Μικρός, δέκα ετών. To μάτι μαύρο. Το μαλλί σγουρό.
Ομορφος που 'ναι. Πες μου, πατέρα. Γιατί είμαστε λίγοι; Τι; Δεν είμαστε
λίγοι; Σε τι, τ' αγόρ' μ'; Οι κομμουνιστές, δεν είμαστε λίγοι;
Καθόμαστε
στο χαμηλό τραπέζι. Σοφρά το λέμε, οκλαδόν. Οπως έτρωγα τότε, παιδί κι
εγώ, στο πλίθινο σπίτι μας. Μου αρέσει. Το 'μαθαν και η γυναίκα μου και
τα παιδιά μας. Ακόμα και οι φίλοι μας. Είναι το διαφορετικό. Μπορεί και
να ξυπνάει ο παππούς τους και να τον κερνάνε σιωπηλά ρακί.
Τι
απαντάς; αναρωτήθηκα βουβά. Η μάνα του σιωπούσε. Οι αδερφές του τον
κοίταζαν με οίκτο. Είναι ο μικρός, που δεν καταλαβαίνει. Τι απαντάς;
Ναι, αυτό θα κάνω. Να δει το παιδί. Τι να του εξηγήσω; Να δει.
Είμαστε πολλοί, απάντησα. Θα σε πάω να τους δεις. Θα πάμε στην Αθήνα. Και πήγαμε.
Ταξιδέψαμε
νύχτα, 21 προς 22 του Απρίλη. Με το τρένο. Του μιλούσα για τη χούντα,
για τον παππού του, που τον εξόρισαν, τη γιαγιά του, που πήρε τη θέση
του σε όλα. Σταμάτησα να μιλώ, σαν τον είδα να κοιμάται.
Τερματίσαμε,
πριν καλοξημερώσει. Η Αθήνα ήταν στο πόδι. Στο γαλατάδικο πήραμε ανάσα
βαθιά. Δεν είναι σαν της αγελάδας μας, είπε. Εχεις δίκιο, απάντησα.
Τον
κρατούσα απ' το χέρι. Θα πάμε στο σπίτι του Κόμματος, πρώτα. Εμείς το
χτίσαμε. Οι εργάτες, οι αγρότες. Ο λαός, δηλαδή. Να, αυτός είναι ο
Λένιν. Το κεφάλι, που βλέπεις, είναι γλυπτό του Μέμου Μακρή. Το
ψηφιδωτό, του Α. Τάσσου. Κομμουνιστές καλλιτέχνες. Εδώ δίπλα θα
οικοδομηθεί το κτίριο, που θα στεγάσει το Αρχείο του Κόμματος.
Φύγαμε.
Στον Αγνωστο Στρατιώτη. Περιστέρια. Η Βουλή. Οι Εύζωνοι. Η πλατεία
Συντάγματος. Τα ξενοδοχεία. Απ' την ταράτσα, που βλέπεις, πυροβόλησαν
και σκότωσαν άοπλους ΕΑΜίτες, ΕΠΟΝίτες. Το Δεκέμβρη του 1944. Εγινε μάχη
μεγάλη. Απ' την Ακρόπολη, πάμε τώρα εκεί, πυροβολούσαν οι Εγγλέζοι. Τον
μάτωσαν το λαό.
Ωρα 11.00. Στην Ομόνοια. Στην οδό
Αιόλου. Ναι, του Θεού των ανέμων, μπράβο. Είναι οι μαθητές και οι
φοιτητές. Βλέπεις; Δεν είναι πολλοί; Πάμε. Πού; Πίσω απ' τα πανό του
ΜΑΣ. Είναι τα δικά σας, των μαθητών, σπουδαστών. Στο Σύνταγμα όλοι θα
μαζευτούμε.
Συνθήματα, που 'χουν θυμό. Ακούς; Ξέρουν τι φωνάζουν.
Α, φωνάζεις κι εσύ; Ωραίο. Ναι, λαέ, μη σκύβεις το κεφάλι. Θα το
σκύψεις; Οχι.
Πω, πω, κόσμος! αναφώνησε μόλις τον σήκωσα και τον
κάθισα στους ώμους μου. Ως πού βλέπεις; Ολα τα βλέπω, απάντησε με τα
χέρια απλωμένα σε γροθιά.
Πορευόμαστε στο υπουργείο Εργασίας. Η
Πανεπιστημίου ποτάμι, που κατηφορίζει. Ο κόσμος της δουλειάς δεν
κάμπτεται. Συνεχίζει να 'ναι θυμωμένος. Δε σκύβει το κεφάλι.
Θα
σε πάω κάπου, τώρα. Να φάμε. Δεν κουράστηκες; Εδώ είναι η πλατεία
Θεάτρου. Κάπου εδώ είναι η Κληματαριά. Α, νάτη. Καθίσαμε σε μιαν άκρη.
Εργατικός κόσμος. Ετρωγε. Της διαδήλωσης κόσμος. Είναι δικοί μας; Είναι
δικοί μας, απάντησα. Βιάζονται, θα πάνε στο λιμάνι. Γιατί; Για να
περιφρουρήσουν την απεργία. Εμείς; Δεν προλαβαίνουμε. Το τρένο φεύγει
στις 8 η ώρα.
Νύχτωσε. Το τρένο τρέχει στο βορρά. Ο
μικρός γιος μου κοιμάται μ' ένα χαμόγελο ευτυχίας. Είδε. Είμαστε πολλοί.
Θα γίνουμε περισσότεροι. Θα το λέει αύριο στο σχολείο.
Ι. Α. ΠΡΟΥΣΑΝΙΔΗΣ
Ριζοσπάστης, 11/5/2010
3 σχόλια:
Ενα πολη καλο μαθημα για ολους μας μυκρους και μεγαλους
μόνο που τα πράγματα δεν ξεκινάνε τώρα και απο το μηδέν. Το πρόβλημα δεν είναι ότι το ΚΚΕ δεν είναι στην φάση που είναι λίγοι και περιμένει να μεγαλώσει το πρόβλημα είναι ότι δεν μεγάλωσε στην μεγαλύτερη οικονομική κρίση της εποχής μας και ότι μίκρυνε μέσα σε αυτή.
@Ανώνυμος 3 Μαΐου 2014 - 3:46 μ.μ.:
Αυτό που εσύ θεωρείς αρχή, για κάποιους άλλους λέγεται ήδη διαδρομή. Ο αγώνας δεν έχει ημερομηνία λήξης, είναι δύσκολος, με προσωπικό κόστος, δεν ελκύει τους περισσότερους που προτιμούν την ευκολία της… ανάθεσης του παρόντος και του μέλλοντός τους στους «σωτήρες»…
Στην πρωτοπορία πάντα έβγαιναν οι λίγοι. Οι πολλοί, όταν ερχόταν η ώρα, ακολουθούσαν.
Είναι «λογικό» τα μεγέθη να τα μετράς με εκλογικά ποσοστά. Το ζήτημα είναι αν πραγματικά θέλεις ένα ΚΚΕ πιο μεγάλο (και όχι μόνο εκλογικά) και πιο δυνατό και τι είσαι εσύ διατεθειμένος-η να κάνεις για αυτό.
Καλή δύναμη!
Δημοσίευση σχολίου