Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2012

Ανίκητη ελπίδα

(Φωτογραφία:  Κώστας Μπαλάφας)


               νήμερα τ Φτα, τ δειλιν τς παραμονς το ϊ - Γιαννιο,
Μήτραινα, πως λες τς παραμονς το ϊ - Γιαννιο, σφαξε μι
παχει κα μεγάλη κότα, π τς δέκα - δώδεκα κοτολες πο εχε, τ
ζεμάτισε, τ μάδησε κα τν βαλε ν βράσ. Συγύρισε τ σπιτοκάλυβό
της, στρωσε στ γωνι τ νυφιάτικά της μάλλινα στρωσίδια, δεσε τ
σκύλα κα περίμενε, πως λες τς παραμονές, νρθ ξενιτεμμένος της
Γιάννης, ξημερώνοντας τ’ ϊ - Γιαννιο.
Ατ στορία ξακολουθοσε χρόνια τώρα. ταν κόμα νέα
Μήτραινα, ταν, χήρα, ξεκίνησε τ μονάκριβό της, Γιάννης, γι τν
ρμη ξενιτειά. Δν εχε κόμα σπρη τρίχα στ κατάμαυρα μαλλιά της,
ταν τν φίλησε γι στερη φορ κα τν εδε ψηλ π τ ραχούλα μ
δακρυόπνιχτα μάτια ν χάνεται στ μάκρος το δρόμου κα ν γίνεται
φαντος.
Χρόνια κα χρνια π τότε δόλια Μήτραινα περνοσε τ ζωή
της μονάχη στ σπιτοκάλυβό της, χοντας γι μόνη συντροφι τος
τέσσερους τοίχους, τ εκόνισμα, τ γωνιά, μι γίδα, μι γάτα κα
καμμι δεκαρι κοτολες μ’ ναν μορφο πετεινό, πο τς χρησίμευε
κάθε πρωΐ, σν ρολόγι, ν τν ξυπν, γι ν’ νβ τ φωτι της κα ν’
ρχιν τ ργόχειρό της: Ρόκα πλέξιμο μπάλωμα γι ν πηγαίν
στ λόγγο ν κουβαλ ξύλα.
Τ νιόπαιδα το χωριο πήγαιναν κι ρχονταν στν ξενινειά, ποι
σ τρία, ποι σ τέσσερα κα ποι σ πέντε χρόνια, τ βαρύ, βαρύ˙ λλ
Γιάννης τς Μήτραινας οτε φαινόταν, οτε κουγόταν πουθενά! λος
κόσμος τν θεωροσε χαμένο κα προεστς το χωριο τν ξέγραψε
π τ δεφτέρι του, γι ν μν πληρών κακομοίρα Μήτραινα τος
φόρους του. Κα μως Μήτραινα σκισε τ ροχά της, μα μαθε
τι τς ξέγραψε προεστς τ παιδί της κα πγε στ σπίτι του ν
παραπονεθ:
- κος κε, λεγε, βγαίνοντας π το προεστο, ν μο σβήσ τ
παιδί μου! Τί τν μέλει ατόν, σν πληρώνω γώ;
Εχε πάντα τν καρδιά της γεμάτη λπίδα κα τς φαινόταν, τι τ
παιδί της εναι γερ κα καλά, τι κέρδιζε χρήματα μ τ σωρό, κι τι
βρίσκεται στ δρόμο νρχεται. Ζοσε καημένη μ τ ργατικό, πότε
στ’ μπέλια κα πότε στ χωράφια χωριανν της, κι ν λος κόσμος
τν συμπονοσε, ατ δέ τβανε κάτω, λλ πολογιόταν μ θυμό:
- Μ σς πέρασε δέα, τι χάθηκε τ παιδί μου κα δ θ μο ρθ;
ατ ζ κα βασιλεύει, δόξα σοι Θεός! Ετσι μο τ λέει λπίδα, πο
χω μέσα στν καρδιά μου!
Κάθε δειλινό, χειμνα - καλοκαίρι, ταν τρεμε λιος ν βασιλέψ,
φηνε τν ργασία της κα γνέθοντες πήγαινε ψηλ στ ραχούλα, στ’
γνάντια το χωριο, κι κε καθόταν κι γνάντευε τ δρόμο, ς μι ρα
μακρι - σο κοβε τ μάτι της - κα μ νίκητη λπίδα κολουθοσε
τος διαβάτες, πο ρχονταν, κα μονολογοσε:
- Νά! ατς εναι! Ατς καβαλάρης! Κοίτα, πς τρέχει τ μουλάρι
του! Καλς ρισες, παιδί μου!
Κα ξεφώνιζε, κι νοιγε τν γκαλιά της μ’ φατη χαρά, κα
ροβολοσε δυ - τρία βήματα, λλ καβαλάρης κενος δν ταν
Γιάννης τς Μήτραινας, οτε κν χωριανός της, γιατί, μα πλησίαζε
πρς τ χωριό, παιρνε τν λλον τ δρόμο, τραβντας γι ξένο χωριό. Κι
Μήτραινα χαρωπή - χαρωπή, παιρνε κοντ μ τ βλέμμα της λλον
καβαλάρη διαβάτη γι τ Γιάννη της, σο πο κι ατς παιρνε λλο
δρόμο. Κα δν φευγε π τ ραχούλα, παρ ταν ρχιζε ν χύνεται τ
σκοτάδι πάνω στ γ. Τότε, γύριζε στ σπιτοκάλυβό της γελαστ κα
χαρωπή, πως πάντα, μ τν καρδιά της γεμάτη λπίδα, κουνώντας τ
κεφάλι της κα λέγοντας:
- Ποις ξέρει τ μοναχό μου, πο ν νυχτώθηκε! Δν τν φησε
κούρασι το δρόμου ν φτάσ πόψε! Κι αριο μέρα το Θεο ξημερώνει!
Αριο ρχεται.
Ατ δουλει ξακολούθησε χρόνια κα χρόνια. λπίδα φώλιαζε
βαθι στ φυλλοκάρδια τς Μήτραινας. Κα τίποτε δ μποροσε ν τν
διώξ π κε μέσα. ταν δούλευε μ τν ργατιά, ατ σερνε πάντα
τ τραγούδι κα τραγουδοσε λο τραγούδια γι τν ξενιτεμμένο τ γυι
της, πο πάντα ρχταν κα ποτ δ φαινόταν!
λος κόσμος, ντρες κα γυνακες, τν ψυχοπονοσαν τν καημένη
τ Μήτραινα κι λεγαν μέσα τους:
- Θες ν τς αξαίν τν λπίδα τς ρφανς!
Ετσι περνοσαν τ χρόνια κα Μήτραινα ξακολουθοσε ν
λπίζ, κι λο ν λπίζ. Κάθε βράδυ περίμενε τ Γιάννη της κα κάθε
βράδυ ξενυχτοσε ρημη κα μοναχ στ σπιτοκάλυβό της, χωρς ν’
δημον, χωρς ν’ πελπίζεται.
Εχε χάσει τ λογαρτασμ πόσα χρόνια εχε Γιάννης της στ ξένα.
Δ θυμόταν πόσα χρόνια τς βάραιναν τ ράχι, κι π τν μέρα, πο
ξεκίνησε τ μονάκριβό της, εχε σκεπάσει τν καθρέφτη της, πο εχε
κρεμασμένο δεξι στν πόρτα της, κα π τότε δν εχε δε τ πρόσωπό
της! Τ μαλλιά της εχαν σπρίσει λα,τ πρόσωπό της εχε ζαρώσει,
ράχι της εχε κυρτώσει κι ατ δν τ γνώριζε!
ν κάθε δειλιν βγαινε στ’ γνάντια Μήτραινα, γι ν δ τ
παιδί της νρχεται, μως οτε φα τοίμαζε, οτε στρωνε, οτε τ
σκύλα δενε, γι ν μν λυχτ τος χωριανούς. Μόνο τν παραμον
το ϊ - Γιαννιο κανε ατ τ δουλειά.
Τ εχε κομποδεμένο κείνη τν μέρα, τι θ ρχόταν Γιάννης
της χωρς λλο, ξημερώνοντας γιορτή του. Γι’ ατ π τν παραμονή,
χωρς ν βγ καθόλου στ’ γνάντια, σφαζε τν παχύτερή της κότα, τ
ζεματοσε, τ μαδοσε κα τν βανε ν βράσ, σκούπιζε τ σπίτι καλ
- καλά, στρωνε καθαρά, κι δενε τ σκύλα, γι νναι λα τοιμα τ
πρω κα ν μν χ λλη δουλειά, παρ ν πάῃ μόνο στν κκλησιά
κι οδ’ λλο, κι οδ’ λλο.
Τόσοι ϊ - Γιάννηδες πέρασαν καρτέρει κα καρτέρει, πο μποροσαν
ν κάμουν κέριο μνα, κι Γιάννης τς Μήτραινας δ φαινόταν! Τί ν
εχε γίνει Γιάννης! Χωρς λλο θ λειωσαν τ κόκκαλά του κάτω
π τ μαρο μνμα χωρς κερί, χωρς λιβάνι, χωρς τρισάγιο, χωρς
λουλούδια, χωρς δάκρυα!
λλ πο περνοσαν ατ π τ νο τς Μήτραινας!
ταν βρασε καλ κότα, εχε βασιλέψει λος. Τότε Μήτραινα
τν βγαλε π τ φωτιά, τν πόθεσε ψηλ, κι στερα καμε τ
σταυρό της μπρς στ εκόνισμα, παρακαλντας τν Παναγία κα τν
ϊ - Γιάννη ν τς φέρουν τ παιδί της γερ κα καλ π τ ξένα.
Χάλασε κα σκέπασε τ φωτιά, σβησε τ λυχνάρι κα πλάγιασε ν
κοιμηθ γιατ ταν περασμένη ρα.
Τ πρόσφορα τ εχε τοιμα π τν μέρα το Σταυρο. Τ βαθ
πρωΐ, νύχτα κόμη, πρν λαλήσουν ο πετεινοί, μα κουσε τ σήμαντρο˙
τς κκλησίας, σηκώθηκε, νίφτηκε, ναψε τ καντήλι στ εκόνισμα,
κανε τ σταυρό της κι ναψε τ φωτιά. φτιασε τρία τέσσερα κεριά,
γέμισε τ ροΐ της λάδι, πρε τ πρόσφορό της κα κίνησε γι τν
κκλησία.
Ξεκινντας κλεισε πίσω της τν πόρτα μόνο μ τ μάνταλο, γι ν
μπορέσ ν μπ μέσα μονάχο του τ ξενιτεμμένο της παιδί. ταν τόσο
βέβαιη, τι θ ρχόταν χωρς λλο Γιάννης της κενο τ πρωΐ! Στν κκλησία κάθισε π τν ρχ τς λειτουργίας ς τ τέλος
καί, πως συνήθιζε πάντα, πγε στν πύλη το ερο πρώτη - πρώτη,
γι ν πάρ ντίδωρο πρωτύτερα π’ λο τ λλο χωρι κα ν πάῃ
γρήγορα στ σπίτι της, ν δεχτ τ παιδί της, πο ρχόταν π τν
ξενιτειά.
τσι κανε πάντα, κί παπς, πο ξερε ατ τν δυναμία της,
τς δινε ντίδωρο πρτα π’ λους˙ κι ατ παίρνοντας τ’ ντίδωρο
βγκε τρεχάτη π τν κκλησία κρατντας στ χέρι τ δειαν ρο
κα τράβηξε σια γι τ σπιτοκάλυβό της.
Δν εχε φέξει καλά, ταν γύριζε, κι συννεφι βαρειά, πο κρεμόταν
στν αθέρα,κανε τν οραν μαρο κα φοβερό. νεμος φυσοσε δυνατ
κι Μήτραινα τρεχε γρήγορα πατντας πως τύχαινε μέσα
στς λάσπες, γι ν φτάσ τ γρηγορώτερο στ σπιτοκάλυβό της κα ν
σφίξ στν γκαλιά της τ παιδί της.
Μπαίνοντας στν αλ κοίταξε λόγυρα, γι ν δ ν εναι κανένα
μουλάρι, κα μ βλέποντας τίποτε πόθεσε κάπου τ ροΐ της, βγκε στ
δρόμο κα τράβηξε σια κατ τ’ γνάντια. Κα μα φτασε στ μεριά,
πο εχε χωριστ μ τ Γιάννη της, φώναξε μ μεγάλη φωνή:
- Γιάννη η η η! Γιάννη, οουου!
- Ορίστεεε! πολογήθηκε μι φων π μακριά.
- Χτύπα γρήγορα, παιδάκι μου, γιατ σ’ φαγε τ κρύο. Το
πολογήθηκε Μήτραινα.
Σ λίγο τ ποδοβολητ το μουλαριο κουγόταν ξαστερώτερα, λλ
Μήτραινα δν τ κουνοσε π κείνη τ μεριά.
Τν περίμενε κε τ Γιάννη της, ς πο ρθε.
- Παιδάκι μου! Ψυχούλα μου!
- Μαννούλα μου! Ποιός σο πρε τ συχαρίκια κα βγκες τέτοια
ρα δ, ν μ καρτερς;
- Η λπίδα μου, ψυχούλα μου! Η νίκητη λπίδα μου, πο φώλιαζε
μέσα δ, στν καρδιά μου βαθιά!
Ο Γιάννης κατέβηκε π τ μουλάρι, Μήτραινα νοιξε τν
γκαλι κα μάννα κα παιδ γιναν να π τ σφιχταγκάλιασμα.
Εκε, στν δια τν μεριά, πο γκαλιάστηκαν κα φιλήθηκαν μάννα
κα παιδ τ πικρ γκάλιασμα κα φίλημα το χωρισμο, δ κα τόσα
χρόνια, κε, στν δια τ μερι πάλι μάννα κα παιδ ξαναφιλιόνταν κα
ξαναγκαλιάζονταν τ χαρμόσυνο φίλημα κι γκάλιασμα το ρχομο.
Κι τσι γκαλιασμένοι φτασαν στ σπιτοκάλυβο. Μι βαρει τουφεκι πεσε στν αλόγυρο τς Μήτραινας, πο βρόντησε λο τ χωριό.
χαρ τς Μήτραινας οτε γράφεται οτε μολογιέται!
Πρώτη φορά, φότου ξενιτεύτηκε Γιάννης, θρονιαζόταν χαρ στ
ταπειν σπιτοκάλυβο τς Μήτραινας.
«Διηγήματα τς ξενιτεις»                Χρστος Χριστοβασίλης
(Νεοελληνικά Αναγνώσματα Β΄Γυμνασίου , Οργανισμός Εκδόσεων Σχολικών Βιβλίων, Εν Αθήναις 1957)

Αναδημοσίευση από το φιλικό ιστολόγιο: http://ofisofi.blogspot.com/

12 σχόλια:

μαχαιρης είπε...

Aμαν βρε φιλε...με κατεστρεψες...!!
Οπου τα παιδια..Την κουβεντιαζουνε την ξενιτια...Χαμηλοφωνα...!!!
Να μην ακουω...!!
Και γω...!!!
Κανω πως..Δεν ακουω...
Και το ξεχναω...!!!
-Να μην ερθει η ωρα αυτη η μαυρη...!!!
Να μη κουνησω παλι το μαντηλι...!!
Οπως στον αδερφο μου...!!!
Δεν θα το αντεξω...!!!

Καλλιτερα να μην ειμαι...!!!

Να εχω φυγει εγω πρωτος...!!!

kariatida62 είπε...

Οχουυυυ! Και με βλέπω Μήτραιναααααα! :))

Οικοδόμος είπε...

Γιατί μαχαίρη μου;

Οικοδόμος είπε...

kariatida62:
Τί της ζήλεψες της Μήτραινας καλέ;

ΕΥΡΥΤΑΝΑΣ ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ είπε...

Το είχα διαβάσει στο blog της Σοφίας.
Ένα κείμενο όλο ψυχή, από αυτά που έχουν "να πουν" πολλά και για την ξενιτιά αλλά παράλληλα και να διδάξουν ότι η Ελπίδα μπορεί να τροφοδοτεί τον άνθρωπο στα πιο σκληροτράχηλα μονοπάτια της ζωής.

kariatida62 είπε...

Της Μήτραινας εγώ δεν της ζήλεψα τίποτα!
Η Ξενιτειά μόνο ζηλεύει τα παιδιά μας Οικοδόμε μου και δεν τα βλέπω καλά τα πράγματα! Μα καθόλου καλά...

Οικοδόμος είπε...

Θυμάσαι αδελφέ σε μια ανάρτησή σου τί είχα γράψει; Πάνω στο τρίπτυχο Έρωτας, Ξενιτιά, Θάνατος, ο άνθρωπος μέσα από την Τέχνη μεγαλούργησε. Άγγιξε στα αβαθή της ψυχής. Αααχ αυτή η μάνα ...αυτή η μάνα, η μάνα μου, η μάνα σου, οι μάνες όλων των παιδιών...
Καλή δύναμη Ευρυτάνα μου.

ΦΥΡΔΗΝ-ΜΙΓΔΗΝ είπε...

Ελπίζω.. αν και πολύ το φοβάμαι...να μη ζήσουν άλλες μανούλες τέτοιες καταστάσεις...


KAΛH XΡONIA!!!!!
ΑΓAΠH, ΥΓΕΙΑ, προσωπική και οικογενειακή ΓΑΛΗΝΗ, EIΡHNH στον κόσμο και ...ΨΥΧΡΑΙΜΙΑ!!!

Φιλί και Γλαρένιες αγκαλιές

Οικοδόμος είπε...

kariatida62:
Να παλέψουν τα παιδιά να μείνουν εδώ. Κι εμείς όσο μπορούμε να τα στηρίξουμε, να τα ενθαρρύνουμε. Αν όμως δεν υπάρχει άλλη λύση, τι να κάνουμε, τα παιδιά έχουν τον πρώτο λόγο. Αν πρόκειται για το καλό τους... Γι αυτό παλεύουμε καλή μου, γι αυτό δεν καθόμαστε ήσυχοι. Για να μη νιώθουν τα παιδιά μας αλλά κι εμείς οι ίδιοι, ξένοι στον τόπο μας.
Άσχημο πράγμα η ξενιτιά...
Καλή δύναμη!

Οικοδόμος είπε...

ΦΥΡΔΗΝ-ΜΙΓΔΗΝ, καλώς όρισες!
Ευχαριστώ πολύ για τις ευχές. Σου εύχομαι υγεία, αγάπη και υπομονή.
Οι μανούλες θα ζουν αυτές τις καταστάσεις, όσο θα διώχνουν οι πατρίδες τα παιδιά τους. Και τότε οι μανούλες θα βγαίνουν στο ξάγναντο με τη λαχτάρα του γυρισμού και θα σκουπίζουν το δάκρυ προσμένοντας το γυρισμό...

Ευχαριστώ πολύ για το υπέροχο δώρο σου!
Καλή δύναμη!

Γιαγιά Αντιγόνη είπε...

Λίγα χρόνια πριν κούνησα το μαντήλι στον μικρότερο....
Μετάθεση από την εταιρεία στο Μάντσεστερ...
Ενάμισος χρόνος ώσπου κήρυξαν πτώχευση τα εδώ συμφέροντα..

Εχουν περάσει δυο χρόνια κοντά και παλεύει με τους δαίμονες .. έτοιμος να φύγει....

Καλούς αγώνες και κουράγιο οικοδόμε!

Οικοδόμος είπε...

Καλή σου μέρα Γιαγιά Αντιγόνη!
Με μεγάλη χαρά σε καλωσορίζω στο σπίτι μου! Άτιμο πράγμα η ξενιτιά. Γι' αυτόν που φεύγει. Μα για την μάνα, που μένει πίσω και καρτερά, ατιμώτερο. Οι αγώνες γίνονται (και) για να πάψει η ξενιτιά να αποτελεί όνειρο των νέων. Για να μπορούν να χτίζουν όνειρα για προκοπή στον τόπο τους. Όσο αντέχουμε θα επιμένουμε.
Το σεβασμό και την αγάπη μου.
Καλή δύναμη!