Ετσι
τον φωνάζαμε όλοι στη γειτονιά, Μπέμπη. Οχι γιατί ήτανε πιο μικρός από
μας στην ηλικία ή στο σώμα. Αντίθετα, μάλιστα, μας περνούσε τρία ως
πέντε χρόνια και πάνω από δυο κεφάλια στο μπόι. Κι όπως μας δήλωσε, με
κομπασμό, ένα βραδάκι που καθόμασταν στη σκάλα της κυρίας Ζωής, και
κάναμε το συνηθισμένο μάθημα της αστρονομίας, ξυριζόταν κιόλας, γιατί,
έλεγε, αυτό όμως δεν το πιστεύαμε, τα γένια του ενοχλούσαν τη Στελίτσα
που την είχε γκόμενα. Και πότε πότε, όταν, μάλιστα, την τσάκωνε δίπλα
στην κρασαποθήκη του Κύπρου, της τραβούσε κανένα γρήγορο, σκαστό φιλί,
και κείνη τσίριζε με τη γαργαλιστική τη φωνή της.
- Θα το μαρτυρήσω στον αδερφό μου, και τότε θα δεις!
Και
πάνω σ' αυτή την ομολογία, μας παρακαλούσε με νόημα να μην πούμε τίποτε
και το μυριστεί ο μεγάλος της αδερφός, ο επονομαζόμενος Τσαγανιάς και
τότε θα την είχε δύσκολα. Και οι κομπασμοί του Μπέμπη δε σταματούσαν
εδώ. Ενα άλλο βραδάκι, και πάλι στη σκάλα της κυρίας Ζωής, μας
ομολόγησε, με τον ίδιο πάντα κομπασμό ότι κάπνιζε. Οχι, βέβαια, ολόκληρα
τσιγάρα, γιατί πού να βρεθούν χρήματα για τέτοιες αγορές, αλλά μόνο
γόπες, που τις μάζευε από δω κι από κει και τις φύλαγε σε ένα
τενεκεδένιο κουτί από πούρα που το είχε μαζέψει από το μεγάλο λάκκο της
γειτονιάς μας. Μ' αυτά και μ' αυτά, ο Μπέμπης μας είχε δέσει για τα
καλά. Τον είχαμε αποδεχτεί ασυζητητί για αρχηγό και τρέχαμε πίσω του.
Οταν, μάλιστα, άρχιζε το μάθημα της αστρονομίας, τσιμουδιά. Κρεμόμασταν
όλοι από το στόμα του. Και κείνο που μας γοήτευε πιο πολύ, δεν ήταν οι
αριθμοί και τα διάφορα επιστημονικά δεδομένα που μας αράδιαζε, εξάλλου
κανείς από μας δεν μπορούσε να βεβαιώσει πως αυτά που μας έλεγε ο
Μπέμπης είχανε καμιά σχέση με την πραγματικότητα.
Ξέραμε, βέβαια, πως
όλ' αυτά δεν τα 'βγαζε από το μυαλό του. Το είχαμε πληροφορηθεί όλοι πως
ένας θείος του, απόστρατος ταγματάρχης από το κίνημα του '35, του είχε
χαρίσει μερικούς τόμους της εγκυκλοπαίδειας του «Ηλιου», και σ' αυτούς
στήριζε την ενημέρωσή του. Δε δίναμε σημασία όμως σ' όλ' αυτά. Εκείνο
που μας τραβούσε και δεν ξεκολλούσαμε από το στόμα του Μπέμπη, ήταν τα
διάφορα παραμύθια που συνδύαζε ο μεγάλος μας αρχηγός με τις άλλες
μισοεπιστημονικές του πληροφορίες. Επρεπε να περάσουν πολλά χρόνια, να
πέσει στα χέρια μου ένα εκλαϊκευμένο βιβλίο για την αστρονομία και κει
να δω πως πολλά από τα αστρονομικά παραμύθια του Μπέμπη είχανε μεγάλη
δόση αλήθειας. Μας εξηγούσε, π.χ., γιατί λέγανε τη Μεγάλη Αρκτο έτσι,
και τι ήτανε ο Ορίων πριν να γίνει αστερισμός, και πώς οι αρχαίοι
λατρεύανε την Πούλια, και γιατί οι Ινδοί πίστευαν πως όσοι έβλεπαν με
γυμνό μάτι τον Αλκόρ, το μικρό αστεράκι που βρίσκεται δίπλα στο μεσαίο
άστρο της ουράς της Μικρής Αρκτου, δεν πρέπει να είχαν και ούτε θα είχαν
πρόβλημα όρασης.
Ητανε και κάτι άλλο, όμως, που μας κρατούσε
δεμένους με τον Μπέμπη. Ούτε η σωματική του υπεροχή, γιατί, εξάλλου, και
μεις τα είχαμε τότε τα «ποντίκια» μας και τα προκλητικά μας χνούδια,
που όλο και ξεπρόβαλλαν εδώ και κει στα μάγουλά μας και κάτω από τη μύτη
μας. Και όσο να πεις, κάτι περίεργο κυκλοφορούσε στο μαλακό μας
υπογάστριο, ζητώντας την ευκαιρία να κατηφορίσει προς τη ζωή που
θορυβούσε γύρω μας πότε με τα πουλιά και πότε με τα γυμνά μπράτσα της
Χρυσαυγής, που κάθε μεσημέρι κρατώντας το αλουμινένιο κατσαρολάκι της
κατέβαινε τρέχοντας για τα μπλόκια, όπου δούλευε ο αδερφός της, ο
Θανασάκης, τραγουδώντας παράφωνα το «Μπελ αμί». Δεν ήτανε, λοιπόν, τα
μούσκουλα του Μπέμπη που μας έκαναν πιστούς και φανατισμένους οπαδούς
του, ούτε τα αστρονομικά του παραμύθια. Τα τραγούδια του ήτανε. Ναι, τα
τραγούδια που μας μάθαινε τα καλοκαιρινά απογέματα. Ενα μάθημα, σκέτη
ιερή τελετή για μας, που την περιμέναμε με μεγάλη αγωνία για δυο λόγους.
Ο ένας ήτανε γιατί κάθε φορά στο «μάθημα» ο Μπέμπης μας έφερνε και ένα
καινούριο τραγούδι. Και ο άλλος γιατί είχαμε καταλάβει πως όλη εκείνη η
ιστορία είχε κάτι από το παραμύθι του «κρυφού σχολειού». Είχαμε
καταλάβει, δηλαδή, πως ο Μπέμπης δεν είχε μιλήσει σε κανένα για κείνα τα
μαθήματα, και επιπλέον μας είχε παρακαλέσει να μην τραγουδάμε κανένα
από τα τραγούδια που μας μάθαινε στο σχολείο. Μας είχε δώσει, μάλιστα,
και έναν κατάλογο, γραμμένο με τα ολοστρόγγυλα γράμματά του πάνω σε
γκρίζο στρατσόχαρτο που είχε πάρει από το μπακάλικο του Στούγκου,
πληρώνοντάς τον με μια σακούλα μύδια που είχε μαζέψει από τα μπλόκια,
κοντά στο Λευκό Πύργο, που τότε ήτανε ακόμα «λευκός». «Λευτεριά πανώρια
κόρη», «Στο Γοργοπόταμο στην Αλαμάνα», «Στ' άρματα στ' άρματα», «Πέσατε
θύματα αδέρφια εσείς...», «Μαύρα κοράκια με νύχια γαμψά», και μερικά
άλλα που δεν τα θυμούμαι καλά. Και συμπλήρωνε με την καθαρή του φωνή:
- Ούτε καν στο σπίτι σας. Ετσι;
Κι όταν εμείς τον ρωτούσαμε γιατί, μας απαντούσε, με μυστήριο ύφος:
- Θα σας το πω, όταν έρθει η κατάλληλη στιγμή.
Και
κάθε φορά που μας έδινε αυτή την απάντηση, έβγαζε μια γόπα από το
τενεκεδένιο κουτί του, την άναβε και την κάπνιζε με μισόκλειστα τα μάτια
του. Και μεις περιμέναμε πότε θα τελειώσει εκείνο το ηδονικό κάπνισμα,
για να συνεχίσουμε το μάθημα της παράνομης ωδικής. Και αυτή η αναμονή δε
μας άφηνε αδιάφορους, γιατί συνοδευόταν από μια σειρά προετοιμασίες.
Πρώτα πρώτα ετοιμάζαμε την «τάξη», δηλαδή τη γωνιά που είχε διαλέξει ο
Μπέμπης και που ήτανε μια γωνιά στην αυλή της κυρίας Μίνας, της γιαγιάς
του. Μια γωνιά, που τη σκέπαζε ένας θεόρατος λωτός, και που τον είχε
φυτέψει εκεί ο Θεοχάρης, ένας περίεργος, σαρανταπεντάρης, αμίλητος και
με ένα μόνιμο τσιρότο στο φαρδύ του κούτελο. Το λωτό τον είχε φέρει από
τη Βέροια, όπου πήγαινε να συναντήσει την Τασία μια ξανθιά, ξεβαμμένη
«πουτάνα», κατά τα λεγόμενα της κυρίας Μίνας, που μετακόμισε εκεί, γιατί
δεν έπιανε η μπογιά της πια στη Θεσσαλονίκη, πάντα κατά την κυρία Μίνα.
Η Βέροια, βλέπεις, τότε που ήτανε στο φουλ ο Εμφύλιος, είχε πήξει στο
φανταρομάνι και έβγαινε καλό μεροκάματο για τις λογής Τασίες, που είχαν
κουβαληθεί εκεί την εποχή εκείνη.
Οπως μαθεύτηκε όμως αργότερα, η κυρία
Μίνα δεν ήτανε καλώς πληροφορημένη. Η Τασία ούτε πουτάνα ήτανε ούτε πήγε
στη Βέροια για μεροκάματο. Οργανωμένη κομμουνίστρια ήτανε και «έπαιζε»
την πουτάνα, για να ρίχνει στάχτη στα μάτια της αστυνομίας που
παρακολουθούσε τη γειτονιά μας μέρα νύχτα, μια και ήτανε πήχτρα από
παράνομους κουκουέδες, όπως έλεγε και ο πατέρας μου. Και όλη η αλήθεια
για την Τασία βγήκε στην επιφάνεια, όταν έγραψε η «Μακεδονία» και
διαδόθηκε σαν αστραπή στη γειτονιά ότι ανάμεσα στα μέλη της ΜΛΑ (Μαζική
Λαϊκή Αυτοάμυνα) ήτανε κι αυτή και πως θα την έφερναν να την περάσουν
από το έκτακτο στρατοδικείο, που συνεδρίαζε αβέρτα εκεί κοντά στη
γειτονιά μας, μέσα στο στρατόπεδο του Γ` Σώματος. Εμείς, βέβαια, δε
χάσαμε ευκαιρία, παρατήσαμε το παιχνίδι και τρέξαμε στην αυλή του
στρατοδικείου, για να δούμε την Τασία.
Δεν περιμέναμε και πολύ. Κατά τις
10 το πρωί, σταμάτησε ένα «GMC» σχεδόν δίπλα μας και άρχισαν να
κατεβαίνουν οι υπόδικοι. Ανάμεσά τους και η Τασία. Τα ξανθά της μαλλιά
είχανε ξεβάψει και φάνηκαν από κάτω οι άσπρες «λούνες» της. Το πρόσωπό
της ήτανε χλωμό, και το αριστερό της μάτι χαμένο μέσα σε ένα μαύρο
κύκλο. Στο άλλο πεζοδρόμιο στεκότανε ο Θεοχάρης, με τα χέρια χωμένα στις
βαθιές τσέπες της ίδιας βρώμικης γκαμπαρντίνας του, που τη φορούσε
χειμώνα καλοκαίρι. Δεν ορκιζόμασταν, βέβαια, αλλά υποστηρίζαμε με
επιμονή πως μόλις ο Θεοχάρης είδε την Τασία να κατεβαίνει από το
«Τζέιμς» σήκωσε τη σφιγμένη του γροθιά και χαιρέτισε.
Υστερα από
ένα μήνα, την Τασία την εκτέλεσαν πίσω από το Επταπύργιο. Ο Θεοχάρης από
εκείνη τη μέρα χάθηκε. Εμεινε, όμως, πίσω του ο λωτός που γέμιζε την
άνοιξη πουλιά και κουτσούλαγαν την «τάξη» μας.
Εγώ, για λόγους
συναισθηματικούς, παρακάλεσα τον Μπέμπη ένα βράδυ, ένα μήνα περίπου μετά
τη δίκη της Τασίας, να κάνουμε το μάθημα στην πλατεία της γειτονιάς,
εκεί που παίζαμε και δερνόμασταν τακτικά, σχεδόν κάθε μέρα. Εκεί που ένα
βράδυ, αγκαλιά με τη Χρυσαυγή, τραγουδήσαμε ένα από τα απαγορευμένα
τραγούδια που μας είχε μάθει ο Μπέμπης κι εγώ τη βρήκα ευκαιρία να
βουλιάξω μαζί με το εφηβικό μου χέρι εκεί κάπου ανάμεσα στην κόλαση και
στις ζεστές επιφάνειές της. Ενώ εκείνη με τρεμάμενη φωνή της έλεγε και
ξανάλεγε παράφωνα από την ερωτική ταραχή «Λευτεριά πανώρια κόρη
κατεβαίνει από το βουνό».
Ο Μπέμπης με κοίταξε αυστηρά και μου απάντησε κοφτά:
- Οχι. Το μάθημα θα γίνεται κάτω από το λωτό που φύτεψε ο Θεοχάρης. Εχω τους λόγους μου.
Ετσι,
και κείνο το βράδυ το μάθημα έγινε κάτω από το λωτό που είχε φυτέψει ο
Θεοχάρης. Ο Μπέμπης ήτανε ανήσυχος. Ολο κοίταζε ένα φτηνό μικρό ρολογάκι
με μπακιρένιο σκέπασμα που το κρέμαγε από την κουμπότρυπα του μαύρου
του γιλέκου και χτυπούσε νευρικά τη μακριά του βίτσα, που πάντα κράταγε
στο χέρι του, όταν έκανε το μάθημα. Εβγαλε και μια γόπα από το γνωστό
κουτί και μας είπε να τραγουδήσουμε το «Πέσατε θύματα, αδέρφια εσείς».
Τώρα που το θυμάμαι τ' ορκίζομαι πως όσο τραγουδούσαμε εμείς, τα μάτια
του Μπέμπη είχανε γεμίσει δάκρυα. Το γιατί, πέρασαν πολλά χρόνια για να
το καταλάβω, μια και εκείνο το βράδυ ήτανε η τελευταία φορά που είδαμε
το δάσκαλό μας. «Τον έπιασαν», είπαν οι μεγάλοι το άλλο πρωί. Και μεις
οι μικροί δεν ξανατραγουδήσαμε πια τα τραγούδια του.. Ούτε ξαναπήγαμε
στην «τάξη» μας, κάτω από το λωτό που είχε φυτέψει ο Θεοχάρης.
Υστερα
από χρόνια που πέρναγα ένα απογευματάκι από την παλιά μου τη γειτονιά,
σταμάτησα για να πάρω τσιγάρα. Το περίπτερο το δούλευε τότε ο Λευτέρης,
ένα ψηλόλιγνο παιδί της παλιάς παρέας. Χάρηκε που με είδε, με κέρασε και
μια «Κόκα - Κόλα».
- Σε χάσαμε, ρε Γιώργη. Οι γονείς σου ζούνε; Η κυρία Αναστασία, ο κυρ Χαράλαμπος.
- Ζούνε, ζούνε, είπα και έκανα να φύγω. Κάτι με φόβισε εκείνη τη στιγμή, χωρίς να ξέρω τι.
- Οι δικοί μου πεθάνανε και οι δυο.
Συνέχισε ο Λευτέρης:
- Κι ο Θεοχάρης πέθανε, τον θυμάσαι;
Και χωρίς να περιμένει για να του απαντήσω, έβγαλε το κεφάλι του από το άνοιγμα του περίπτερου και μου είπε με σιγανή φωνή:
- Τον εκτελέσανε κι αυτόν, πίσω από το Επταπύργιο. Οπως την Τασία. Τη θυμάσαι;
Δεν
απάντησα. Ακούμπησα το κουτί της «Κόκα -Κόλα» και έφυγα βιαστικά. Κι
ούτε ξαναπέρασα από την παλιά μου γειτονιά. Εν τω μεταξύ είχα κόψει και
το τσιγάρο. Και το μόνο που μου είχε μείνει από εκείνη την εποχή, ήτανε
να σιγοσφυρίζω πότε πότε «Λευτεριά πανώρια κόρη κατεβαίνει από τα όρη».
Για την Τασία άραγε ή για τη Χρυσαυγή; Δεν παίρνω και όρκο!
Γ. Χ. Χουρμουζιάδης
Ριζοσπάστης, 3 Φλεβάρη 2002
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου