Μια ενδιαφέρουσα επισκόπηση για τον τρόπο που ο αμερικανικός Τύπος
υποδέχτηκε τη νέα κυβέρνηση στην Ελλάδα παρουσιάζουν τα ειδησεογραφικά
πρακτορεία. Στα κύρια άρθρα τους, οι μεγαλύτερες εφημερίδες των ΗΠΑ
δείχνουν τις καλύτερες προθέσεις για τη νέα κυβέρνηση και αναλύουν το
ρόλο που μπορεί να παίξει στις γενικότερες εξελίξεις στην ΕΕ.
Σημειώνεται
με έμφαση ότι η νέα κυβέρνηση υπερασπίζεται το μείγμα της ποσοτικής
χαλάρωσης, απέναντι στην αυστηρή περιοριστική διαχείριση, γεγονός που τη
φέρνει σε αντιπαράθεση κυρίως με τη Γερμανία.
Μπαίνοντας «σφήνα»
σ' αυτή την αντιπαράθεση για το μείγμα διαχείρισης, όπως έκανε έντονα
και μετά τις εκλογές του 2009, ο αμερικανικός Τύπος κάνει εκτιμήσεις για
το μέλλον της ΕΕ/Ευρωζώνης και παρεμβαίνει από τη σκοπιά των
συμφερόντων της αστικής τάξης των ΗΠΑ. Στη μεν Γερμανία «συστήνει» να
αποδεχτεί μέτρα αναδιάρθρωσης του ελληνικού χρέους, στη δε κυβέρνηση της
Ελλάδας να προχωρήσει απρόσκοπτα τις μεταρρυθμίσεις που θα καταστήσουν
την οικονομία πιο ανταγωνιστική.
«Ασυμβίβαστοι στόχοι»
Αναφανδόν υπέρ της νέας συγκυβέρνησης τάσσεται με το κύριο άρθρο της η εφημερίδα «Νιου Γιορκ Τάιμς». Αναφέρει ότι «το
μήνυμα των εκλογών της Κυριακής στην Ελλάδα είναι σαφέστατο: Οι Ελληνες
δεν μπορούν και δεν θα συνεχίσουν να εφαρμόζουν το καθεστώς λιτότητας
που γονάτισε την οικονομία τους».
Επισημαίνει ακόμα ότι «πρόκειται
για ένα μήνυμα που οι Γερμανοί και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι, που
συνεχίζουν να εμμένουν ότι οι Ελληνες θα πρέπει να αποπληρώσουν το
υπέρογκο χρέος, ανεξάρτητα από τη ζημιά, οφείλουν να ακούσουν. Η εμμονή
στον δογματισμό τους δεν είναι μόνο λάθος σε σχέση με την Ελλάδα, αλλά
και επικίνδυνη για ολόκληρη την ΕΕ».
Για τη διαχείριση που θα ασκήσει η νέα κυβέρνηση, γράφει: «Είναι
πολύ νωρίς για να προβλέψουμε πώς ο Αλέξης Τσίπρας, ο αντισυμβατικός
πολιτικός που κέρδισε στις βουλευτικές εκλογές, προτίθεται να υλοποιήσει
τις υποσχέσεις που έδωσε στους ψηφοφόρους για εγκατάλειψη του
προγράμματος λιτότητας, σε συνδυασμό με τη μείωση του χρέους και την
παραμονή της χώρας στο ευρώ.
Οι στόχοι αυτοί είναι βαθιά
ασυμβίβαστοι, αλλά ο νέος πρωθυπουργός, σύμφωνα με τις ενδείξεις που
έδωσε προς τους Ευρωπαίους, είναι έτοιμος να μετριάσει τις φιλοδοξίες
του, μετά την ανάληψη των καθηκόντων του».
«Η Ελλάδα
χρειάζεται χώρο για να αναπνεύσει, όχι μόνο για να μπορέσει ο κ. Τσίπρας
να ανορθώσει τη χώρα, αλλά και για το καλό της υπόλοιπης Ευρώπης», σημειώνει με νόημα η εφημερίδα και προσθέτει: «Εάν
η Ελλάδα οδηγηθεί στα άκρα και στη χρεοκοπία ή ακόμη στην έξοδο από το
ευρώ, οι οικονομικές συνέπειες θα διαχυθούν σε όλη την Ευρώπη».
Τέλος, η εφημερίδα δίνει και συμβουλές στον νέο πρωθυπουργό για το πώς να κυβερνήσει: «Θα
πρέπει να χρησιμοποιήσει τη λαϊκή εντολή για να προωθήσει τις
ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις που ξεκίνησε ο προκάτοχός του, κ. Σαμαράς. Η
αποστροφή των πλούσιων ελίτ στην καταβολή φόρων πρέπει να απαλειφθεί,
όπως και η διαφθορά, η οικογενειοκρατία και η ευνοιοκρατία στην
κυβέρνηση. Η αντίθεση στη λιτότητα δεν σημαίνει ότι πρέπει να
εγκαταλειφθούν οι μεταρρυθμίσεις».
Η ανάλυση του Stratfor
Ξεχωριστό ενδιαφέρον έχει η ανάλυση που κάνει ο πρόεδρος της αμερικανικής «δεξαμενής σκέψης» Stratfor, ενός από τα σημαντικότερα «think tanks» που συμβάλλουν στη διαμόρφωση της πολιτικής των ΗΠΑ.
Ο Τζορτζ Φρίντμαν εκφράζει «ανησυχία» για τον «εντεινόμενο
κατακερματισμό της Ευρώπης και τάσεις όπως η επιθυμία αυστηρότερου
ελέγχου των συνόρων, η ενίσχυση των εθνών - κρατών και η διάλυση της
πολιτικής βάσης των ευρωπαϊκών χωρών».
Με αφορμή την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση, κάνει λόγο «για
τη διαμόρφωση μιας νέας πολιτικής δυναμικής στην Ευρώπη, μιας δυναμικής
αμφισβήτησης της ΕΕ και των πολιτικών της, η οποία εκφράζεται, κατά
κύριο λόγο, από κόμματα στα δεξιά του πολιτικού φάσματος, αλλά και από
αριστερά κόμματα, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ στην Ελλάδα και το Podemos στην
Ισπανία».
Σύμφωνα με τον αρθρογράφο, «ο ρόλος της Ελλάδας
από το ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, το 2008, μέχρι
σήμερα, έχει υπάρξει ιδιαιτέρως κρίσιμος, καθώς η χώρα ήταν η πρώτη που
ήρθε αντιμέτωπη με τον κίνδυνο της χρεοκοπίας, η πρώτη στην οποία
επιβλήθηκε η λιτότητα, η πρώτη που βίωσε το δυσβάστακτο βάρος και τα
αποτελέσματα της λιτότητας και τώρα η πρώτη που εκλέγει μία κυβέρνηση
που υπόσχεται να τερματίσει τη λιτότητα».
Ο Φρίντμαν κάνει λόγο για δύο «αντικρουόμενες
ρητορικές, όσον αφορά την ελληνική κρίση - τη μεν γερμανική, σύμφωνα με
την οποία η κρίση κρατικών χρεών ήταν αποτέλεσμα ανεύθυνων κοινωνικών
πολιτικών, τη δε ελληνική, ότι η ευθύνη βαρύνει κυρίως τη Γερμανία για
την πολιτική εξαγωγών της», και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι «τα επιχειρήματα υπέρ της λιτότητας έχουν εξαντληθεί».
Ο ίδιος διαπιστώνει ότι «ο
ΣΥΡΙΖΑ έχει μετριάσει τη θέση του ως προς την ΕΕ και υπάρχει βάσιμη
υποψία ότι μπορεί να επιτύχει τη διαπραγμάτευση νέου προγράμματος που θα
ελαφρύνει το βάρος των Ελλήνων». Σημειώνει ακόμα ότι «η Γερμανία
μπορεί να μην ενδιαφέρεται εάν η Ελλάδα βγει από το ευρώ, ωστόσο τρέμει
στην ιδέα ανόδου πολιτικών κινημάτων στην Ευρώπη που μπορεί να
τερματίσουν ή να εμποδίσουν ευρωπαϊκές δομές όπως η ζώνη ελεύθερου
εμπορίου, στο πλαίσιο της οποίας διεξάγεται η γερμανική πολιτική
εξαγωγών».
Τέλος, ο αρθρογράφος εκφράζει ανησυχία για την ενίσχυση του ευρωσκεπτικισμού στην Ευρώπη, «ως αποτέλεσμα των πολιτικών που έχουν ακολουθηθεί» και υποστηρίζει ότι «το ερώτημα για την Ευρώπη δεν είναι εάν μπορεί να διατηρήσει την τωρινή μορφή της, αλλά πόσο ριζικά αυτή η μορφή θα αλλάξει».
Η ποσοτική χαλάρωση δεν είναι για το λαό
Η εφημερίδα «Ουάσιγκτον Ποστ», σε κύριο άρθρο της γράφει ότι «η νέα ελληνική κυβέρνηση θα μπορούσε να επιτύχει συμφωνία για το χρέος». Αναρωτιέται επίσης αν «θα μπορούσε η πολιτική φωτιά που άναψε στην Ελλάδα να ελεγχθεί πριν διαχυθεί στην υπόλοιπη Ευρώπη», καθώς «στις
άλλες υπερχρεωμένες χώρες, όπως η Ελλάδα, οι λαϊκιστές ισχυροποιούνται
λόγω της αγανάκτησης κατά της λιτότητας που επιβάλλουν τα πλούσια κράτη
με αντάλλαγμα τα σχέδια διάσωσης».
Για τη στάση της Γερμανίας και το ρόλο της στην ΕΕ, η εφημερίδα γράφει ότι «η
κα Μέρκελ δεν μπορεί να σκληρύνει πολύ τη διαπραγμάτευση με την Αθήνα,
αν δεν θέλει να επιταχύνει μια εξαιρετικά επικίνδυνη έξοδο από το κοινό
ευρωπαϊκό νόμισμα, ούτε μπορεί να υποκύψει στις απαιτήσεις του ΣΥΡΙΖΑ
για ελάφρυνση του χρέους, καθώς και άλλες χώρες θα ψήφιζαν υπέρ ανάλογων
κομμάτων». Βασικά σημεία αυτής της επιχειρηματολογίας χρησιμοποίησε προεκλογικά και ο ΣΥΡΙΖΑ.
Η εφημερίδα υποδεικνύει «λύσεις» στη Γερμανία, αλλά κάνει συστάσεις και στη νέα κυβέρνηση, γράφοντας σχετικά με το χρέος: «Σε
σχέση με την Ελλάδα, είναι σχετικά εύκολη η επέκταση του χρόνου
αποπληρωμής των δανείων από τη στιγμή που το 90% του χρέους των 268 δισ.
δολαρίων βρίσκεται στα χέρια κυβερνήσεων και πολυμερών οργανισμών και
όχι ιδιωτών ομολογιούχων. Η κα Μέρκελ οφείλει να παράσχει αυτή τη
διευκόλυνση στον νέο Ελληνα πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα, υπό την
προϋπόθεση ότι δεν θα εμμείνει στο να δαπανήσει την πρόσθετη ρευστότητα
για τους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων, όπως ανέφερε περιστασιακά κατά
τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας».
Πρόκειται για μια
ακόμα ομολογία ότι η αναδιάρθρωση του χρέους και η πολιτική της
ποσοτικής χαλάρωσης σε καμιά περίπτωση δε σημαίνουν και χαλάρωση της
λιτότητας για τους εργαζόμενους και το λαό. Για τον νέο πρωθυπουργό, η
εφημερίδα εκτιμάει: «Ο κ. Τσίπρας δεν έχει δοκιμασθεί πολιτικά και ενδέχεται να φανεί πιο ρεαλιστής απ' ό,τι προμηνύει η προεκλογική εκστρατεία».
Αναμόρφωση της οικονομίας
Η εφημερίδα «Λος Αντζελες Τάιμς», σε κύριο άρθρο για την Ελλάδα, αναφέρει ότι «οι
Ελληνες ψηφοφόροι βροντοφώναξαν την περασμένη Κυριακή τη φράση "είμαστε
εξοργισμένοι", φέροντας στην εξουσία ένα αριστερό ριζοσπαστικό κόμμα
που διεξήγαγε την προεκλογική εκστρατεία τασσόμενο κατά της λιτότητας».
Σύμφωνα με το άρθρο, «τα
αποτελέσματα των εκλογών υπενθύμισαν στον υπόλοιπο κόσμο ότι οι
Δημοκρατίες δεν μπορούν να υπομείνουν βιώσιμες και επώδυνες
μεταρρυθμίσεις, όταν αυτές επιβάλλονται από έξω, ανεξάρτητα από το πόσο
αναγκαίες είναι, ενώ η Ελλάδα θα είναι ενδεχομένως η πρώτη από τις
δανειζόμενες χώρες που επαναστατεί. Εάν η ΕΕ θέλει να διατηρήσει άθικτη
την Ευρωζώνη, και πρέπει να τη διατηρήσει, τότε χρειάζεται να συνδυάσει
τα αιτήματα για λιτότητα με μια μεγαλύτερη προσπάθεια για την τόνωση της
ανάπτυξης στις προβληματικές οικονομίες».
Στο ίδιο πνεύμα, καλεί σε συνέχιση των «μεταρρυθμίσεων» στην Ελλάδα, γράφοντας ότι «όσο
σημαντικές μπορεί να είναι οι δομικές μεταρρυθμίσεις για το μέλλον της
Ελλάδας τόσο σημαντική είναι και μια αναπτυσσόμενη οικονομία που
δημιουργεί νέες θέσεις εργασίας για τους Ελληνες».
Τέλος, η «Christian Science Monitor», σε κύριο άρθρο, υποστηρίζει ότι το μετεκλογικό ενδιαφέρον θα επικεντρωθεί «στο
εάν ο νέος πρωθυπουργός θα μπορέσει να πείσει τις άλλες χώρες της
Ευρωζώνης και ειδικά τη Γερμανία να μειώσουν το υπέρογκο χρέος της
Ελλάδας. Το μέλλον της ευρωπαϊκής ενότητας εναπόκειται στο αποτέλεσμα
αυτής της σύγκρουσης, δηλώνουν οι ειδικοί. Εάν η Ελλάδα υποχρεωθεί σε
έξοδο από το ευρώ, τότε πιθανώς θα ακολουθήσουν η Ιταλία και η Ισπανία.
Παρά όμως μια ελάφρυνση του χρέους ή μια έξοδο από την Ευρωζώνη, η
Ελλάδα θα πρέπει να αναμορφωθεί ώστε να καταστεί περισσότερο
ανταγωνιστική».
Επιμένοντας στην ανάγκη των «διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων», η εφημερίδα παρατηρεί ότι «εκτός
από κάποιες μεταρρυθμίσεις στη φορολογία και στις δαπάνες, η Ελλάδα
μόλις άρχισε να δημιουργεί τις προϋποθέσεις ώστε ο λαός της να καταστεί
καλύτερος επιχειρηματίας και καινοτόμος. Οι περισσότερες επιχειρήσεις
παρεμποδίζονται από τη γραφειοκρατία. Ο κ. Τσίπρας έχει δηλώσει ότι
επιθυμεί ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης που θα δημιουργεί καινοτομία. Θα
πρέπει να βιαστεί. Πολλοί νέοι επιστήμονες και εφευρέτες έχουν ήδη
φύγει. Η κυβέρνηση χρειάζεται να στηρίξει καλύτερα τα υπάρχοντα
ερευνητικά κέντρα, όπως αυτά της Κρήτης και της Θεσσαλονίκης».
Οπως επισημαίνει, «κατά
την επαναδιαπραγμάτευση της στήριξης της ΕΕ προς την Ελλάδα, το
επίκεντρο πρέπει να είναι η αναμόρφωση της οικονομίας (...)».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου