασικό ζητούμενο είναι να ρίξουν την Κοινωνική Ασφάλιση στα νύχια των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών.

Διαψεύδονται με πάταγο

Τα παραπάνω διαψεύδουν τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς ότι η αντιασφαλιστική επίθεση το 2010 και αυτή που τώρα ετοιμάζουν, αποτελούν συνέπειες της κρίσης και ότι τα μέτρα παίρνονται για την αντιμετώπισή της. Ασφαλώς, η παραπέρα μείωση των συντάξεων θα συμβάλει στην εξοικονόμηση περισσότερου κρατικού χρήματος για την εργοδοσία, όμως ο στόχος αυτός δεν ήταν διαφορετικός στα χρόνια της καπιταλιστικής ανάπτυξης. Τα σχέδια και οι στόχοι τους είναι προδιαγεγραμμένοι στις κατευθύνσεις της ΕΕ για την Κοινωνική Ασφάλιση και βρίσκονται σε φάση υλοποίησης σε όλα τα κράτη - μέλη πολύ πριν την καπιταλιστική κρίση.
Κατά τον ίδιο τρόπο, διαψεύδεται ο ισχυρισμός του ΣΥΡΙΖΑ ότι οι αντιασφαλιστικές αλλαγές προήλθαν από τα μνημόνια. Ομως, οι ίδιοι στόχοι και τα ίδια μέτρα μπαίνουν στο τραπέζι τόσο σε περιόδους καπιταλιστικής ανάπτυξης, όσο και σε περιόδους καπιταλιστικής κρίσης. Και στις δύο περιπτώσεις το ζητούμενο για τους κεφαλαιοκράτες είναι το ίδιο. Το μόνο που διαφέρει είναι η ένταση με την οποία προωθούνται τα μέτρα, παίρνοντας υπόψη τη στάθμη του κινήματος, τα περιθώρια ελιγμών κ.ά.

Στάζει μέλι το στόμα του...

«Η σημαντική μεταρρύθμιση του 1992, νόμος Σιούφα, αλλά και της μικρότερης κλίμακας - αλλά εξίσου σημαντικές - παρεμβάσεις, νόμοι Ρέππα και Πετραλιά, στήριξαν και έδωσαν προοπτική που - παρά τις λυσσαλέες αντιδράσεις - ψηφίστηκαν και έδωσαν "οξυγόνο" στο σύστημα...». Τάδε έφη ο υπουργός Εργασίας στη Βουλή, στη συζήτηση που έγινε την περασμένη βδομάδα για τον προϋπολογισμό. Κάθε επόμενη «μεταρρύθμιση» προσθέτει κάτι χειρότερο στην προηγούμενη και όλες μαζί βαραίνουν τις πλάτες ασφαλισμένων και συνταξιούχων.

Ριζοσπάστης

Δεν υπάρχουν σχόλια: