«Μόσχω Τζαβέλλα» Λ.Νάκου Εκδόσεις Καστανιώτη 1995 σελ.141
«…Η Μόσχω τότες
όρμησε με το σπαθί στο χέρι,
τη λευτεριά μας θέλουμε, φωνάζει κι αγριεύει,
τώρα θα δείτε πόλεμο, γυναίκεια ντουφέκια,
τι πολεμά η Τζαβέλαινα με το σπαθί στο χέρι,
με το παιδί στην αγκαλιά, με το ντουφέκι στ΄άλλο,
με τα φυσέκια στην ποδιά ….»
τη λευτεριά μας θέλουμε, φωνάζει κι αγριεύει,
τώρα θα δείτε πόλεμο, γυναίκεια ντουφέκια,
τι πολεμά η Τζαβέλαινα με το σπαθί στο χέρι,
με το παιδί στην αγκαλιά, με το ντουφέκι στ΄άλλο,
με τα φυσέκια στην ποδιά ….»
« -Άσε τα λόγια γυναίκα! Ο Φώτος , το παιδί μας , ακόμα δεν έπαθε τίποτα , ούτε μια τρίχα
της κεφαλής του. Μα τον άφησα αμανάτι στο σκυλί, τον Αλή Πασά και τον ξεγέλασα, πως το
Σούλι θα του παραδώσω. Εγώ όμως ήρθα να ξεσηκώσω όλους, ρουθούνι από μας
κάλλιο να μην μείνει , αλλά όλοι μαζί να πέσουμε του Λύκου, να τον φάμε! Του’ στειλα του Αλή Πασά μήνυμα με γράμμα πως το
γιό μου μπορεί να τον σφάξει αν θέλει, μα Σούλι στα χέρια του ποτέ δε θα το πάρει.
Ήρθα να λοιπόν, γυναίκα , εγώ να σου το πω μη βαρυγκομήσεις. Ήθελα ακόμα κι εγώ
τα λόγια σου να ακούσω; Ποια θα΄ναι αυτά λόγια γυναίκας ή καπετάνισσας!
-Βρε Καπετάνο! Μαζί τόσα παιδιά έχουμε καμωμένα και χρόνια
κάμποσα μαζί περάσαμε ! κι ακόμα δεν γνώρισες της Μόσχως την ψυχή, μόνο σκαρφαλώνεις κι έρχεσαι και χασομεράς, τον
πόλεμο, το μαντάτο αυτό να μου φέρεις ;
Ότι αντρίκειο και γενναίο
είναι πάντα καλά καμωμένο!
Όσο για μένα , να το ξέρεις , πως τούτα είναι τα λόγια μου.Κι
η Μόσχω γύρισε και κοίταξε τον άντρα της θλιμμένη .Ακούμπησε το ένα της το χέρι
στον ώμο του , τον κοίταξε και συλλογισμένη τούπε :
-Το παιδί μου είναι
του Σουλίου και σαν γλυτώσει το Σούλι , γλιτώνει και το παιδί μου! Και σαν
χαθεί το Σούλι , ας χαθεί και το παιδί μου κι εγώ η ίδια μαζί!....
-Γυναίκα , της είπε ο Λάμπρος
Τζαβέλλας. Με τούτα τα λόγια που λες, αν και με σφάζουνε , μπαίνεις ολότελα
πια στην καρδιά μου…..»
«….Και ο γραμματικός
του Αλή Πασά τρεμάμενος , άρχισε να
του διαβάζει το μήνυμα του Λάμπρου Τζαβέλλα που έμεινε αθάνατο και που κάθε
Γραικός ζωντανός , και τώρα, πρέπει να ξέρει απόξω και να το αναλογίζεσαι και νάναι
υπερήφανος για την ανδρεία των πατέρων μας. Συχνά πρέπει να τους συλλογιζόμαστε
αυτούς που αγαπήσανε την Ελευθερία πάνω από κάθε άλλη αγάπη!
Το γράμμα αυτό έλεγε:
-Αλή Πασά,
Χαίρομαι που γέλασα
ένα δόλιο. Είμαι δω να διαφεντεύω την Πατρίδα μου , εναντίον εις ένα κλέφτη σαν
κι εσένα.
Ο γιός μου θέλει
αποθάνει. Εγώ όμως απελπίστως θέλω να τον εκδικηθώ πριν αποθάνω..
Κάποιοι Τούρκοι σαν
και σένα θα πούνε πως είμαι άσπλαχνος πατέρας, με τον να θυσιάσω το γιό μου για
τον ειδικόν μου λυτρωμό.
Αποκρίνομαι , για να
ξέρεις , ότι εάν εσύ πάρεις το βουνό, θέλεις σκοτώσει και το γιό μου με το
επίλοιπον της φαμίλιας και τους συμπατριώτες μου, τότε θα μπορέσω να εκδικήσω
το θάνατό τους!...
Αμή, αν νικήσομεν ,
θέλει έχω και άλλα παιδιά , η γυναίκα μου είναι νέα!
Εάν πάλι ο γιός μου,
νέος καθώς είναι , δε μένει ευχαριστημένος να αποθάνει για την Πατρίδα του,
αυτός δεν είναι άξιος να ζήσει! Και δε γνωρίζεται ως γιός μου!...Έτσι.
Προχώρησε λοιπόν ,
άπιστε! Είμαι ανυπόμονος να εκδικηθώ να πιω το αίμα σου!
Εγώ ο ωμοσμένος
εχθρός σου, ο καπετάν Λάμπρος Τζαβέλλας….»
«…..Θάνατος! Θάνατος!
φώναζε η Μόσχω ξεμαλλιασμένη .Θάνατος και όχι σκλαβιά. Κάλλιο ελεύθεροι ούλοι
να πεθάνουμε , παρά να βάλουμε στο σβέρκο ζυγό!
Και οι άλλες γυναίκες , το σύνθημα αυτό , το ξαναλέγανε όλα
μαζί σαν παραλήρημα. Και μες σ΄αυτή τη λαύρα του μεσημεριού, και μες στην
ερημιά , άγρια αντιλαλούσανε οι φωνές τους. Και οι ράχες και τα κορφοβούνια ,
καθώς τόφερνε η ηχώ , ακούγονταν από τα πέρα , έως κάτω στη Μπογορίτσα , όπου
έμενε ο Αλή Πασάς.
Ξαφνιάστηκε κι αυτός και αφουγκράστηκε και είπε :
-Τι αχός ακούγεται από κραυγές γυναικείες ;Μπας και είναι τα
φαντάσματα κείνων που έχω εγώ σκοτώσει ; ρώτησε τον αξιωματικό του που έστεκε
κοντά .
Κι αυτός τρέμοντας του απάντησε :
-Δεν είναι ξωτικά ,Αλή Πασά! Κι οι ράχες δε μιλάνε! Δεν
είναι καν οι Σουλιώτες που τόσο έχεις εξοντώσει! Μόνο είναι οι γυναίκες τους σαν λύκαινες , με τον αφρό στο στόμα, και
πέσανε πέρα και μας κυνηγάνε!...Άλλη βάσταγε στα χέρια κοτρώνια, άλλη το ντουφέκι κι άλλη
το γιαταγάνι. Κι η Τζαβέλλαινα , ορθή,
παντού μαθές την έβλεπες ανάμεσα στη φωτιά… Ξεπετάγονται σαν την φλόγα
πάντα μπροστά, με τη ματιά της που αστραπές έβγαζε. Ναι, ήταν λες όμοια με
ζωντανή φλόγα που θέριευε κάθε τόσο και φώναζε λόγια φωτιάς : -Θάνατο, θάνατο κι όχι σκλαβιά! βροντοφωνούσε
ανταριασμένη.
Ο Αλλάχ να μην καταραστεί κανένα , πασά μου, να δει γυναίκες Σουλιώτισσες
φρενιασμένες…..
Στον πανικό αυτόν απάνω ζήτησε ο Αλή Πασάς το άλογό του και κίνησε για τα Γιάννενα. Κι είναι η
στιγμή αυτή, που ενέπνευσε στον ποιητή
Α.Βαλαωρίτη να γράψει :
-Τ΄άλογο! τ΄άλογο!Ομέρ
Βρυώνη,
το Σούλι εχούμησε και μας πλακώνει.
Τ΄ άλογο! τ΄ άλογο! ακούς , σουρίζουν
ζεστά τα βόλια τους ,
μας φοβερίζουν…..»
Η νίκη τους οι
Σουλιώτες ,στη μάχη της 20ης
Ιουλίου του 1792, σε αυτήν την
χρωστάνε, στη Μόσχω Τζαβέλαινα
και στο στρατηγικό σχέδιο του
Μπότσαρη.
Και εάν ο Αλή Πασάς
επί οκτώ χρόνια άφησε το Σούλι ελεύθερο , αυτό στις γυναίκες και στη Μόσχω
οφείλεται.
Όλοι πια τραγουδήσανε
τα ανδραγαθήματα της ηρωικής αυτής γυναίκας:
-Εδώ ΄ναι το Σούλι το κακό, εδώ
το Κακοσούλι,
που πολεμά η
Τζαβέλαινα σαν άξιο παλικάρι.
Τώρα να δείτε
πόλεμος, γυναίκεια ντουφέκια….»
Στην ιστορική αφήγηση «Μόσχω
Τζαβέλλα» της Λιλίκας Νάκου , που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1939, είναι η προσωπικότητα της μάνας και καπετάνισσας που
διαδραματίζει τον αποφασιστικότερο ρόλο στην πιο κρίσιμη στιγμή της μάχης και
συντελεί στη συντριβή των στρατιωτικών
δυνάμεων του Αλή Πασά την 20η Απριλίου του 1792 στο Σούλι. Το
κεντρικό αυτό επεισόδιο, από τη ζωή της
ηρωικής αυτής μορφής ,της Μόσχω Τζαβέλλα ,θα διατηρηθεί στα
κατοπινά χρόνια ζωντανή στη μνήμη του λαού και θα γίνει δημοτικό τραγούδι.
Επιλογή : Κώστας Τραχανάς
ΥΓ. Αφιερώνεται
στον φωτογράφο –κινηματογραφιστή Βασίλη Γκανιάτσα, που με ταξίδεψε πραγματικά
και όχι νοερά, στο αρχοντικό του Λάμπρου και της Μόσχω Τζαβέλλα, στο Σούλι.
«O
Xαλασμός
των Μποτσαραίων» Ναπολέων Α. Οικονόμου Αθήνα 1965 σελ.208
«….Χαράματα στες είκοσ’ τρεις τ΄Απρίλη 1804. Τ΄ασκέρια
τ’ Άρβανίτικα συνάχτηκαν. Μιλιούνια….
-Έτοιμοι, σημαδέψτε….
Ακούστηκε η φωνή του
Νότη Μπότσαρη από πλάϊ.
Ένας σαν να ντουφέκισε ακούστηκε ο βρόντος. Οι πρώτοι απ’
τους Αρβανίτες σωριάστηκαν στο χώμα, κι άλλοι κυλίστηκαν πιο κει, οι άλλοι στον
τόπο μείναν. Τώρα το ντουφεκίδι δυνάμωσε. Του Νότη τα παλικάρια απ’ το δεξί το
μέρος σημάδευαν και έριχναν.
-Ω Μπούρα …ντέραααα, (απάνου… απάνου τους…)
-Μιτά, ώ τρίμα…,( απάνου τους παλικάρια)
-Γιούργια, ορέέέ.
Οι Αρβανίτες δεν έλεγαν να κόψουν μια στιγμή.
Ορμούσαν να σπάσουν την αντίσταση απ’ το ταμπούρι του Άϊ-Λιά, όπου το φύλαγαν
ογδόντα Μποτσαραίοι. Άμα ετούτο το ταμπούρι το κυρίευαν τότες λεύτεροι θα
ήταν και θα κατηφόριζαν κάτου στο
μοναστήρι, που από τόσον καιρό είχαν βάλει επιθυμία τους να το πατήσουν. Οι Σελτσιώτες πάλε τούτο το ταμπούρι το
φύλαγαν σαν τα μάτια τους γιατί κι
ετούτοι ήξεραν αν τούτο έπεφτε πήγαιναν όλα χαμένα. Ορμούσαν απάνου τους οι
Αρβανίτες, λυσσασμένοι, αφρομανούσαν σαν τα σκυλιά τα δεμένα που δεν φτάνουν να
κόψουν σάρκες με τα δόντια τους. Ζεστά
βόλια χώνονταν βαθειά στις σάρκες. Όσοι όμως και να σωριάζονταν ήταν
αδύνατο να ξεπαστρεφτούν. Ένας έπεφτε, δέκα έπιαναν τη θέση του… Απάνου στη
θύελλα, που σηκώθηκε με το τρίτο γιουρούσι, ο Νίκηζας Μπότσαρης ηύρε
τη δύναμη να ξεθηκαρώσει πρώτος το γιαταγάνι του και να σηκωθεί ολόρθος.
-Γιουρούσι… απάνου τους.
-Γιουρούσι ορέέέ….
Σε λίγο, πάνω από διακόσια γυμνά σπαθιά άστραφταν στες
πρώτες αχτίδες του ήλιου. Χούμηξαν πίσω απ’ τους Αρβανίτες, φωνάζοντας σαν να
κυνηγούσαν αγριόγιδα στο λόγγο. Όσο και να ορκίζονταν οι Αρβανίτες να
πολεμήσουν με πείσμα τους Σουλιώτες κι όσο και αν το πεθύμαγαν, όμως δεν
μπόραγαν και να το πράξουν. Οι Σουλιώτες ορμούσαν και τους ξέσκιζαν τες σάρκες.
Τα γιαταγάνια στόμωναν κι οι ίδιοι απόσταιναν….
Ο Νίκηζας λαβώθηκε στο δεξί του μπράτσο. Κόκκινο αίμα αχνιστό έβαψε το λιθάρι π’
ακούμπαγε το χέρι του. Τον είδε από άπλα η Λενιώ.
-Καπετάνιο!...στέκα το αίμα σου να πιάσεις…
Εκείνος δεν την άκουγε. Όσο του περίσσευε δύναμη χτύπαε
αλύπητα, και σκόρπισε τον πόνο το δικό του, στους άλλους φοβερότερον. Η Λενιώ τον πλεύρισε και τούπιασε το
χέρι.
-Σκύψε, τούπε, σκύψε μη δίνεις μάτι.
Σκούπισε γλήγορα τη λαβωματιά και με το ξαντό, πούχε κάθε
Σουλιώτης στο ταγάρι του, του τόδεσε.
-Νάσαι καλά , ορή Λενιώ, της είπ’ ο καπετάνιος. Μόν’
παρακάλα το Θεό να δώσει να σωθούμε. Τι ήρθαν στιγμές πού…, τι να πω , δε
βρίσκω , δε γροικάω….
Τα λόγια τούτα βούϊζαν στ’ αφτιά της Λένως…..
…Καπνός πηχτός ανέβαινε , μύριζε το μπαρούτι, κι αλλαλαγμοί
και φωνητά και βόγγοι λαβωμένων. Θανάτου
παραμίλημα, χαροπολέμου πόνοι… Και
οι Σελτσιώτες μάχονταν κι ο πόλεμος βαστούσε. Πάλι λαβώθηκε ο Νίκηζας. Τα
παλικάρια γύρω συνάχτηκαν, τον σήκωσαν στα χέρια και τον πήραν.
Τρέχει και η Λενιώ από κοντά. Ξεκούμπωσαν το στήθος του, την
πουκαμίσαν σχίσαν. Τρανή πληγή ανάμεσα στο στέρνο ξέρναε αίμα. Αγκομαχούσε. Τράνταζε
τα σωθικά ο πόνος. Πόνου αχνό δεν
έβγαλε.
-Πεθαίνω…’γω … τους είπε. Κι έγειρε το κεφάλι του στο πλάϊ
πεθαμένος.
-Θεός , σχωρέστον…
-Ανάπαψη…
Τον άφησαν και φύγαν.
-Απάνου τους… γιουρούσι,ορέ…
Τα παλικάρια χούμηξαν σα λαβωμένοι λύκοι.
-Απάνου τους, του Νίκηζα
να πάρουμε το αίμα.
Χούμηξαν μπροστά τα παλικάρια με γυμνωμένα τα σπαθιά και
πήραν από κοντά τους Αρβανίτες. Όποιον τύχαινε να βρουν στο διάβα τους
τούπαιρναν με τη μια το κεφάλι. Το αίμα αχνιστό ολόκληρο ποτάμι κυλούσε. Κορμιά
ακέφαλα σπάραζαν. Βόγγοι θανάτου, πόνου
στεναγμοί…
Εκατό παλικάρια κυνηγούσαν
πάνου από χίλιους Αρβανίτες. Ήταν τέτοιος ο τόπος που δεν χώραγαν να
κινηθούν απάνου από ένα μιλιούνι Αρβανιτάδων. Τα παλληκάρια πάλε ποτές δε
ρίχνονταν όλα μαζί, παρά μέναν τα μισά για να κρατάνε στ’ άλλα τες πλάτες στο
γυρισμό και να τους παραστέκονται στον κίνδυνο.
Έμειναν και ετούτη τη φορά οι μισοί πίσω, κι ήταν έτοιμοι ν’
ακούσουν το σύνθημα και να ριχτούν κι εκείνοι στης μάχης τον αχό. Η τύχη όμως ζήλεψε την αντρεία. Φθόνεσε την
αξιάδα τους. Κι αν οι Σουλιώτες
τόταξαν Τούρκος να μην πατήσει το χώμα που το πάταγε Σουλιώτικο ποδάρι, η
μοίρα, που παράξενες απόφασες λαβαίνει και του Σουλιώτη τον όρκο να τον πατήσει
η ίδια βάλθηκε, έκανε κι εδώ το φονικό της.
Τριακόσιοι Τούρκοι
μπήκανε , ποιος ξέρει από πούθε ; ….Κανένας δεν το έμαθε ποιος ήταν ο προδότης.
Ποιός ήταν που τους έμπασε ; Μπήκαν
από τα νώτα. Από μονάχοι, αδύνατο ήταν να σπάσουν. Τότες;
Κανένας δεν το σκέφτηκε σ’ εκείνη την αντάρα.
Ένα μονάχα βγαίνει σαν τελικό συμπέρασμα : Το ΣΕΛΤΣΟ
επροδόθηκε….
…..Τ’όνειρο κι ο κρυφός καημός του Αλή γίνηκε
πραγματικότητα. Το Σούλι και το Σέλτσο πατήθηκαν. Οι
Μποτσαραίοι χαλάστηκαν…….»
Στη μονή του Σέλτσου φτάσανε 1.400 Σουλιώτες ,από το
Βουλγαρέλι. Ο τελικός απολογισμός από τη μάχη του Σέλτσου και το χαλασμό των
Μποτσαραίων ήταν η διάσωση μόνο 80 Σουλιωτών από τους
οποίους οι 65 πέρασαν τον Αχελώο σε διάφορα σημεία και κατέφυγαν στ’ Άγραφα.
Το Σέλτσο κλείνει την τριλογία των θυσιών των Σουλιωτών
μακριά από το Κακοσούλι (Ζάλογγο-Ρηνιάσσα-Σέλτσο), που
ακολούθησε μετά τη συνθηκολόγηση του 1803 με τον Αλή Πασά. Σαν ένα άλλο Ζάλογγο , πιο
οδυνηρό όμως από χαμένες ανθρώπινες ψυχές, μαρτυρεί ότι ο τόπος ούτε δίνει ούτε αφαιρεί
την ανδρεία….
Επιλογή Κώστας Τραχανάς
ΥΓ. Αφιερώνεται
στον φωτογράφο –κινηματογραφιστή Βασίλη Γκανιάτσα, που με ταξίδεψε πραγματικά
και όχι νοερά, στο μοναστήρι του Σέλτσου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου