H
ofisofi συμμετέχει στο "ΑΤΕΧΝΩΣ", το νέο ηλεκτρονικό περιοδικό για
την πολιτική, τις τέχνες και τα γράμματα. Με τον ποιητή Νικηφόρο Βρεττάκο
κάνουμε ποδαρικό στο περιοδικό που θα κυκλοφορήσει στο διαδίκτυο στις 15 του
Γενάρη.
"Δεν παρατιόμαστε !...Δεν παρατιόμαστε
!..." είναι ο τίτλος με τον οποίο αναρτήθηκε στο " ΑΤΕΧΝΩΣ" το
μικρό αφιέρωμα στον αγαπημένο ποιητή. Καλοτάξιδο!
"Δεν παρατιόμαστε !...Δεν παρατιόμαστε
!..."
Θυμάμαι με
γλυκιά νοσταλγία τα χρόνια εκείνα τα εφηβικά που δεχόμουν
τα ευεργετικά ραπίσματα των
πρώτων συλλογών μεγάλων αλλά άγνωστων σε μένα ποιητών . Ευγνωμοσύνη χρωστώ σε
εκείνους τους καθηγητές μου που τολμούσαν να διαβάζουν μέσα στην τάξη στίχους
ποιητών που δεν υπήρχαν στα σχολικά βιβλία. Αυτούς που προσπάθησαν να μας
μυήσουν στην ποίηση. Με ιδιαίτερη συγκίνηση φέρνω στο νου μου την εικόνα της
φιλολόγου μου , όρθια στη μέση της τάξης να
απαγγέλει με σιγανή και ήρεμη φωνή :
«
Το τραίνο ακούγονταν ακόμη που απομακρυνόταν
στο
βορινό σημείο της νύχτας κάνοντας να πέφτουν
απάνω
του σποραδικοί διάττοντες με το δροσερό του
σφύριγμα,
όταν μου άγγιξε τα μάτια σαν αφή
ζεφύρου
ο ύπνος` και σα νάγειρα το μέτωπο σε στήθος
αγαπημένο
μου, αναστέναξα: « δόξα σοι» ή «αλληλούια»
ή
κάτι τέτιο` κ’ ευθύς βούλιαξα σε μιαν άλλη σιωπή
όμοια
μ’ αυτή που κάποτε υπήρξε για μένα
η
ομιλία των ουρανών που μ’ έμαθε τα τέλεια γράμματα.
Κι
από σιγά – σιγά η σιωπή θαρρούσα πως γινόταν
πιο
ευδιάκριτη` μου φαινόταν πως άκουγα το χρόνο
να
μουρμουρίζει κάτω από το μαξιλάρι μου
φεύγοντας με τα « πάντα ρέοντα» κι αφήνοντας εμένα
στην
όχθη, έξω απ’ το ρεύμα του, να νιώθω
και
να μη νιώθω: όπως το πράσινο φύλλο που ξαναγίνεται.
Κι
άλλοτε πάλι ως να βρισκόμουν πάνω σ’ ένα λίκνο
που
σάλευε μελωδικά κάτω από την επίβλεψη
μιας
καινούργιας μητρότητας – μιας Πλατυτέρας
όπως
η Θεομήτωρ ή η Ποίηση»
Έτσι,
όσο που έγινε πρωί ωραίο και το φως
πέρασε
απ’ το παράθυρο, περπάτησε στο πρόσωπό μου
και
μου ξεσφράγισε τα μάτια και είδα: ο ουρανός
άνοιγε
τη βεντάλια του πάνω προς το ατελεύτητο,
σκορπώντας
ευαγγελισμούς παντού` και μια φωνή
σημάδεψε
από ψηλά πολύ το μικρό σπίτι
κ’
έπεσε
Άρον
τον κράββατον σου, λέει ο ήλιος, και περιπάτει!
Το
φως μπαίνει στο σώμα μου όπως οι αχτίνες
από
τα τζάμια των εκκλησιών
Και
έγινε όπως το είπε ο ποιητής : « το φως μου ξεσφράγισε τα μάτια και είδα». Έτσι γνώρισα τον Νικηφόρο Βρεττάκο και άκουσα
τη φωνή του να ρέει μέσα μου όπως «Το
Ποτάμι Μπυές».
«
Κ’ ήσουν εσύ ποτάμι, Μπυές, που κάτω από το λόφο
έρρεες
ανάμεσα στα δέντρα με τα φρέσκα
φύλλα`
που μες στον καθρέφτη σου
σάλευαν
οι δαντέλες των βουνών και γίνονταν
κι
αυτές ποτάμι. Κ’ έσκυψα κ’ εγώ τότε στη διάφανη
κοίτη
σου, όπου σμίγοντας έρρεαν αξεχώριστα
ο
ουρανός και το νερό. Κοίταξα και
ξαφνιάστηκα :
Είδα
πώς είμαι ακόμη πρόσωπο. Πως έχω
συναντηθεί
με τον εαυτό μου. Κ’ έσκυψα περσότερο
και
βρήκα το χαμένο μου μαργαριτάρι, εκείνη,
την
ιριδίζουσα φωνή που άρθρωνα
από
τον πέτρινο εξώστη της γης, κοιτάζοντας
το
γλυκό φως. Και σούλεγα: αν ήξερες
θα
με γνώριζες,Μπυές,απ’ την σκηνή μου
που
ταξιδεύει
άλλοι δουλεύουν με το χώμα,άλλοι με το χαλκό,
εγώ
δουλεύω με τον πόνο` θα με γνώριζες.
Και,
ωραίο ποτάμι που είσαι Μπυές, σούλεγα, με τον κόσμο
καθρεφτισμένον
στην καλή του ώρα και μ’ ένα κάλλος
που
δεν θυμίζει παρελθόν. Και σε κοιτούσα,
τα
δέντρα κρέμονταν μες στο νερό σου, κ’ έλεγα:
Καθρεφτίζεις
τον ουρανό ή εσύ καθρεφτίζεσαι;
Γιομίζει
το στόμα σου λέξεις και φως –
αυτό
θα ειπεί άλλωστε ποιητής, ή αγάπη:
Το
φως μες στο στόμα σου να γίνεται λέξεις
κ’
οι λέξεις, να γίνονται φως.»
«Το
Ποτάμι Μπυές και τα Εφτά Ελεγεία» ήταν η πρώτη συλλογή με την οποία μου
συστήθηκε ο ποιητής. Έκτοτε ταυτίστηκε
μέσα μου με το φως, την αισιοδοξία, τη χαρά, την αγάπη για τον άνθρωπο.
«
Κι αντίλαμψα όλος` τόσο που μέσα μου
φωτίστηκαν
άξαφνα όλες οι μνήμες
κι
αφού ντύθηκαν όμορφα βγήκαν έξω στον κόσμο
κ’
ενώθηκαν με τ’ άλλα του πράγματα και περπάταγαν.
Κι
όπως περνούσανε μια – μια από εμπρός μου αναγνώριζα
όλες
τις αγαθές μέρες που με μεγάλωσαν
ταΐζοντας
με φως και αγάπη – δεν γνωρίζω
σε
ποιο σημείο χωρίζουνε η αγάπη από το φως
ούτε
αν χωρίζουν πουθενά ούτε αν μπορεί
η
αληθινή ομορφιά να εννοηθεί
έξω
από την αγάπη...»
Έχει υποστηριχθεί ότι «Ο Βρεττάκος μετατρέπει τα πιο σοβαρά γεγονότα
σε δημιουργικά βιώματα και από τα έργα του μπορούμε να παρακολουθήσουμε τις
βαθιές αλλαγές στη ζωή και στις ιδέες που τον συγκινούν και τον κατακτούν. Το
κάθε έργο του είναι μέρος όχι μόνο της ποιητικής του βιογραφίας αλλά και
ζωντανή μαρτυρία για τους καιρούς και τους ανθρώπους, για τους σύγχρονούς του,
για τις δύσκολες στροφές και τα ζικ- ζακ της μοίρας τους, πούγινε μοίρα και του
ποιητή»[1]
«
Η καρδιά μου είναι σήμερα το πιο υψηλό
κλαδί
που υπάρχει σε τούτο τον κόσμο.
Κι
αυτό το πουλί που κάθεται πάνω του
η
πιο κοντινή ζωή στο Θεό. Ανοίγει το χώμα,
ανοίγει
την πέτρα, ανοίγει η πληγή και η ποίηση
αναβρύζει,
ως να θέλει να γίνει
ένα
έγχρωμο μανιτάρι, αδιαμέτρητο,
να
καλύψει τον πρώτο ουρανό κι από εκεί
να
κινηθεί , αναδύοντας φως , προς τον έβδομο.
Νιώθω
την ψυχή μου γυμνή
καθώς
το κορίτσι μες στο ποτάμι
που
του κρύβουν το πρόσωπο τα ξανθά
μαλλιά
του κι ο ήλιος` κι απλώνει τα χέρια,
παλεύει
τη λάμψη τους, νάβρει μιαν έξοδο»
Ο
ίδιος ο ποιητής « εξήγησε πώς οι λέξεις «ήλιος» και «Θεός» παίρνουν πολλές
φορές στην ποίηση του μια παραπλήσια συμβολική σημασία, συμβολίζουν την
τελειότητα, ή μια ποικιλία τελειοτήτων, που συναπαρτίζουν μιαν ιδεατή
τελειότητα. Ο όρος « αγάπη» αντιπροσωπεύει μια βαθύτερη εσωτερική ανθρωπιστική
έξαρση, που φέρνει την ύπαρξη κοντά στα προβλήματα του άλλου ανθρώπου...»[2]
Λυρικότατος
ποιητής ο Νικηφόρος Βρεττάκος με γλώσσα απλή αλλά βαθιά εκφραστική , λέξεις
γεμάτες χρώματα και φαντασία
στοχεύει στην καρδιά και στο
συναίσθημα. Ο ανθρωπισμός, η καλοσύνη, η συμπόνια πλημμυρίζουν τα ποιήματά του
και διαμορφώνουν μιαν αντίληψη αλτρουιστική και αγωνιστική. Γι ΄αυτό σε μια εποχή κατ’ εξοχήν αντιποιητική και
δύσκολη η ποίηση του Βρεττάκου μπορεί να πέσει σαν φωτεινή αχτίδα μέσα στο σκοτάδι, καθώς ο
δρόμος προς το φως , τη λύτρωση , την έξοδο περνάει μέσα από τους δρόμους του
αγώνα και της δράσης στο πλευρό του πάσχοντα ανθρώπου που δεν
παραιτείται και δεν εγκαταλείπει , αλλά προχωράει πάντα μπροστά.
«...
Αν αφήσουμε την καρδιά μας να κλαίει
σαν
το βρέφος που εγκαταλείφτηκε ,
θα
σαπίσουν οι ρίζες μας. Δε θα γίνουμε δέντρα.
Θα
χάσουμε το προορισμένο ύψος μας, ενώ
δεν
τελειώνει ο κόσμος μπρος σ’ ένα βουνό.
Πίσω
από κάθε άστρο, Μπυές, υπάρχει ένα
άλλο
άστρο. Ας προχωρήσουμε...»
Το
χρέος του ποιητή είναι « να συλλάβει την ομορφιά και την αλήθεια και μέσα από
τα διαχρονικά ποιητικά του σχήματα να τις μεταδώσει στους συνανθρώπους του.
Αυτό αποτελεί συμμετοχή στη δημιουργία ενός αρμονικότερου και ομορφότερου
κόσμου»[3]
«
Δεν πίστευα πως θα είχα τη δύναμη
ν’
ανασηκώσω μια ταφόπετρα και ν’ αναδυθώ
μ’
ένα διάφανο σώμα. Θαρρούσα πως πια
δεν
ήμουν παρά ξερό χώμα μόνο
που
αν έριχνε σπόρους πάνω του ο άνεμος
θ’
αποτύχαιναν. Ούτε καν το υποψιαζόμουν
πως
ήταν μέσα μου μια κρύπτη που κουλουριασμένο
ακινητούσε
ένα ποτάμι, όπου θα κατοπτρίζονταν
κάποτε
ο ουρανός – όταν θα κύλαγε
ξεδιπλωμένο
μες στο χρόνο...
...Κι
ενώ ρέουμε,
ρέουμε
, ρέουμε προς τη θάλασσα, κάθε
δευτερόλεπτο
, Μπυές, ξεκινάμε από την αρχή, τραβώντας
για
τα χωρικά ύδατα
του
ήλιου
ανοίγοντας
κάτω
από τις απανωτές μάζες των σκοτεινών
δυνάμεων
ένα φωτεινό τούνελ έως την έξοδο.
Κ’
η σκόνη των μάταιων φωνών που διαλύονται
διακρίνεται
πίσω μας – είδος νεφέλης.
Ενώ
συνεχίζουμε...
Διεκδικούμε
το χώρο μας
στο
χρόνο αλήθεια
έξω
απ’ το χρόνο μας.»
«
Ο ποιητής πρέπει να παίρνει θέση στα σύγχρονα πολιτικά προβλήματα;» ρωτήθηκε
κάποτε ο Νικηφόρος Βρεττάκος. « Ναι,
χωρίς δισταγμό» ήταν η απάντηση. « Είναι ένας πολίτης κι ο ποιητής κι όπως όλοι
οι πολίτες υπόκειται σ’ αυτό το χρέος»[4]
«
Λαοί και λαοί με το στήθος τους
κεντημένο
απ’ το συρματόπλεγμα και νεκρόν
μες
στη θλίψη τους το μεσία, μου ζήτησαν
μια
φωνή και την έδωσα. Κι άλλο δεν ήθελα
παρά
μόνο: συγκρατώντας το χώμα μου
γύρω
από μια μικρή ίνα ζωής
να
καταθέσω στη γης στεγνωμένα απ’ τον ύψιστο
ήλιο
τα χέρια μου. Να εξασφαλίσω μια θέση
παρουσίας
– να μπαίνει απ’ τον ένα
αιώνα
στον άλλο η φωνή μου που περικλείει
το
πρόσωπό μου, να διαμαρτύρεται.
Γιατί
ο άνθρωπος, Μπυές, και παρ’ όλο
που
χωράς το είδωλό του, πληρεί το απροσμέτρητο
κενό
με τα μέτρα του. Γι’ αυτό κ’ οι ορίζοντες έγιναν
τόσο
ευρείς: να χωρούν οι κινήσεις της ψυχής
και
η έκταση ενός μάρτυρα που ονειρεύεται.»
Οι
μέρες είναι δύσκολες και πονηρές . Πυκνή ομίχλη έχει σκεπάσει τα πάντα. Πολλές
φορές νιώθουμε τσακισμένοι και απογοητευμένοι σαν ένα αόρατο χέρι να σφίγγεται
γύρω από την αξιοπρέπεια και την περηφάνια μας. Έχουμε ακόμη ελπίδα μέσα σε μια
κοινωνία στην οποία οι περισσότεροι άνθρωποι αιμορραγούν καθημερινά , σπαράζουν
από πόνο και φαίνονται έτοιμοι να υποκύψουν στα τραύματά τους;
Η
φωνή του ποιητή είναι εδώ και διαμηνύει ότι τίποτε δεν χάθηκε ακόμη:
«
Συννεφιές ατελεύτητες πορευόντουσαν πάνω μου,
δίχως
ραγάδες φωτός, αποστάσεις ελπίδων.
Κρεμούσαν
τους ίσκιους τους στην καρδιά μου,
την
πλήγωναν` το φως που είχε μέσα της
έβγαζεν
αίμα, αλλά έμενε φως,
γιατί
υπάρχει και μέσα μας ένας
μικρός
ουρανός κ’ ένας μόνιμος ήλιος
που
περιστρέφεται. Κι όταν κλείνουν οι πόρτες
και
γίνονται τα παράθυρα ένα
με
το σκοτάδι κ’ η μόνωση ανάμεσα
στον
κόσμο σε βγάζει έξω απ’ τον κόσμο,
τότε
γίνεται μέσα σου ένα σέλας που αλείφει
τα
γυμνά πληγωμένα σου
τοπία
με χρώματα..»
Ο
ποιητής συνεχίζει να είναι επίκαιρος και η ποίησή του συντάσσεται με τον μαχόμενο άνθρωπο, εκείνον που ονειρεύεται και πορεύεται μέσα στα
αγκαθοτόπια για μια διαφορετική ζωή σε έναν καλύτερο κόσμο.
«
Κάποτε η μέρα μας θα γενεί
και
μέρα του κόσμου»
«
Λοιπόν, συνεχίζουμε: « Δεν παρατιόμαστε!...
«
Δεν παρατιόμαστε!...»
«Δεν
παρατιόμαστε!...»
Δεν
υπάρχει ψηλότερη σκάλα στο λόγο,
δεν
υπάρχει στο φλοίσβο μας. Είμαστε ένα ποτάμι:
κι
ο αρχάγγελος Γαβριήλ με το τρίφυλλο
αστέρι
του κρίνου του` κι από δίπλα του σ’ ένα
κυματάκι
σου η μάνα μου με μια σημαιούλα
κ’
ιδανικές πολιτείες σε αναρίθμητα σχέδια`
και
άγιες στάχτες και όνειρα ηρώων
και
μαρτύρων και παιδιών, που αποκόψαν
τους
έγχρωμους χαρταετούς τους οι άνεμοι
πίσω
απ’ τα σύννεφα` κι ο στρατιώτης ο άγνωστος
με
τα αμέτρητα ονόματα – τόσα
όση
είναι η άμμος της θαλάσσης` και ο ήλιος
που
καθρεφτίζεται μέσα σου σαν να διδάσκει
κι
ο Ιησούς με τον άνεμο κολπωμένον στο σάβανό του
κ’
οι άλλοι, κ’ οι άλλοι, κ’ οι άλλοι` κι αυτοί
που
ακούνε το μέλλον να βράζει στις φλέβες τους
κι
απ’ όλα τα γύρω μας σημεία συγκλίνουνε
στο
ίδιο ποτάμι` κι αυτοί που σε μέγα
βάθος
ακούγονται νάρχονται πίσω τους:
«
Δεν παρατιόμαστε!...»
« Δεν
παρατιόμαστε!...»
Πηγές:[1]
Μαρίν Ζέτσεφ, Ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος
[2,3,4] Michael Begert, Οδύνη και
Ελπίδα
Τα
κείμενα βρίσκονται στο συλλογικό τόμο: Νικηφόρος Βρεττάκος, Μελέτες για το έργο
του, Διογένης, Αθήνα 1976
Οι
στίχοι είναι αποσπάσματα από το Το Ποτάμι Μπυές . Βρίσκεται στον δεύτερο τόμο
με Τα Ποιήματα του Νικηφόρου Βρεττάκου που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Τρία
Φύλλα το 1984 ( 2η έκδοση)
***
Περιοδικό ΑΤΕΧΝΩΣ
(Από 15 Γενάρη στις οθόνες σας)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου