Ο Κ. Βάρναλης είναι ένας από τους σημαντικότερους στρατευμένους στα κομμουνιστικά ιδανικά ποιητές. Ο πρώτος που καθιέρωσε στη χώρα μας την επαναστατική ποίηση. Αρκετά ποιήματά του τραγουδήθηκαν και αγαπήθηκαν από το λαό, απαγγέλθηκαν από εργάτες, μπήκαν σε λαϊκά σπίτια.
Διαχρονικός και επίκαιρος. Ο Προμηθέας του λέει: «Τόσο μοιάζουν το χθες με το σήμερα που μου φαίνεται πως τώρα δα έχω γεννηθεί και βλέπω το σήμερα».
Επίκαιρος και σήμερα που τσακίζουν τα λαϊκά δικαιώματα, εξαθλιώνουν τη ζωή των εργαζομένων μα ταυτόχρονα ζητούν από το λαό υπομονή και θυσίες για τη «σωτηρία της πατρίδας» δήθεν. Ποιας πατρίδας όμως; Του λαού που παράγει τον πλούτο αλλά δυστυχεί και υποφέρει, ή μιας χούφτας παράσιτων που τον κλέβουν;
Ένα σχόλιο σε αυτή την πραγματικότητα είναι το «παραμύθι» που λέει ο Σωκράτης στους συμπολίτες του στην «Αληθινή απολογία» του:
«… Μια φορά κι έναν καιρό οι κλέφτες της πρώτης πολιτείας του κόσμου, αφού πλουτύνανε αρκετά, αποφασίσανε να τακτοποιήσουνε τη ζωή τους. Μπλοκάρανε λοιπόν τους φτωχούς της πολιτείας κι αφού τους μαζώξανε στην πλατεία τους είπανε: “Ψηλά τα χέρια! Θέλουμε το καλό σας (…) Είσαστε λεύτεροι! (…) Ο κυρίαρχος λαός θα ‘σαστε εσείς! Εμείς μονάχα θα σας κουμαντάρουμε. Θα φροντίζουμε για την ασφάλεια της ζωής, της τιμής και της περιουσίας σας – μ’ ένα λόγο για τη λευτεριά σας. Σεις θα δουλεύετε (…) Εμείς θα σας δίνουμε δουλειά, φτάνει να βρίσκεται, και σεις θα μας δίνετε τα κόπια σας (…)
Κ’ εσείς κ’ εμεις θα ‘χουμε πάνω από τα κεφάλια μας τους ίδιους Θεούς, που θα προστάζουν εσάς να δουλεύετε και να μην τρώτε κ’ εμας να καθόμαστε και να τρώμε. Κ’ εμείς κ’ εσείς θα ‘χουμε πάνω απ’ τα κεφάλια μας τους ίδιους νόμους, που εμείς θα σας τους δίνουμε κ’ εσείς θα τους ψηφίζετε σα βουλευτάδες και θα τους εφαρμόζετε σα δικαστάδες ενάντια στον εαυτό σας (…) Κι επειδή μοναχοί σας δε θα μπορούσατε να σκεφτείτε το συμφέρον σας και να φυλάξετε τον εαυτό σας, θα σας αναγκάζουμε με το ζόρι (ψηλά τα χέρια!). Ένα πράγμα μοναχά σας απαγορεύουμε: να κλέβει ο ένας τον άλλονε. Γιατί μπορεί να κλέψετε κ’ εμάς”.
Έτσι λοιπόν ο λαός δούλευε λεύτερα και λεύτερα σκεφτότανε. Και τραγουδούσε χαρούμενα στις ταβέρνες σαν τον κότσυφα στο κλαρί (στο κλουβί!). Κ’ οι σωτήρες του ξαπλωνόντανε τ’ ανάσκελα σε ζεστά παλάτια το χειμώνα και κάτω απ’ ανθισμένα δέντρα το καλοκαίρι (…) Κ’ η ευτυχία τους αυτή ήτανε δύναμη της πατρίδας κ’ η ξετσιπωσιά τους καθαρμός. Κι αν κάπου βαριεστίζοντας ο λαός τους έδιωχνε, ζητούσε αμέσως άλλους να τόνε κλέβουνε: δε μπορούσε πια μήτε να σκεφτεί χωρίς “σωτήρες”.
Γελάτε και με το δίκιο σας, ω άντρες Αθηναίοι (…) Παραμύθι, βλέπετε. Τώρα θα μου ζητάτε κ’ επιμύθιο! Πού να το βρω! (…) Μοναχά σας λέω: “Αλίμονο στον αυτόδουλο πολίτη, που φτασμένος στα έσχατα της απελπισιάς παραδίνεται, για να σωθεί, στο έλεος του Θεού και στους νόμους των Κλεφτών”».
Ο Βαρναλης είναι ένας στοχαστής – μαστιγωτής της κοινωνικής πραγματικότητας, με γνώμονα να αποκτήσει ο «Καλός Πολίτης», το θύμα της εκμετάλλευσης, συνείδηση, να χειραφετηθεί και να διεκδικήσει την πολιτική εξουσία και την πραγματοποίηση του δικό του πολιτισμού.
Εγραψε χωρίς να χαϊδεύει εκείνον στον οποίο απευθυνόταν, τον λαό, χωρίς να τον θωπεύει, χωρίς να τον αφήνει έξω από την ευθύνη του, την προσωπική του ευθύνη, να πάψει να είναι «θύμα, ψώνιο και σύμβολο αιώνιο» της μοίρας του.
«Όσο πιο ταπεινωμένος ο άνθρωπος, τόσο πιότερο κι αναποφάσιστος, όσο πιο κουρασμένος τόσο λιγότερο ανασαίνει και σκέφτεται και θυμώνει. Χρειάζεται κουράγιο και μπιστοσύνη στον εαυτό σου, για να αντισταθείς στην αδικία - και πιο πολύ ακόμα για ν' αδικήσεις. Μαθημένος να φοβάσαι, δε θέλεις να φοβηθείς περισσότερο. Αφήνεσαι στη γλύκα της αβουλίας, στον εγωισμό του πόνου. Κι όχι μονάχα στέκεσαι να σου παίρνουν τα όσα δεν έχεις, μα δεν αγγίζεις και τα λίγα πόχεις: νηστεύεις από δικού σου το φαγί, το πιοτό και τις γυναίκες- μισείς τον ήλιο, τη θάλασσα, τον αγέρα του δάσου και την κίνηση και αποζητάς την αρρώστια, τα βάσανα, την απλυσιά, τη σιωπή και το θάνατο, για να πας στον παράδεισο» «Αληθινή απολογία του Σωκράτη».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου