Μετά
το ματοκύλισμα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, τα κρατητήρια της ΕΣΑ, το
υπόγειο γκαράζ της Γενικής Ασφάλειας, τα μπουντρούμια των στρατιωτικών φυλακών
στο Μπογιάτι γέμισαν ασφυκτικά από φοιτητές, εργάτες και άλλους δημοκρατικούς
πολίτες οι οποίοι συμμετείχαν ενεργά στα γεγονότα της
17ης Νοέμβρη. Όπως αποκαλύφτηκε και αργότερα, μετά την πτώση της χούντας, στη δίκη των βασανιστών, μεγάλος αριθμός
στελεχών του χουντικού κρατικού και παρακρατικού μηχανισμού, αλλά και απλοί αστυνομικοί, στρατιωτικοί, φαντάροι
και γιατροί ρίχτηκαν σαν ύαινες πάνω στους αλυσοδεμένους αγωνιστές και τους
σακάτεψαν με φριχτά βασανιστήρια, που μόνο αρρωστημένα μυαλά μπορούσαν να σχεδιάσουν
και να εκτελέσουν. Ήθελαν να τους αποσπάσουν την «ομολογία» ότι «δια πλειόνων πράξεων συνιστωσών
εξακολούθησιν ενός και του αυτού εγκλήματος επεδίωξες την εφορμογήν ιδεών
εχουσών ως έκδηλον σκοπόν την δια βιαίων μέσων ανατροπήν του πολιτεύματος και
δημοκρατικού καθεστώτος και την εγκαθίδρυσιν του κομμουνιστικού καθεστώτος εις
την χώραν κατά το πρότυπον των λαϊκών δημοκρατιών»...
Ο
αξέχαστος λαϊκός αγωνιστής, κομμουνιστής, πρώην στέλεχος και βουλευτής του ΚΚΕ
Κώστας Κάππος ήταν ένας από αυτούς τους αγωνιστές και τις αγωνίστριες που τα
σημάδια της φρίκης των βασανιστηρίων
αποτυπώθηκαν για πάντα στο κορμί τους. Αναδημοσιεύουμε αφήγηση του Κ. Κάππου,
από τον Ριζοσπάστη της 3/8/1975:
«Μόλις
με πιάσανε το Φλεβάρη του 1974 με πήγανε στα μπουντρούμια της Γενικής Ασφάλειας
Αθηνών. Στις 20 του Απρίλη με μεταφέρανε στις στρατιωτικές φυλακές Μπογιατίου.
Την ημέρα αυτή, αφού μου δέσανε τα μάτια με ένα λευκό μαντήλι, με μετέφεραν σε
ένα κελί απομόνωσης, που ήταν δίπλα στα λουτρά. Εκεί, αφού με χτύπαγαν περίπου
ένα τέταρτο, με δέσανε στο κρεβάτι όπου υπήρχε ένα στρώμα. Σε συνέχεια μου
περάσανε μια ζώνη σιδερένια στη μέση, όπου στις άκρες της υπήρχαν χειροπέδες
που μου δέσανε τα χέρια. Εκτός από τη σιδερένια ζώνη, με δέσανε από τη μέση και
κάτω με ένα σκοινί, ώστε να μη μπορώ να μαζέψω τα πόδια μου και να κοιμηθώ.
Στις
10 το βράδυ με λύσανε και αφού μου βγάλανε τα ρούχα και πέταξαν το στρώμα, με
δέσανε ανάποδα. Κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο, δεμένος έμεινα μέχρι τις 3 το
μεσημέρι της επομένης, οπότε με λύνουν και μου φέρνουν νερό. Δεν προλαβαίνω να
πάρω ανάσα και το κρεβάτι ήταν έτοιμο για νέα βασανιστήρια. Με ξαναδέσανε.
Ήμουν συνεχώς, πάντοτε δεμένος. Στις 10 το βράδυ πάλι, με χτυπήσανε με
βούρδουλα και ξύλα. Δεμένος, λοιπόν όπως ήμουν, μου βρέχανε τα ρούχα και το
στρώμα με πολύ νερό. Αυτό γινόταν κάθε δυο τρεις μέρες. Στις 18 του Μάη και
αφού προηγουμένως με δείρανε με το βούρδουλα και το ξύλο, με κατέβασαν από το
μαρτυρικό κρεβάτι και με ξάπλωσαν στο δάπεδο. Με γύρισαν και με ένα χοντρό ξύλο
με χτυπούσαν συνεχώς στο οπίσθιο μέρος και αυτοί οι αδίστακτοι βασανιστές μου
δημιούργησαν μια μεγάλη πληγή.
Στις
31 Μαΐου, αφού με έδεσαν πάλι ανάποδα στο κρεβάτι, μου έβαλαν επάνω ένα σακί
τσιμέντο. Οπωσδήποτε θα πάθαινα ασφυξία, αν με τις ελάχιστες δυνάμεις που μου
είχαν απομείνει, δεν έριχνα από πάνω μου το βαρύ αυτό φορτίο. Ήταν πραγματικό
μαρτύριο. Μόλις οι «κύριοι» ήρθαν και είδαν ότι
το σακί έλειπε από πάνω μου, όπως ήμουν δεμένος με τις χειροπέδες,
άρχισαν να με χτυπούν στα δάχτυλα.
Αφού
είδαν και με αυτόν τον τρόπο πως δεν μου έπαιρναν λέξη, μεταχειρίστηκαν άλλον.
Αυτή τη φορά ασβέστη. Με ταλαιπώρησαν αφάνταστα, αλλά δεν λύγισα. Κατόπιν με
χτύπησαν στα γόνατα, στις γάμπες και από κει και πέρα έπεσα σε αφασία.
Τέλος,
αναγκάστηκαν να με μεταφέρουν στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο επειδή οι πληγές, παρά
τις αλλαγές που μου έκαναν οι γιατροί, δεν έκλειναν. Μετά από 20 μέρες περίπου
αποφάσισαν να μου κάνουν πλαστικές εγχειρίσεις σε 7 σημεία, κάτω στις γάμπες,
πάνω στους μηρούς, στην κοιλιά, στα γόνατα. Εκεί παρέμεινα μέχρι τις 18 Ιούλη
και ενώ ακόμα οι πληγές δεν είχαν κλείσει, ήρθε η Ασφάλεια και με πήρε ξαφνικά
για τις φυλακές Κορυδαλλού.»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου