Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

Η όμορφη αντάρτισσα


Εκατοντάδες γυναικόπαιδα διασχίσαμε τη Θεσσαλία και την Ηπειρο και φτάσαμε στα αλβανικά σύνορα. Πάνω από τρεις μήνες ήμασταν στο δρόμο. Ο εμφύλιος πόλεμος είχε τελειώσει. Μας πήγαν σ' ένα μικρό ξερό χωριό. Πρένες το λέγανε. Θυμάμαι το στεγνό ποτάμι, κάτι άσπρες κροκάλες, τα ξερά χωράφια που προσπαθούσαν να δώσουν λίγο καλαμπόκι και σιτάρι. Και πολλή σκόνη. Τη σηκώνανε τα ρώσικα φορτηγά. Τότε στην Αλβανία, σχεδόν όλα, από τη βελόνα μέχρι το πλοίο, έρχονταν απ' τη Σοβιετική Ενωση.

 Εμείς τα παιδιά βλέπαμε από μακριά πως ζύγωναν τα αυτοκίνητα και τρέχαμε να τα προφτάσουμε κάτω στην όχθη, γιατί εκεί ο δρόμος είχε τα κακά του χάλια και τα φορτηγά έκοβαν ταχύτητα. Πηδάγαμε πάνω, πιανόμασταν απ' όπου μπορούσαμε κι έτσι κρεμασμένα φτάναμε μπροστά στις μεγάλες σιδερένιες πόρτες των αποθηκών. Ηταν παλιοί ιταλικοί στρατώνες και στάβλοι για άλογα, που τις κάνανε καταλύματα για τους Ελληνες πρόσφυγες. Στους μεγάλους χώρους, που μύριζε καβαλίνα, κοιμόμασταν ογδόντα κι εκατό άτομα μαζί. Μερικοί κρέμαγαν μία κουβέρτα ή ένα σεντόνι για να ξεφεύγουν απ' τις ματιές των άλλων.

Οταν έρχονταν τα φορτηγά, είχαμε πανηγύρι. Στις κοιλιές τους κρύβανε όλα τα καλά του κόσμου, ψωμί και παπούτσια και ρούχα και σαπούνι και σκόνες για τις ψείρες και τενεκέδες με πηχτή μαρμελάδα που την κόβανε οι άνδρες με μεγάλα μαχαίρια σε πολλά κομμάτια και τη μοιράζανε. Μια μέρα έπεσε ένα δοχείο χάμω κι έσπασε. Η μαρμελάδα έτρεμε σα να ήταν ζωντανή. Εμείς τα παιδιά τρέξαμε και γεμίσαμε τις χούφτες και φάγαμε και πασαλειφτήκαμε και γελάσαμε με την ψυχή μας. Εκείνες οι μέρες έχουν ακόμα και σήμερα το χρώμα της μαρμελάδας και άμα τις σκέφτομαι, έχω τη γεύση κερασιού στο στόμα μου. Ολα τα φέρνανε αυτά τα χιλιοχτυπημένα, τσαλακωμένα, μπαλωμένα και όμως αθάνατα φορτηγά.

Ενα πρωί, πρέπει να ήταν Κυριακή, γιατί ο παππούς μου έβαλε τη μικρή εικόνα της Παναγιάς, που την είχε πάντα μαζί του, στο τραπέζι και προσευχόταν, ακούστηκαν φωνές στην πλατεία. Τρέξαμε να δούμε τι γινόταν. Δύο άνδρες βγήκανε από μία κατασκονισμένη πράσινη κούρσα, ενώ ένας τρίτος νεότερος καθότανε στο τιμόνι και δεν έλεγε να κουνηθεί. Ο ένας απ' τους δύο, αδύνατος, μέτριου αναστήματος, με πολλά σγουρά μαλλιά, φορούσε μία κίτρινη γραβάτα, ενώ ο συνάδελφός του ήταν ντυμένος με κάτι στραπατσαρισμένα στρατιωτικά. Εμοιαζε με αξιωματικό που του είχαν ξηλώσει τα γαλόνια. Πολύ γρήγορα, χωρίς να ρίξουν ούτε μια ματιά αριστερά και δεξιά τους, χωθήκανε στο γραφείο. Ελληνες είναι, έλεγε ο ένας, Αλβανοί, ο άλλος. Αν ήταν Ελληνες, θα μας λέγανε μια καλημέρα.

Πέρασε σχεδόν μισή ώρα ώσπου να ξαναβγούν. Πρώτος φάνηκε στην πόρτα ο Χρήστος ο Αλεξίου, ο υπεύθυνός μας.
«Κάνετε πίσω, παιδιά», είπε, «φωνάξτε τους μεγάλους... Φώτη, χτύπα την καμπάνα...». Ο Φώτης, ένα όμορφο ψηλό παιδί, πήδηξε πάνω στον τοίχο που κρέμονταν μία καμπανούλα, έπιασε το σκοινί και της έδωσε να καταλάβει.
«Ησυχία...», φώναξε ο Αλεξίου. «Οι συναγωνιστές Στράτος και Πάπαλος ήρθαν απ' τα Τίρανα. Ακούστε τι έχουν να μας πουν...».
Ο κύριος με την κίτρινη γραβάτα έκανε τρία βήματα μπροστά και είπε με σιγανή φωνή: «Οπως ήρθαν τα πράματα, πρέπει να χωρίσουμε. Τα παιδιά θα πάνε στη Γερμανία να σπουδάσουν, οι μεγάλοι θα μείνουν προσωρινά εδώ. Αργότερα θα σμίξουμε πάλι...».
«Στη Γερμανία;», ακούστηκε μια φωνή.
«Στην Ανατολική Γερμανία», είπε ο δεύτερος κύριος.
«Στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας», διευκρίνισε ο άνδρας με την κίτρινη γραβάτα.
«Εγώ δεν τα δίνω τα παιδιά μου», φώναξε μία γυναίκα.
«Να παν, να μάθουν κάτι, εδώ τι θα κάνουν...», φώναξε ένας άλλος μέσα απ' το πλήθος.
«Οποιος απ' τους γονείς θέλει να στείλει το παιδί του για σπουδές στη Γερμανία, να γραφτεί στους καταλόγους», είπε ο κύριος με την κίτρινη γραβάτα.
Για μένα υπόγραψε ο παππούς μου.
Με τα γνωστά φορτηγά, μας πήγαν στα Τίρανα. Μόλις είδα τ' αεροπλάνα μ' έπιασε ρίγος. Λίγους μήνες νωρίτερα, αεροπλάνα έστελναν απ' τον ουρανό το θάνατο. Τούτα όμως δεν πετούσαν, καθότανε στη γη σαν κουρνιασμένες κότες και μας περίμεναν. Χρειάστηκε αρκετή ώρα ώσπου να ησυχάσει η καρδιά μου.

Το σοβιετικό αεροπλάνο μάς πήγε στη Βουδαπέστη. Από κει πήραμε το τρένο, διασχίσαμε την Τσεχοσλοβακία, την Ανατολική Γερμανία και φτάσαμε σε μια μικρή πόλη κοντά στη Δρέσδη. Από δω και πέρα η ζωή μου θα περνούσε από οικοτροφείο σε οικοτροφείο: Ράντεμποϊλ, Ζινερσχάουζεν, Δρέσδη, Λειψία... Γονείς δεν είχα, τον πατέρα μου τον είχα χάσει στο αλβανικό μέτωπο, η μάνα μου έμεινε με τα μικρότερα αδέρφια μου στην Καρδίτσα, τον παππού και τη γιαγιά τούς άφησα στην Αλβανία. Πού να ήταν τώρα; Ρωτούσα και ξαναρωτούσα, μα τίποτα δε μάθαινα. Τα χρόνια φεύγανε, 1949, 1950, 1951. Εφτασα τα δεκατέσσερα...
Κάποτε άκουσα ότι στην πόλη Γκιόρλιτς, στην πολωνική πλευρά που τη λέγανε Ζγκόρτζελετς, βρίσκονταν πολλοί Ελληνες. Και μερικοί ήταν απ' τα μέρη μας.
Ηταν μια πόλη στα σύνορα. Ο ποταμός Νάισε τη χώριζε στα δύο, από δω γερμανική, από κει πολωνική.
«Θέλω να πάω στο Ζγκόρτζελετς να βρω τον παππού μου...», είπα στον διευθυντή του οικοτροφείου μας. Το ίδιο θέλανε και δυο τρία άλλα παιδιά. Ηταν χειμώνας, ο πικρός μήνας Γενάρης. Λίγο πριν, είχαμε γιορτάσει τα Χριστούγεννα, με στολισμένο δέντρο, λαμπιόνια και δώρα.

Στο σταθμό της Δρέσδης που περιμέναμε το τρένο, φυσούσε ένας παγωμένος αέρας που μας περόνιαζε μέχρι το κόκαλο. Κάποτε φτάσαμε στην άχαρη πόλη Γκιόρλιτς. Σα να είχανε καθαρίσει τους δρόμους με τη σκούπα, αραιοί διαβάτες, εδώ κι εκεί μια βιαστική γάτα ή ένας σκύλος που έψαχναν το αφεντικό τους. Μόνο ο καπνός στις καμινάδες έδειχνε ότι στα σπίτια ζούσαν άνθρωποι. Ανεβήκαμε σε μία γέφυρα που ένωνε ή χώριζε τις δύο χώρες. Βαδίζαμε, βαδίζαμε και τελειωμό δεν είχε. Ο ένας έσφιγγε το χέρι του άλλου να μη μας πάρει ο αέρας και μας ρίξει στο βυθό.

Στην άλλη όχθη στο πολωνικό φυλάκιο ακούσαμε ελληνικά. «Ερχονται, έρχονται...». Ενας ψηλός φαλακρός άνδρας, τυλιγμένος με μια χλαίνη, κι ένας γεροντότερος, με παχύ μουστάκι, μας περίμεναν.
«Πρώτα θα πάμε να φάμε και να ζεσταθούμε και ύστερα βλέπουμε. Ποιον γυρεύετε...».
Κανείς δεν απάντησε. Τον παππού μου, σκεφτόμουνα, μα απ' το κρύο δεν μπορούσα να βγάλω λέξη.
«Αχ, τα χρυσά μου...», είπε ο άλλος άνδρας και μου χάιδεψε το κεφάλι. «Ξεπάγιασαν...».
«Τώρα που φτάσατε όλα θα διορθωθούν», είπε ο φαλακρός. Επιασε τον Κώστα Β. απ' το χέρι και προχώρησαν με γοργά βήματα. Μας πήγαν στη λέσχη των Ελλήνων, έναν τετράγωνο σκοτεινό χώρο, που μοσκομμύριζε καφέ. Ελληνικό καφέ, αυτή τη μυρωδιά τη θυμόμουνα απ' το καφενείο του παππού μου, στο Μπόσκλαβο. Από μία διπλανή πόρτα μπήκαν δύο γυναίκες, η μία κούτσαινε λιγάκι. Βάλανε κούπες με ζεστό τσάι και διάφορα γλυκά μπροστά μας.
«Φάτε...», είπε ο φαλακρός. Ο άλλος κύριος έκατσε απέναντί μας και κάπνιζε.

Οι δυο γυναίκες στεκότανε και κοιτούσαν χαμογελαστές πώς τρώγαμε. Αυτή που κούτσαινε ήταν γύρω στα τριάντα και πολύ όμορφη. Τα μάτια της άστραφταν. Η άλλη σίγουρα θα είχε περάσει τα πενήντα. Τα πυκνά μαλλιά της τα είχε πλέξει κοτσίδες. Ετσι που ήταν αδύνατη κι ευκίνητη, μου θύμιζε τη θεία μου τη Σοφία.
«Ποιόν ψάχνεις καλέ;», με ρώτησε η νεότερη.
«Τον παππού μου...».
«Πώς τον λεν...;».
«Παναγιώτη Νικολάου».
«Από πού είσαι, καλέ;».
«Απ' το Μπόσκλαβο».
«Καρδίτσα; Γιεμ, από κει κοντά είμαι κι εγώ. Τον παππού σου τον ξέρω απ' την πορεία. Και τη γιαγιά σου την Πιπερλίγκο... Τους πήγαν στην Ουγγαρία...».
Με έπιασε ένα βαθύ παράπονο. Ηθελα να κλάψω, να πνίξω αυτόν τον άτιμο κόσμο στα δάκρυα. Τι ζητούσα εγώ σ' αυτά τα ξένα μέρη, που όπως μου φαινότανε, ο ήλιος δεν έβγαινε ποτέ. Αχ, ρε παππού! Τι ζητάω εγώ, ένα παιδί απ' το Μπόσκλαβο, σ' αυτήν την πόλη που καμιά ελληνική γλώσσα δεν μπορεί να αρθρώσει το όνομά της: Ζγκόρτζελετς! Πώς μπόρεσα να πιστέψω ότι θα σ' έβρισκα εδώ; `Η μήπως ήσουνα εδώ και μόλις έμαθες ότι θα ερχόμουνα το 'σκασες για την Ουγγαρία; Γιατί, παππού, δε με ψάχνεις κι εσύ; Μπερδεύτηκαν οι σκέψεις μου. Κόμπιασε ο λαιμός μου, το γλυκό δεν καταπίνονταν. Το τσάι, αν και είχε μπόλικη ζάχαρη, ήταν πικρό.
«Αφήστε τα παιδιά να φάνε. Υστερα θα πάνε για ύπνο και αύριο έχει ο θεός...», είπε ο φαλακρός κύριος. «Εσύ, Ασήμω, είσαι μόνη, σπίτι έχεις, πάρε το πατριωτάκι σου...».
Τσατ πατ, μας μοίρασαν σε ελληνικές οικογένειες.

Η Ασήμω έμενε στο δεύτερο όροφο μιας παλιάς πολυκατοικίας. Οι τοίχοι του κτιρίου ήταν τρυπημένοι απ' τις σφαίρες του πολέμου, τα τζάμια σπασμένα. Σε πολλά παράθυρα είχανε κολλήσει εφημερίδες και χαρτόνια για να εμποδίζουν τον αέρα και το κρύο να μπαίνουν μέσα. Ανεβήκαμε αργά αργά τις ξύλινες σκάλες που τρίζανε, μπροστά η γυναίκα κουτσαίνοντας ελαφρά.
Είχε ένα δωμάτιο με μια μικρή κουζίνα.
«Εχω αβγά», λέει η Ασήμω, «θέλεις να φας αβγά με ψωμί; Α, εδώ είναι και μήλα..!». Σήκωσε ένα κόκκινο μήλο ψηλά στο φως της λάμπας.
«Οχι, έφαγα πολλά γλυκά».
«Θα βάλω νερό να κάνεις μπάνιο να ζεσταθείς...».
Από ένα μικρό πατάρι πάνω απ' την είσοδο, κατέβασε μια μεγάλη τσίγκινη λεκάνη. Εριξε το ζεστό νερό μέσα και γέμισε και μια λαστιχένια θερμοφόρα. Την έσπρωξε κάτω απ' τα σκεπάσματα. «Αυτή θα είναι απόψε η σόμπα μας», είπε και γέλασε. «Δε μας φέρανε κάρβουνα. Βγάλ' τα όλα...».
Εγώ ντρεπόμουνα να ξεντυθώ μπροστά της.
«Χαζό είσαι;», είπε και άρχισε να μου ξεκουμπώνει το πουκάμισο. «Πόσο χρονών είσαι;».
«Δεκατέσσερα...».
«Δεκατέσσερα; Αντράκι!.. Σε πέρασα για μικρότερο...».

Μπήκα στο ζεστό νερό. Η Ασήμω με έπλυνε με πράσινο σαπούνι. Μοσχοβολούσε όλο το δωμάτιο. Μια βαθιά ζεστασιά άρχισε να απλώνεται στο κορμί και στην ψυχή μου. Η γυναίκα ήταν όλο χαμόγελο και χάδια. Με στέγνωσε με μια παρδαλή πετσέτα.
«Και τώρα στο κρεβάτι», είπε. «Θα σβήσω το φως να μη δεις τα χάλια μου...».
Δεν κατάλαβα τι εννοούσε. Ακουσα κάτι σκληρό να πέφτει στο πάτωμα. Υστερα κατάλαβα απ' το πλατσούρισμα του νερού ότι πλενόταν.
«Μάνα μ', τι τόπος είν' αυτός! Μπορείς να παγώσεις όρθιος...», είπε και μπήκε γελώντας κάτω απ' το πάπλωμα. «Ελα, χρυσό μου, έλα σιμά μ' να ζεσταθούμε...». Με τράβηξε κοντά της. Φορούσε ένα λεπτό μεσοφόρι. Η καρδιά μου χτυπούσε άγρια. Πρώτη φορά ακουμπούσα το σώμα μιας πραγματικής γυναίκας. Και τότε τρόμαξα... Θεέ μου, τι ήταν αυτό; Είχε μόνο ένα πόδι! Οχι ένα, ένα και μισό. Το αριστερό της ήταν κάτω από το γόνατο κομμένο.
«Μη φοβάσαι», είπε, «το έδωσα για τον αγώνα. Εγγλέζικη οβίδα...».
Πήρε το χέρι μου και το έβαλε εκεί που τελείωνε το πόδι της. Αισθάνθηκα τη σκληράδα του κομμένου κόκαλου. Αργότερα ξεθάρρεψα και άρχισα ν' ανακαλύπτω και το υπόλοιπο κορμί αυτής της γλυκιάς αντάρτισσας.
*****
Εμενα τρεις μέρες κοντά της. Μετά από χρόνια, όταν σπούδαζα στο πανεπιστήμιο της Λειψίας, πήγαινα τα καλοκαίρια και την έβλεπα. Στα πολωνικά δάση μαζεύαμε μανιτάρια, άγριες φράουλες και κάτι μπλε μούρες που τις έτρωγες με ζάχαρη και δεν τις χόρταινες. Ψάξαμε πολύ να βρούμε το ελληνικό τους όνομα, μα μάταια. Τις βγάλαμε γιαγκόντες, όπως τις λέγανε οι Πολωνοί.
Ομως, κάποτε έφυγε η Ασήμω απ' το Ζγκόρτζελετς. Ολες οι προσπάθειές μου να έρθω σε τηλεφωνική επαφή μαζί της ναυάγησαν. Τα γράμματα γυρίζανε κλειστά πίσω.
Οταν αργότερα πέρασα από κει και ρώτησα τη γειτόνισσά της, την κυρά Μαριγούλα απ' την Αγιά του Βόλου, εκείνη έβαλε τα κλάματα και δεν ήθελε να μου πει τίποτα. Τελικά ακούμπησε το κεφάλι της στο στήθος μου και μου ψιθύρισε: «Αν σε ρωτήσει το παιδί, μου είπε η Ασήμω πριν πεθάνει, να του πεις πως έφυγα για πάντα για την Ελλάδα... Αχ, Μάκη μου, οι εγγλέζικες οβίδες δεν τη λύγισαν, την άδραξε, π' ανάθεμά του, ο καρκίνος...».

Γύριζα όλη τη νύχτα στην ξένη πόλη. Πήγα και σε μέρη που περπατήσαμε μαζί. Ούτε πού τη θάψανε δεν ήξερα, να της πήγαινα κανένα γαρίφαλο, που τόσο αγαπούσε η όμορφη αντάρτισσα.

Διήγημα του Θωμά Νικολάου
(Δημοσιεύτηκε στο Ριζοσπάστη - 20/1/2002)

Δεν υπάρχουν σχόλια: