Αριστερά: Αφίσα της Νεολαίας του Μεταξά (ΕΟΝ). Δεξιά: Ο Ι. Μεταξάς με τον Γιόζεφ Γκαίμπελς, υπουργό προπαγάνδας του Χίτλερ |
Ένα
δικτατορικό φασιστικό καθεστώς σαν το τεταρτοαυγουστιανό δεν μπορούσε να
κρατηθεί χωρίς αιματηρή βία και τρομοκρατία. Ο μύθος της «αναιμάκτου
δικτατορίας», που τον έχουν πιστέψει και ορισμένοι αφελείς ή ακατατόπιστοι,
είναι μόνο μύθος.
Φυσικά οι παλαιοί και οι νέοι προπαγανδιστές και απολογητές της βασιλομεταξικής δικτατορίας εκμεταλλεύονται ένα πραγματικό γεγονός: ότι δεν υπήρξε μια άμεση, ρωμαλέα απάντηση, μια μαζική αντίσταση από την πρώτη στιγμή της δικτατορίας. Δεν χύθηκε αίμα στους δρόμους, αλλά κυρίως στα σκοτεινά μπουντρούμια των Ασφαλειών. Οι δημοκρατικές δυνάμεις αιφνιδιάστηκαν, ενώ έπρεπε να είναι πανέτοιμες. Τις αιτίες τις είπαμε.
Φυσικά οι παλαιοί και οι νέοι προπαγανδιστές και απολογητές της βασιλομεταξικής δικτατορίας εκμεταλλεύονται ένα πραγματικό γεγονός: ότι δεν υπήρξε μια άμεση, ρωμαλέα απάντηση, μια μαζική αντίσταση από την πρώτη στιγμή της δικτατορίας. Δεν χύθηκε αίμα στους δρόμους, αλλά κυρίως στα σκοτεινά μπουντρούμια των Ασφαλειών. Οι δημοκρατικές δυνάμεις αιφνιδιάστηκαν, ενώ έπρεπε να είναι πανέτοιμες. Τις αιτίες τις είπαμε.
Την
πρώτη κιόλας νύχτα, στις 4-5 Αυγούστου, έγιναν εκατοντάδες συλλήψεις σ’
ολόκληρη την Ελλάδα. Ανάμεσα στους πρώτους που πιάστηκαν ήταν ο παιδαγωγός και
φιλόσοφος Δημήτρης Γληνός, βουλευτής του ΚΚΕ, ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αλ.
Σβώλος, ο αρχηγός του Αγροτικού Κόμματος Ι. Σοφιανόπουλος, ο αγροτικός ηγέτης
Κ. Γαβριηλίδης, ο βουλευτής του ΚΚΕ Βερβέρης, ο βουλευτής των Φιλελευθέρων Θ.
Τσάτσος κ.ά. Στις 18 Σεπτεμβρίου ο Μανιαδάκης ανάγγειλε τη σύλληψη του γενικού
γραμματέα της ΚΕ τοι ΚΚΕ Νίκου Ζαχαριάδη, ο όποιος από καιρό καταδιωκόταν. Οι
πρώτοι, αφού κρατήθηκαν τρεις μέρες στις φυλακές Αβέρωφ, μεταφέρθηκαν
σιδηροδέσμιοι στον Πειραιά και από κει στην Ανάφη. Ο Ν. Ζαχαριάδης κρατήθηκε στη
Γενική Ασφάλεια και κατόπιν μεταφέρθηκε στις φυλακές της Κέρκυρας, για τις οποίες
και θα μιλήσουμε παρακάτω.
Στο
πρώτο τρίμηνο κιόλας της δικτατορίας είχαν συλληφθεί χιλιάδες πολίτες. Από
αυτούς, άλλοι, αφού βασανίστηκαν στα τμήματα και τις Ασφάλειες, αφέθηκαν
ελεύθεροι, 1.000 περίπου εκτοπίστηκαν στα διάφορα ξερονήσια και 330
καταδικάστηκαν σε διάφορες βαριές ποινές και κλείστηκαν στις φυλακές Κέρκυρας,
Αίγινας κλπ. Οι ομαδικές συλλήψεις και τα βασανιστήρια προκάλεσαν τη διεθνή
αντίδραση. Ο Μεταξάς υποχρεώθηκε να κάνει δηλώσεις στον διευθυνόμενο και
φιμωμένο Τύπο. Στις 16 Αυγούστου δημοσιεύονται ταυτόσημα σ’ όλες τις εφημερίδες
τα παρακάτω:
«Ο κ. πρωθυπουργός προέβη χθες εις την
κάτωθι δήλωσιν: Είναι απολύτως ψευδές ότι ενηργήθησαν συλλήψεις πέραν των ενεργηθησών
κατά τας πρώτας ημέρας επί τη αναμίξει εις την κομμουνιστικήν εξέγερσιν1 και των
οποίων ο αριθμός ανέρχεται εις 36. Ουδείς εκ των πολιτικών συνελήφθη ούτε και
τελεί υπό παρακολούθησιν».
Δεν
χρειάζεται να τονίσουμε πόσο κυνισμό έκρυβαν αυτές οι δηλώσεις του δικτάτορα. Τις
μέρες εκείνες καθώς και σ’ ολόκληρη την διάρκεια της 4ης Αυγούστου, εκατοντάδες
πολίτες βασανίζονταν συνεχώς στα μπουντρούμια των Ασφαλειών.
Και
ο υφυπουργός της Εργασίας δεν θέλησε να υστερήσει σε ψευδολογίες. Στις 25
Αυγούστου 1936 δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες η παρακάτω ανακοίνωση:
«Απαντών εις τηλεγραφικήν διαμαρτυρίαν του
γενικού γραμματέως της Διεθνούς Συνδικαλιστικής Συνομοσπονδίας ο υφυπουργός της
Εργασίας απέστειλε προς αυτόν τηλεγράφημα, δια του οποίου τονίζει ότι όχι μόνον
ουδεμία στέρησις των ελευθεριών επεβλήθη, αλλ’ αντιθέτως 200 χιλιάδες εργατών
διαγραφέντες προ διετίας επανεγράφησαν εις τα συνδικάτα, επεξετάθη το 8ωρον εις
80 κλάδους εργασίας»… κλπ.
Ο
κ. Δημητρατος είχε «ξεχάσει» μια «λεπτομέρεια»: ότι τα συνδικάτα είχαν
μεταβληθεί σε κρατικές οργανώσεις, όπου κυριαρχούσε η τρομοκρατία και ο
χαφιεδισμός και όπου οι εργάτες το μόνο δικαίωμα που είχαν ήταν να εξυμνούν τον
«πρώτον εργάτην I. Μεταξάν» και «τον εργάτην - υπουργόν Αρ. Δημητράτον» και να
εκδηλώνουν την πίστη τους στα ιδανικά της 4ης Αυγούστου! Επίσης είχε «ξεχάσει» ότι
η έγγραφη σ’ αυτά τα συνδικάτα - παραρτήματα της Ασφαλείας είχε γίνει
υποχρεωτική και το δικαίωμα της απεργίας είχε απαγορευθεί με ποινή φυλάκισης.
Αλλά
η δικτατορία διαψεύδει η ίδια τον εαυτό της: Στο Β' τόμο της έκδοσής της
«Τέσσερα χρόνια διακυβερνήσεως I. Μεταξά» (σελ. 212) αναφέρεται ότι «οι
συλληφθέντες κομμουνισταί προσεγγίζουσι τον αριθμόν των πεντήκοντα χιλιάδων…, ο
αριθμός δε των εν απομονώσει εις τινας νήσους αμετανόητων κομμουνιστών δεν
υπερβαίνει τους χιλίους». Και παρακάτω (σελ. 213) ότι
«47.000 κομμουνισταί υπέβαλαν μέχρι σήμερον
δηλώσεις μετανοίας».
Τα βασανιστήρια
Τα
βασανιστήρια που εφάρμοσαν οι χαφιέδες της δικτατορίας εναντίον των αντιπάλων
του καθεστώτος, των κομμουνιστών, σοσιαλιστών, δημοκρατικών, εναντίον των
πρωτοπόρων εργατών, φοιτητών, αγροτών και διανοουμένων είναι πολύ δύσκολο να
περιγραφούν.
Το
ρετσινόλαδο και ο πάγος ήταν από τις κυριότερες μεθόδους βασανισμού για την
απόσπαση «ομολογιών» και «δηλώσεων μετανοίας». Το βασανιστήριο του ρετσινόλαδου2
εφαρμοζόταν περίπου με τον παρακάτω τρόπο:
Στο
τραπέζι του ανακριτή-βασανιστή υπήρχαν τρία ποτήρια, το ένα με 30 δράμια, το
άλλο με 75 και το τρίτο με 100 δράμια ρετσινόλαδο. Αν ο ανακρινόμενος δεν
ομολογούσε ή δεν υπέγραφε του έδιναν να πιει το πρώτο ποτήρι. Στην περίπτωση που
αρνιόταν και έφερνε αντίσταση άρχιζαν το άγριο ξυλοκόπημα, τη φάλαγγα ή
χρησιμοποιούσαν άλλες μεθόδους βασανισμού. Ύστερα από μισή ώρα, εφ’ όσον ο αρχιβασανιστής-ανακριτής
το έκρινε σκόπιμο, ακολουθούσε το δεύτερο στάδιο ανάκρισης και ο κρατούμενος
έπινε το δεύτερο ποτήρι των 75 δραμίων. Αν η αντίσταση του κρατούμενου ήταν
μεγάλη, ύστερα από ένα τετράωρο γινόταν και η τρίτη «ανάκρισις» και τον
υποχρέωναν να πιει ένα ποτήρι των 100 δραμίων. Σ’ όλο αυτό το διάστημα και
αρκετές ώρες ύστερα από την επενέργεια του καθαρτικού ο κρατούμενος ήταν
κλεισμένος στο κελί του και δεν του επέτρεπαν να πάει στο αποχωρητήριο. Το
αποτέλεσμα ήταν ότι ο κρατούμενος γινόταν αληθινό ράκος και το κελί, στο όποιο
τον άφηναν κλεισμένο τέσσερις, πέντε και περισσότερες μέρες, αληθινή υπόνομος.
Το
δεύτερο βασανιστήριο ήταν η στήλη του πάγου. Ανέβαζαν τον κρατούμενο στην
ταράτσα της Ασφάλειας και τον υποχρέωναν να καθίσει γυμνός πάνω σε μια στήλη
πάγου. Το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο με του ρετσινόλαδου. Ο κρατούμενος γινόταν
αληθινό ράκος. Πολλές φορές οι βασανιστές τούς υποχρέωναν να κάθονται τόση
πολλή ώρα πάνω στον πάγο, ώστε ορισμένοι κρατούμενοι πάθαιναν κρυοπαγήματα.
Υπάρχει μάλιστα στη ζωή ένας απ’ αυτούς που βασανίστηκαν τότε με την μέθοδο του
πάγου; Ο Χρήστος Χριστακάκης, ο όποιος υποφέρει από τις συνέπειες του φοβερού
βασανιστηρίου3.
Άλλο
βασανιστήριο ήταν το τράβηγμα των νυχιών με τσιμπίδες. Σε άλλους έβαζαν σπίρτα
στα νύχια και τα άναβαν ή τους έκαιγαν το κορμί με τσιγάρο. Άλλους τους
χτυπούσαν με σακουλάκια άμμο στα πόδια.
Το
ξύλο και τα βασανιστήρια γίνονταν συνήθως στην ταράτσα της Γενικής ή Ειδικής
Ασφάλειας για να μην ακούγονται οι φωνές του κρατουμένου. Η Μαρία Αγριγιαννάκη -
Καραγιώργη αφηγείται ότι την έδειραν τόσο πολύ ώστε επί μέρες είχε 40' πυρετό.
Τη χτύπησαν δε σε πολύ ευπαθή μέρη (κυρίως στο στήθος) και υπέφερε επί δύο χρόνια,
όντας υποχρεωμένη να κάνει θεραπεία.
Ο
Μιλτιάδης Βαρδάκης4 αφηγείται τα παρακάτω σχετικά με τα
βασανιστήρια που έγιναν στην Κρήτη μετά την εξέγερση των Χανίων:
«Ο
λαός μας έδειξε πόσο υπέροχος και μεγαλόψυχος είναι. Ενώ είχε όλη την δύναμη για
λίγες τουλάχιστον ώρες να εκδικηθεί και να συντρίψει τους εχθρούς και δυνάστες
του, τους τοποτηρητές του Μεταξά, μαζί με τα όργανά τους, δεν τους έθιξε ούτε
μια τρίχα για να ανταμειφθεί σε λίγο από τους ίδιους με κυνηγητά, φυλακίσεις και
βασανιστικά όργια, όπως του Χαρ. Αλευράκη, που του έκοψαν τα πόδια με ξυράφι και
στις πληγές τοποθετούσαν σκόρδο κοπανισμένο».
Οι
βασανιστές τού Μανιαδάκη χρησιμοποιούσαν και πολλά άλλα μέσα για να αποσπάσουν
«ομολογίες» ή «δηλώσεις» και να υποτάξουν τους δημοκράτες στο φασιστικό
καθεστώς. Μια μεσαιωνική μέθοδος βασανισμού που χρησιμοποιούσαν ήταν το
σιδερένιο στεφάνι. Το περνούσαν στο κεφάλι του κρατουμένου και το έσφιγγαν
σιγά-σιγά όσο προχωρούσε η ανάκριση.
Άλλο
μέσο ήταν η περίφημη «πιπεριά» που προκαλούσε φοβερό άγχος στον κρατούμενο και η
«γάτα» που καταξέσχιζε τις σάρκες. Η πιο συνηθισμένη μέθοδος ήταν ή «φάλαγγα». Αφού
επί ώρες έδερναν οι βασανιστές τον κρατούμενο στα πέλματα με δεμένα τα πόδια σ’
ένα κρεβάτι ή μια καρέκλα, ύστερα τον υποχρέωναν να τρέχει ξυπόλητος στην
ταράτσα της Ασφάλειας. Η ίδια ομάδα βασανιστών στην Ασφάλεια χρησιμοποιούσε και
μια ακόμα βάρβαρη μέθοδο: Αφού έκανε ράκος τον κρατούμενο από το ξύλο, τον
περιέλουζε κατόπιν με κουβάδες βρώμικο νερό5.
Την
εποχή εκείνη «αυτοκτόνησε», σύμφωνα με την εκδοχή της Ασφάλειας, ο χημικός
Μαρουκάκης6,
πού είχε συλληφθεί με την κατηγορία ότι ήταν υπεύθυνος του παράνομου
«Ριζοσπάστη». Στην πραγματικότητα τον Μαρουκάκη, αφού τον βασάνισαν φρικτά, τον
έριξαν από την ταράτσα και τον σκότωσαν. Με τον ίδιο τρόπο δολοφόνησαν και το
γέρο αγωνιστή, στέλεχος της «Εργατικής Βοήθειας», (οργάνωση αλληλεγγύης προς τα
θύματα των εργατικών αγώνων) Βαλλιανάτο7. Υπολογίζεται ότι εκτός από τις δεκάδες
αγωνιστές που πέθαναν από τις κακουχίες στις φυλακές και τις εξορίες και τις
εκατοντάδες που παραδόθηκαν από το ξενοκίνητο καθεστώς της 4ης Αυγούστου στους
Γερμανοϊταλούς κατακτητές και εκτελέστηκαν, και για τους οποίους θα μιλήσουμε
παρακάτω, 12 τουλάχιστο δολοφονήθηκαν στην περίοδο της 4ης Αυγούστου κατά τον
ίδιο τρόπο στα διάφορα φασιστικά κάτεργα.
Γενική
αρχή του καθεστώτος ήταν «σακατεύετε, αλλά μη σκοτώνετε». Οι αφηνιασμένοι
βασανιστές δε μπορούσαν πάντα να συγκρατήσουν το «ζήλο» τους σε ορισμένα όρια.
Έπειτα, πολλές δολοφονίες έγιναν προμελετημένα, γιατί το καθεστώς ήθελε να
«ξεπαστρέψει» και μερικούς για να φοβηθούν και να «σπάζουν» ευκολότερα οι
άλλοι. Σε πολλές δεκάδες φτάνουν οι πολίτες που τρελάθηκαν, έγιναν φυματικοί ή
ανάπηροι ή υπέφεραν για πολλά χρόνια ύστερα από τα βασανιστήρια.
Χαρακτηριστικά
για τις μεθόδους της δικτατορίας είναι και τα παρακάτω που αναφέρονται από την ίδια
τη δικτατορία ως κατορθώματά της:
«Ινα μη δε θεωρηθή ότι η δημοσία αποκήρυξις
της κομμουνιστικής ιδεολογίας υπό των μετανοούντων οπαδών της Γ' Διεθνούς
ενέχει πλατωνικόν χαρακτήρα, ανώδυνον δια τας κομμουνιστικάς τάξεις, το Ελληνικόν
Yφυπουργείον καθιέρωσεν ως μέτρον βάσεως της ειλικρίνειας παρομοίων δηλώσεων
μετανοίας, την πλήρη εξιστόρησιν της κομμουνιστικής δράσεως των μετανοούντων,
την αποκάλυψιν των συνεργατών των και την εξονυχιστικήν διαλεύκανσιν παντός
σημείου, όπερ ήθελεν υποβοηθήσει τας Αστυνομικάς Αρχάς εις την αποκάλυψιν
άγνωστων εις αύτάς κομμουνιστών»8.
Ολόκληρη
η χώρα από την πρώτη μέρα της δικτατορίας χαφιεδοκρατείται. Δεκάδες άνεργοι,
τελειόφοιτοι ακόμα γυμνασίων, που δεν εύρισκαν δουλειά, προσλαμβάνονταν στο
χαφιεδικό δίχτυ του Μανιαδάκη. Έπειτα, εκτός από τους παλιούς ή νέους κατ’
επάγγελμα χαφιέδες9, ο Μανιαδάκης στρατολογούσε — με το χρήμα ή
το φόβο — καταδότες και πληροφοριοδότες μέσα από τις διάφορες υπηρεσίες,
γραφεία, συνοικίες. Στο έλεος αυτής της στρατιάς των χαφιέδων πού έκαναν ό,τι μπορούσαν
για να αυξάνουν τις αποδοχές τους, σε βάρος βέβαια των φορολογουμένων Ελλήνων,
βρισκόταν η ζωή και η ελευθερία κάθε πολίτη. Τέτοιος ήταν ο «ζήλος» τους που
έσερναν γριές και γέρους και τους βασάνιζαν στα κρατητήρια των Τμημάτων και των
Ασφαλειών. Αναφέρουμε την περίπτωση της γριάς Βασιλίτσας Κάλκοβας, 96 χρονών, από
το Βιτζίνι της Μακεδονίας, που την πήγαν «σηκωτή» στο δικαστήριο και την
κατεδίκασαν γιατί «αντιδρούσε» στο καθεστώς.
Η
δράση των οργάνων του Μανιαδάκη είχε ενθουσιάσει τόσο τους χιτλερικούς όσο και τις
υπηρεσίες κατασκοπείας της Αγγλίας. Ο Αλέξανδρος Μυλωνάς, σε προκήρυξή του που
κυκλοφόρησε παράνομα το Σεπτέμβριο του 1937, έγραφε ανάμεσα στ’ άλλα τα εξής:
«Μήπως ο ελθών ενταύθα εκ Γερμανίας κ. Γκαίμπελς,
μετά την εγκάρδιων επίσκεψιν και του κ. Γκαίριγκ, δεν ετόλμησε να κάμη
παραστάσεις προς τα όργανα της δημοσίας τάξεως, να μετέρχωνται πάσαν χιτλερικήν
βαρβαρότητα; Δεν απηύθυνεν ούτος, ενθουσιασμένος δια την φιλοξενίαν από τους
ομοϊδεάτες του, μίαν χρηματικήν δωρεάν του προς τον υποδεχθέντα αυτόν και ευχαριστήσαντα
πρωθυπουργόν, όπως διαθέση ο κ. Μεταξάς μέρος του ποσού «υπέρ των ανδρών της
Ασφαλείας», ως έπαθλα, φυσικά, προς τους διαπράττοντας τας αγριότητας;».
Ο
Μανιαδάκης ήθελε να είναι εντελώς ανεμπόδιστος στην δίωξη των αντιπάλων του
καθεστώτος. Γι’ αυτό κατάργησε και αυτές τις δευτεροβάθμιες Επιτροπές
Ασφαλείας. Αλλά πιο χαρακτηριστική για την αυθαιρεσία και τις αγριανθρωπικές
διαθέσεις του καθεστώτος είναι η αιτιολογική έκθεση που συνοδεύει το σχετικό
νομοσχέδιο:
«Επειδή — γράφει η έκθεση — η επιτροπή αύτη
λόγω της θέσεώς της είναι μεν εις θέσιν να εξετάση ευρύτερον τα πράγματα, αλλά
ευρισκομένη συχνά εκτός των πραγματικών αναγκών της δημοσίας ασφαλείας
παρασύρεται εξ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ κυρίως λόγων, παρέχουσα ούτω πολλάκις εμπόδια εις την
λήψιν αυστηρών μέτρων απαραιτήτων για την συντήρησιν της τάξεως και της
ασφαλείας εις τας παρούσας περιστάσεις...»10.
Ο διωγμός των ιδεών
Στις
18 Σεπτεμβρίου 1936 δημοσιεύτηκε ο νόμος «περί διώξεως του κομμουνισμού» που
επικύρωσε την κατάργηση των ελευθεριών των πολιτών και έδινε τη «νόμιμη»
δυνατότητα στη δικτατορία να διώκει κόμματα, ιδέες, συγγραφείς και βιβλία. Οι
κυριότερες διατάξεις του ήταν οι παρακάτω:
«Άρθρον 1ον. Τιμωρείται δια φυλακίσεως τριών
τουλάχιστον μηνών και εκτόπισιν εξ μηνών μέχρι δύο ετών εις τόπον οριζόμενον δια
της καταδικαστικής αποφάσεως: α. Πας όστις εγγράφως, προφορικώς ή καθ’
οιονδήποτε άλλον τρόπον αμέσως ή εμμέσως επιδιώκει την διάδοσιν, ανάπτυξιν καί εφαρμογήν
θεωριών, ιδεών ή κοινωνικών συστημάτων τεινόντων εις την ανατροπήν του
κρατούντος εν τη χώρα κοινωνικού καθεστώτος ή
εις την απόσπασιν ή αυτονόμησιν μέρους της Επικρατείας ως και ο
προσηλυτίζων εις τας θεωρίας, ιδέας και συστήματα ταύτα καθ’ οιονδήποτε
τρόπον».
Οι
ίδιες ποινές προβλέπονταν για καθένα που «εξώθει τους εργάτας εις κήρυξιν
απεργίας» ή συμμετείχε σε απεργία. Ως ιδιαίτερη επιβαρυντική περίπτωση
χαρακτηριζόταν ή συμμετοχή σε τέτοιες ενέργειες δημοσίων, δημοτικών, κοινωνικών
ή εκκλησιαστικών και κληρικών, υπαλλήλων Οργανισμών Δημοσίου Δικαίου ή
εργατικών σωματείων, Συμβουλίων Γεωργικών Συνεταιρισμών ή στρατιωτικών.
«Άρθρον 3ον. Απαγορεύονται αι εν υπαίθρω και
εν παντί κλειστώ χώρω συναθροίσεις καθ’ ας πρόκειται ν’ αναπτυχθώσιν ή
οπωσδήποτε εκδηλωθώσιν αι εν άρθρω 1 του παρόντος θεωρίαι, ιδέαι και συστήματα…
Άρθρον 4ον. Εάν τα ανωτέρω αδικήματα τελεσθώσι δια του Τύπου υπέχουσιν ευθύνην
ότε συντάκτης του δημοσιεύματος, ο διευθυντής ή ο έκδοτης του εντύπου, ο εν
γνώσει αναλαβών την κυκλοφορίαν αυτού, εν αγνοία δε του εκδότου ο τυπογράφος.
Κατά των εν τη προηγουμένη παραγράφω παραβατών απαγγέλλεται προς τούτοις
προσωρινής παύσις της ασκήσεως του επαγγέλματος του δημοσιογράφου ή εκδότου ή
τυπογράφου μέχρις εξ μηνών και εν υποτροπή μέχρι τριών ετών και διατάσσεται η κατάσχεσις των τυπογραφικών οργάνων…».
Τα
άρθρα που ακολουθούσαν καθόριζαν τις άλλες συνέπειες της καταδίκης: στέρηση
πολιτικών δικαιωμάτων για πέντε χρόνια, διαγραφή από σωματεία κλπ., καθώς και τα
αρμόδια δικαστήρια για την εκδίκαση των υποθέσεων αυτών. Το άρθρο 7 καθόριζε ότι
η καταδίκη δημοσίων υπαλλήλων κλπ. συνεπάγεται, άσχετα από την ποινή, την
απώλεια των θέσεών τους για πάντα και την «ανικανότητα προς ανάκτησιν αρχής ή
άλλης δημοσίας υπηρεσίας». Με το άρθρο 8 απαγορευόταν η απόλυση με εγγύηση, ή
αναστολή ή μετατροπή τής ποινής, στις περιπτώσεις αυτές. Με το άρθρο 9
απαγορευόταν η σύσταση σωματείων ή ενώσεων, που χαρακτηρίζονταν ως «κομμουνιστικά»
και καθοριζόταν ο τρόπος της διάλυσής τους. Και ο φασιστικός νόμος συνέχιζε:
«Άρθρον 1ο. Οι εν γένει εκδόται και
βιβλιοπώλαι κάτοχοι βιβλίων ή άλλων έντυπων των οποίων το περιεχόμενον εκδήλως
αντίκειται προς τας διατάξεις του παρόντος Νόμου υποχρεούνται εντός προθεσμίας
20 ημερών από της δημοσιεύσεως του παρόντος Νόμου να προσαγάγωσι και παραδώσωσι
τα έντυπα ταύτα εις τας κατά τόπους αρμοδίας αστυνομικός αρχάς συντασσομένου
πρωτοκόλλου παραδόσεως.
Οι μη συμμορφούμενοι προς την εν τω
προηγουμένω εδαφίω θεσπιζομένην υποχρέωσιν τιμωρούνται δια φυλακίσεως τριών
μηνών μέχρις ενός έτους και ισοχρόνου εκτοπίσεως».
Φυσικά
οι έννοιες «κομμουνιστής», «κομμουνιστική θεωρία», «κομμουνιστικό έντυπο»
έπαιρναν μεγάλη ευρύτητα και περιλάβαιναν όλους τούς αντιπάλους της δικτατορίας
όλη την πνευματική κίνηση, κάθε προοδευτικό ρεύμα, ακόμα και την πολιτιστική
κληρονομιά αιώνων εφ’ όσον δεν προσαρμόζονταν με τα γούστα της 4ης Αυγούστου. Στις
αντιλήψεις των χαφιέδων προσαρμόζονταν και συμμορφώνονταν και οι δικαστικοί.
Παραπομπές1. «Κομμουνιστικήν εξέγερσιν» ονόμαζε ο δικτάτορας την πανεργατική απεργία που είχαν αναγγείλει και προετοίμαζαν οι εργατικές Συνομοσπονδίες για τις 5 Αυγούστου.2. Να τι γράφει σχετικά ένας «παθών» αγωνιστής, ο Κώστας Μακρής (σε επιστολή του στην εφημερίδα «Ελεύθερος» 28.2.65):«Τον Γενάρη του 1937 πιάστηκα μαζί με άλλους απ’ την Ασφάλεια Κοζάνης κι αφού χρησιμοποίησαν κάθε τρόπον βασανισμού (φάλαγγα κλπ.) στις 20 του Φλεβάρη, εμένα και τον Σ τ έ φ α ν ο Τ σ ε λ ί κ α, που πέθανε αργότερα εξαιτίας των βασανιστηρίων, μας πότισε ο τότε διοικητής ασφαλείας Κοζάνης ανθ/χος Καρακώστας, ύστερα από εντολή, όπως μας είπε, του τότε νομάρχη Κοζάνης απόστρατου αξ/κού Βλαχόπουλου (μάλιστα μάς είπε ειρωνικά ότι μάς το στέλνει ως δώρον ο νομάρχης) από 100 (εκατό) περίπου δράμια ρετσινόλαδο. Το γεγονός κατήγγειλαν τότε οι συγγενείς μας εις τον ΕΙσαγγελέα Κοζάνης Γεωργούλα, όπως κι εγώ, όταν μας παρέπεμψαν σε δίκη».3. Να πώς περιγράφει ο ίδιος τα μαρτύρια στα οποία τον υπέβαλλαν οι βασανιστές του Μανιαδάκη στον Πύργο τής "Ηλείας:«Κατ’ αρχήν με οδήγησαν στην Γενική Ασφάλεια, όπου περισσότεροι από 15 χωροφύλακες με πολιτικά και στολή άρχισαν να με χτυπούν με γροθιές - κλωτσιές και με ζωστήρες που φορούσαν τότε οι χωροφύλακες, και όλο μου λέγαν «μαρτύρα».Από τη Γενική Ασφάλεια με μετέφεραν στο Β' Τμήμα Χωροφυλακής, όπου την ίδια νύχτα άρχισε η συνεχής ανάκριση που κράτησε 36 ώρες χωρίς να μπορέσω να κλείσω μάτι. Μετά με κατέβασαν στο κρατητήριο όπου με ανάγκαζαν δια της βίας να στέκουμαι όρθιος ολόκληρες ώρες και με το ένα πόδι.Την τρίτη μέρα με ανέβασαν και πάλι επάνω για ανάκριση. Χωρίς να σας πολυλογώ μέσα σε μία βδομάδα μου έβαλαν πέννες στα νύχια μου, σχοινί στο κεφάλι και από δύο καρύδια στα γόνατά μου και να είμαι ώρες γονατιστός. Μπορείτε να φαντασθείτε τους πόνους που φέρνουν οι βασανισμοί αυτοί, εκτός από το γεγονός ότι μία εβδομάδα δεν μου επέτρεψαν να φάω. Επικεφαλής τους ήταν ο ανθυπασπιστής Μαρκάκης και ο χωροφύλακας Καραμπήγιας. Όλα τα παραπάνω δεν ήταν τίποτε όμως μπροστά στο μαρτύριο του πάγου. Ήταν Σάββατο απόγευμα στις 4 μ.μ. μία βδομάδα μετά τη σύλληψή μου, όταν είδα να ανοίγει η πόρτα του κρατητηρίου και να μπαίνουν μέσα 6 - 7 χωροφύλακες σπρώχνοντας μια κολώνα πάγο. Επικεφαλής τους ήταν ο ενωματάρχης της Ασφάλειας Στυλιανόπουλος. Κατάλαβα αμέσως πως κάτι κακό σκέφθηκαν να μου κάνουν.Με διέταξαν να γδυθώ, αρνήθηκα. Μ’ άρπαξαν τότε οι χωροφύλακες που συνόδευαν τον πάγο και μ’ έγδυσαν με το ζόρι ύστερα από σκληρή πάλη, και έτσι τσίτσιδον με κάθισαν πάνω στον πάγο, τον οποίον και έδεσαν επάνω μου. Ήταν τόσο φριχτό το κάψιμο που ένοιωσα στα πέντε πρώτα λεπτά που άρχισα να ουρλιάζω χωρίς να το θέλω, ύστερα έπαθα παραισθήσεις, νόμιζα πως ψηνόμουνα σε κάρβουνα, ότι αρπαχτικά πουλιά με σήκωναν ψηλά, ώσπου πια έπαψα να αισθάνομαι. Όταν το άλλο πρωί συνήλθα, βρίσκονταν από πάνω 2 - 3 χωροφύλακες, οι οποίοι με τρίβαν με οινόπνευμα στην σπονδυλική στήλη και στο στήθος. Εκείνη δε την στιγμή είχε τελειώσει και ένας ορρός που μου είχαν κάνει.Όπως έμαθα αργότερα από έναν χωροφύλακα Κρητικό, που τις μέρες της νηστείας μου έφερε σοκολάτα και νερό κρυφά, το βράδυ εκείνο που βρισκόμουν σε αφασία με είχαν μεταφέρει στο μπαλκόνι του τμήματος που έβλεπε στον κεντρικό ασφαλτόδρομο με σκοπό να με πετάξουν κάτω και να πουν ότι αποπειράθηκα να δραπετεύσω και σκοτώθηκα. Την ώρα όμως που με είχαν στο μπαλκόνι ήλθε και στάθηκε από κάτω ο Δήμαρχος με το αυτοκίνητό του, από το οποίο κατέβασαν κάμποσες κάσσες με μπύρα. Κάθισαν στο Τμήμα, φάγαν και ήπιαν μέχρι το πρωί. Ο χρόνος αυτός ήταν αρκετός για να συνέλθω και να ζω. Έκτοτε πάσχω από ψύξη. Σκεπάζομαι τον χειμώνα με δέκα κουβέρτες και το καλοκαίρι με τρεις. Τον περισσότερο καιρό του χειμώνα είμαι άρρωστος και δεν μπορώ να εργασθώ. Το κράτος του Μανιαδάκη, που κατ’ εντολήν του έγιναν όλα τα βασανιστήρια, με κατέστησε ανίκανον προς εργασίαν, ενώ είχε υποχρέωση αφού είμαι θύμα του και αποζημίωση να μου δώσει και σύνταξη για να ζήσω.ΧΡ. ΧΡΙΣΤΑΚΑΚΗΣΥμηττού 241, Γούβα»"4. Επιστολή στην εφημερίδα «ΑΥΓΗ», Μάης 1955.5. Ένας από τους αγωνιστές που υποβλήθηκαν σ’ αυτό το μαρτύριο, ο δάσκαλος Α. μου διηγήθηκε τα παρακάτω: Πιάστηκε από την Γενική Ασφάλεια Αθηνών το 1938. Μόλις τον μετέφεραν στα κρατητήρια, τον παρέλαβε η ομάδα των δέκα βασανιστών και αφού τον έδειραν μέχρι αναισθησίας, τον έκλεισαν σ’ ένα κελί, χωρίς ψωμί και χωρίς νερό. Επί τέσσερις μέρες τον περιέλουζαν τρεις-τέσσερις φορές το 24ωρο με βρώμικα νερά. Ήταν αδύνατο βέβαια να σκουπιστεί ή ν’ αλλάξει, γιατί δεν είχε τίποτε άλλο έξω από τα ρούχα που φορούσε και που του τα μούσκευαν. Έτσι το νερό στέγνωνε επάνω του, τον έπιανε ψηλός πυρετός και έτρεμε ολόκληρος.«Τόση, όμως, ήταν η δίψα μου — συνεχίζει — που περίμενα την ώρα που θα μούριχναν τους κουβάδες με τα βρωμόνερα, για να βγάλω έξω την γλώσσα μου και να δροσιστώ λίγο. Ύστερα άρχιζε πάλι ο ψηλός πυρετός και τα ρίγη και ακόμα μεγαλύτερη δίψα. Μέσα στην ομάδα των δέκα βασανιστών ήταν κι ένας αστυνόμος, που παρίστανε «τον καλό» — συνηθισμένο κόλπο. Όταν λοιπόν, ο κρατούμενος γινόταν πια ράκος από τα βασανιστήρια, πήγαινε τάχα «κρυφά», τον εύρισκε και του έλεγε: «Θέλω να σε εξυπηρετήσω, αλλά τι μπορώ να κάνω; Αυτοί έχουν σκοπό να σε σκοτώσουν. Δεν πρόκειται ν’ αντέξεις. Εδώ λύγισαν άλλοι κι άλλοι πολύ πιο δυνατοί από σένα. Μήπως θέλεις να σου δώσω ένα πιστόλι ν’ αυτοκτονήσεις; Κρυφά, όμως, να μη μας πάρει κανείς χαμπάρι κι εκτεθώ κι εγώ. Ή… κάνε μια δήλωση να πας στο σπίτι σου κι έννοια σου, δεν πρόκειται να το μάθει κανείς».6. Ό Δημήτρης Μαρουκάκης, γιος παπά, σπούδασε χημικός - οινολόγος και αρίστευσε στο Πανεπιστήμιο της Ντιζόν της Γαλλίας.7. Το Νίκο Βαλλιανατο τον έριξαν από την ταράτσα της Ειδικής Ασφάλειας στη 1 μετά τα μεσάνυχτα της 9ης Αυγούστου 1938. Πολλοί, άνδρες και γυναίκες, που γύριζαν από το θέατρο Ανδρεάδη είδαν το φριχτό έγκλημα. Οι βασανιστές σήκωσαν τη νύχτα το πτώμα και το παράχωσαν στο νεκροταφείο Λιοσίων.8. «Τέσσερα χρόνια διακυβερνήσεως Ι. Μεταξά», τόμος Β' σελ. 213.9. Η Μαρία Αγριγιαννάκη - Καραγιώργη αφηγείται ότι, στην Ασφάλεια, υπήρχε ειδικό «βεστιάριο» των «μυστικών» του Μανιαδάκη: Είδε η ίδια, άλλους να ντύνονται παπάδες, άλλους κουλουροπώλες, καστανάδες, παγωτατζήδες, γριές κλπ.10. Εφημερίδες 20ης Σεπτεμβρίου 1936.
Από
το βιβλίο του Σπύρου Λιναρδάτου «4η Αυγούστου», Πολιτικές και
Λογοτεχνικές Εκδόσεις, 1967.
Δείτε
επίσης:
1 σχόλιο:
Η Αστική φασιστική Δικτακτορία Μεταξά όπως και σε ολόκληρη την Ευρώπη ήτανε συνειδητή επιλογή των Αστικών Τάξεων για το χτύπημα των Λαών και των Κ.Κ παραμονές 2ου Π.Ιμπεριαλιστικού πολέμου ωστε να μη συναντήσουνε αντιστάσεις μέσα στις χώρες και κινδυνέψει να ανατραπεί ο Καπιταλισμός σε κάποια ..φάση.. του πολέμου. Αυτό το νόημα είχε η παράδοση των Κομμουνιστών στους Γερμανούς και η μεταφορά απο την ΠΡΩΤΗ ΜΕΡΑ του Ζαχαριάδη στην Γερμανία. Πολύτιμο συμπερασμα για τους Κομμουνιστές οτι δεν μπορεί να υπάρξει Αντιφασιστικός αγώνας αν δεν είναι και Αντικαπιταλιστικός ανεξάρτητα απο το σε ποιά φάση του Ιμπεριαλιστικού πολέμου ο λαός θα διεκδικήσει την Εργατική Λαική Εξουσία. Για να έχει όμως πιθανότητες για την νίκη δεν πρέπει να είναι Εγκλωβισμένος στα ...δόκανα... του Καπιταλισμού. Σε αντίθετη περίπτωση η καταστροφή είναι ΝΟΜΟΤΕΛΕΙΑ.
Δημοσίευση σχολίου