Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου 2013

Θύμησες κι αναδρομές (Με του ΚΚΕ το συναπάντημα)

ΤΑ 85ΧΡΟΝΑ του ΚΚΕ, που γιορτάσαμε και τιμήσαμε, φέρνουν καθένα μας σε μακρινές ώρες και σε στιγμές σημαδιακές, που σφράγισαν καθοριστικά της ζωής τα βήματα. Ετσι ακριβώς σ' αυτήν την πρώτη αναζήτηση, μας φέρνει ο νους στα αξέχαστα εκείνα συναπαντήματα που είχαμε μαζί του καθώς περπατούσαμε στης μικρής μας πολιτείας τους δρόμους, τότε που μας κοντοζύγωνε ο μεγάλος πόλεμος.
ΤΑ ΝΙΚΟΛΟΒΑΡΒΑΡΑ, έτσι τα είχε ονοματίσει στο τεφτέρι της η λαϊκή μετεωρολογία, έδερναν το νησί. Το Ιόνιο βογκούσε ασταμάτητα νύχτα-μέρα. Είχαν ανοίξει οι «ουρανοί» κι έβρεχε δίχως τελειωμό. Κι εμείς, μαθητούδια, να καρτερούμε του καιρού μια μικρή «πασσάδα» (διάλειμμα) για να προλάβουμε να μπούμε άβροχοι στο χωριό, κοντά μια ώρα δρόμο σε σβέλτο βηματισμό και δίχως άλλα ξεστρατίσματα.
ΔΡΟΜΟΛΟΓΙΟ καθημερινό. Με τα βιβλία τυλιγμένα σ' ένα μαντίλι. Καθένας φορτωμένος και με το τσουβάλι του που 'χε της φαμελιάς του τα καρβέλια, ανάλογα με τα στόματα, που καρτερούσαν τον άρτο τον «επιούσιο». Στο δικό μας το μερτικό εφτά ψωμιά που γράφονταν στο τεφτέρι, που όλο και τα νούμερα μεγάλωναν κι έπρεπε να πληρωθούν. Κι όλα έμεναν ανοιχτά, κρεμασμένα στης σταφίδας τα μελλούμενα, που μας άφηνε πνιγμένους στα χρέη στην τράπεζα και στους εμπόρους.
ΕΚΕΙΝΟ τ' απόβραδο έπρεπε να βιαστούμε για να προλάβουμε. Η Ζάκυνθος, όπως έκανε πάντα, έφερνε το νερό καταπάνω μας, ο αγέρας όλο και δυνάμωνε. Ολα τα γνώριμα σημάδια έδειχναν την κοσμοχαλασιά, που μας πλησίαζε.
ΑΛΛΕΣ φορές η συντροφιά μας σταματούσε για λίγο στην ταβέρνα, πάνω στο δρόμο, μύριζε ερεθιστικά το χταπόδι, που το έψηναν στη θράκα. Ψαράδες, αγωγιάτες, ναυτικοί δοκίμαζαν τα καινούρια κρασιά και καλοσυνάτα είχαμε κι εμείς προσφορά το μεζέ τους.
ΣΤΗ ΔΗΜΟΣΙΑ πάνω στο τρίστρατο η θεόρατη βενετσιάνικη ελιά, που σκέπαζε όλο το δρόμο, αγκομαχούσε λες κι ο αγέρας να 'θελε να την ξεριζώσει. Πηχτό το σκοτάδι και μόνο το φεγγαρόφωτο, καθώς ξέμπλεκε από τα σύγνεφα, φώτιζε λίγο τα βήματά μας.
ΠΑΝΩ σ' ένα τέτοιο του φεγγαριού άνοιγμα σάλταραν κοντά μας από τη διπλανή σταφίδα, λίγο πιο ψηλά από τη δημοσιά, τρεις άντρες. Απιθώσαμε τα σακούλια με τα καρβέλια και κρατώντας τα βιβλία στο μαντίλι κοντοσταθήκαμε. Γνώριμες φάτσες όλοι τους. Ο Αποστόλης, ο πασίγνωστος γκαβός χωροφύλακας, με τα πολιτικά. Γυρόφερνε καφενέδες, όλα τα καντούνια και παρακολουθούσε τους ξωμάχους τις μέρες που έρχονταν για το παζάρι. Ο δεύτερος νιόφερτος χωροφύλακας είχε αναλάβει να ρίχνει στα σκυλιά φόλες. Κι ο τρίτος είχε αναλάβει τα εντάλματα και έτρεχε σε σπίτια και καλύβια.
ΔΙΧΩΣ να μας πουν κουβέντα άρπαζαν τα μαντίλια μας κι άρχισαν να τα ψάχνουν. Είδαν τα αναγνωστικά και τα τετράδια, τ' άφησαν και προχώρησαν στα σακούλια, που είχαμε ακουμπήσει στον όχθο του δρόμου. «Τι έχετε μέσα»; ούρλιαξε ο γκαβός... «Καρβέλια από του Τσιφή το φούρνο», ήταν η κοφτή απάντηση του Χαραλάμπη που ήταν κι ο πιο μεγάλος από τη συντροφιά μας, κι έκανε και κουμάντο στο δρόμο μας.
ΔΕΝ είχαμε κάνει ούτε πέντε βήματα, σε λίγο καθένας μας θα πήγαινε στο σπιτικό του, που είδαμε στο δρόμο ριγμένα καταγής κάτι άσπρα μεγάλα τυπωμένα χαρτιά. Ο Αριστόβουλος έσκυψε, μας έδωσε και σ' εμάς από ένα κι εκεί με το φεγγαρίσιο φως το διάβαζε κι εμείς τον ακούγαμε: «Αγρότες της Παλλικής. Κι εφέτος ο κόπος κι ο ιδρώτας πάνε ακόμη μια φορά χαμένοι. Ο Μεταξάς, η τράπεζα και τ' αρχοντολόι που 'χουν στα χέρια τους τις "σαράγιες" (σταφιδαποθήκες) με δυο δεκάρες πάνε ξανά να φάνε τη σταφίδα μας. Ελα το Σάββατο στο συλλαλητήριο, έλα μαζί μας για το ψωμί μας».
ΜΙΛΟΥΣΑΝ λιγόλογα, μιλούσαν παράξενα εκείνα τα χαρτιά, που βρέθηκαν στο δρόμο μας. Το φεγγαρόφωτο που ξέφευγε από τα σύγνεφα φώτιζε τα τρία κεφαλαία γράμματα που μαζί τους πρώτη φορά ανταμώναμε. Εκείνη η υπογραφή ΚΚΕ ήταν το ψωμί, ήταν η ζωή κι ελπίδα του σπιτιού μας. Στο αλφαβητάρι του αγώνα μακρινές θύμησες. Και πρώτες άσβηστες εγγραφές.

Του Νίκου ΚΑΡΑΝΤΗΝΟΥ
(Ριζοσπάστης, 18/1/2004)

Δεν υπάρχουν σχόλια: