Αλμπέρτο και Ερνέστο στο Μπουένος
Άϊρες, 1950-1951. |
Στη
μνήμη του Αλμπέρτο Γκρανάδο (1922-2011) που έφυγε απ’ τη ζωή δύο χρόνια πριν,
στις 6 Μάρτη 2011.
Για
τους πολλούς ο Ερνέστο Γκεβάρα ήταν και είναι ο “Κομαντάντε”, ο Επαναστάτης, ο
αργεντίνος κομμουνιστής με το ιδεαλιστικό πνεύμα και την αγέρωχη όψη. Για τον
Αλμπέρτο Γκρανάδο υπήρξε ο αμίγκο (φίλος), ο σύντροφος των νεανικών του χρόνων,
ο κολλητός, η παρέα του μεγάλου ταξιδιού στις χώρες της νότιας Αμερικής. Μαζί
επιχείρησαν το 1952 να κάνουν το γύρο της λατινικής Αμερικής πάνω σε μια
μοτοσυκλέτα, την περίφημη “Ποδερόσα ΙΙ”, σε ένα ταξίδι που έμελλε να μείνει
στην ιστορία και να σημαδέψει για πάντα τον Τσε.
Περισσότερες
από τέσσερις δεκαετίες μετά τη δολοφονία του φίλου του στη Βολιβία ο γηραιός
πλέον Αλμπέρτο έφερνε στη μνήμη του τα χρόνια εκείνα της αθωότητας. “Δεν με
ξέχασε ποτέ και ούτε εγώ τον ξεχνώ” θυμόταν ο Γκρανάδο διηγούμενος την πρώτη
του γνωριμία με το ασθματικό παιδί απ’ το Ροσάριο. «Ο Τσε με εντυπωσίασε από
την πρώτη στιγμή που μιλήσαμε. Ήταν ένα νεαρό, ασθματικό, λεπτό παιδί.
Παρατήρησα πως είχε μια σημαντική ικανότητα να αλλάζει άμεσα τις αρνητικές
καταστάσεις σε θετικές, μέσω της προσωπικότητας και της εξυπνάδας του… Είχε κι’
αλλες αρετές, οι οποίες στα είκοσι μου χρόνια μου φαινόντουσαν αρνητικά
στοιχεία, όπως το ότι δε μπορούσε να πει ψέματα»[1].
Τι
ήταν αυτό που έφερε κοντά τους δύο νεαρούς φοιτητές ιατρικής; Μάλλον κάποια
κοινή αίσθηση εκτίμησης για την ποίηση, το διάβασμα και ασφαλώς την ακόρεστη
διάθεση να ταξιδέψουν, να γνωρίσουν μακρυνά μέρη. «Δεν είχαμε πολιτική
κατεύθυνση, μόνο το πνεύμα της περιπέτειας και θέληση για γνώση» εξηγούσε ο
ίδιος ο Αλμπέρτο για την κινητήρια δύναμη που τους ώθησε να ταξιδέψουν. Στις
πρώτες τους συζητήσεις υπήρχε η σκέψη για ταξίδια τόσο μακρυνά, στην άλλη άκρη
του ωκεανού, σε μέρη και χώρες με ιστορία αιώνων. «Στην αρχή είχαμε σκεφτεί την
Ευρώπη, την κοιτίδα του πολιτισμού του οποίου ως Αργεντίνοι, είμαστε προϊόντα.
Ελλάδα, Ιταλία, Γαλλία – η χώρα της Επανάστασης, που ο Ερνέστο μίλαγε και τη
γλώσσα της. Ακόμη η Ισπανία, η κατά μια έννοια μητέρα-πατρίδα μας. Ή ακόμη, η
Αίγυπτος των Φαραώ και των πυραμίδων. Δεν μπορούσαμε να αποφασίσουμε, ολόκληρες
βδομάδες. Όμως στο βάθος, ο Ερνέστο έλκονταν πιο πολύ απ’ την ήπειρο μας. Να
φύγουμε αναζητώντας τις λατινοαμερικάνικες ρίζες μας, ν’ανακαλύψουμε τους
προκολομβιανούς πολιτισμούς, ν’ανέβουμε το Μάτσου Πίτσου, να προσπαθήσουμε να
εξιχνιάδουμε τα μυστικά, να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε πως ζούσαν οι Ίνκας… Η
Ευρώπη, η Αίγυπτος, όλος ο υπόλοιπος κόσμος, θα μένανε γι’ αργότερα» [2]
διηγούνταν ο “Μιάλ”, όπως ήταν το παρατσούκλι του Γκρανάδο στα νιάτα του.
Το
ταξίδι στις χώρες της νότιας Αμερικής – στις κρύες εκείνες νύχτες στην Χιλή,
στα μεταλλεία της Τσουκικαμάτα, στις κορυφές του Περού, στο λεπροκομείο του Σαν
Πάμπλο – “έδεσε” ακόμη περισσότερο τη φιλία του “Μιάλ” με τον “Φουσέρ”, μια
φιλία που σύμφωνα με τον Γκρανάδο την “τοποθετούσαν πάνω απ’ όλα”. «Δεν ήταν
εύκολο να είσαι φίλος του Ερνέστο, γιατί πάντα υπάρχει μια τάση να συγχωρείς
περισσότερα σε ένα φίλο. Συχνά λένε για κάποιο φίλο ότι είναι μεθύστακας,
γυναικάς, ότι δεν σέβεται τις γυναίκες. Όμως ο φίλος είναι φίλος και τον
υπερασπίζεσαι. Όχι ότι ο Τσε τα έκανε αυτά. Ο φίλος ήταν πάντα φίλος, εφόσον
ενεργούσε με τον ίδιο τρόπο που βοήθησε να γίνουμε φίλοι την πρώτη φορά –
έντιμος, καλός φίλος και πάντα έτοιμος να δώσει σε όσους δεν είχαν τίποτε»
εξηγούσε ο Αλμπέρτο και προσέθετε: «Ήταν πάντα έντιμος και έθετε τον εαυτό του
υψηλές απαιτήσεις, κάτι που διαφαινόταν απο μικρή ηλικία. Αν δεν άντεχες την
κριτική, αν σου άρεσε η κολακεία, αν με άλλα λόγια είχες αυταπάτες, δεν υπήρχαν
πολλές πιθανότητες να γίνεις φίλος του Τσε. Ήταν πάντα έτοιμος να σου επιτεθεί
και, αργά ή γρήγορα, θα σε έκανε να θυμώσεις» [3].
Πέραν
όμως των απαιτήσεων που είχε ο νεαρός Γκεβάρα, προτίστως από τον εαυτό του και
δευτερευόντως από τους φίλους του, δεν έπαυε να είναι ένας νέος της εποχής του.
Ένα παιδί όπως όλοι οι υπόλοιποι. Διηγούνταν ο Γκρανάδο ένα περιστατικό, στις
αρχές της φιλίας του με τον “Φουσέρ”: «Το 1950 δούλευα σε μια αποικία λεπρών
στο Σαν Φρανσίσκο ντε Τσανιάρ και ο Τσε, που τότε σπούδαζε ιατρική, έκανε
ταξίδια στην Αργεντινή με ένα μοτοποδήλατο. Επισκέφθηκε και τις 14 επαρχίες της
χώρας, ένα ταξίδι κάπου 3000 μιλίων, και σταμάτησε στην αποικία λεπρών να
περάσουμε λίγο καιρό μαζί. Επισκευάσαμε το μοτοποδήλατο για να συνεχίσει το
ταξίδι και τη μέρα της αναχώρησης οργανώσαμε ένα πάρτι. Κάποιες φίλες μου ήρθαν
στο πάρτι και περνούσαμε πολύ ωραία. Όταν σηκωθήκαμε να φτιάξουμε ενα ποτό,
θυμήθηκα ότι δεν έπινε, μόνο κάποιες φορές ένα αναψυκτικό με πάγο.
Έτσι,
χωρίς να του πω που πηγαίναμε, ανεβήκαμε σε ένα μοτοποδήλατο και πήγαμε κάπου 3
μίλια για να βρούμε αναψυκτικό. Πήγα στο σπίτι του γερουσιαστή της επαρχίας,
που ήξερα ότι είχε ψυγείο που δούλευε με βενζίνη! Είπα: “Με συγχωρείτε, κυρία.
Ένας φίλος που έχει έρθει από το Μπουένος Άιρες είναι πολύ άρρωστος. Έχει
πονοκέφαλο, μήπως θα μπορούσατε να μου δώσετε λίγο πάγο; Η αλήθεια βέβαια ήταν
ότι με τον πάγο θα του έφτιαχνα ένα κοκτέιλ. Μόλις είχαμε αρχίσει να πίνουμε,
εμφανίστηκε η γυναίκα του γερουσιαστή. Ο Ερνέστο έπεσε στο πάτωμα και έκανε ότι
του πονούσε το κεφάλι. Ωστόσο η γυναίκα κατάλαβε ότι το έκανε ψέμματα.
Σταμάτησε λοιπόν (ο Τσε) και άρχισε να γελά. Αυτός ήταν… απλώς ένας απο τα
παιδιά, από εμάς. Αυτό είναι που οι άνθρωποι θέλουν να ξεχάσουν, καθώς αργότερα
έγινε ένα ξεχωριστό άτομο. Αλλά, αν ξεχάσουμε τέτοιες στιγμές, ο Τσε γίνεται
μια απόμακρη μορφή και τότε πως μπορούμε να ακολουθήσουμε το παράδειγμα του; Με
άλλα, λόγια, τον θεοποιούμε» [4].
Ερνέστο
και Αλμπέρτο, Φουσέρ και Μιάλ, μοιράστηκαν πολλές στιγμές πραγματικής φιλίας,
που έφτανε απο συζητήσεις για την πολιτική επικαιρότητα μέχρι τους πιο απλούς,
νεανικούς αστεϊσμούς μεταξύ τους. Χαρακτηριστικός ο διάλογος που θυμόταν ο
Αλμπέρτο από το μακρυνό 1950: «Είχαμε συμφωνήσει να τον πάω με το μοτοποδήλατο
μου κάποια απόσταση. Τότε μου λέει: “Κοντέ, έχω να σου πω κάτι πριν φύγω. Είναι
φανερό ότι σου αρέσει η λέπρα: η δουλειά σου είναι να είσαι η τοπική
προσωπικότητα, να πηδάς ότι κινείται και να κατεβάζεις όσο κρασί μπορείς”. Και
γω του λέω: “Δεν πας να γαμηθείς;”. Αυτές οι αναμνήσεις δείχνουν τι ήταν ο Τσε,
το χιούμορ του και πως ήταν να είσαι φίλος του».
Ο Αλμπέρτο έζησε, εργαζόμενος ως γιατρός και ερευνητής, για ένα
διάστημα στη Βενεζουέλα και την Ιταλία, ενώ ο Ερνέστο πραγματοποίησε και άλλο
ταξίδι, αυτή τη φορά στην κεντρική Αμερική. Βρέθηκε στη Γουατεμάλα όπου ήρθε σε
επαφή με κουβανούς εξόριστους και στο Μεξικό πήρε τη μεγάλη απόφαση να
αφοσιωθεί στον σκοπό της κουβανικής επανάστασης. Ο Γκρανάδο θυμόταν ότι, ο Τσε,
από τα πρώτα στάδια της πολιτικής του ενηλικίωσης, έδειχνε να στρέφεται προς
τον επαναστατικό σοσιαλισμό, στην ανάγκη ένοπλης καταπολέμησης του φρικτού
ιμπεριαλισμού, των ντόπιων και ξένων καπιταλιστικών “χταποδιών” όπως τα
αποκαλούσε.
“Ο
Ερνέστο είχε την πεποίθηση ότι η αντιδραστική ισχύς και βία έπρεπε να
αντιμετωπιστεί με επαναστατική βία” θυμόταν σε μια απ’ τις συνεντεύξεις του ο
αργεντίνος γιατρός. Χαρακτηριστικός είναι άλλωστε και ο διάλογος τους, το 1952,
στις ιστορικές κορυφές του Μάτσου Πίτσου, στο Περού, σε μια στιγμή που είχαν
κάτσει να ξαποστάσουν: Ο Μιάλ ξεκινά με ένα παραλλήρημα, από αυτά που συνήθιζε,
αναμειγνύοντας ποίηση (συνήθως του Πάμπλο Νερούδα και του Γκαρσία Μάρκες) με
πολιτικούς στοχασμούς. «Θα παντρευτώ τη Μαρία Μαγδαλένα απ’ το Κούσκο, και
καθώς είμαι απόγονος του Μάνκο Καπάκ ΙΙ, θα γίνω με τη σειρά μου ο Μάνκο Καπάκ
ΙΙΙ. Οργανώνω το κόμμα μου, βάζω το λαό μου να ψηφίσει και ξαναγεννιέται έτσι η
επανάσταση του Τουπάκ Αμάρου, δηλαδή η πραγματική ινδοαμερικάνικη Επανάσταση»
λέει ο Μιάλ, για να λάβει την απάντηση απ’ τον Φούσερ που τον παρακολουθούσε
κουνώντας το κεφάλι: «Επανάσταση χωρίς να πέσει τουφεκιά; Είσαι τρελός,
Πετίσο!» .
Κάποια
στιγμή οι δρόμοι των δύο στενών φίλων χώρισαν. Τον Ιούλη του 1952 το ταξίδι
τους στη νότια Αμερική λαμβάνει τέλος. Στο αεροδρόμιο Μαϊκετία της Βενεζουέλας
θα αποχαιρετιστούν. Ο Τσε όμως δεν θα ξεχάσει ποτέ τον φίλο του. Το 1960 ο
Γκρανάδο θα επισκεπτεί στην Κούβα τον παλιόφιλο του, σημαίνων πλέον στέλεχος
της επαναστατικής κυβέρνησης του Φιντέλ Κάστρο και ένα χρόνο αργότερα, το 1961,
θα εγκατασταθεί και ο ίδιος στο νησί. Έκτοτε ο Αλμπέρτο Γκρανάδο δεν εγκατέλεψε
ποτέ την Κούβα μέχρι και το θάνατο του. Ίδρυσε στην Κούβα την Σχολή Ιατρικής
του Σαντιάγκο και δίδαξε βιοχημεία στο Πανεπιστήμιο της Αβάνας. Συχνά, όταν
βρισκόταν στην Αβάνα επισκέπτονταν τον Τσε και μαζί έπιναν το αγαπημένο τους
τσαϊ ματέ, το ζεστό ποτό που τους κρατούσε συντροφιά τα κρύα βράδια του 1952
κατά τη διάρκεια του νεανικού τους ταξιδιού.
“Με
αναζητούσε συχνά, αλλά, καθώς ήταν υπουργός, πίστευα ότι δεν έπρεπε να σπαταλά
τον πολύτιμο χρόνο του μαζί μου. Αυτό είναι το μόνο που μετανιώνω. Έπρεπε να
τον βλέπω περισσότερο. Όποτε πήγαινε στο Σαντιάγκο ντε Κούβα με επισκέπτονταν.
Όποτε πήγαινα στην Αβάνα, του τηλεφωνούσα” θυμόταν σε μια απ’ τις συνεντεύξεις
του ο Γκρανάδο.
Συναντήθηκαν για τελευταία φορά πριν την αναχώρηση του Τσε για το Κονγκό,
τον Απρίλη του 1965. Αυτήν την συνάντηση θυμόταν ο Αλμπέρτο: «Πριν φύγει για το
Κονγκό νομίζω ότι ήθελε να με αποχαιρετήσει με τον δικό του τρόπο, με ελάχιστα
λόγια και μάλλον δεν ήθελε να είναι πολύ συναισθηματικός, ή τουλάχιστο να μην
το δείχνει. Πριν φύγει μου έδωσε τρείς τόμους του βασικού ιστορικού βιβλίου της
Κούβας, του El Ingenio (. Σε έναν απ’ τους τόμους ο Τσε είχε γράψει κάτι για
τον παλιό του φίλο, ως περιπεκτική αφιέρωση, μα και ως αποχαιρετιστήριο μήνυμα:
«Όταν κατακάτσει η μυρωδιά της μπαρούτης, θα σε περιμένω, γύφτε που δεν
περιπλανιέσαι πια». «Νομίζω», έλεγε ο Γκρανάδο, «ότι τα λόγια που μου έγραψε
ήταν ένα κάλεσμα να τον συναντήσω μόλις τα κανόνια ηχήσουν τον χαιρετισμό τους.
Με άλλα λόγια, μόλις έρθει η νίκη, κάτι για το οποίο ήταν πάντα σίγουρος». Ήταν
η τελευταία φορά που είδε ο ένας τον άλλο.
Στις
6 Μάρτη 2011, σαρανταέξι χρόνια μετά τον τελευταίο αποχαιρετισμό, ο Αλμπέρτο
Γκρανάδο – ο Μιάλ, ο Πετίσο – έφυγε απ’ τη ζωή πλήρης ημερών, σε ηλικία 88
χρόνων. Τα “ημερολόγια μοτοσυκλέτας” εκδόθηκαν σε βιβλία και προβλήθηκαν στη
μεγάλη οθόνη, έγιναν ανάμνηση μιας μακρυνής εποχής, μια ιστορία δύο νεαρών που
αποφάσισαν να γνωρίσουν τον κόσμο γύρω τους.
Το
ταξίδι, όμως, συνεχίζεται. Μέχρι τα κανόνια να ηχήσουν τον χαιρετισμό τους.
Hasta la victoria.
Σημειώσεις:
[1]
Συνέντευξη στην Helen Yaffe, 24 Φλεβάρη 2005, Αβάνα, Κούβα.
[2]
& [5] Ζαν Κορμιέ, Αλμπέρτο Γκρανάδο, Ίλντα Γκεβάρα Γκαδέα, “ΤΣΕ ΓΚΕΒΑΡΑ” (Βιογραφία),
Εκδ. Καστανιώτη, 1995.
[3] & [4] &
[6] Hilda Barrio, Gareth Jenkins, “Che Handbook”, MQ Publications Ltd, 2006.
Επιμέλεια:
Ν. Μόττας
Πηγή:
guevaristas
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου