Μια Κυριακή απόγευμα, όποτε μπορέσετε, κάντε μια βόλτα με τα πόδια σε
μια γειτονιά όπου μένουν άνθρωποι που βγάζουν το ψωμί τους με τον
ιδρώτα του προσώπου τους. Περπατήστε στους δρόμους και θα νιώσετε την
«αύρα» μόχθων και βασάνων περασμένων, τωρινών και αυριανών, να σας
αγγίζει την ψυχή. Θα νιώσετε την πίκρα και την αξιοπρέπεια, τα βάσανα
και τη λαϊκή ευγένεια, τη δωρική, απλή, απέριττη ευγένεια να σας μιλά.
Κάπου εκεί θα ακούσετε και τον Μάρκο να κουρδίζει το μπουζούκι του, ήσυχα, σεμνά, μακριά από φανφάρες και τυμπανοκρουσίες...
Με
το μπουζούκι του τραγούδησε τις χαρές και τις λύπες, τα πλούτη και τη
φτώχεια, την ορφάνια και την ξενιτιά ενός ολόκληρου κόσμου. Μέσα από το
δωρικό του παίξιμο αναδύεται το Πάθος και η Μελαγχολία, τα στοιχεία
εκείνα, δηλαδή, που «σφραγίζουν» βαθύτερα και στοχαστικότερα την Τέχνη.
Οταν
τραγουδούσε «ψεύτικος είναι ο ντουνιάς», μας μάθαινε πως η τέχνη είναι
απόλαυση και χαρά, όταν είναι αληθινή, ακόμα και όταν εκφράζει οδύνη,
και στα χρόνια του η οδύνη για όσα συνέβαιναν περίσσευε...
Εζησε
ανάμεσα σε πολέμους και ξεριζωμούς, έζησε την προσφυγιά και την
εσωτερική μετανάστευση, όταν οι φτωχογειτονιές του μεγάλου λιμανιού
πλήθαιναν από απόκληρους. Δύσκολα τραγουδούσαν και όταν συνέβαινε αυτό,
το τραγούδι ήταν πόνος και κλάμα. Ανθρωποι φτωχοί, που πάλευαν για το
μεροκάματο, όταν το εύρισκαν, και πονούσαν χωρίς να γνωρίζουν τις
αιτίες...
Και από δίπλα, το κυνηγητό από την εξουσία, το τσάκισμα
του λαού με κάθε μέσο να προκαλεί αγιάτρευτες πληγές που έβρισκαν
ανακούφιση στο τραγούδι μέσα από ένα μελωδικό καημό που ήταν διαρκής. Με
ποιο μουσικό όργανο άραγε, μέσα από ποιους μουσικούς δρόμους, θα
μπορούσαν ν' «αντιλαλήσουν οι φυλακές»;
Οι φορτωμένες με βάσανα
ψυχές αλάφρωναν με ατομικά ξεσπάσματα, με υποκατάστατα παρηγοριάς, ενώ
θεωρούσαν αιτία για τα βάσανα τον άμεσο κοινωνικό περίγυρο, την «άτακτη»
του Μάρκου, εκείνη που τα «δυο της χέρια πήρανε βεργούλες και με δείρανε».
Αν «ανασηκώσουμε» λίγο τους στίχους από τα τραγούδια του Μάρκου,
θα «δούμε» τις ασπρόμαυρες φωτογραφίες μιας ολόκληρης εποχής, θα δούμε
πρόσωπα και ψυχές, που τα βαθύτερα συναισθήματά τους τα εξέφρασε με το
μπουζούκι του ο μεγάλος Συριανός.
Ο πατριάρχης του ρεμπέτικου
τραγουδιού γεννήθηκε στη Σύρο στις 10 Μάη 1905 και έφυγε, αφού πέρασε με
το κεφάλι ψηλά «χρόνια στον Περαία», φτωχός και πικραμένος στις 8
Φλεβάρη 1972.
(Απόσπασμα από δημοσίευμα του Ριζοσπάστη - 14/5/2005. Ο τίτλος του Οικοδόμου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου