Δευτέρα 3 Μαρτίου 2014

«αγαπάω... » (Μικρό οδοιπορικό του Δεκέμβρη - Στον Χαρίλαο Φλωράκη που έζησε το περιστατικό)

Δεκέμβρης 1944. Το καλλιτεχνικό συνεργείο της ΕΠΟΝ ξανάρχισε τη δουλιά του κάπου στα Σεπόλια. Κι ένα πρωινό, αρχές Γενάρη, ο Σταύρος, ο Βλάσης, ο Θεόφιλος, ο Σήφης, ο Αντρέας ο ηθοποιός κι εγώ, φορτωμένοι με τα σύνεργά μας και μια κουβέρτα ο καθένας, φεύγουμε. Η μάχη της Αθήνας, ενάντια στον τρίτο καταχτητή, κράτησε κάπου ένα μήνα και στο τέλος χάθηκε. Ούτε που προλάβαμε να ειδοποιήσουμε τους δικούς μας. Φεύγει κόσμος και ντουνιάς. Νέοι, μεσόκοποι, γυναίκες, κοπέλες. Ξεκινάμε χωρίς να ξέρουμε πού πάμε. Από ψηλά, τα εγγλέζικα αεροπλάνα μάς ξεπροβοδίζουν με τα πολυβόλα τους.
Ενας τσοπάνος, που του έχουνε τρομάξει πρόβατα, μας φωνάζει:
- Εϊ πατριώτες! Εφτούνοι έχουνε μεγάλα δόντια!
Νύχτωσε κι είμαστε ακόμα στην Πάρνηθα. Εγώ ότι έχω σηκωθεί από αρρώστια σοβαρή. Νιώθω πως δεν μπορώ να περπατήσω για πολύ.
- Κουράγιο, Ξάνθο, μου φωνάζουν.
- Ακόμα λίγο, Ξάνθο...
Ο Βλάσης με βοηθάει στις ανηφοριές, ώσπου φτάνουμε στη Μαλακάσα.
Εδώ, σ' ένα χάνι, στριμωγμένοι με άλλους εκατό, καθίσαμε κατάχαμα με τα γόνατα στο σαγόνι. Να ξαποστάσουμε, να ζεσταθούμε, και να φάμε κάτι, ό,τι έχουμε. Και μετά, να πάρουμε πάλι τους δρόμους.
Την επόμενη νύχτα κοντεύουμε στην Παλιοπαναγιά. Οι άλλοι έχουνε προχωρήσει, κι εγώ σέρνομαι σ' ένα λασπόδρομο παρέα μ' ένα παλικάρι. Σε μια στιγμή το ακούω να βάζει τις φωνές. Κλαίει σχεδόν. Τα παπούτσια του ήτανε τρύπια, και πάτησε συρματοπλέγματα, πεσμένα μες στις λάσπες. Το κρατάω, όσο μπορώ, και πάμε στο χωριό. Εκεί μια μπάμπω του 'πλυνε και του γιατροπόρεψε τα πόδια. Μάθαμε αργότερα ότι το παλικάρι αυτό είναι μουσικός και το λένε Μάνο. Και δεν έλεγε και καλά το ρο.
Το βράδυ βρίσκουμε αποκούμπι σ' ένα μύλο. Χορωδοί με τραχιά πρόσωπα, γένια κι αρμάθες, μας νανουρίζουν με ύμνους:
Λαέ σκλαβωμένε, λαέ βασανισμένε!
Της λευτεριάς τ' αγέρι φυσάει, εμπρός, εμπρός!
Ενωθήκαμε με την παρέα του Μάνου και την άλλη μέρα ανεβαίνουμε μια ρεματιά προς τις πηγές της. Μέσα από νεροσυρμές, πλατάνια, πολυτρίχια φτάνουμε στο Ζαγαρά. Ενα χωριό, ψηλά στον Ελικώνα, απ' τον θεό ξεχασμένο. Εκεί, μπροστά, σ' ένα τζάκι, που δε βρίσκουμε ξύλα να το ανάψουμε, ανακαλύπτουμε και τις πρώτες ψείρες, που μας έχουνε κάνει οτοστόπ. Θα τις πάμε κι αυτές ως τη Λαμία, όπου θα καταλήξουμε κι εμείς. Επειτα, δε μας εμποδίζουνε στις μουσικές βραδιές μας. Τότε που ο Μάνος βάζει στο στόμα του ένα χαρτονάκι και το σφύριγμά του ακούγεται σαν βιολί.
Είμαστε κάμποσα χιλιόμετρα μακριά απ' το Ζαγαρά, όταν ο Μάνος βάζει τις φωνές:
- Το ορατόριό μου, το ορατόριό μου, παιδιά! Και δε λέει και καλά το ρο...
- Τι έγινε, ρε Μάνο;
- Πρέπει να 'μεινε εκεί, κοντά στο τζάκι... Αλίμονό μου, προσάναμμα θα το κάνουνε...
Ολοι συμφωνήσαμε πως αξίζει να γυρίσουμε πίσω για το ορατόριο του Μάνου.
Απ' τη Λιβαδειά η Αράχοβα είναι κάπου εξήντα χιλιόμετρα δρόμος. Εγώ έχω συνηθίσει πια τις πορείες. Ομως το βράδυ, όταν τη βλέπουμε από μακριά, κι εγώ κι οι άλλοι μόλις που σέρνουμε τα πόδια μας.
Εκεί μας παραλαβαίνει ένας φρούραρχος με κόκκινη μύτη:
- Πήρατε καθοδήγηση; ρωτάει.
Εμείς κοιταχτήκαμε.
- Κοπιάστε, να σας δώσω εγώ.
Και φέρνει μια κανάτα κρασί. Αφού ήπιε πρώτος κι αναστέναξε, μας τη δίνει.
Πάνω στην ώρα περνά ένα φορτηγό του αντάρτικου, που πάει για την Αμφισσα.
- Πηδάτε στην καρότσα, μας φωνάζουνε.
Καθόμαστε πάνω σε κάτι κιβώτια. Πριν ξεκινήσουμε, μας βάζουν μια φωνή:
- Μην ανάψετε τσιγάρο! Οι κάσες έχουνε πυρομαχικά. Αμάν!
Τώρα περνούμε το διάσελο ανάμεσα Γκιώνα και Παρνασσό, το «πενηνταένα». Μέσα σε καταχνιές κι έλατα, νιώθουμε πως πατάμε στ' αντάρτικα τ' αχνάρια. Ο αντίλαλος απ' τις μάχες έχει καταλαγιάσει, και τη ματοβαμμένη γη τη σκέπασε το χιόνι. Δυο βερβερίτσες παίζουνε κυνηγητό στα κλαριά, και τ' αγρίμια πρέπει να ξαναγυρίσανε στις μονιές τους.
Ενας οδοιπόρος μας δίνει το μισό ψωμί του. Και το βράδυ, στη Γραβιά, μια κυρούλα μας προσφέρει απλόχερα σύγκλινο, τυρί, μέλι σε κερήθρα.
- Να μας συμπαθάτε, παλικάρια, μας λέει, φτωχικό το τραπέζι μας. Λείπουνε και τα παιδιά μας στο βουνό... Ποιος να δουλέψει... Πιείτε και λίγο κρασάκι να ζεστοκοπηθείτε καμιά ψίχα...
Η γυναίκα είναι βουτηγμένη στα μαύρα. Πρέπει να 'χει πένθος βαρύ. Δεν τη ρωτάμε τίποτα μην ξύσουμε τις πληγές της. Ομως, εκείνη θέλει να τις ξύσει:
- Οχ, παλικάρια μου! Με βλέπετε χαροκαμένη... Δεν είναι καημός πιο αβάσταγος απ' το χαμό του παιδιού σου. Η θυγατέρα μου, η μονάκριβη, πάει, παιδιά μου. Και τι τήνε θέλω τώρα τη ζήση εγώ...
- Κάνε κουράγιο, κυρούλα.
- Λέω να υπομονέψω για το γέρο μου και τα παιδιά μου. Δυο παλικάρια ίσαμε κει πάνω κι είναι τώρα στο βουνό. Το κορίτσι, αχ, αυτό το βλαστάρι μας, που το είχαμε μη στάξει και μη βρέξει, ούτε στα χωράφια να πάει, ούτε πουθενά, τι του 'γραφε το ριζικό του... Θέλαμε να το καλοπαντρέψουμε, να δούμε εγγόνια, να χαρεί το σπιτικό μας. Είναι ένας καλός νοικοκύρης στο χωριό που το γύρεψε, με περιουσία, χωράφια, ζωντανά, απ' ούλα τα καλά. Μα κι εμείς έχουμε τη σειρά μας. Δεν τον ήθελε. Ηντουνα, είναι αλήθεια, και λίγο μεγάλος. «Εγώ θέλω ν' αγαπήσω», μας έλεγε. Εμείς πού να σκεφτούμε τέτοια στον καιρό μας. Οποιον μας έδινε ο κύρης μας, αυτόνα παίρναμε. Τη ζόρισε κομμάτι κι ο πατέρας της κι αυτή, που λέτε, δε χάνει καιρό, ανηφορίζει κατά το βουνό. Βρίσκει τ' αδέρφια της, κι αμέσως ζώνεται τ' άρματα. Δεν κατέχω τι είναι αυτά, καλά, κακά, εσείς οι γραμματιζούμενοι ξέρετε καλύτερα. Μα, το πουλάκι μου, δεν το νταγιαντούσα να κρατά ντουφέκι στα δαχτυλάκια τα κρινένια.
- Είναι κι άλλες κοπελιές στο βουνό, κυρά...
- Ναι, αλλά η δικιά μου η θυγατέρα δεν ήτανε για τέτοια. Και κει, που λέτε, στο βουνό, ήρθε η ώρα της κι αγάπησε. Αγάπησε αντάρτη, και τ' αδέρφια της - τι να κάνουνε - την αρρεβωνιάσανε. Εκείνη μας έστελνε προσκυνήματα, και να μην έχουμε στεναχώρια για δαύτη, ότι είναι καλά, μας αγαπά και μας συλλογάται. Οτι τραγουδά μ' άλλες κοπελιές και παίζει θέατρο. Μονάχα για πόλεμο δε μας έλεγε, αλλά εμείς μαθαίναμε, το βρόνταγε το ντουφέκι, το 'λεγε η περδικούλα της. Ωσπου τον αρραβωνιάρη της τον στείλανε σ' άλλο βουνό, σ' άλλο καπετανιλίκι. Και παρουσιάζεται η καλή σου στον καπετάνιο της και τον παρακαλεί να τη στείλει κι αυτήνα εκεί.
«Γιατί;» της λέει αυτός.
«Για να είμαι κοντά στον αρραβωνιαστικό μου».
«Ναι, αλλά τώρα είναι πόλεμος, δεν είναι παίξε γέλασε».
- Και τι λέτε πως του αποκρένεται:
«Ούτε κι η αγάπη είναι παίξε γέλασε, καπετάνιε».
- Ακούστε κουβέντα που ξεστόμισε. Και τον καταφέρνει και της δίνει το χαρτί. Κι όπως πήγαινε, εκεί, σ' ένα γούπατο, την παραμόνευε η κακιά της μοίρα. Επεσε μαζί με άλλους σε καρτέρι, ενέδρα, πώς το λέτε, και λαβώνεται βαριά στο κεφάλι. Κι έκανα την πορδή μου δύναμη, με το συμπάθιο, και πήγα και τη βρήκα, ψηλά σ' ένα χωριό, στο νοσοκομείο τ' αντάρτικο. Εκείνη όμως έβλεπε τον άγγελό της δίπλα που την καρτέραγε. Και μου κρένει:
«Δε θέλω, μάνα, να πεθάνω, αγαπάω...».
- Οχ, η θυγατέρα μου...
Και στρώνει, σ' εμάς τους ψειριάρηδες, τις πιο καλές βελέντζες της.
- Οχι, κυρούλα, εμείς θα ξαπλώσουμε εδώ στις κουρελούδες. Σ' ευχαριστούμε, δε θέλουμε τίποτ' άλλο. Να 'σαι καλά, να ζεις να τη θυμάσαι.

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Γιάννη Στεφανίδη «Πέτρα κυλισάμενη»
Δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη (1-2/1/2005)
Η εικόνα είναι του Βασίλη Παπαγεωργίου

Δεν υπάρχουν σχόλια: