Η μελέτη του Νίκου Ζαχαριάδη για τον ποιητή Κωστή Παλαμά (κριτική ανάλυση του ποιήματός του «Δωδεκάλογος του Γύφτου»), γράφτηκε από τις 20 του Γενάρη μέχρι τις 15 του Μάρτη 1937 στις φυλακές της Κέρκυρας. Όπως φαίνεται και στα αποσπάσματα παρακάτω, η εργασία του Ζαχαριάδη σταμάτησε αναγκαστικά πριν ολοκληρωθεί, όταν οι δεσμοφύλακες του αφαίρεσαν τα βιβλία-βοηθήματά του. Τότε ο συγγραφέας προχώρησε στο κλείσιμο διατυπώνοντας τα τελικά συμπεράσματα.
Τα χειρόγραφα
δακτυλογραφήθηκαν και πολυγραφήθηκαν πολλές φορές και κυκλοφόρησαν παράνομα. Η
πρώτη δημοσίευση της μελέτης ξεκίνησε να γίνεται στους παράνομους «Πρωτοπόρους»
(1943) αλλά σταμάτησε με τη διακοπή έκδοσης του περιοδικού. Σε βιβλίο πρωτοβγήκε
στη Θεσσαλία από τις εκδόσεις της «Κόκκινης Σημαίας» (1944) με πρόλογο του Γιάννη
Ζέβγου, όμως με πολλά λάθη στους στίχους του Παλαμά (ο Ζαχαριάδης στην
εργασία του παραθέτει πολλά αποσπάσματα από τον «Δωδεκάλογο του Γύφτου»). Η
δεύτερη έκδοση έγινε στο Βόλο τον Οχτώβρη του 1944. Η τρίτη έκδοση κυκλοφόρησε
στο Κάιρο της Αιγύπτου τον Σεπτέμβρη του 1944 και η τέταρτη στην Αθήνα
από τα «Τα Νέα Βιβλία» τον Μάη του 1945. Τα στοιχεία αυτά μας τα δίνει ο
Γιώργης Ζωίδης στα προλεγόμενα της τέταρτης έκδοσης.
Με
αφορμή τη σημερινή επέτειο γέννησης του μεγάλου μας ποιητή, από την 4η έκδοση του «Αληθινού Παλαμά» μεταφέρουμε εκτενή αποσπάσματα της μελέτης
του Νίκου Ζαχαριάδη και ολόκληρο τον επίλογο με τα τελικά συμπεράσματα.
Ο ποιητής, δοκιμιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας, διηγηματογράφος και θεατρικός συγγραφέας, Κωστής Παλαμάς γεννήθηκε στις 13 του Γενάρη 1853. Αποτέλεσε κεντρική μορφή της λογοτεχνικής «γενιάς του 1880» και της αποκαλούμενης «Νέας Αθηναϊκής Σχολής». Υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής της δημοτικής και κορυφαία μορφή του δημοτικιστικού κινήματος με το κύρος του, αλλά και με τις κυρώσεις που υπέστη για τον γλωσσικό του αγώνα.Δημοσίευσε συνολικά σαράντα ποιητικές συλλογές, καθώς και θεατρικά έργα, κριτικά και ιστορικά δοκίμια, συγκριτικές μελέτες και βιβλιοκριτικές. Έφυγε από τη ζωή στις 27 του Φλεβάρη 1943 και η κηδεία του την επομένη στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών εξελίχθηκε σε αντικατοχικό συλλαλητήριο.
Ο ποιητής, δοκιμιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας, διηγηματογράφος και θεατρικός συγγραφέας, Κωστής Παλαμάς γεννήθηκε στις 13 του Γενάρη 1853. Αποτέλεσε κεντρική μορφή της λογοτεχνικής «γενιάς του 1880» και της αποκαλούμενης «Νέας Αθηναϊκής Σχολής». Υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής της δημοτικής και κορυφαία μορφή του δημοτικιστικού κινήματος με το κύρος του, αλλά και με τις κυρώσεις που υπέστη για τον γλωσσικό του αγώνα.Δημοσίευσε συνολικά σαράντα ποιητικές συλλογές, καθώς και θεατρικά έργα, κριτικά και ιστορικά δοκίμια, συγκριτικές μελέτες και βιβλιοκριτικές. Έφυγε από τη ζωή στις 27 του Φλεβάρη 1943 και η κηδεία του την επομένη στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών εξελίχθηκε σε αντικατοχικό συλλαλητήριο.
***
(…) Ο
Παλαμάς στάθηκε πάνω στο πέρασμα από το παλιό σε κάτι καινούριο. Η εποχή του
είναι εποχή από χαρακτηριστικές αλλαγές, γερά τραντάγματα και βαθιά οργώματα
στο νεοελληνικό κοινωνικό κάμπο. Προικισμένος μ’ εξαιρετικά δυνατό ποιητικό ταλέντο, δε
μπορούσε να μείνει ούτε και έμεινε έξω από τα ζητήματα αυτά. Τ’ αντίθετο. Τα
είδε, τα ’νοιωσε, τα ’ζησε και στο έργο του τα έκφρασε έτσι είτε αλλιώς, πάντα
όμως με μιαν ανώτερη ποιητική πνοή δυνατή. Ο ίδιος ο ποιητής στον πρόλογο του
«Δωδεκάλογου του Γύφτου» λέει: «Είμαι ποιητής του καιρού μου και του γένους μου
κι ό,τι μέσα μου κρατώ δε μπορεί να χωριστεί από την έξω πλάση».
(…)
Η ποικιλόμορφη αντίδραση, όταν δεν τον αγνόησε ολότελα, βασικό σκοπό της έταξε
να παρουσιάσει τον Παλαμά στρατιώτη και αγωνιστή του μεγαλοϊδεάτικου σωβινισμού
και στυλοβάτη της αστοτσιφλικάδικης κυριαρχίας και λαϊκής ληστείας. Μα ο
πραγματικός Παλαμάς, παρ’ όλες τις ελλείψεις, τους δισταγμούς, την
αναποφασιστικότητα και συχνά την ασυνέπειά του, δεν είναι τέτοιος. Και πρέπει
να τόνε φυλάξουμε, να τόνε κρατήσουμε και να τόνε δείξουμε τέτοιον όπως είναι
στην πραγματικότητα. Αυτό αποτελεί μιαν ιερή υποχρέωση της λαϊκής επιστημονικής
κριτικής στη χώρα μας. Γιατί αυτό συμφέρει στο λαό και στον τόπο και βοηθά στην
πρόοδο.
Ο «Δωδεκάλογος του Γύφτου» είναι το πιο ολοκληρωμένο και το πιο φιλοσοφημένο έργο του ποιητή. Αυτού μας ξεσκεπάζει όλη του την ψυχή. Κι αυτού μας επιτρέπει να τόνε νοιώσουμε και να τόνε κρίνουμε καλύτερα από κάθε έργο του.
Ο Παλαμάς εμφανίστηκε και δούλεψε σε μια εποχή της κοινωνικοπολιτικής μας εξέλιξης που τη διακρίνει τούτο το χαρακτηριστικό: η ταραχώδικη και καταστρεφτική για το λαό και για τον τόπο πολιτική και οικονομική χρεωκοπία των ηγετικών - πλουτοκρατικών τάξεων. Η πολεμική καταστροφή του 1897 και το οικονομικό κραχ, που ’χε για επακόλουθο την επιβολή στον τόπο, στα 1898, του Διεθνούς Οικονομικού Ελέγχου (Δ.Ο.Ε.), αποτελούν τις πιο χειροπιαστές κι ολοφάνερες εκδηλώσεις και πιστοποιήσεις της χρεωκοπίας αυτής.
(…)Με την ιδεολογία αυτή [της «Μεγάλης Ιδέας»] καθυπόταξε η πλουτοκρατία το λαό. Τον λήστεψε και τον έγδυσε στ’ όνομα της μελλοντικής απόλαυσης κι αμοιβής, τον αποσπούσε από την πραγματικότητα της εσωτερικής αθλιότητάς του, τόνε μεθούσε με το όνειρο της κοσμοϊστορικής αποστολής του! Στο όνομα της αυριανής παντοδυναμίας του κατάφερνε να του κρύβει το καθημερινό ολοένα και πιο σφιχτό ξεπούλημά του στον ξένο, τους αδιάκοπους εθνικούς εξευτελισμούς, την ακατάπαυστη κατάπτωση και πισοδρόμησή του, που θα τον έφερναν στα τελευταία σκαλοπάτια του ευρωπαϊκού πολιτισμού! Η επιστημονικά και ιστορικά αθεμέλιωτη και ανεδαφική θεωρία και ιδεολογία της «Μεγάλης Ιδέας», που ήθελε να εμφανίσει σα μια ενιαία ιστορική και κοινωνική συνέχεια τους χωριστούς και βασικά διαφορετικούς μεταξύ τους κοινωνικούς σχηματισμούς της αρχαιοελληνικής δουλοκρατίας, του βυζαντινού φεουδαρχισμού και του σύγχρονου νεοελληνικού έθνους, δέσποσε ηγεμονικά πάνω στο έθνος αυτό και το έφερε στην καταστροφή, στη γελοιοποίηση και στην κατάπτωση του 1897-1898.
(...)
Σ’ αυτή την εποχή έγραψε ο Παλαμάς το «Δωδεκάλογο του Γύφτου». Δηλαδή σε μια
εποχή που ο λαός βαριά αιστάνθηκε την ταπείνωση, τον εξευτελισμό και τις
καινούριες αλυσίδες και που τα πιο ξυπνημένα μυαλά του τόπου έψαχναν να τη
νιώσουν και να την εξηγήσουν πιο βαθιά.
(...) Ο Παλαμάς δε λιβανίζει, μα χτυπά αμείλιχτα τους κάθε λογής εκμεταλλευτές πατριδέμπορους και όλο το οικοδόμημά τους και δείχνει στο έθνος έναν καινούργιο δρόμο.
Αυτού βρίσκεται η ανεχτίμητη αξία του «Δωδεκάλογου του Γύφτου», που στην πιο συγκεκριμένη ανάλυση του περνάμε τώρα.
Τι είναι ο «Δωδεκάλογος του Γύφτου»;
Η ιστορία σε δώδεκα και ένα στερνό δεκατρείς λόγους ενός «Γύφτου», του ποιητή, που ξεκινά να γκρεμίσει όσα παλιά είναι άχρηστα, τα σκιάχτρα, τα μουχλιασμένα, που τόσες καταστροφές μαζέψανε και να χτίσει, πάνω στη βάση της ζωντανής πραγματικότητας, της γης, του ήλιου, της ζωής και με τη συμμετοχή των ζωντανών λαϊκών δυνάμεων κάτι το καινούργιο, το αληθινό, το ικανό να ξεσηκώσει ψηλά, σε νέες μεγαλύτερες καταχτήσεις, σ’ έναν πιο ανώτερο πολιτισμό.
(...) Βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα του Γύφτου, που το ανταμώνουμε αδιάκοπα σ’ όλο το πέρασμά του, είναι η απόλυτη προσήλωσή του στη ζωντανή πραγματικότητα, στις υλικές γήινες δυνάμεις, η άρνηση κάθε ψεύτικου, κάθε άρνησης της ζωής στο όνομα της προσήλωσης στα ξεφτισμένα και ξεθωριασμένα ιδανικά, σε φαντάσματα.
Με τρανταχτερά σφυροκοπήματα γκρεμίζει ο Γύφτος την υποταγή και το δέσιμο στο νεκρό παρελθόν, που δεν αφήνει να ζήσουμε τη σημερινή ζωή, την τορινή πραγματικότητα και να δημιουργήσουμε κάτι καινούριο, πιο ισάξιο και ανώτερο από το παρελθόν αυτό. Ο σαρκασμός του είναι άφθαστος απέναντι στους μουμιολάτρες, που δηλητηριάζουν και πνίγουν τη ζωή. Μια πίστη έχει ο Γύφτος: μονάχα απ’ τον αρραβώνα της φύσης με την επιστήμη μπορεί να βγει η αλήθεια.
(...) Δεν αρνιέται μονάχα τους θεούς ο Γύφτος. Με την ίδια ορμή πιάνει και ξετινάζει όλους εκείνους που διαστρεβλώνοντας και ευνουχίζοντας την αρχαιοελληνική κληρονομιά, αρνούνται, φοβούνται και κρύβουν το φως και τη ζωή και την κληρονομιά αυτή την κάνουν ένα βαρύ φορτίο ακατανόητο για το λαό και συντριφτικό για τη χώρα μας.
(...)
Ο ποιητής δεν αρνιέται απόλυτα το μεγαλείο και την αξία της αρχαιοελληνικής
κληρονομιάς. Αυτό το ξεκαθαρίζει παστρικά και συχνά. Ο ποιητής μαστιγώνει αυτό
που περασμένο πια για μας και σάπιο και ψεύτικο υπάρχει στην κληρονομιά αυτή
και εκείνους που την παραμορφώνουν, γιατί στ’ όνομά της θέλουν να θάψουν τη
σημερινή αποστολή και το μέλλον ενός ολόκληρου λαού.
Μα
δέχεται μ' ανοιχτή αγκαλιά όσα αληθινά μας προσφέρει η κληρονομιά αυτή.
(...)
Ξεσηκώνεται ο ποιητής γιομάτος δίκαιη αγανάχτηση και ξεσκεπάζει όλους εκείνους,
που θέλησαν να μπαλσαμώσουν και να μουμιοποιήσουν αυτό που ζωντανό και άξιο
υπάρχει στο αρχαιοελληνικό πνεύμα, αυτούς που το πνεύμα αυτό το φυλακίζουν μέσα
στα μπουντρούμια του μεσαιωνικού σκοταδισμού τους.
(...) Η νεκρή προσήλωση στα παλιά οδηγεί στο χαμό ολόκληρου του έθνους, όπως το ’φερε στο γκρεμό και στα 1897-1898. Ο ποιητής καταδικάζει αλύπητα όλη τη νεοελληνική ύστερ’ από το 1821 εξέλιξη, που θέλησε το λαό δούλο των περασμένων, για να εξυπηρετηθούν έτσι όλα τ’ αντιλαϊκά πλουτοκρατικά συμφέροντα και εμπόδισε τη λαϊκή πρόοδο και ανόρθωση.
Κι όπως είδαμε κι αλλού, ο ποιητής δεν σταματά στην άρνηση. Δεν τον ικανοποιεί μονάχα το γκρέμισμα. Στον τόπο αυτουνού που χαλά, μας δίνει μια καινούρια θέση, όπου ξεκαθαρίζει την ανάγκη της ζωντανής δημιουργίας, επεξεργασίας, αναπροσαρμογής και κατανόησης της αρχαιοελληνικής κληρονομιάς· έτσι που να μη μας σταθεί εμπόδιο στο δρόμο μας, μα ενισχυτής και βοηθός. Απ’ την κληρονομιά αυτή πρέπει να πάρουμε αυτό που και σήμερα μέσα στις σύγχρονες συνθήκες διατηρεί κάποιαν αξία, νόημα, σημασία, μικρή είτε μεγάλη. Σε καμιά όμως περίπτωση δε μπορεί να ’ναι το κύριο και βασικό, μα μονάχα το δευτερεύον και βοηθητικό στο τορινό μας ξετύλιγμα:
(...) Όμως ο ποιητής, πολύ περισσότερο απ’ την αρχαιοελληνική κληρονομιά, δε μπορεί ν’ αγνοήσει το βυζαντινό μεσαιωνισμό, που για πιο αντιδραστική εκδήλωσή του είχε τη φαναριώτικη παπαδοκρατία. Το Βυζάντιο μας δίνει την εικόνα της πιο ολοκληρωτικής, θα μπορούσε να πει κανείς, κατάπτωσης που ’χε να μας επιδείξει η ιστορία. Και όμως, αυτούς που ούτε τον εαυτό τους δε μπόρεσαν να σώσουν, θέλουν να μας τους παρουσιάσουν σαν τους πρωτεργάτες της Αναγέννησης και σαν παράδειγμα, που εμείς σήμερα πρέπει ν’ ακολουθήσουμε και να συνεχίσουμε. Αν πιστέψουμε σ’ αυτό, τότε πρέπει μονάχα τη μοίρα μας να κλαίμε.
Ο βυζαντινός φαναριωτισμός κατάστρεψε όσα μπόρεσε από τον αρχαιοελληνικό πολιτισμό, γιατί βρισκόταν σε βασική αντίθεση μ’ αυτόν και ήρθε και σ’ ανοιχτή σύγκρουση μαζί του. Με τους μισθοφόρους του έπνιγε κ’ εξόντωνε τα εκατομμύρια των αγροτών της αυτοκρατορίας και έφτασε, χάρις στην εσωτερική αναπότρεπτη σαπίλα και αποσύνθεσή του, στην πιο εξευτελιστική κατάπτωση. Ώστε αυτουνού το παράδειγμα πρέπει ν’' ακολουθήσουμε; Και όμως τίποτε το καλύτερο δεν έχει να μας υποδείξει ο πλουτοκρατικός νεοελληνικός σωβινισμός και οι θεωρητικές κορυφές του!
Την κατάντια του Βυζάντιου στις παραμονές της άλωσης, μας τη ζωγραφίζει ανυπέρβλητα ο ποιητής
(...) Τοποθετεί [η σκέψη του Γύφτου-ποιητή] δίπλα τον φιλόσοφο και τον καλόγηρο εκπρόσωπο του βυζαντινού μεσαίωνα. Δεν τους παρουσιάζει σαν φίλους, μα σαν οχτρούς, όπως και είναι στην πραγματικότητα. Όμως ούτε ο ένας κάνει, ούτε ο άλλος. Αν τους τοποθετεί κοντά - κοντά, υπογραμμίζοντας τις αντιθέσεις τους, είναι για να τους κρίνει καλύτερα. Και η κρίση του καταδικάζει κι αποτελειώνει και τους δυο. Ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος, ούτε και οι δυο μαζί, δεν μπορούν να σταθούν σα ζωντανά σύμβολα και κοινωνικά κίνητρα στο νεοελληνικό ξετύλιγμα, όπως μας τους επέβαλε και θέλει να τους διατηρήσει η πλουτοκρατική αντίδραση, που, φυσικά, δεν καταλαβαίνει το τερατώδικο της προσπάθειας της να εμφανίσει σαν ένα ενιαίο και αρμονικό σύνολο το αρχαιοελληνικό θαύμα και το βυζαντινό μεσαιωνισμό, που αποτέλεσε, την απόλυτη άρνηση και ακατανοησία του πρώτου. Φυσικά, από μια τέτοια «παρά φύση» ένωση δεν μπορούσε παρά να ξεπροβάλει το νεοελληνικό αστοτσιφλικάδικο ιδεολογικό και πνευματικό τερατούργημα:
(...)
Και οι δυο στέκουν έξω από την πραγματικότητά μας, γι’ αυτό και η κάθε
δραστηριότητα που απευθύνεται στο ξαναζωντάνεμα του παλιού και περασμένου δεν
εκπροσωπεί παρά μονάχα την αντίδραση και την πισοδρόμηση. Για τον ποιητή όμως,
με την άρνηση αυτών και των δυο, δε δημιουργείται αδιέξοδο. Βλέπει και δείχνει
το σωστό δρόμο, βασισμένο στη ζωή:
(...)
Βλέπουμε πόσο καθαρά δημιουργεί ο ποιητής την καινούρια θέση των
αλληλοσυγκρουόμενων παλιών. Αρνείται και τα δυο και στη θέση τους τοποθετεί
κάτι καινούριο, ζωντανό. Οι «ανοιχτομάτες» λαϊκές μάζες συμφιλιώνονται,
διώχνουν τα φαντάσματα και ποτίζονται από το βοτάνι της ζωής. Έτσι θα
μεγαλουργήσουν. Κι έτσι θα γκρεμοτσακίσουν και το αντιδραστικό αντιλαϊκό
κατασκεύασμα που λέγει ότι η «μοίρα των ελλήνων (ποιών ελλήνων;) το ’χει πάντα
ν’ αλληλοτρώγουνται, ν’ αλληλοσπαράζουνται και να χάνουνται». Η
αλήθεια είναι ότι τον αλληλοσπαραγμό αυτόν πάντα, και πριν και τώρα, σ’ όλους
τους κοινωνικούς σχηματισμούς, που τους δίνουν τόνομα «ελληνικοί», απ’ την
αρχαιότητα μέχρι σήμερα, τόνε δημιούργησε και τον έθρεψε η αχορτασιά των
λογής-λογής αφεντάδων-εκμεταλλευτών και ότι μονάχα πάνω σε μια λαϊκή
αντιπλουτοκρατική βάση μπορούν οι Εθνικοί και οι Γαλιλαίοι, δηλαδή ο λαός, να
δώσουν τα χέρια και να δημιουργήσουν αδελφωμένα.
(...)
Σ’ αυτό το λαό, που δημιούργησε το 1821 και που τα παιδιά του «θα πλάσουνε
βασίλεια, του ήλιου ταίρια», πρώτ’ απ’ όλα σ’ αυτόν έχει εμπιστοσύνη ο ποιητής
και τον αντιπαραθέτει στους μεγαλόσχημους κοτζαμπάσηδες και φαναριώτες
εκμεταλλευτές του.
(...)
ο ποιητής και με τα δυο του πόδια στέκεται στέρεα στο χώμα της σημερινής
ζωντανής πραγματικότητας, ότι αρνιέται και χτυπά αλύπητα τα φαντάσματα του
παρελθόντος κι ότι πιστεύει βαθιά κι αδιάσειστα πως το εργαζόμενο έθνος, μονάχα
όταν στηριχθεί στις ίδιες του δυνάμεις και στα πραγματικά συγκεκριμένα και
ζωντανά δεδομένα της τορινής του εξέλιξης, θα μπορέσει να τραβήξει μπροστά και
να πλάσει «βασίλεια, του ήλιου ταίρια». Όλα όσα του αντιστέκουνται στο πέρασμά
του αυτό, ο ποιητής τα γκρεμίζει και χτυπά αμείλιχτα την κάθε αντίδραση και πισοδρόμηση.
(...)
Και μονάχα στη γη και στη φύση μπορεί να σταθεί μια (σύμφωνα πάντα με τον ποιητή-Γύφτο)
πραγματική κ’ αληθινή κ’ επιστημονική δημιουργία. Όποιος της γκρεμίζει τον
ψεύτικο «Όλυμπο» των αρχαίων θεών και φωνάζει «Γιούχα Όλυμποι απ’ αχνούς!» και
στη θέση του υψώνει το δεύτερο Όλυμπο (τη φύση) και τρίτον Όλυμπο (την επιστήμη)
και από το ταίριασμα, τον αρραβώνα αυτόν «της καρδιάς σου και του νου σου» (της
επιστήμης), «με τα πάντα της ζωής» (της φύσης) θα βρεις, άνθρωπε, την αλήθεια.
(...)
Συνοψίζοντας εδώ τη μέχρι τώρα ανάλυση, μπορούμε δίχως κανένα δισταγμό να
καταλήξουμε στο πρώτο μας βασικό συμπέρασμα σχετικά με την παλαμική δημιουργία.
Όπως μας εμφανίζεται απ’ το πιο ολοκληρωμένο, και το πιο θεμελιακό έργο του, το
«Δωδεκάλογο του Γύφτου», φιλοσοφία του Παλαμά, νυστέρι που ανατομεί και
εξετάζει την ιστορία και την κοινωνία, είναι η υλιστική αντίληψη, ο υλισμός.
Βασίζεται αποκλειστικά και μόνο στα δεδομένα που του δίνει η αντικειμενική
πραγματικότητα, αποκρούει κάθε στοιχείο υπερφυσικό, που στέκεται έξω από την
πραγματικότητα, κάθε ιδεαλισμό. Βάζει τη φύση πάνω απ’ όλα, σαν αρχή για όλα
και δέχεται τη διαλεχτική ενότητα της ύλης και του πνεύματος.
(...)
Η υλιστική κοσμοθεωρία του Παλαμά, έτσι όπως ξεπηδάει καθαρή και ξάστερη απ’ το
«Δωδεκάλογο του Γύφτου», δεν επιδέχεται καμιά αμφισβήτηση. Έτσι μονάχα μπορούμε
να εξηγήσουμε και τη δύναμη του έργου του αυτού. Βέβαια το έργο του Παλαμά, που
αναλύσαμε εδώ, δεν είναι δοκίμιο φιλοσοφικό μα ποίημα. Ούτε ο Παλαμάς είναι
φιλόσοφος τόσο, όσο είναι ποιητής. Γι’ αυτό και δε μπορούμε να ζητάμε εδώ απ’
αυτόν ολοκληρωμένη και με πλέρια συνέπεια υλιστική κοσμοαντίληψη. Ακόμα θα
μπορούσε κανένας να ξεχωρίσει και να τονίσει έναν αυθορμητισμό και μια
ακατασταλασιά στο φιλοσοφικό νόημα του «Δωδεκάλογου του Γύφτου». Αυτό όμως δεν
μας εμποδίζει διόλου να δούμε ποιο είναι βασικά το φιλοσοφικό του σύστημα, να καθορίσουμε
τη φιλοσοφική του συνείδηση με τα στοιχεία που ο ίδιος μας δίνει. Και η τέτοια
αποκατάσταση —είναι η κυριολεξία— του Παλαμά, τουλάχιστο όπως μας εμφανίζεται
απ’ το «Δωδεκάλογο του Γύφτου», έχει τεράστια κοινωνική σημασία, γιατί
εξοπλίζει το λαό στους αγώνες του και κάνει τον Παλαμά, το μεγαλύτερο σύγχρονο
ποιητή μας, όχι στυλοβάτη της αντίδρασης, μα σύμμαχο του εργαζόμενου έθνους,
που με το έργο του δείχνει το δρόμο της απολύτρωσης από την ιδεολογική δουλεία
στην αρχαιοκαπηλεία, τα βυζαντινά σκοτάδια και το μεγαλοϊδεάτικο σωβινισμό, που
αποτελεί βασικό συστατικό στο όλο έργο της πλουτοκρατικής οικονομικής,
κοινωνικής και πολιτικής υποδούλωσής του και του εθνικού εξευτελισμού του. Με
το έργο του αυτό ο Παλαμάς αποχτάει υψηλούς τίτλους λαϊκότητας, που τίποτα δε
μπορεί να σβύσει είτε να λερώσει.
Δεύτερο
βασικό χαρακτηριστικό της παλαμικής δημιουργίας, όπως ξεφανερώνεται στο
«Δωδεκάλογο του Γύφτου», που αναλύουμε εδώ, είναι ότι ο ποιητής δε δένεται
πουθενά, όλα τα βλέπει στην κίνησή τους, στο γέννημα τους, στο ωρίμασμά τους
και το χαμό τους, πάντα στο παλιό βλέπει το σπόρο του καινούριου, τίποτε δεν
είναι ικανό να τόνε κρατήσει προσηλωμένο μοιρολατρικά στο παρελθόν, στο θάνατο
και στο χαμό βλέπει την αρχή μιας καινούριας ζωής. Στο ξετύλιγμα της φύσης και
της κοινωνίας δε δέχεται φραγμούς, γιατί ξέρει πως κάθε εμπόδιο, όσο στερεό και
καλοφτιαγμένο κι αν είναι, στο τέλος θα παραμεριστεί και θα γκρεμιστεί, για να
παραχωρήσει τη θέση του στις καινούριες δυνάμεις, που ξεπροβάλλουν και καταχτούν
με την ορμή τους το δικαίωμα και τη θέση τους στη ζωή.
Η
μεθοδολογία του Παλαμά στο «Δωδεκάλογο του Γύφτου» είναι διαλεχτική. Υλιστική
βάση και διαλεχτική μέθοδο, αυτή είναι η ακατανίκητη δύναμη του ποιητή, που του
επιτρέπει τόσο σταθερά και θαραλέα να ξεκαθαρίζει επιστημονικά το παρελθόν, να
νιώθει βαθιά το παρόν και να καθορίζει τους μελλοντικούς δρόμους της λαϊκής
εξέλιξης. Αυτό κάνει τον Παλαμά του «Δωδεκάλογου του Γύφτου» ένα από τα πιο
φωτισμένα μυαλά του τόπου μας και όχι μονάχα «ποιητή του πάθους», ρομαντικό
κλπ, όπως τόνε θέλει η κριτική της αντίδρασης, που με όλα τα μέσα πάει να
σκεπάσει και να κρύψει την κοινωνική και φιλοσοφική πλευρά του έργου του, που
είναι και η πιο σημαντική και η πιο πολύτιμη για το λαό.
(...)
Η οξύτητα και η δύναμη της διαλεχτικής σκέψης του ποιητή —που δεν είναι
αυθαίρετο δικό του δημιούργημα, μα αντανακλά μονάχα το πραγματικό ξετύλιγμα στη
φύση και στην κοινωνία— είναι στ’ αλήθεια εξαιρετική. Για να μην αφήσει καμιάν
αμφιβολία για τη σχέση του παλιού με το καινούριο, που τώρα ζει και που η
αντίδραση θέλει να το εξοντώσει για χάρη του παλιού, ξεδιαλύνει ακόμα πιο πολύ
τη σκέψη του. Η αποστολή του παλιού τέλειωσε. Θα καεί στην ίδια τη δική του
φωτιά, όπου μέχρι τότε έκαιγε τους εχθρούς του και στη θέση του θα ξεπηδήσει το
καινούριο, που αν και θρεμμένο με το γάλα του παλιού, όμως του είναι ξένο κ’
εχθρικό, γιατί ενώ η αποστολή του παλιού στένεψε στο να διατηρεί το παλιό και
τα φαντάσματα, στο διάβα του καινούριου ξεπηδά παντού η ζωή και η καινούρια
δημιουργία.
(...)
Η σύγκρουση των αντιθέσεων, ο αγώνας και η πάλη στη φύση και στην κοινωνία, να
ποια είναι η δύναμη που κινά προς τα μπρος. Μέσα στην πάλη δημιουργιέται «το
ωραίο και το μεγάλο» και πατέρας του είναι ο νικητής της πάλης αυτής. Και ο
ποιητής αυτό «το ωραίο και το μεγάλο», δεν το βγάζει από τη φαντασία του, μα το
δημιουργεί συνθέτοντάς το απ’ όλα τα προτερήματα της φυλής του. Κομμάτι
αξεχώριστο του έθνους του, ο ποιητής με τους αγώνες του, τους καταστρεφτικούς
μα και τους δημιουργικούς ταυτόχρονα, εκφράζει στο τραγούδι του την ψυχή του
λαού του.
(...)
Η προσήλωση όμως και το δέσιμο του ποιητή στο γένος του ποτέ δεν είναι
κοντόφθαλμη και σωβινιστικά διεστραμμένη. Οι ορίζοντες του ποιητή ξεπερνάν και
σπάνε τα στενά εθνικιστικά δεσμά. Δεν τους χωράει ούτε η αγκαλιά της φυλής του,
όσο μεγάλη και να ’ναι. Αποβλέπει σε κάτι πιο μεγάλο. Απ’ τη ζωή ανυψώνεται και
περνάει σε κάτι ανώτερο, σ’ όλη την πλάση, χωρίς να λογαριάζει τις θυσίες που
αυτό χρειάζεται. Και για να πετύχει αρχίζει μεταμορφώνοντας πρώτ’ απ’ όλα τον
εαυτό του και δημιουργώντας τους ανώτερους ανθρώπους, τους αδάκρυτους, που μια
μέρα, ύστερ’ από κοινωνικούς σεισμούς και ραγίσματα, θα κρατήσουν την πλάση―κοινωνία
(...)
Ο Παλαμάς κακοποιήθηκε από πολλές πλευρές. Και η αποκατάστασή του η πραγματική
πρέπει να στηριχτεί αποκλειστικά και μόνο στα δικά του έργα, στα δικά του
λόγια.
(...)
Τρίτο βασικό χαρακτηριστικό της παλαμικής δημιουργίας στο «Δωδεκάλογο του
Γύφτου» είναι το γεγονός, ότι ο Παλαμάς, παρ’ όλες τις διαστρεβλωτικές
διαβεβαιώσεις της αντιδραστικής κριτικής, δε μένει προσηλωμένος και δεμένος στο
σωβινισμό της πλουτοκρατικής πατρίδας, ξεφεύγει από τ’ αγκαλιάσματά της,
ξεπερνά τα στενά σύνορά της κι οραματίζεται, προφητεύει και επιδιώκει κάτι το
πιο πλατύ, το ανώτερο, το πανανθρώπινο. Και το πιο σπουδαίο ακόμα είναι, ότι ο
ποιητής αισθάνεται και ξεχωρίζει τις κοινωνικές εκείνες δυνάμεις που
προορίζονται ιστορικά να πραγματοποιήσουν τούτο το έργο. Αυτό για την Ελλάδα
του 1900, όπου έλειπε το συνειδητό και ξεκαθαρισμένο, τόσο το λαοκρατικοδημοκρατικό,
όσο και το προλεταριακό κίνημα, αυτό για την εποχή, που μόλις αυθόρμητα και
αξεκαθάριστα ακόμα άρχισε να εμφανίζεται στο προσκήνιο των κοινωνικών αγώνων, η
εργατική τάξη, με τις λίγες ακόμα τότε σκόρπιες και αδύνατες οργανώσεις της,
είναι πάρα πολύ και μας παρουσιάζει τον Παλαμά με μια καινούρια μορφή, σαν
κοινωνικό πρωτοπόρο και λαϊκό αγωνιστή.
(...)
Ο Παλαμάς πιστεύει στο εργαζόμενο έθνος και στην αποστολή του και ακόμα
πιστεύει ότι για να δημιουργηθεί ένας ανώτερος πολιτισμός θα ’πρεπε να σπάσουμε
τα εθνικιστικά δεσμά και ολόπλευρη η ανθρωπότητα να ενωθεί σε μια ενιαία κ’
ευγενικιά προσπάθεια για το ανώτερο και το ωραίο.
(...)
Ο ίδιος ο ποιητής, που νιώθει τον εαυτό του κομμάτι του λαού, (δεν είναι τυχαίο
τ’ όνομα του Γύφτου που παίρνει, γιατί γύφτος δε σημαίνει μονάχα τσιγγάνος, μα
μέσα στην εργατιά γύφτοι λέγονται οι σιδεράδες και οι μηχανουργοί, δηλαδή οι
πιο βιομήχανοι εργάτες), δίνει τον αρραβώνα του και παίρνει ενεργό μέρος «στο
μεγάλο έργο το συντροφικό» περνώντας απ' τη μια δουλειά στην άλλη:
(...)
Η πίστη του ποιητή στο έργο του δουλευτή και το σπάσιμο της σκλαβιάς είναι
ακλόνητη και γκρεμίζοντας μπροστά του για μιαν ακόμα φορά τα παλιά, τ’
αχρείαστα, τα σάπια, του τα στρώνει για να περάσει τοποθετώντας αυτόν το
δουλευτή, άρχοντα του κόσμου (...)
[Είχα φτάσει ως εδώ, οπότε μας ξαναπήραν τα βιβλία, μαζί και το «Δωδεκάλογο του Γύφτου» και έτσι αναγκαστικά η δουλειά μου σταματάει μέχρι «νεωτέρας διαταγής». (12 του Μάρτη 1937)].
Τελειώσαμε με την κριτική ανάλυση του «Δωδεκάλογου του Γύφτου». Είναι καιρός να διατυπωθούν τα τελικά μας συμπεράσματα. Ποιο το κοινωνικό πρόσταγμα (γιατί αυτό είναι το βασικό που μας ενδιαφέρει) που ο Παλαμάς από τις σελίδες του «Δωδεκάλογου» απευθύνει προς τον ελληνικό λαό γενικά, προς την ελληνική νεολαία και την ελληνική διανόηση ύστερα;
1ο. Ύστερα από την καταστροφή του 1897-98 τη στρατιωτική και οικονομική, που έδειξε όλη τη χρεωκοπία της αστοτσιφλικάδικης πολιτικής, ο Παλαμάς, που ένοιωσε πολύ βαθιά το χτύπημα εκείνο, έκανε με τον τρόπο του μια επανεξέταση των μέχρι τότε παραδεγμένων αξιών και θέλησε να σαλπίσει ένα καινούριο κήρυγμα. Θέλησε να δείξει ένα καινούριο δρόμο στο εργαζόμενο έθνος, δρόμο που αρνιέται και καταδικάζει όλη την παλιά μούχλα και σαπίλα και κατάπτωση και που καλεί σ’ ένα νέο αναφτέριασμα, ένα καινούριο ξεκίνημα, θεμελιωμένο αποκλειστικά στις καινούριες και ζωντανές εθνικές λαϊκές δυνάμεις. Σ’ αυτό το σκοπό αφιέρωσε ο ποιητής το «Δωδεκάλογο του Γύφτου». Και το «κοινωνικό πρόσταγμα», που δίνεται από τις γραμμές του, μπορεί να συνοψιστεί σε τούτα δω:
Το νεοελληνικό έθνος για να προοδεύσει και να διεκδικήσει την πρωτεύουσα θέση μέσα στην εκπολιτιστική άμιλλα των λαών, πρέπει αποκλειστικά και μόνο να στηριχτεί και να υπολογίσει στις σημερινές ζωντανές και δημιουργικές λαϊκές δυνάμεις του, να βασισθεί με όλο του το βάρος στη σημερινή πραγματικότητα. Η εθνικο-κοινωνική του πολιτική δεν πρέπει να τρέφεται από ουτοπιστικές θεωρίες (Μεγάλη Ιδέα κλπ) και χιμαιρικά όνειρα, που καταστροφές μονάχα μπορούν να μαζέψουν και να εκτροχιάσουν το λαό και τη χώρα από τον πραγματικό προορισμό τους.
2ο. Η προγονοπληξία, η προσήλωση και το δέσιμο στο αρχαιοελληνικό και βυζαντινό παρελθόν, η ανεπιστημονική συσχέτιση του νεοελληνικού έθνους προς τους δύο παλιούς αυτούς κοινωνικούς σχηματισμούς, όλα αυτά μονάχα να παρεμποδίσουν μπορούν τη σημερινή μας πρόοδο και ανάπτυξη. Αυτό φυσικά σε καμιά περίπτωση δεν αποκλείει, μα τ’ αντίθετο επιβάλλει, τη δημιουργική επεξεργασία και «χώνεψη» της πλούσιας κληρονομιάς του παρελθόντος αυτού. Με το νεκρό παρελθόν δεν μπορεί να ζήσει κανένας. Το σταμάτημα, το δέσιμο, είναι θάνατος για τα άτομα και τα έθνη.
Η αδιάκοπη πορεία προς τα εμπρός, η ακούραστη ανανέωση και αναπροσαρμογή, αυτή είναι η ζωή, βασικός νόμος της κοινωνίας και της φύσης. Το μέλλον και η ευημερία του λαού βρίσκονται μπροστά και όχι πίσω. Με την απόλυτη άρνηση της προγονοπληξίας και αρχαιοκαπηλείας ο Παλαμάς, κατά τον πιο αποφασιστικό τρόπο, διακηρύχνει την ολοκληρωτική προσήλωση και πίστη του στη σημερινή αποστολή, στα σημερινά «πεπρωμένα» και στη δυναμικότητα του εργαζόμενου έθνους.
3ο. Ο άνθρωπος δεν πρέπει να περιορίζει τους κοινωνικούς του ορίζοντες στα σύνορα της στενής του πατρίδας, δεν πρέπει να υποτάσσεται στον πλουτοκρατικό εθνικισμό, μα ν’ αποβλέπει και να εργάζεται, εξυψώνοντας πρώτ’ απ’ όλα το δικό του έθνος, προς την πανανθρώπινη συνεργασία και συναδέλφωση, προς έναν ανώτερο πολιτισμό.
4ο. Το έργο αυτό μπορούν και θα το εκτελέσουν οι δουλευτές και οι νέοι, δηλαδή οι ζωντανές παραγωγικές δυνάμεις του τόπου και μαζί η καινούρια γενιά.
Τέτοιο είναι το «κοινωνικό πρόσταγμα» του ποιητή, που το στηρίζει πάνω σ’ ένα γρανιτένιο βάθρο, μια βαθιά υλιστική και διαλεχτική κοσμοαντίληψη, άσχετα αν ο Παλαμάς την τέτοια του κοσμοαντίληψη, που ξεπηδάει ζωντανή και αυθόρμητη, θα μπορούσε κανείς να πει, από το «Δωδεκάλογο», δεν την ολοκληρώνει και δεν την ονομάζει με το πραγματικό της όνομα, δεν τη δουλεύει με συνέπεια και μέχρι το τέλος, πράγμα όμως που ήταν πολύ δύσκολο να γίνει μέσα στις συνθήκες της τοτινής Ελλάδας. Δίπλα όμως σ’ αυτό πρέπει ν’ αναγνωρίσουμε το γεγονός ότι ο ποιητής, παρά το ότι χρησιμοποιεί έμμετρο λόγο —με τέχνη, φυσικά, μεστωμένη, μεγάλη και δυνατή, που εμείς δεν μπορούμε να κρίνουμε— όμως πουθενά δεν του κάνει υποχώρηση, όταν αναπτύσσει καθαρά και γερά τη φιλοσοφική του σκέψη (σελ. 24 του «Δωδεκάλογου»). Στην ουσία ένας δυνατός ρεαλισμός κυριαρχεί σ’ όλο το «Δωδεκάλογο».
Αυτό το παλαμικό «κοινωνικό πρόσταγμα» αποτελεί την πιο έντονη καταδίκη όλης της αστοτσιφλικάδικης πολιτικής, που ρήμαξε, ξεπούλησε, εξευτέλισε το έθνος και την Ελλάδα για να καλοπεράσουν και να δημιουργήσουν εκατομμύρια οι ντόπιοι και ξένοι πλουτοκράτες.
Το «κοινωνικό πρόσταγμα» του Παλαμά, όπως διατυπώνεται στο «Δωδεκάλογο του Γύφτου» διατηρεί και σήμερα όλη του την αξία. Μπορούμε να πούμε, ότι η επικαιρότητά του είναι σήμερα πιο μεγάλη από κάθε άλλη φορά. Μετά το 1897-1898 ήρθε το 1909-1910 (επανάσταση στο Γουδί), οι βαλκανικοί πόλεμοι και ο παγκόσμιος πόλεμος με τη συνθήκη των Σεβρών. Ο Παλαμάς παρασύρθηκε από τις φανταστικές ουτοπίες, που τόσο θαυμάσια είχε ξετινάξει και ξεσκεπάσει. Ο Ανταίος άφησε ν’ αποσπασθεί από τη μάνα Γη, από το έδαφος της πραγματικότητας και τότε ο Ηρακλής του σωβινισμού μπόρεσε να τόνε πνίξει. Ο Παλαμάς έπεσε στο θανάσιμο αμάρτημα, που τόσο είχε καυτηριάσει: άφησε τον εαυτό του να χάσει την επαφή με τη ζωή, το φως, τον ήλιο, τη γη, την πραγματικότητα.
Μα παρ’ όλ’ αυτά, τούτο το «πέσιμο», που μας φανέρωσε έναν Παλαμά της κατάπτωσης, δεν είναι στοιχείο που κυριαρχεί στο έργο του ποιητή. Για το λαό ο αληθινός Παλαμάς παραμένει, πρώτ’ απ’ όλα, ο Παλαμάς του «Δωδεκάλογου του Γύφτου», όπου μας έδωσε και το καλύτερο απ’ όσα θα μπορούσε να δώσει.
Σήμερα, στα στερνά του, ο ποιητής, στους στενά δικούς του, ομολογεί και αναγνωρίζει τα «παραστρατήματά του». Μετανοιώνει ίσως γιατί δε μπόρεσε να συνεχίσει και να ολοκληρώσει αυτό που άρχισε με το «Δωδεκάλογο του Γύφτου» αν και η αλήθεια είναι, πως τόσο απότομη στροφή του επέβαλε ο εξευτελισμός του 1897-1898, ώστε όταν τελείωσε το «Δωδεκάλογο» και τον ξαναδιάβασε και τότε του φάνηκε, όπως αναγνωρίζει ο ίδιος ο ποιητής στην αρχή του προλόγου του, σαν κάτι το ξένο, σαν όχι δικό του παιδί. Οι στερνές του αυτές αμφιβολίες μας δείχνουν ακόμα πιο καλά τον Παλαμά τον αληθινό.
Απ’ το έργο του θα παραμείνει αυτό που φώτισε το δρόμο σ’ ένα λυτρωτικό λαϊκό φούντωμα.
Ο Παλαμάς, ο ακούραστος καταλύτης και γκρεμιστής των αντιδραστικών συμβόλων, ο ανώτερος οραματιστής του καλύτερου μέλλοντος για το λαό και για ολόκληρη την ανθρωπότητα, ο Παλαμάς αυτός θα παραμείνει αναφαίρετο χτήμα του εργαζόμενου έθνους. Σ’ αυτό ανήκει κι αυτό ξέρει να τιμά και ν’ ανταμείβει τους φίλους του.
Αυτόν τον Παλαμά πρέπει να τόνε διαφυλάξουμε, να τον επεξεργαστούμε δημιουργικά, να τον προφυλάξουμε απ’ όλες τις προσπάθειες της αντιδραστικής βεβήλωσης και της μεγαλοϊδεάτικης εθνικιστικής διαστρέβλωσης.
Το σωστό θα ’τανε, μια και καταπιαστήκαμε με τον Παλαμά, να μη περιοριστούμε μονάχα στο «Δωδεκάλογο του Γύφτου» μα να επεχταθούμε και σ’ ολόκληρο το έργο του και την κάθε λογής κριτική που του έγινε. Λόγοι καθαρά «τεχνικοί» κάνουν αδύνατο ένα τέτοιο πράγμα. Μα ούτε και ο βασικός σκοπός μας ήτανε αυτός. Η επιδίωξή μας ήταν τούτη δω: κάνοντας την ανάλυση του «Δωδεκάλογου», ξεφανερώνοντας έναν Παλαμά, που μέχρι σήμερα η πολυπρόσωπη αντίδραση —επίσημη κι ανεπίσημη— πάσχισε να τόνε κρατήσει στα σκοτάδια μακριά από τον πολύ κόσμο, θελήσαμε να βάλουμε κάτω, σαν προσπάθεια μελέτης κι ανάλυσης μερικά από τα βασικά και θεμελιακά προβλήματα της δημιουργίας και της πορείας του νεοελληνικού έθνους μέχρι τις μέρες μας και τις σχέσεις του προς την Αρχαία Ελλάδα και το Βυζάντιο. Η επικαιρότητα και η ζωντανή σημασία των προβλημάτων αυτών για τη σημερινή ύπαρξη και εξέλιξη του λαού και του τόπου μας, δεν μπορούν ν’ αμφισβητηθούν.
Ένα ψεύτικο οικοδόμημα, που τόσες καταστροφές και θυσίες κόστισε, πρέπει να γκρεμιστεί, για ν’ αποκατασταθεί στα δικαιώματά της η αλήθεια και το πραγματικό συμφέρον του ελληνικού λαού.
Η επιστημονική ιστορική σκέψη στον τόπο μας αδράνησε πολύν καιρό. Η καθυστέρησή της είναι τρομαχτική. Δεν πρέπει να χάνει ούτε μια ώρα. Έχει να πραγματοποιήσει κολοσσιαία στ’ αλήθεια, δουλειά, δουλειά υπεύθυνη, που τη βαραίνει περισσότερο από την ιστορική σκέψη οποιουδήποτε άλλου τόπου, γιατί εμείς παρουσιαζόμαστε σαν οι πιο άμεσοι και ζωντανοί κληρονόμοι της αρχαιοελληνικής και βυζαντινής κληρονομιάς. Πρέπει ανοιχτά και με ακαταμάχητη επιστημονική πειστικότητα και δύναμη να ξεκαθαρίσουμε τη θέση μας απέναντί της, χωρίς να υποδουλωθούμε σ’ αυτήν, χωρίς να χάσουμε την ανεξαρτησία της σημερινής εξέλιξής μας, που στηρίζεται, πρέπει να στηρίζεται, πάνω στις σημερινές ζωντανές λαϊκές δυνάμεις, αποκρούοντας όσα άχρηστα και βλαβερά περικλείνει η κληρονομιά αυτή, διατηρώντας όμως τόσο τα άμεσης χρήσης και σύγχρονης ωφελιμότητας μέρη της, όσο και την ιστορική στο σύνολό της αξία της.
Ξεχωριστά, στην πηγαία και πρωτόβουλη νεοελληνική φιλοσοφική σκέψη, που δυστυχώς ακόμα βρίσκεται στα σπάργανά της, πέφτει το δύσκολο, μα επιταχτικό καθήκον τόσο της κριτικής επεξεργασίας και αναίρεσης του αρχαιοελληνικού φιλοσοφικού ιδεαλισμού (Αριστοτέλης - Πλάτων), που παρέχει και σήμερα το φιλοσοφικό βάθρο στη νεοελληνική αντίδραση, όσο και της ερεύνησης, ταχτοποίησης και πλατιάς και ολόπλευρης εκλαΐκευσης της αρχαιοελληνικής υλιστικής φιλοσοφίας (Ηράκλειτος - Δημόκριτος κλπ), απ’ όπου κρατάει τις ρίζες της η μοναδική επιστημονική και ατράνταχτη σύγχρονη κοσμοθεωρία, ο διαλεχτικός υλισμός, η προλεταριακή φιλοσοφία της πανανθρώπινης απολύτρωσης από κάθε εκμετάλλευση και της σοσιαλιστικής δημιουργίας και ανάπλασης της εργαζόμενης ανθρωπότητας.
Όσο «κολοσσιαίο» κι αν φαίνεται το έργο αυτό, ούτε ανυπέρβλητο, ούτε απραγματοποίητο είναι, πρώτ’ απ’ όλα γιατί είναι υποχρεωτικό και ανανάβλητο.
Μονάχα ξεκαθαρίζοντας, από τη δική της πλευρά, γόνιμα και δημιουργικά, το παρελθόν και τις κάθε λογής κληρονομιές του, θα μπορέσει η νεοελληνική διανόηση να καθορίσει επιστημονικά τους σημερινούς δρόμους του νεοελληνικού ξετυλίγματος, να φωτίσει δυνατά τη μελλοντική προοπτική και πορεία του, με λίγα λόγια μόνο έτσι θα σταθεί στο ύψος της, θα πάψει να σέρνεται και να πιθηκίζει, θα δώσει δικά της πρωτότυπα δημιουργήματα, θα εκπληρώσει ακέρια το καθήκον της απέναντι στο εργαζόμενο έθνος.
Το παρόν και το μέλλον του κάθε λαού το αποφασίζει πρώτ’ απ’ όλα η ζωντάνια και η θέλησή του, που ’ναι ικανές να σαρώσουν κάθε αντιδραστικό εμπόδιο. Πριν λίγα χρόνια βλέποντας προς την τότε οθωμανική αυτοκρατορία κάναμε σαν να βλέπαμε εκατό χρόνια πίσω στην ευρωπαϊκή κοινωνική εξέλιξη. Η σημερινή κεμαλική Τουρκία, μέσα σε λίγα χρόνια, ξεπήδησε την καθυστέρησή της και, όσο κι αν δυσκολευόμαστε να το παραδεχτούμε, η αλήθεια είναι πως μας ξεπέρασε. Τα παλιά δεσμά της σουλτανοκρατίας, των μπέηδων, των διομολογήσεων, του φερετζέ και τόσα άλλα, σπάσανε και άφησαν οπωσδήποτε ανοιχτό για ορισμένο χρόνο το δρόμο στο μεγάλο τουρκικό κοινωνικό αναφτέριασμα. Φυσικά δε βάζουμε στον ελληνικό λαό παράδειγμα για μίμηση τη νεώτερη Τουρκία. Και αυτό ανάμεσα στ’ άλλα, γιατί έχουμε την ατράνταχτη πίστη και πεποίθηση, πως ο εργαζόμενος λαός της Ελλάδας περικλείνει όλες τις δυνατότητες και έχει όλη τη δύναμη για ένα πιο γρήγορο και πιο ολοκληρωμένο κοινωνικό πήδημα.
Στη χώρα μας έχουν ωριμάσει οι αντικειμενικές συνθήκες για αποφασιστικές μεταβολές, που, συντρίβοντας κάθε αντίδραση, θα δημιουργήσουν μια λαϊκή Ελλάδα, πλούσια, δυνατή, πολιτισμένη και ευτυχισμένη. Στο έργο αυτό και η νεοελληνική διανόηση θα πρέπει να κάνει το καθήκον της, ακολουθώντας το δρόμο, που ο Παλαμάς της έδειξε από το «Δωδεκάλογο του Γύφτου».
20 Γενάρη - 15 Μάρτη 1937
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου