Και, φυσικά, μη φανταστείτε πως μου πέρασε από το μυαλό η ιδέα ν' αρχίσω να τραγουδώ το τραγουδάκι που λέγαμε παλιά, για να προϋπαντήσουμε το Μάη, στεφανωμένοι, εμείς οι μικροί, με κατακόκκινες παπαρούνες, χαμομήλια και κίτρινες μαργαρίτες. Κι από πίσω οι πατεράδες μας φορτωμένοι με τα καλάθια, γεμάτα πούλουδα και λούλουδα, που έγραψε και ο ποιητής, ντολμαδάκια γιαλαντζί, ξεροψημένους κεφτέδες, ξιδάτες ελιές, ζυμωτικό ψωμί και με τη γνωστή μπουκάλα γεμάτη ρετσίνα.
Ο δικός μου ο πατέρας, ιδιαίτερα, σε μια πάνινη σακούλα, ραμμένη γι' αυτό το λόγο, κουβαλούσε τα καφεμπρίκια και όλα τα σχετικά. Μερακλής, βλέπεις, ο κυρ Χαράλαμπος, μετά το φαγητό το ήθελε το καφεδάκι του. Πολλά βαρύ και όχι, φυσικά και το σέρτικο Ματσάγγου από τη μεγάλη κούτα να ντουμανιάζει και ο βραχνός φωνόγραφος «Να σου τηγανίζω ψάρια με παντζάρια σκορδαλιά». Να λείπει και ο Γιάννης ο παλιόφιλος, φορτοεκφορτωτής στο λιμάνι, δυο χρόνια τώρα στο «Γεντί Κουλέ». Κι όμως, ο Μάης Μάης, αδυσώπητος και γιορταστικός. Ματωμένος και λουλουδιασμένος μαζί, αρχή και τέλος μιας ζωής που είχε το νόημά της. Είχε το δικό της το αίμα, κατακόκκινο προς το μαβί και αψύ.
Μα τώρα δεν τα θυμήθηκα όλα αυτά γιατί πλησιάζει ο Μάης. Οχι, τις «μαθητικές εκδρομές» θυμήθηκα και έπιασα αυτήν την κουβέντα. Τις μαθητικές εκδρομές, που πρέπει να είναι και εκπαιδευτικές και να δίνουνε την ευκαιρία στους μαθητές να γνωρίσουνε την Ελλάδα. Να γνωρίσουνε τα ιστορικά της τοπία, τους αρχαιολογικούς της χώρους και τις φυσικές της τις ομορφιές. Να γνωρίσουνε, εν πάση περιπτώσει, και κάτι άλλο, έξω από τα νεκρά και τα άχρηστα των βιβλίων που γράφονται στο πόδι και εγκρίνονται στο γόνατο. Να γνωρίσουνε, με άλλα λόγια, πώς στήνεται ο κόσμος της γνώσης, με βάση τις εμπειρίες που η ίδια η ζωή σού προσφέρει. Κι ας είναι αυτή η μικρή ζωή μέσα σε ένα πούλμαν που σε πάει από δω κι από εκεί. Κι ας είναι ένα μικρό ξενοδοχείο σε μια μικρή επαρχιακή ελληνική πόλη. Μέσα σε ένα μικρό ταβερνάκι, όπου μπορεί ένας ξεχασμένος φωνογράφος να τραγουδάει βραχνά παλιά, βαριά ρεμπέτικα.
Κι ας είναι, τέλος πάντων, η αίθουσα ενός μουσείου, όπου ένας μαρμάρινος κούρος χαμογελάει με το αρχαϊκό του χαμόγελο, λες και θέλει να σε χαιρετίσει, να σου μιλήσει τη δική του τη γλώσσα, για να σου πει πως δεν έχει σημασία που αυτός είναι από μάρμαρο κι εσύ από σάρκα, αφού συναντιέστε πάνω στο ίδιο το νήμα της ιστορίας. Μέσα στην απόλυτη σιωπή ενός πολιτισμού που τον έφτιαξαν άνθρωποι, καθώς προσπαθούσαν να φτιάξουν την ίδια τους τη ζωή.
Κι όμως, τι γίνεται με τις σχολικές εκδρομές; Ποιο από τα δυο μαθαίνουνε τα παιδιά; Την Ιστορία ή τον Πολιτισμό; Ποια γνώση, τελικά, κατασταλάζει μέσα τους, Ποιες πρωτοφανείς εμπειρίες καταγράφει η συνείδησή τους, ως δραματική μετάληψη ενός άλλου κόσμου, που μπορεί να μην είναι το «σώμα» και το «αίμα» ενός κατασκευασμένου θεού, είναι, όμως, η οδυνηρή γεύση μιας περιπέτειας, που θα μείνει βαθιά καρφωμένη στη μνήμη; Τίποτε. Απολύτως τίποτε. Οι μαθητικές εκδρομές, όπως γίνονται, είναι τελικά ένα βαθύ τραύμα στο βαθιά πληγωμένο σχολικό σώμα. Είναι ένα άθροισμα ήχων και θορύβων. Μια απόπειρα ανολοκλήρωτων ερώτων. Ενα πλήθος από σκουριασμένα σφηνάκια. Είναι, φοβάμαι, ο τραγικός αποχαιρετισμός ενός σχολείου, που δεν μπόρεσε να κάνει αυτό που έπρεπε. Δεν μπόρεσε ή δεν ήθελε; Το υπουργείο Παιδείας πάει τη δική του «εκδρομή», γι' αυτό και δεν μπορεί να απαντήσει!
Γ. Χ. Χουρμουζιάδης
Ριζοσπάστης, 9/4/2006
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου