Παρασκευή 6 Ιανουαρίου 2012

«Μια μεγάλη καρδιά γεμίζει με ελάχιστα». (Να σκύψουμε και λίγο μέσα μας;)

(φωτογραφία: Κώστας Μπαλάφας)

«Εκ πρώτης όψεως δεν καταλαβαίνει κανείς εύκολα τι συμβαίνει με μερικά βιβλία. Τα βλέπεις τόσο γυάλινα, τόσο απλά και οικεία, που θεωρείς ότι κι εσύ θα μπορούσες να τα έχεις γράψει. [ ] …περισσότερο επιβεβαιώνουν σκέψεις σου, συναισθήματά σου, ακόμη και συμβάντα σου, παρά σου μαθαίνουν κάτι καινούργιο και εκπληκτικό. Τούτη ακριβώς η οικειότητα, [  ] η απίστευτη απλότητα και η αμεσότητά τους σε ωθούν να αναρωτιέσαι: Μα πώς είναι δυνατόν να έχουν τέτοια τεράστια επιτυχία στους αναγνώστες; Τι γίνεται; Θα μπορούσες να το είχες γράψει κι εσύ αυτό… [ ] Όμως τούτη ακριβώς η οικειότητα, η αίσθηση προσωπικής μοιρασιάς που σου προξενούν, είναι και η αξία τους.»

Αυτή την οικειότητα ένιωσα διαβάζοντας το βιβλίο «Μια μεγάλη καρδιά γεμίζει με ελάχιστα» των εκδόσεων «Ψυχογιός» (Αθήνα, 2010). Τα παραπάνω λόγια ανήκουν στη συγγραφέα Μάρω Βαμβουνάκη και αποτελούν απόσπασμα του βιβλίου.  Στις μέρες των γιορτών συνηθίζουμε να ανταλλάσσουμε δώρα με τα αγαπημένα μας πρόσωπα. Έτσι, δέχτηκα αυτό το βιβλίο-δώρο από την Ελπίδα μου, με την προτροπή «μπαμπά να το διαβάσεις, είναι πολύ ενδιαφέρον».

Θέματα ψυχανάλυσης και ψυχολογίας  γενικότερα, δεν μου κέντριζαν και εξακολουθούν να μη μου κεντρίζουν ιδιαίτερα την προσοχή, παρόλο που τις λίγες φορές που διάβασα κάτι σχετικό το βρήκα ενδιαφέρον. Το βιβλίο όμως της Βαμβουνάκη είναι συναρπαστικό. Ανακαλύπτεις από τις πρώτες σελίδες του, πτυχές του εαυτού σου. Άλλες ευδιάκριτες, κραυγαλέα φανερές, κι άλλες κρυμμένες πολύ βαθιά στην άβυσσο του εσωτερικού σου κόσμου. Θα αναρωτηθεί κάποιος, ωραία τις ανακάλυψες όσες δεν γνώριζες, τι ψάχνεις τώρα, τόσα προβλήματα μας απασχολούν, υπάρχει χρόνος για εσωτερικές αναζητήσεις;

Εδώ, ακριβώς σ’ αυτή τη λανθασμένη θέση, βρίσκεται η βάση πολλών από τα προσωπικά προβλήματα που σήμερα μας ταλανίζουν. Πότε βρήκαμε χρόνο να ασχοληθούμε πραγματικά με αυτά τα εσωτερικά στοιχεία που διαμορφώνουν το χαρακτήρα και κατ’ επέκταση την  συμπεριφορά μας, προς τον κοινωνικό μας περίγυρο; Θεωρήσαμε ποτέ σημαντικό ν’ αναζητήσουμε την αφετηρία τόσων «κακών» που μας συμβαίνουν, σε αίτια διαφορετικά από αυτά που εύκολα μπορούμε να διακρίνουμε, πιστεύοντας πως δεν μας αφορούν; Βασανίσαμε ποτέ τη σκέψη για να βρούμε απαντήσεις σε πιθανώς «προβληματικές» συμπεριφορές μας, που οι απέναντί μας τις εισπράττουν;

Οι απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα που γεννιούνται διαβάζοντας το βιβλίο της Βαμβουνάκη, μάλλον μας απογοητεύουν παρά μας ενθαρρύνουν στο κατά πόσο γνωρίζουμε τελικά τον εαυτό μας, και πόσο υπεύθυνα συμμέτοχο τον θεωρούμε σε όσα διαδραματίζονται γύρω μας. Έχουμε μια ευκολία να φορτώνουμε σχεδόν πάντα τις ευθύνες για όσα δεινά μας συμβαίνουν, στους άλλους. Μια διαφωνία μεταξύ δυο γειτόνων για τη θέση του κάδου σκουπιδιών στο πεζοδρόμιο. Μια διένεξη μεταξύ επιβάτη κι οδηγού ενός ταξί, όταν ο πρώτος συλλαμβάνει το δεύτερο να του προσθέτει χιλιόμετρα στη διαδρομή. Η διαχρονικά άνιση αντιμετώπιση του εργαζόμενου από τον εργοδότη του. Για  τόσα και τόσα μικρά και μεγάλα προβλήματα που μας αφορούν και, λίγο ή πολύ, όλοι είμαστε συμμέτοχοι στα περισσότερα απ’ αυτά, ποτέ δεν αναλαμβάνουμε την ευθύνη, παρά μόνο τη μεταθέτουμε αλλού και σχεδόν πάντα, έτσι γενικά κι αόριστα στην «πολιτεία» και στο   κράτος. Λες και εμείς δεν είμαστε γρανάζια της ίδιας μηχανής.

Θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας αυτό το βιβλίο. Να μπορούσα να το χαρίσω στους, διαδικτυακούς και μη, φίλους μου. Πληκτρολόγησα λίγα από τα πολλά αποσπάσματα που τα θεώρησα σημαντικά, όπως πολύ σημαντικά είναι και τα θέματα στα οποία αναφέρονται. Κομμάτια μιας χειμαρρώδους γραφής, ενδεικτικά της διαδρομής του βιβλίου.

Οι τίτλοι των θεμάτων, οι πρόλογοι και που και που κανένα σχόλιο, δικά μου.


Τα πάντα «ματαιότης»;

Για τη ματαιότητα ή μη, των πράξεών μας. Τη διαδρομή που διανύουμε χωρίς να φτάσουμε στον επιθυμητό προορισμό. Το ανικανοποίητο εγώ, όσων σκέφτονται και συμπεριφέρονται εκ του ασφαλούς. Έχει νόημα να κάνουμε βήματα όταν ξέρουμε πως η διαδρομή  μας κάποτε θα τελειώσει; Είναι τελικά λάθος μας ό,τι τελειώνει «άδοξα», αφήνοντάς μας άσχημες αναμνήσεις; Θα έπρεπε αν μπορούσαμε να το αποφύγουμε; Από μια «αποτυχημένη» προσωπική σχέση, μέχρι την ανασφάλεια που μας γεμίζει η μελαγχολία του κυριακάτικου απογεύματος, ξέροντας πως την επόμενη μέρα ξεκινά μια νέα εβδομάδα. Να τι λέει η συγγραφέας:

«Από νωρίς, στη δική μου βιογραφία, κάτι μέσα μου δε δεχόταν εντελώς μια τέτοια γενικευμένη γνώμη. Ανακαλούσα κάποιες σχέσεις μου, που μπορεί μεν να τέλειωσαν, να μην είχαν το «καλό τέλος», όπως το εννοεί ο παλιός ελληνικός κινηματογράφος, τα απλοϊκά ρομάντζα και ο δικός μας προκατασκευασμένος συναισθηματισμός, αλλά που η σημασία τους στην ψυχική μου ζωή, στην πορεία μου, ήταν και συνεχίζει να είναι μέγιστη.

Ποτέ, ποτέ δε θα σκεφτώ: Καλύτερα να μην είχαν συμβεί ή ας πρόσεχα! Η ζωή μου, ο χαρακτήρας μου θα ήταν άδεια και φτωχά και πολύ πιο ανόητα, αν από δειλία τις είχα αποφύγει, προκειμένου να γλιτώσω από την πικρή λήξη τους. Άλλωστε τι τελειώνει από τα σημαντικά; Μόνο τα σημαντικά δεν τελειώνουν. Το «τέλος» ή το «συνεχίζεται» δεν έχουν να κάνουν με γεγονότα όσο με μνήμη, με διαρκή εσωτερική βίωση και αναβίωση δηλαδή. Με την επίδρασή τους στο μέλλον σου.

Είναι σαν να συλλογίζεται κάποιος: Καλύτερα να μην πάω ποτέ ταξίδι στο Παρίσι, γιατί έτσι κι αλλιώς σε μια εβδομάδα θα φύγω και θα ’ρθω πάλι πίσω. Ή: Καλύτερα να μη διαβάσω ποτέ το Έγκλημα και Τιμωρία, αφού μετά την τελευταία σελίδα του θα το κλείσω και θα έχει τελειώσει το βιβλίο. Μα μετά το Παρίσι, μετά το Έγκλημα και Τιμωρία, εσύ πια δε θα είσαι ποτέ ίδιος. Πόσο μάλλον ύστερα από μια αγάπη, ύστερα από έναν έρωτα μεγάλο, ύστερα από μια φιλία, μια συνάντηση με κάποιον που μετά πέθανε ή έφυγε μακριά και χαθήκατε, ύστερα από έναν πόνο χωρισμού φριχτό. Το έχουμε ξαναπεί πολλές φορές, το θάνατο τον φοβούνται λιγότερο όσοι έζησαν ζωή γεμάτη.»



«Χρώμα δεν αλλάζουνε τα μάτια…»

Με τους φίλους μας χαθήκαμε. Ο τρόπος ζωής μας άλλαξε, μαζί και οι συνήθειές μας. Κλειστήκαμε περισσότερο στα σπίτια μας, πνιγμένοι από τις υποχρεώσεις της καθημερινότητας, ακινητοποιημένοι από «πρέπει» και ανούσιες «διακριτικότητες». Δεν περνάμε ποτέ από το φίλο μας, έστω για ένα γεια, χωρίς να μιλήσουμε και να το συμφωνήσουμε πρώτα, για να μην «ενοχλήσουμε». Μαζί με τη ζωή, έγιναν πιο πολύπλοκες και οι σχέσεις μεταξύ μας. Αυτούς όμως που μας σημάδεψαν, αυτούς που πάντα θα έχουν κάτι να μας πουν, έστω και με τη σιωπή ή την απουσία τους, δεν τους ξεχνάμε. Δεν μπορούμε να τους ξεχάσουμε γιατί τους κουβαλάμε μέσα μας. Ακόμα κι αν περάσει καιρός πολύς για να τους δούμε, ακόμα όμως κι αν δεν θα μπορούσαμε ποτέ να τους ξαναδούμε. Πόσο ωραία περιγράφει η συγγραφέας αυτήν ακριβώς την κατάσταση:

«Στην ουσία οι άνθρωποι που συναντήθηκαν αληθινά ποτέ δε χάνονται ακόμη κι αν δεν επικοινωνούν με ραντεβού, τηλεφωνήματα, γράμματα, λόγια και αγγίγματα. Η ασημένια κλωστή, που τους έδεσε κάποτε με αυθεντικά αισθήματα, μπορεί να μακραίνει, να τυλίγει όλη την υδρόγειο, να προχωρά και να πηγαίνει πέρα, στον ουρανό, στην άλλη, τη μετά το θάνατο ζωή, αλλά ποτέ δε θα λυθεί εκείνος ο μοιραίος κόμπος. Πάντα μας συνδέει, μας περιτυλίγει, πότε πότε τραβάει και μας ξυπνά από το λήθαργο της λησμονιάς, της ανίας, μας αποκαλύπτει την αληθινή μας έκταση, μας υπενθυμίζει τις προοπτικές μας. Μας θυμίζει ποιοι μπορέσαμε να είμαστε, έστω και λίγες ώρες, πού μπορούμε να φτάσουμε, έστω και λίγες στιγμές. Για να συμβεί τότε, μπορούμε! Για να συμβεί τότε, συμβαίνει!»


«Αγαπημένο μου ημερολόγιο…»

Πολλοί άνθρωποι, το βράδυ πριν πέσουν για ύπνο, ανασύρουν στη σκέψη τους τις σκηνές της μέρας που πέρασε. Η συγγραφέας αναφέρεται στο απόσπασμα στην «ημέρα που πέρασε», εγώ θα το επέκτεινα στο σύνολο των ημερών που πέρασαν. Στην αναγκαιότητα μιας τακτικής, τουλάχιστον, «ανακεφαλαίωσης» των όσων βιώσαμε από ύπαρξής μας:

«Αξίζει κανείς να διαβάζει και να ξαναδιαβάζει την ημέρα που πέρασε όταν πια έχει βραδιάσει. Ίσως και να μην υπάρχει μελέτη περισσότερο εποικοδομητική, που να οδηγεί σε ωριμότητα  και σοφία: να μελετά την ημέρα που πέρασε! Για να βεβαιωθεί και εμπειρικά, μέσα από τα δικά του γεγονότα, μέσα στο σπίτι του [  ] …πως η απεραντοσύνη του χρόνου μετριέται κι αλλιώς, και πως τα κοινά περιστατικά ενός εικοσιτετραώρου μπορεί να μην είναι απλώς συμβάντα, αλλά θρύλοι.»


Είμαι ελεύθερος;

Τι σημαίνει να είσαι και να αισθάνεσαι πραγματικά ελεύθερος; Η πραγματική ελευθερία του νου και της καρδιάς, δεν βρίσκεται μέσα στη συσσώρευση όλο και περισσότερων υλικών αγαθών. Άνθρωποι απλοί, ζώντας λιτά, απομονωμένοι σε περιοχές όπου ο «πολιτισμός» των ισχυρών δεν έχει ακόμα κατορθώσει να βάλει ολοκληρωτικά στο χέρι, ζουν με τρόπο τέτοιον που σε κάνει να αναρωτιέσαι αν το νόημα της ζωής βρίσκεται κάπου καλά κρυμμένο, ή είναι μπροστά τα μάτια μας που επιμένουν να το αγνοούν. Κάποιοι μπορούν και κάνουν πράξη τα «θέλω», χωρίς να δίνουν σημασία στα «πρέπει»:

«…την ιστορία με τον Ανωγειανό Κρητικό, που ξεκίνησε από το ορεινό άγριο χωριό του να πάει στην πολιτεία, την οποία δεν είχε ξαναδεί. Δεν υπήρχαν λεωφορεία τότε, ούτε έβρισκε άλογο ή γάιδαρο. Ξεκίνησε να περπατά με τα στιβάνια του, όσο μακρύς και δύστροπος κι αν ήταν ο χωματένιος δρόμος, όσο κι αν έκαιγε ο ήλιος του κρητικού καλοκαιριού. Έπειτα από ωρών και ωρών δύσκολη πεζοπορία, ξενύχτησε ίσως μέσα σε κουφάλα αρχαίας ελιάς, κατέβηκε στα ριζά από τα ψηλά βουνά, μπήκε στο πολύβουο Ηράκλειο κι έφτασε επιτέλους κατάκοπος και κατασκονισμένος στη Χανιόπορτα, όπου ήθελε, προκειμένου να προχωρήσει προς την πρωτεύουσα. Κι όταν πια ήταν να περάσει την πύλη, σταματά λιγάκι και λέει μονάχος του, με το νου του: Ανωγειανός είμαι, κι άμα θέλω μπαίνω, άμα θέλω δεν μπαίνω! Στρέφει την πλάτη του και ξεκινά να περπατά και να γυρνά πίσω.»


Εξουσιαστής-εξουσιαζόμενος: σχέση εξάρτησης

Με αφορμή μια σκληρή ιστορία ενδο-οικογενειακής βίας, η συγγραφέας αναλύει το φαινόμενο που παρατηρούμε σε πολλές περιπτώσεις ο βασανιζόμενος να προσκολλάται …βασανιστικά στον βασανιστή του. Ο εξουσιαζόμενος δείχνει να αποφεύγει τη λύτρωση από το δυνάστη εξουσιαστή του. Ή μήπως εκεί ακριβώς, κοντά σ’ αυτόν, την ανακαλύπτει;

«Φαίνεται να είναι ένα από τα μυστήρια για τις ψυχολογικές αναζητήσεις η εμμονή κάποιων βασανισμένων που, ενώ τους προσφέρεται έξοδος και φυγή από το βασανιστή τους, επιστρέφουν ξανά από μόνοι τους κοντά του. προτιμούν το ζόφο τους που τους ελκύει σαν μαγνήτης, όπως το πληγιασμένο ούλο τη γλώσσα. Έχουν ειπωθεί πολλά για τη θελκτική δύναμη του παλιού τραύματος, για τον πιθανό μαζοχισμό που με τα χρόνια καλλιεργείται, για την εξουθενωτική εξουσία πάνω στον εξουσιαζόμενο, για τον πόθο εκδίκησης, για δεσμό μίσους, και άλλα διάφορα και σοβαρά. [  ] Κάτοικοι χωριών κάτω από ηφαίστεια, όταν έρχεται η έκρηξη και η φλεγόμενη λάβα χύνεται και καταστρέφει τα σπίτια τους, φεύγουν για λίγο καιρό μακρύτερα να σωθούν, αλλά μετά επιστρέφουν στον ίδιο τόπο να ξαναχτίσουν τα σπίτια τους. Περιμένουν τη νέα έκρηξη, τη νέα λάβα, τη νέα καταστροφή, για να επιστρέψουν ξανά στο αέναο παιχνίδι της πίστης, της αγάπης και της ελπίδας.»


Ο καθρέφτης της ψυχής

Εδώ η συγγραφέας θέτει τα (και) δικά μου ερωτήματα:

«Μα τι συμβαίνει με κάποιους ανθρώπους; [  ] Ενώ έχουν βαθιά μόρφωση, πτυχία, πλούσιο και σπουδαίο έργο επιστημονικό, καλλιτεχνικό, ακόμη και ανθρωπιστικό, πλούσια κοινωνική παρουσία, συμβουλεύουν τους άλλους τέλεια, στη δική τους προσωπική ζωή, στα δικά τους ζητήματα, δέρονται τρομερά ανόητα, ανώριμα, χειρότερα και από τον κάθε αγράμματο απομονωμένο στα βουνά βοσκό. [  ] Τι ερεθίζει ένα πρωτόγονο ον μέσα μας και επιτίθεται με μανία εναντίον εκείνων που έχει κοντά του, στο χέρι του; Πρόκειται για συναίσθημα πληγωμένο; Για μεταφορά εκδικητικότητας; [  ] Για ένστικτα;»

…και δίνει τις απαντήσεις:

«Ο άνθρωπος είναι καμωμένος από συγκρούσεις. Η αρμονία που αποτελεί προϋπόθεση αλλά και στόχο, η ωριμότητα, δύσκολα πετυχαίνονται στην πράξη. Αν τα αντίθετα στο σύμπαν –στο εξαίσιο πέρασμα της μέρας στη νύχτα, του χειμώνα στο καλοκαίρι, της βροχής στον ήλιο, της φουρτούνας στη νηνεμία-, όλα τα διαφορετικά συνταιριάζουν υπέροχες συμφωνίες, στις συμπεριφορές μας και στα συναισθήματά μας συνεχώς γρονθοκοπούνται. Ο πόλεμος με τον μισητό, μειονεκτικό εχθρό-εαυτό επιζητά αφορμές να μεταφέρει την οργή του, την πίκρα του, την απογοήτευση της αδυναμίας του έξω. Την αυτοτιμωρία που αισθάνεται πως διψά τη μετατρέπει σε τιμωρία κατά άλλου. Για άλλη μια φορά να ρίξει το φταίξιμο μακριά, σαν ασθένεια μολυσματική, σαν βρόμικο ρούχο, να γλιτώσει απ’ την αυτομομφή και τη φριχτή ενοχή. Και όσο πιο απλός και αγαθός είναι ο απέναντι, τόσο θα του θυμώνει, όπως θυμώνουμε με τον καθαρό καθρέφτη μας όταν τον κοιτάμε και μας στέλνει πίσω, ως είδωλο, ένα τέρας.
Υπάρχουν πλάσματα τόσο καθαρά που μας φτιάχνουν καθρέφτη, χωρίς να μιλούν, χωρίς να κάνουν τίποτα εξαιρετικό. Μόνο με το βλέμμα, με το χαμόγελο, τη λάμψη που έρχεται από μέσα τους. Κάποιοι αναζητούν να πλησιάσουν τέτοια πρόσωπα, να καθρεφτιστούν, και κάποιοι τρέχουν μακριά τους, συκοφαντώντας τα, μέσα στο μυαλό τους έστω, για δικαιολογία.»

Ένα τέτοιο καθαρό πλάσμα ήταν η γιαγιά Ρίνα. Κόντευε τα εκατό και όλες οι αισθήσεις της πάλλονταν από ζωή, μα περισσότερο τα μάτια της. Καθόταν δίπλα από το αναμμένο τζάκι, πάνω στην γυρτή πολυθρόνα της, με τα δάχτυλα των χεριών πλεγμένα γερά και τους αντίχειρες να στροβιλίζονται ο ένας γύρω από τον άλλον. Πιο πέρα είμαστε εμείς, μικροί, μεγάλοι, μωρά, γέλια, φασαρία, κλάματα, χαμός. Τα μάτια της μας συναντούσαν όλους, γαλήνια και λαμπερά. Συμμετείχε στα δικά μας με τον δικό της τρόπο.

Στα δύσκολα, η γιαγιά Ρίνα ήταν πάντα εκεί και με περίμενε να τη συναντήσω. Σήκωνε τα χέρια της κι έπλεκε τα λευκά μαλλιά της και απ’ το στόμα της έβγαινε όλη η σοφία της γης. Στον καθρέφτη των καθαρών λαμπερών ματιών της λαχταρούσα να καθρεφτίζω την ψυχή μου. Φεύγουν ποτέ αυτοί οι άνθρωποι από κοντά μας;


Μεγάλες καρδιές με μικρά φορτία

Χωρίς λόγια ή σχόλια:

«Μια μεγάλη καρδιά γεμίζει με ελάχιστα, γράφει στις Φωνές του ο Αντόνιο Πόρτσια, ο σοφός ποιητής από την Καλαβρία. Όμως τα «ελάχιστα» τούτα είναι μονάχα τα ουσιαστικά, τα θεϊκά δηλαδή. Αν δε διψούσε γι’ αυτά και μόνο γι’ αυτά μια καρδιά, δε θα ήταν μεγάλη καρδιά. ‘Και ποια είναι τούτα τα ελάχιστα’ θα ρωτήσει με ζωτικό ενδιαφέρον κάποιος. ‘Ποια είναι εκείνα που θα εξασφαλίσουν στην ταλαίπωρη καρδιά πληρότητα, ειρήνη, ισορροπία, ευδαιμονία και όσα εντέλει γυρεύει –το ξέρει δεν το ξέρει-  ο άνθρωπος; Ξαναθυμόμαστε την απάντηση του Διογένη, όταν τον πλησίασε με θαυμασμό για τη φήμη του ο Μέγας Αλέξανδρος και τον προκάλεσε να του γυρέψει όποια χάρη επιθυμεί: ‘Κάνε λίγο πιο πέρα γιατί μου κρύβεις τον ήλιο…’ Ο Σωκράτης, βαδίζοντας ανάμεσα στους πωλητές και στα απλωμένα εμπορεύματα, έλεγε γελαστά στους δικούς του: ‘Είμαι ο πιο πλούσιος από όλους σας, περπατώ στην αγορά και δεν έχω ανάγκη τίποτα να ψωνίσω!’

[  ] Με τέτοια ελευθερία από τα μάταια άγχη, τους ψυχαναγκαστικούς στόχους, πώς να μην αισθάνεται θαυμάσια κάποιος! Πώς να μην αγαπάει τη ζωή, τον εαυτό του και, ως εκ τούτου, τους πάντες! Αφού είναι πλάσμα τόσο χορτάτο, και είναι χορτάτο διότι είναι ευγνώμον, πλήρες, αφού ξέρει να κοιτά, να ακούει και να καταλαβαίνει. Έχει να δίνει δηλαδή, και δίνει από κίνηση φυσική για να μην τον πνίξουν οι δωρεές του.»

Τον τίτλο του βιβλίου «Μια μεγάλη καρδιά γεμίζει με ελάχιστα», δανείστηκε η Μάρω Βαμβουνάκη από τον Αντόνιο Πόρτσια και τις «Φωνές». Αντί επιλόγου, από το ίδιο βιβλίο (εκδόσεις Ίνδικτος, Αθήνα 2004), αντιγράφω τη «φωνή αρ. 26» του ποιητή, χωρίς να σημαίνει κάτι:  «Πιστεύω πως είναι τα κακά της ψυχής, η ψυχή. Γιατί η ψυχή που θεραπεύει τα κακά της, πεθαίνει.»  Εκτός, κι αν σημαίνει…

16 σχόλια:

sofia είπε...

Με συγκινεί ο τρόπος που γράφεις και παρουσιάζεις το βιβλίο. Τα σχόλια σου είναι βαθιά ανθρώπινα. Με προκαλείς να το αγοράσω και να το διαβάσω. Μεγάλη υπόθεση η ενδοσκόπηση του εαυτού μας. Αν δεν γίνουμε εμείς καλύτεροι άνθρωποι,αν δεν αγαπήσουμε και δεν σεβαστούμε τον εαυτό μας, πώς θα αγαπήσουμε τους άλλους, πώς θα φτιάξουμε τον κόσμο;

dimitris είπε...

Οικοδομε καλημερα, ΜΠΑΣ και δεν εισαι οικοδομος-''λασπιτζης''?

Αλλα ''οικοδομος''-γραφιας, ψυχων?

Καλα παρουσιαζεις την Βαμβουνακη και το βιβλιο της, ΑΡΤΙΑ.

Και εχουν το θρασος να χλευαζουν την εργατικη ταξη, αυτο που ''εκανες''-εγραψες, καποια πανεπιστημιακα ''κολαρα'', δεν μπορουν, ουτε στα ονειρα τους να το ''δουν''-γραψουν, διατυπωσουν,κ.λ.π.

Οικοδομε εισαι............κοσμημα, χαρα μεγαλη θα εχει ο πατερας σου, πιστευω να τον εχεις ενημερωσει γι'αυτη την σπουδαια ''δουλεια''===οι αναγνωστες σου κρινουν και απονεμουν τα ευσημα===που κανεις μεσα απο την σελιδα σου, για την υποθεση της παγκοσμιας ισοτητας και συνεργασιας, πολλα μικρα λιθαρακια και να σου το ΑΥΡΙΑΝΟ ΜΑΣ ΟΝΕΙΡΟ ΚΤΙΣΜΕΝΟ, απο τους απανταχου, ΟΙΚΟΔΟΜΟΥΣ...

Ανώνυμος είπε...

ΟΙΚΟΔΟΜΕ ΑΝ ΚΑΙ ΔΕ ΓΡΑΦΕΙΣ ΓΙΑ ΝΑ ΣΟΥ ΑΠΟΝΕΙΜΟΥΜΕ ΦΙΛΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΣΗΜΑ ΟΙ ΑΝΑΓΝΩΣΤΕΣ ΣΟΥ ΑΙΣΘΑΝΟΜΑΣΤΕ ΠΑΝΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ ΝΑ ΤΟ ΚΑΝΟΥΜΕ.Σ' ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΓΙΑ ΤΟ "ΧΤΙΣΙΜΟ" ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ ΜΟΥ!ΚΑΤΕΡΙΝΑ

Frezia είπε...

Ευχαριστώ την Ελπίδα!
Μου έδωσε μια ιδέα,να
πάρω δώρο στον Γιάννη,
...ελπίζω να του αρέσει!

gitsanas είπε...

Το διάβασε πριν μερικές μέρες...μάλλον νύχτες.
Έχεις απόλυτο δίκιο φίλε μου, είναι καταπληκτικό!!!!

Και να συμφωνήσω απόλυτα με τον φίλο "dimitris". Υποκλίνομαι στην γραφίδα σου!!!!

ΕΥΡΥΤΑΝΑΣ ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ είπε...

Πάντα πίστευα ότι η συνειδητοποιημένη εργατική τάξη μπορεί και πρέπει να κρατήσει τον κόσμο στα τίμια χέρια της και να απαλλάξει έτσι την ανθρωπότητα από το σαράκι της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο.
Φίλε οικοδόμε συγχαρητήρια.

Οικοδόμος είπε...

Καλημέρα Σοφία.

"Αν δεν γίνουμε εμείς καλύτεροι άνθρωποι,αν δεν αγαπήσουμε και δεν σεβαστούμε τον εαυτό μας, πώς θα αγαπήσουμε τους άλλους, πώς θα φτιάξουμε τον κόσμο;"

Αυτή είναι η ουσία του βιβλίου και της ανάρτησης. Δίνει αυτός που έχει, γιατί αν δεν δώσει θα "πνιγεί" απ' το πολύ. Και δεν περιμένει ποτέ ανταπόδοση. Αν τη λάβει θα είναι ευχαριστημένος, αν όχι, δεν θα έχει χάσει κάτι, πάλι ευχαριστημένος θα είναι. Με τιμούν τα λόγια σου, λόγια μιας μαστόρισσας του λόγου και χαίρομαι ειλικρινά που κάτι σε άγγιξε σ' αυτήν την ανάρτηση. Γενικά μιλώντας, αυτά που "χωρίζουν" τους ανθρώπους είναι λιγότερα απ' όσα τους ενώνουν.
Καλή δύναμη!

Οικοδόμος είπε...

Δημήτρη καλημέρα. Προς στιγμή σκέφτηκα να μη σου απαντήσω. Τι μπορώ να σου "απαντήσω" άλλωστε. Τα λόγια σου είναι άκρως κολακευτικά και δεν ξέρω αν τα αξίζω. Να ξεστραβωθούμε παλεύουμε μέσα από τη γνώση. Όσο μπορούμε ν' ανοίξουμε τα μάτια μας, για τους εαυτούς μας πρώτα και για να μπορούμε να πολεμάμε από καλύτερες θέσεις, όλους αυτούς που θεωρούν και θέλουν τους εργάτες υποδεέστερα όντα. Δεν φτάνουν μόνο οι δυνατές γροθιές (...τις οποίες διαθέτωμεν άλλωστε χαχαχα).
Καλή δύναμη!

Οικοδόμος είπε...

Κατερίνα καλή σου μέρα.
Εγώ σ' ευχαριστώ, που μοιράζομαι μαζί σου σκέψεις, αγωνίες, προβληματισμούς, κουράγιο.
Είναι σπουδαίο να μοιράζεσαι.
Καλή δύναμη σου εύχομαι!

Οικοδόμος είπε...

frezia καλή μέρα.
Σ' ευχαριστώ για τις γεμάτες δροσιά και άρωμα επισκέψεις σου. Θα μεταβιβάσω στην Ελπίδα τις ευχαριστίες σου. Να είσαι σίγουρη, πολύ θα το χαρεί. Καλή δύναμη!

Οικοδόμος είπε...

Αγρινιώτισσα φίλη μου καλημέρα.
Πολύ χαίρομαι που εκτός από την ανάρτηση μοιραστήκαμε και όλο το βιβλίο. Να είσαι καλά Γίτσα, χαιρετισμούς. Καλή δύναμη!

Οικοδόμος είπε...

Ευρυτάνα φίλε καλημέρα.
Χαίρομαι που σου άρεσε το βιβλίο.
Να είσαι γερός. Καλή δύναμη!

μαχαιρης είπε...

Λοιπον φιλε...
Τους κοροιδεψες ολους βλεπω...Με το..."οικοδομος"...
Νομιζουν ολοι...
Οτι Κτιζεις...ΧΑΧΑΧΑ...!!!

Ενω εσυ...

"χτιζεις"....!!!

Και τι ωραια που το κανεις...!!

Ευχαριστω,απο καρδιας...!!
Και το κοριτσι σου...Να το χαρεις, κατα πως ελπιζεις και επιθυμεις...!!

Οικοδόμος είπε...

Καλέ μου συνάδελφε,
σ' ευχαριστώ για την ευχή. Και πρέπει να σε ευχαριστήσω και για κάτι πιο σπουδαίο απ' όλα τ' άλλα. Για τη φιλία που απλόχερα μου προσφέρεις!
Να σαι καλά, καλή δύναμη!

kariatida62 είπε...

Tι καλά που έκανες οικοδόμε μου και σκέφτηκες να μ'ενημερώσεις για την παρουσίαση του βιβλίου της Βαμβουνάκη.
Μ'αρέσουν πάρα πολύ τέτοιου περιεχομένου βιβλία και με την πρώτη ευκαιρία θα το ψάξω.

Βλέπω διαπίστωσαν και οι υπόλοιποι φίλοι μας ότι χτίζεις το ίδιο καλά τις λέξεις όπως και τα τούβλα!
Γιατί είσαι της δουλειάς άνθρωπος, ίσως όχι απαραίτητα με το μυστρί στο χέρι, αλλά της δουλειάς είσαι!χαχαχχαχαχαχαχα;)

Οικοδόμος είπε...

Καλή σου μέρα kariatida62.
Κατάλαβα πως σε αγγίζουν τα θέματα που έχουν να κάνουν με τα "μέσα" του ανθρώπου. Μια ματιά αν ρίξει κανείς στο μπλογκ σου, θα δει την ψυχούλα σου καθαρή κι απλωμένη στον ήλιο των ματιών μας. Αυτό κάνεις και με τις δικές μας ψυχές, καλή μου φίλη (μου επιτρέπεις τη φιλία σου υποθέτω), τις δανείζεσαι, τις ξεπλένεις από κάθε μικρή ή μεγάλη βρωμιά, κι ύστερα μας τις επιστρέφεις λαμπερές κι αστραφτερές. Έτσι, φεύγω από το σπίτι σου, κάθε φορά που σ' επισκέπτομαι. Καθαρός.
Όσο για το μυστρί, τριάντα ένα και μισό, χρόνια, δεν το αποχωρίστηκα ποτέ. Έχει γίνει πια προέκταση
του χεριού, του μυαλού και της καρδιάς μου. Άιντε, καλή βδομάδα και καλή δύναμη να΄χεις.