Στα τέλη της δεκαετίας του ΄80, δυο πεντοχίλιαρα δεν ήταν πολλά λεφτά, είχαν όμως αξία. Μια αξία που γινόταν ακόμα μεγαλύτερη για τον φαντάρο που βρισκόταν πολλές εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι του. Ένα πακέτο τσιγάρα, από τα «καλά», κόστιζε 128 δραχμές και ένας «φραπές» στο ΚΨΜ, άλλες 30. Αν βέβαια κάποιος υπολογίσει πόσα πακέτα τσιγάρα και πόσοι φραπέδες χρειάζονταν για να σου κρατήσουν συντροφιά ένα ολόκληρο 24ωρο, τα δυο πεντοχίλιαρα δεν έφταναν. Για το «μισθό» του φαντάρου (490 δρχ), ας μην πούμε τίποτα καλύτερα.
Μόλις
ο ταχυδρόμος έφερνε την (πρώτη) επιταγή των 5.000 δρχ, η πρώτη κίνηση ήταν η
αγορά μιας «κούτας» τσιγάρα (δέκα πακέτα). Ο μεγάλος χακί κυλινδρικός «σάκος
υπηρεσίας» κλείδωνε με κάτι λουκετάκια που δεν έπειθαν ούτε τη Μπάρμπι να
κλειδώσει το σπίτι της, όμως η μπέσα των συναδέλφων στο θάλαμο περίσσευε και
έτσι σπάνια υπήρχαν «απώλειες». Όταν τα «καλά» τσιγάρα τελείωναν, σειρά
έπαιρναν τα δεύτερης και τρίτης ποιότητας (συνήθως άφιλτρα), που ήταν πολύ πιο φτηνά.
Το τσιγάρο τότε ήταν είδος πρώτης ανάγκης, μια από τις ελάχιστες απολαύσεις στη
φανταρίστικη ζωή, οπότε δεν «έπαιζε» ούτε σαν ενδεχόμενο το να ξεμείνεις. Πόσο μάλλον όταν απεχθάνεσαι την
τράκα…
Για
τον φαντάρο που προερχόταν από τις
εργατογειτονιές της Αθήνας, η ζωή στην αφιλόξενη θρακιώτικη πόλη ήταν μάλλον
ακριβή. Στα μαγαζιά που δέχονταν (και) φαντάρους οι τιμές ήταν ψηλές. Τα
«φανταρομάγαζα» ήταν λίγο φτηνότερα, αλλά έπηζε το μάτι σου στο χακί. Όμως, όταν
ξέρεις πως θα περάσεις έναν ολόκληρο μήνα με δυο πεντοχίλιαρα κάνεις τα
κουμάντα σου. Οι έξοδοι λιγοστεύουν. Οι ευκαιρίες για περισυλλογή γίνονται
περισσότερες. Το ίδιο και ο χρόνος για μουσική, διάβασμα και
γράψιμο. Το φιλοσοφείς –θέλοντας και μη- το θέμα: Φαντάρος είμαι, όχι
τουρίστας. Αφήνεις και κάμποσες «γωνιές» της πόλης ανεξερεύνητες, όπως ας πούμε
τα «μπουζούκια» στον περιφερειακό, τις «μουράτες» καφετέριες δίπλα στο ποτάμι,
τα λιγοστά χωμένα στην «παλιά πόλη»
κ…μπαρα ή την πιάτσα των «κοριτσιών» πίσω από τις παλιές καπναποθήκες. Αναλόγως
του «τι» κουβαλάς από το σπίτι σου,
αυτό γίνεται εύκολα ή φαντάζει –στην αρχή- αδύνατο. Η παρέα παίζει κι αυτή το ρόλο
της στο πως το αντιμετωπίζεις.
Δεν
πέρναγαν βέβαια όλοι το μήνα με λίγα λεφτά. Ο συνάδελφος Λ. ας πούμε, «γόνος
καλής οικογενείας» από της βόρεια Ελλάδα, ξόδευε κατά δήλωσή του μίνιμουμ 80 με
90 χιλιάρικα. Ο συνάδελφος Α. με καταγωγή από «διάσημο» νησί των Κυκλάδων,
ξεπερνούσε τα 100 (χιλιάρικα το μήνα)! Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως καπιταλισμό
είχαμε και τότε, ας κυβερνούσε το… σοσιαλιστικό ΠΑΣΟΚ. Ο κάθε φαντάρος ξόδευε
αναλόγως του πόσα έμπαιναν στο πορτοφόλι
του αλλά και της πρότερης κατάστασης της ζωής του. Αλλά… όπως ξεκίνησαν να λένε
πονηρά οι πλούσιοι και συνήθισαν να αποδέχονται οι φτωχοί, το νόημα της ζωής
δεν βρίσκεται στα λεφτά. Και ο φαντάρος, ακόμα και τότε που η τσέπη είναι άδεια,
ξέρει να βρίσκει τα μονοπάτια που θα τον οδηγήσουν σε μοναδικές εμπειρίες που
θα γίνουν, χωρίς να το ξέρει όταν τις ζει, στιγμές αξέχαστες στην
υπόλοιπη ζωή του.
Το
ΚΨΜ της μονάδας είχε μια ξεχωριστή θέση στη ζωή μας. Εκεί μέσα νιώθαμε περίπου
σαν στο σπίτι μας. Ο ΚΨΜτζής ήταν παιδί της τάξης μας, μπεσαλής και τόλεγε η καρδιά του.
Έβαζε συχνά το χέρι στην τσέπη, ή έκανε τα στραβά μάτια, μέχρι να φτάσει η
επιταγή. Ήταν ο «αδερφός» που
άκουγε τα παράπονα και τους καημούς των
συναδέλφων (από καημό και παράπονο ο φαντάρος, άλλο τίποτα). Τα Σαββατόβραδα,
που συνήθως είχαμε λάσκα, κρατούσε το ΚΨΜ ανοιχτό μέχρι αργά. Όταν νύσταζε καμιά φορά ή
είχε έξοδο μας άφηνε τα κλειδιά, πάντα με την ίδια «προειδοποίηση»: Μαλάκες, το
νου σας μη γίνει καμιά «στραβή»!
Δεν
ήταν λίγες οι φορές που η απογευματινή μας έξοδος έφτανε μέχρι… το Κ.Ψ.Μ. Με τα
«διπλά» σάντουιτς της κυρά Μαρίας (χέρι με χέρι πάνω από το συρματόπλεγμα), τον
Καζαντζίδη στο κασετόφωνο και τα άδεια μπουκάλια της Μαλαματίνας να
στοιβάζονται κάτω από το τραπέζι. Τις κάφτρες των τσιγάρων να κοκκινίζουν από όσα
σεκλέτια δεν έσβηνε το αλκοόλ, και τις καρδιές να φτεροκοπάνε φλογισμένες πίσω
από τα ξεκούμπωτα στέρνα, σαν το χορευτή που άφηνε στο τσιμεντένιο πάτωμα τα
βαθιά χνάρια ενός ζεϊμπέκικου - σταγόνες ιδρώτα, χαρμάνι με τη στάχτη του
τσιγάρου του.
Άλλες
φορές -κυρίως το χειμώνα που δεν προσφερόταν το ύπαιθρο-, μετά τη νυχτερινή σκοπιά, στο ΚΨΜ, δίπλα στην
ξυλόσομπα περίμενε μια ήσυχη ζεστή γωνιά για να ταξιδέψεις -με μοναδική συντροφιά έναν καφέ και αμέτρητα
τσιγάρα- τη μοναξιά σου στις σελίδες ενός βιβλίου. Ο πάγκος του ΚΨΜ, οι άδειες καρέκλες και τα τραπέζια και οι ήρωες παλιών πολέμων στους τοίχους γίνονταν
συχνά σιωπηλοί μάρτυρες μιας μάχης πάνω σε μια κόλλα χαρτί. Εσύ να
στήνεις με κόπο όρθιους τους χαρακτήρες και να ΄ρχεται μετά μια οριζόντια γραμμή και να τους
θερίζει, και πάλι από την αρχή, και ξανά όρθιοι, μέχρι οι σκέψεις να γίνουν
λέξεις, μέχρι η ψυχή να γίνει λέξεις, και οι λέξεις γράμμα στην αγαπημένη
ή ένα ακόμα κεφάλαιο της
αυτοεξομολόγησης που δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.
Ναι,
το νόημα της ζωής δε βρίσκεται κρυμμένο πίσω από χαρτονομίσματα - ας το είπε όποιος θέλει αυτό. Και ας μη θεωρηθεί πως αυτή η αποδοχή
σημαίνει και αποδοχή κάποιου σκοτεινού και ανεξήγητου πεπρωμένου. Ο φαντάρος
ξέρει να το ανακαλύπτει μέσα στο τίποτα. Όπως η μάνα που με το
τίποτα γέμιζε κάποτε το τραπέζι για τον απρόσμενο μουσαφίρη. Όπως οι εργάτες στο γιαπί που από το
τίποτα έκαναν το κολατσιό γιορτή. Όπως, από το τίποτα, ένα χέρι μπορεί να
ακουμπήσει στο δικό σου και δίπλα άλλο ένα, και άλλα πολλά χέρια να γίνουν μια
γροθιά και να κάνουν το τίποτα ζωή.
ΥΓ.
Αν αναρωτηθήκατε τι μ’ έπιασε Σαββατόβραδο και θυμήθηκα τα χρόνια του στρατού,
η απάντηση βρίσκεται στην είδηση πως τα ΚΨΜ
«παραχωρούνται» -και αυτά- σε ιδιώτες…
Σάββατο
23 Νοέμβρη 2013.
1 σχόλιο:
Να ΄σαι καλά οικοδόμε για τα χρόνια που με γύρισες πίσω...
ευχαριστώ για αυτή και τόσες άλλες αναρτήσεις που μας έχεις χαρίσει...
Δημοσίευση σχολίου