Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

Μνήμες και συνειδήσεις στη μέγγενη της σταλινολογίας

Η πορεία των Ελλήνων της ΕΣΣΔ δεν έχει απολύτως καμιά σχέση με τα όσα ισχυρίζεται σήμερα ο χυδαίος αντικομμουνισμός. Το αντίθετο, οι Σοβιετικοί Έλληνες μετείχαν ενεργά στη σοσιαλιστική οικοδόμηση, με υψηλά ποσοστά ένταξης και δράσης στο Κομμουνιστικό Κόμμα και τη Κομμουνιστική Νεολαία
Η πορεία των Ελλήνων της ΕΣΣΔ δεν έχει απολύτως καμιά σχέση με τα όσα ισχυρίζεται σήμερα ο χυδαίος αντικομμουνισμός. Το αντίθετο, οι Σοβιετικοί Έλληνες μετείχαν ενεργά στη σοσιαλιστική οικοδόμηση, με υψηλά ποσοστά ένταξης και δράσης στο Κομμουνιστικό Κόμμα και τη Κομμουνιστική Νεολαία

Με αφορμή τη χιλιοειπωμένη, χυδαία και παντελώς ατεκμηρίωτη αντικομμουνιστική προπαγάνδα του κ. Βλ. Αγτζίδη (άξιος ο μισθός του), αυτού του οχετού που εκτοξεύει επί χρόνια τώρα παρουσιάζοντάς τον κάθε φορά ως “αποκάλυψη”, αυτής της μπουρδο-σταλινολογίας που έχει αναγάγει σε “επιστήμη”, αναδημοσιεύουμε από τον “Ριζοσπάστη” το άρθρο “Μνήμες και συνειδήσεις στη μέγγενη της σταλινολογίας”, που, αν και γράφτηκε πριν 4 χρόνια, απαντά 100% στο νέο “κρούσμα” του αντικομμουνιστικού παραληρήματος του κ. Αγτζίδη μέσα από τις πάντοτε “φιλόξενες” (από την εποχή της φασιστικής Κατοχής άλλωστε) στήλες της “Καθημερινής”…

Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 μια εφημερίδα του Λονδίνου ανέθεσε στον τότε γνωστό σεναριογράφο και συγγραφέα Hubert Griffith να επισκεφθεί τη Σοβιετική Ενωση και να γράψει ένα σχετικό άρθρο. Ο Griffith όντως μετέβη στην ΕΣΣΔ και έγραψε το άρθρο. Ομως, όταν επέστρεψε, η εφημερίδα αρνήθηκε να το δημοσιεύσει μη εγκρίνοντας το περιεχόμενό του. Ετσι ο ίδιος αποφάσισε αντ’ αυτού να μεταφέρει τα όσα είδε από πρώτο χέρι σε ένα βιβλίο με τίτλο «Seeing Soviet Russia». Αναφερόμενος σε αυτό στη στάση της εφημερίδας, τόνισε:

«Αμα έκλεινα τον εαυτό μου σε ένα δωμάτιο στο Λονδίνο συνθέτοντας ένα δίχτυ από φανταστικές εικόνες – για το πώς 150 εκατομμύρια άνθρωποι πήγαιναν με το μαστίγιο στη δουλειά δέσμιοι των συμμοριών του κομμουνισμού, κλπ. – θα γινόμουν πιστευτός χωρίς δυσκολία, ενώ θα έβρισκα τα λεγόμενά μου να αναπαράγονται, με μνεία, κάθε φορά που το θέμα Ρωσία θα ήταν στην επικαιρότητα.
Αμα, ωστόσο, παρέθετα απλά γεγονότα από την ίδια την Encyclopedia Britannica – για το πώς η παιδική θνησιμότητα μειώθηκε στο μισό τα τελευταία δέκα χρόνια στη Ρωσία – θα με κατηγορούσαν ότι αντλώ τα στοιχεία μου από την μπολσεβίκικη προπαγάνδα, ή ότι πληρώνομαι από την ίδια τη σοβιετική κυβέρνηση»i.

 
Επτά δεκαετίες αργότερα, η κόκκινη τρομο-υστερία – τρομο-λαγνεία καλά κρατεί. Οι σύγχρονοι εργολάβοι της, προκειμένου να καλύψουν τη γύμνια ή την έλλειψη των επιχειρημάτων τους, καταφεύγουν στην παλιά, γνώριμη και «δοκιμασμένη» μέθοδο του αντικομμουνισμού, τη σταλινολογία. Δε χρειάζονται στοιχεία. Δε χρειάζονται πηγές. Δε χρειάζεται εμβάθυνση σε ιστορικά πρόσωπα, γεγονότα και διαδικασίες. Η συστηματική και συνεχώς επαναλαμβανόμενη αναφορά στον Στάλιν ή τον «σταλινισμό» αρκεί – στη λογική τους – ώστε να «απαξιώσουν» τον αντίπαλο και να «πείσουν» για τις «θέσεις» τους. Ομως, η σταλινολογία είναι τόσο παλιά και σάπια, που όσο και αν προσπαθούν ορισμένοι στις μέρες μας να την αναβιώσουν, να την καλλωπίσουν και να την επαναλανσάρουν στη μόδα, δεν μπορούν να κρύψουν τη δυσοσμία που αποπνέει.

Η μαύρη προπαγάνδα που διεξάγεται σήμερα γύρω από τη λεγόμενη «γενοκτονία των Ελλήνων επί Στάλιν» αποτελεί ένα από τα πλέον αγαπημένα και πολυδιαφημιζόμενα μοτίβα της σταλινολογίας. Στο στόχαστρό της δε βρίσκονται απλά οι μνήμες και οι συνειδήσεις των Ελληνοποντίων της πρώην ΕΣΣΔ (ως επί το πλείστον προσφύγων, που κατέφυγαν στη χώρα μας εξαιτίας των εθνικιστικών συγκρούσεων ή της δεινής οικονομικής κατάστασης, που τους κληροδότησε η ανατροπή του σοσιαλισμού και η παλινόρθωση του καπιταλισμού). Στη μέγκενη της αντικομμουνιστικής αναθεώρησης της Ιστορίας τοποθετούνται συνολικά οι μνήμες και οι συνειδήσεις των εργαζομένων, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων.

Και πρώτα απ’ όλα των νεότερων γενεών, οι οποίες δεν έχουν ζώσα μνήμη του σοσιαλισμού που γνωρίσαμε, της κολοσσιαίας προσφοράς του στην ανθρωπότητα, στους αγώνες των εργαζομένων απανταχού της Γης για δικαιώματα και ελευθερίες, στην πάλη των εθνικοαπελευθερωτικών και αντιαποικιακών κινημάτων ενάντια στον ιμπεριαλιστικό ζυγό, στις επεμβάσεις, στους πολέμους. Των γενεών εκείνων, δηλαδή, που παρότι μεγάλωσαν και διαπαιδαγωγήθηκαν σε συνθήκες αντεπανάστασης και οπισθοχώρησης του διεθνούς εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, καλούνται σήμερα – εν μέσω καπιταλιστικής κρίσης – να οργανώσουν την άμυνα και αντεπίθεσή τους.

Εκεί στοχεύουν οι διάφορες «αναλύσεις», όπως, π.χ., του κ. Βλ. Αγτζίδη στην εφημερίδα «Εύξεινος Πόντος» (τεύχος Οκτώβρη 2009), όπου για ακόμη μια φορά «καταγγέλλονται» τα «εγκλήματα του σταλινισμού» κατά του σοβιετικού ελληνισμού. Στο άρθρο αυτό (στο οποίο μπορεί να μην προσφέρονται πηγές, ωστόσο γίνονται 24 αναφορές στις λέξεις Στάλιν και σταλινισμός) ο συγγραφέας επαναλαμβάνει τα γνωστά περί «σταλινικής τρομοκρατίας», η οποία δήθεν έπεσε αναίτια και βαριά πάνω στο σοβιετικό ελληνισμό τη δεκαετία του 1930. Μιλάει για «πολιτιστική γενοκτονία» και «φυσική εξόντωση», ιδία των κομμουνιστών Ελλήνων, για απότομο και βάναυσο τέρμα στην έως τότε ανθούσα πορεία των ελληνικών κοινοτήτων στην ΕΣΣΔ, λόγω του ότι ο «σταλινισμός» έκρινε – παράλογα και συλλήβδην – όλες τις μικρές μειονότητες ως «εν δυνάμει ύποπτες».

Παρ’ όλα αυτά, όπως ο ίδιος τονίζει στη συνέχεια, οι Ελληνες της Σοβιετικής Ενωσης μετείχαν ολόπλευρα και ολόψυχα στον αντιφασιστικό αγώνα, υπογραμμίζοντας μάλιστα πως δεν υπήρξε ούτε ένας συνεργάτης των ναζί στις γραμμές τους (στη λογική ότι οι Ελληνες της ΕΣΣΔ δεν έφταιξαν ποτέ και σε τίποτε, επομένως οι όποιες διώξεις σε βάρος τους υπήρξαν διαχρονικά παντελώς αδικαιολόγητες, άρα έγιναν με κριτήρια «εθνικά»). Τέλος, εγκαλεί το ΚΚΕ για τις εκτιμήσεις που έκανε στο 18ο Συνέδριο για το σοσιαλισμό που γνωρίσαμε, αναπαράγοντας την «κλασσική» πλέον επιχειρηματολογία περί «σταλινικής στροφής», που είχε ως αποτέλεσμα μια «εκ νέου εξόντωση – ηθική αυτή τη φορά – των αθώων θυμάτων της σταλινικής τρομοκρατίας».

Τι και αν τα αρχειακά δεδομένα της ΕΣΣΔ σχετικά με τις διώξεις είναι γνωστά από το 1993 κιόλας (δημοσιευμένα μεταξύ άλλων στα έγκριτα επιστημονικά περιοδικά «American Historical Review» και «L’Historie» του Εθνικού Κέντρου Επιστημονικής Ερευνας της Γαλλίας («σταλινικός» δάκτυλος προφανώς και εκεί…); Τι και αν αυτά αποδομούν απ’ τα θεμέλιά τους τις διάφορες θεωρίες περί εθνοκαθάρσεων στην ΕΣΣΔ, αποδεικνύοντας πως οι «ισχυρισμοί ότι ο τρόμος έπεσε με ιδιαίτερο βάρος στις μη ρωσικές εθνικότητες δεν προκύπτει από τα δεδομένα των εγκλείστων κατά την δεκαετία του 1930. Ο συνήθης ισχυρισμός ότι οι περισσότεροι εκ των κρατουμένων ήταν “πολιτικοί” επίσης φαίνεται αναληθής. Από την άλλη μεριά, τα νέα στοιχεία υποστηρίζουν την άποψη, στην οποία κατέληξαν και άλλες στατιστικές έρευνες και μελέτες άλλων τύπων, πως οι διώξεις στόχευαν στη σοβιετική ελίτ». Επηρέασαν δηλαδή μέλη εθνοτήτων τα οποία ανήκαν στη διοικητική και οικονομική ελίτ (και τα οποία αντιμετώπιζαν κατηγορίες διαφθοράς, κατάχρησης εξουσίας, κλπ.), λόγω της θέσης που κατείχαν και όχι εξαιτίας της καταγωγής τους. Ιδιαίτερα δε για «τους λαούς του Καυκάσου», τα αρχειακά ευρήματα δείχνουν πως«ως εθνικές ομάδες επηρεάστηκαν λιγότερο συγκριτικά κατά το 1937-1938»ii.

Ολα αυτά είναι ψιλά γράμματα για τους σύγχρονους σταλινολόγους! Σάμπως εξετάζουν τα βαθύτερα αίτια, τις διεργασίες ή το ιστορικό πλαίσιο που καθόρισε τη μορφή, το περιεχόμενο και πάνω απ’ όλα την αναγκαιότητα λήψης τέτοιων δραστικών μέτρων από τις σοβιετικές αρχές τη δεδομένη περίοδο (πέρα από τα όποια λάθη, υπερβολές και καταχρήσεις που έγιναν και κανείς δεν το αρνείται;); Οχι, ούτε αυτά τους ενδιαφέρουν.
Πώς γίνεται λοιπόν οι Ελληνες της ΕΣΣΔ, 2-3 χρόνια μετά αφότου «ένιωσαν στο πετσί τους το κνούτο της σταλινικής τρομοκρατίας», να εντάσσονται μαζικά, με ηρωισμό και αυταπάρνηση (όπως και έγινε), στον αγώνα για την υπεράσπιση της σοσιαλιστικής τους πατρίδας από τη φασιστική πολεμική μηχανή;

Μνημείο για τους Έλληνες πεσόντες στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο κατά του φασισμού
Μνημείο για τους Έλληνες πεσόντες στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο κατά του φασισμού

Ενας εξ αυτών, ο Λάζαρος Μέλικοφ από την Τσάλκα της Γεωργίας, έγραψε από το μέτωπο μια επιστολή στον φίλο του Χαράλαμπο Καρίμποφ, η οποία έκλεινε ως εξής: «Εγώ υπερασπίζω τα σύνορα από τους φασίστες εχθρούς. Για τα σοβιετικά σύνορα δίνω και τη ζωή μου». Ηταν μέλος της Κομσομόλ της διμοιρίας (περίεργο: υποτίθεται πως οι Ελληνες κομμουνιστές είχαν ήδη εξοντωθεί από τους «σταλινικούς») και όπως χιλιάδες άλλοι Ελληνες της Σοβιετικής Ενωσης ρίχτηκε με αυτοθυσία πλάι στους αλλοεθνείς συντρόφους του στην πρώτη γραμμή κατά του φασισμού. Επεσε μαχόμενος κατά την απελευθέρωση της Λευκορωσίας. Για τον ηρωισμό του τιμήθηκε με το μετάλλιο του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου 1ης κατηγορίαςiii.

Πώς γίνεται κάποιος να δηλώνει έτοιμος να προσφέρει το πολυτιμότερο αγαθό ενός ανθρώπου, την ίδια του τη ζωή, προκειμένου να υπερασπίσει ένα σύστημα, μια πατρίδα, που μέχρι πρότινος δήθεν τον καταδυνάστευε, τον τυραννούσε, του φερόταν ως πολίτη δεύτερης κατηγορίας και ούτω καθεξής; Πρόκειται για ένα πραγματικό «παράδοξο», ένα ακατανόητο παζλ για κάθε στοιχειωδώς καλοπροαίρετο άνθρωπο, που αναζητά με ειλικρίνεια και πέρα από προκατασκευασμένα στερεότυπα την αλήθεια. Ενα «παράδοξο» που μόνο στη λογική της σταλινολογίας μπορεί να «βγάζει» νόημα.

Υπήρχαν και Ελληνες που τάχθηκαν με την άλλη πλευρά, στο πλευρό των ναζί; Ναι, υπήρχαν. Προκαλεί πραγματική έκπληξη ο ισχυρισμός ότι δεν υπήρξε ούτε ένας συνεργάτης των ναζί μεταξύ των Ελλήνων της ΕΣΣΔ. Αφέλεια, άγνοια ή κάποιος ιδιότυπος εθνικισμός-φυλετισμός; Ο Δημήτριος Διαμαντίδης (μιας και ζητούνται συγκεκριμένα ονόματα), για παράδειγμα, που αναφέρεται στα Αρχεία του ελληνικού υπουργείου των Εξωτερικών ως συλληφθείς και καταδικασθείς για συμμετοχή στο «Ενωμένο Ρωσικό Εθνικοσοσιαλιστικό Κίνημα» (ROND) τι ήταν; Ο Μπαρίς Μανέλοφ σημειώνει στη μαρτυρία του: «Ενας δικός μου φίλος από την δυτική Ουκρανία δήλωσε μάλιστα με υπερηφάνεια ότι μέχρι το 1956 κιόλας πολεμούσαν τον σοσιαλισμό για την ανεξαρτησία. Και εμείς οι Πόντιοι θυμώνουμε επειδή κάποιοι μας είπαν συνεργάτες των Γερμανών. Μάλιστα ορισμένοι επιμένουνε πως ανάμεσά μας δεν υπήρχε ούτε ένας που να υπήρξε συνεργάτης. Σε όλους τους λαούς υπήρχανε και τέτοιοι. Εμείς οι Πόντιοι δεν ήμασταν εξαίρεση». Και τέτοιες μαρτυρίες υπάρχουν πολλέςiv.

Οι Ελληνες της ΕΣΣΔ πολέμησαν όντως στη συντριπτική τους πλειοψηφία στις γραμμές του Κόκκινου Στρατού, στο παρτιζάνικο κίνημα ή στη μάχη της παραγωγής στα μετόπισθεν, κατά του φασισμού. Δεν υπάρχουν όμως λαοί ήρωες και λαοί προδότες, έθνη αγγέλων και έθνη δαιμόνων. Σε λίγο θα μας πουν ότι ακόμα και ο δοσιλογισμός ή τα Τάγματα Ασφαλείας στην ίδια την Ελλάδα ήταν εφεύρημα των κομμουνιστών (κάποιοι το έχουν διατυπώσει ήδη στα πλαίσια του ιστορικού αναθεωρητισμού και της εξίσωσης κομμουνισμού-φασισμού)…

Τόσο οι διώξεις της περιόδου 1937-1939, όσο και οι μετεγκαταστάσεις ορισμένων τμημάτων του πληθυσμού το 1944 και 1949 αφορούσαν μια μικρή μερίδα των Ελλήνων, ενώ πραγματοποιήθηκαν για πολύ διαφορετικούς λόγους από εκείνους που προβάλλονται συχνά από τους διάφορους σταλινολόγους. Λόγοι, οι οποίοι υπήρξαν σαφώς πιο σύνθετοι και πιο ουσιώδεις απ’ ό,τι κατά κανόνα υπονοείται, περιορίζοντας τα πάντα σε κάποια μεταφυσική ανθελληνική εμμονή ή στην «τρομοκρατική φύση» του κομμουνισμού, κλπ. Κάθε περίοδος απαιτεί ειδική ανάλυση και εμβάθυνση. Το ίδιο και τα άλλα ζητήματα που τίθενται, όπως, π.χ., ο περιορισμός ή η κατάργηση πολλών εθνικών δομών (εθνικών περιοχών, σχολείων) τη δεκαετία του 1930: Θέματα τα οποία έχουμε παρουσιάσει με πληθώρα στοιχείων (αρχειακών, προφορικών και γραπτών πηγών) στο έργο «Οι Ελληνες στη διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ» (εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή») και τα οποία, πέραν ενός γενικού και αόριστου αφορισμού με πάμπολλες αναφορές στον Στάλιν, κανείς δεν έχει βγει ως τα τώρα να διαψεύσει, να αντικρούσει ή να αμφισβητήσει, επιστημονικά και με συγκεκριμένα στοιχεία. Απλώς επαναλαμβάνονται ξανά και ξανά τα ίδια «επιχειρήματα» στη λογική του «ρίξε ρίξε λάσπη, κάτι θα μείνει».

Μήπως η πρωτοφανής πολιτιστική ανάπτυξη του σοβιετικού ελληνισμού στο Μεσοπόλεμο (που τόσο σθεναρά προβάλλει και υπερασπίζεται ο κ. Αγτζίδης) δεν πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα της ίδιας εξουσίας, που ήταν το 1930, το 1940 και το 1950; Μήπως το 1939 δεν ήταν πάνω από 1 στους 10 Ελληνες της ΕΣΣΔ κάτοχοι διπλωμάτων ανώτατης εκπαίδευσης (την ίδια στιγμή μάλιστα που στην Ελλάδα, σχεδόν οι μισοί πρόσφυγες ήταν αναλφάβητοι και το 1/3 των εργαζομένων στη βιομηχανία της πρωτεύουσας ήταν παιδιά); Μήπως δεν υπήρξαν χιλιάδες διακρίσεις Σοβιετικών Ελλήνων στα πεδία των μαχών του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου (με τουλάχιστον εννέα εξ αυτών να λαμβάνουν την ύψιστη τιμή του τίτλου του «Ηρωα της Σοβιετικής Ενωσης»); Μήπως δεν ήταν το ελληνικό χωριό Ντάγκβα της Αντζαρίας, όπου ως το 1950 είχαν απονεμηθεί συνολικά 126 μετάλλια και παράσημα της ΕΣΣΔ σε κολχόζνικους αγρότες, καθιστώντας το ένα από τα πρωτοπόρα χωριά στη μάχη της παραγωγής κατά τη μεταπολεμική περίοδο;

Μήπως δεν ήταν το 1940 και το 1946 όταν ο επιφανής Σοβιετικός Ελληνας σκηνοθέτης Αλέξανδρος Σγουρίδης τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο της ΕΣΣΔ (μια ακόμη φορά προτάθηκε και προσωπικά από τον ίδιο τον Ι. Β. Στάλιν); Μήπως δεν ήταν το 1947 όταν ο διακεκριμένος Σοβιετικός Ελληνας μουσικός Οδυσσέας Δημητριάδης ανέλαβε τη θέση του αρχιμαέστρου της Κρατικής Συμφωνικής Ορχήστρας της Τιφλίδας (θέση που διατήρησε μέχρι το 1952, δηλαδή 3 ολόκληρα χρόνια μετά την υποτιθέμενη «Γεωργιανοποίηση» της Γεωργίας); Μήπως δεν ήταν το 1937-1939 όταν ο επίσης διακεκριμένος Σοβιετικός Ελληνας καλλιτέχνης Μιχαήλ Τσουλάκης διετέλεσε διευθυντής της Φιλαρμονικής του Λένινγκραντ; Η το 1951-1952 όταν υπήρξε αντιπρόεδρος της Επιτροπής για την Τέχνη του Υπουργικού Συμβουλίου της ΕΣΣΔ; Πότε έπαψαν οι Ελληνες να προσφέρουν και να διακρίνονται στη Σοβιετική Ενωση;

Ποιος σήμερα επιχειρεί να διαγράψει αυτή την αξιομνημόνευτη πορεία του σοβιετικού ελληνισμού χάριν μικροπολιτικών σκοπιμοτήτων, υπό το βάρος ενός τυφλού ή ενσυνείδητου αντικομμουνισμού, στο βωμό μιας νεο-ανακαλυφθείσας σταλινολογίας; Σίγουρα όχι εμείς. Οχι το ΚΚΕ.
Σο
Σοβιετικοί Έλληνες “έτοιμοι για την εφαρμογή του Πεντάχρονου Πλάνου”

Κλείνοντας, θα ήταν ίσως χρήσιμο να αναλογιστούμε το εξής: Αν υπήρχε ποτέ μια πτυχή του σοσιαλισμού που γνωρίσαμε – πέραν του κοινωνικού κράτους (Παιδεία, Υγεία, Πρόνοια, κλπ.) – που αναγνωριζόταν πάντοτε, τόσο από άσπονδους φίλους όσο και αντιπάλους, ως μια από τις πλέον αναμφισβήτητες κατακτήσεις της Σοβιετικής Ενωσης, δεν είναι άλλη από την πολιτική έναντι των εθνοτήτων, τη φιλία των λαών σε αυτή την πολυεθνική σοβιετική πολιτεία.

Ακόμα και μεταξύ των Σοβιετικών εμιγκρέδων (στην πλειοψηφία τους αντεπαναστάτες ή συνεργάτες των ναζί), που κατέφυγαν στις ΗΠΑ μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και εν συνεχεία αξιοποιήθηκαν συστηματικά ως «μάρτυρες της σταλινικής τρομοκρατίας»v, οι καταθέσεις για το συγκεκριμένο ζήτημα υπήρξαν αποκαλυπτικές. Στην ερώτηση εάν «το σοβιετικό κράτος αντιμετώπιζε διαφορετικά τις διάφορες εθνότητες» και εάν «υπήρξαν εθνικές διώξεις (κατά το παράδειγμα των ναζί)», οι απαντήσεις υπήρξαν στο σύνολό τους κατηγορηματικά αρνητικές. Οι διαφορές μεταξύ των εθνών περιορίζονταν στο πεδίο της πολιτιστικής ιδιαιτερότητας και ποικιλομορφίας, και όχι σε επίπεδο «πολιτικό ή αναφορικά με την ποιότητα ζωής». Πολλοί από τους ερωτηθέντες «συνέδεσαν άμεσα την απουσία μαζικών εθνικών προκαταλήψεων και συγκρούσεων με την επίσημη πολιτική που ακολουθούσε το κράτος»«Οχι, αυτό ήταν αδύνατο», τόνισε ένας συγκεκριμένα, «όλοι πρέπει να αγαπάνε όλους στη Σοβιετική Ενωση». Ενώ ένας άλλος πρόσθεσε σχετικά πως«απαγορευόταν αυστηρά από το νόμο να προσβάλλει κανείς κάποιο μέλος οποιασδήποτε εθνικότητας, ανεξάρτητα από το αν ήταν Ρώσος, Ουκρανός, Λευκορώσος, ή οτιδήποτε άλλο». Η επιτυχία της σοβιετικής πολιτικής έναντι των εθνοτήτων επισημάνθηκε από τη συντριπτική πλειοψηφία των ερωτηθέντων: «Η ισότητα μεταξύ των εθνών πρέπει να θεωρηθεί ως ένα επίτευγμα του σοβιετικού συστήματος»vi.

Ισως γι’ αυτό ο Jean-Marie Chauvier επισήμανε στη «Le Monde Diplomatique» (τεύχος Μάρτη 2004) τη διάχυτη νοσταλγία που επικρατεί σήμερα στην ΕΣΣΔ γύρω από το «πνεύμα φιλίας των παλιών πολυεθνικών σοβιετικών κοινοτήτων εργαζομένων και μεταναστών».Αναφέρει, τέλος – και αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία – πως «οι αρχές και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης απέτυχαν στην προσπάθειά τους να παρουσιάσουν τα 70 χρόνια της σοβιετικής εξουσίας ως έναν εφιάλτη», προσθέτοντας πως «οι πιέσεις που ασκήθηκαν ώστε να δημιουργηθεί μια τέτοια εικόνα δεν είναι πλέον αποτελεσματικές».
Βεβαίως, εκείνοι που έχουν σήμερα συμφέρον να διαστρεβλώσουν, να διαβάλουν και να χρεοκοπήσουν στη συνείδηση των λαών το σοσιαλισμό που γνωρίσαμε, δεν πρόκειται να καταθέσουν έτσι εύκολα τα όπλα. Σε μια εποχή όπου η κοινωνική αδικία, οι ταξικές αντιθέσεις και αντιπαραθέσεις οξύνονται, προβάλλει ακόμα πιο επιτακτικά η «ανάγκη» για «προληπτικά κτυπήματα» κατά της σοσιαλιστικής εναλλακτικής. Γι’ αυτό και ενώ διανύουμε μια περίοδο κυριολεκτικής άλωσης των δικαιωμάτων και ελευθεριών των εργαζομένων, στο συνταξιοδοτικό, στο ασφαλιστικό, στην Παιδεία, στην Υγεία και παντού, κάποιοι ξοδεύουν τόνους μελανιού ασχολούμενοι με …τον Στάλιν και την ΕΣΣΔ. Η Ιστορία, ωστόσο, μπορεί να καταγράφεται από τους νικητές, γράφεται όμως από τους λαούς. Και αυτοί θα τους δώσουν την απάντηση που τους αξίζει…

Σημειώσεις
i Παρατίθεται στο Wainwright W (1949) «The Forced Labor Swindle» (London: Farleigh Press Ltd) σελ.14
ii Κρατικά Αρχεία της Ρωσικής Ομοσπονδίας (GARF) και Κεντρικά Κρατικά Αρχεία της Οκτωβριανής Επανάστασης της ΕΣΣΔ (TsGAOR), όπως παρατίθενται και αναλύονται στο Getty J A, Rittersporn G T, Zemskov V N (1993) «Victims of the Soviet Penal System in the Pre-War Years: A First Approach on the Basis of Archival Evidence», στο «American Historical Review», τόμος 98, τεύχος 4 Οκτώβρη, σελ.1028-1029 και 1043. Τα στοιχεία αυτά σχετικά με τους Ελληνες επιβεβαιώνονται και μέσα από τα Αρχεία του ελληνικού υπουργείου των Εξωτερικών.
iii Αθηναϊκός Κούριερ, 2-9 Ιούνη 2006, άρθρο Διογένη Μέλικοφ
iv Βλέπε Φάκελο 88.7 του 1947 (Ιστορικό & Διπλωματικό Αρχείο ΥΠΕΞ) καθώς και μαρτυρίες Μπαρίς Μανέλοφ και Τατιάνας Σιβηριάδη, Αθηναϊκός Κούριερ, (χ.η.) και 21-28 Ιούλη 2006, κ.ά.
v Βλέπε Πρακτικά της Αμερικανικής Γερουσίας (1948) και Loftus J (1982) «The Belarus Secret» (New York: A. Knopf) σελ.101-104
vi Ενδεικτικά: Συνεντεύξεις Α 13, 18, 20, 25, 46, 60, 91, 131, 145, 340, 342, 349, 380, 385, 393, 482, 528, 1053, από το Harvard Interview Project.
Του Αναστάση Γκίκα
Δρ. Πολιτικών Επιστημών, μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ
Πηγή: “Ριζοσπάστης”, 25/12/2009

Βλέπε επίσης πάνω στο θέμα:

 

Erodotos Weblog

Δεν υπάρχουν σχόλια: