Σάββατο 16 Φεβρουαρίου 2013

Subcomandante Μάρκος: Για τον Ερνέστο Τσε Γκεβάρα


Του Κομαντάντε Μάρκος*. Πάνε σαράντα χρόνια από το 1966, όταν, αφού είχε βρεθεί στο «πουθενά» [1], ένας άνδρας προετοίμαζε τη μνήμη και την ελπίδα για να ξανάρθει η ζωή στην Αμερική. Το πολεμικό του όνομα ήταν τότε Ramon. Σε μιαν από τις πολυάριθμες γωνιές της αμερικανικής Πραγματικότητας, ο άνδρας εκείνος θυμόταν, και μες στις αναμνήσεις του ξαναζούσαν όλοι οι άνδρες και οι γυναίκες που έζησαν κι έδωσαν τις ζωές τους για την Αμερική. Το όνομα του και η μνήμη του θάφτηκαν από τους αιώνιους νεκροθάφτες της ιστορίας. Για κάποιους ονομαζόταν Ερνέστο και το επώνυμό του ήταν Γκεβάρα ντε λα Σέρνα. Για μας ήταν και παραμένει ο Τσε. Στην Πούντα ντελ Έστε κατήγγειλε την πολιτική της εξουσίας, που, από τα γραφεία της Παγκόσμιας Τράπεζας, πρότεινε να χτιστούν απόπατοι ως λύση για της συνθήκες έσχατης αθλιότητας στις χώρες της Αμερικής. Από τότε, η φτώχεια στην Αμερική έχει αυξηθεί με την ίδια αναλογία που έχουν λεηλατηθεί τα πλούτη της από τους εύπορους όλων των εποχών.
Η «αποπατοκρατία» επίσης αυξήθηκε, αλλά μόνο κατ΄όνομα. Σε μιαν από της χώρες της Αμερικής, πήρε το παράδοξο όνομα «Αλληλεγγύη». Ωστόσο, σε πείσμα των λεξικογραφικών αντικατοπτρισμών, η βασική λειτουργία της «αποπατοκρατίας» είναι πάντα η ίδια: σήμερα όπως και πάντα, οι φτωχοί βρίσκονται στο βάθος του απόπατου και οι πλούσιοι κάθονται στη λεκάνη.

Η κριτική της εξουσίας που έκανε ο Τσε δεν ισοδυναμεί με αποδοχή των μειονεκτημάτων της και απολογία ενός συστήματος. Επικρίνοντας το γεγονός ότι αντιτάσσουμε στην εξουσία παρόμοιες λογικές, ελάχιστα μεταμφιεσμένες από μια νέα ονομασία, έγραφε στα 1964: «Δεν ισχυρίζομαι ούτε κατά διάνοια ότι έχω ξεμπερδέψει με αυτό το ζήτημα, ούτε ότι έχω επιβάλει κάποιο είδος παπικής ευλογίας σε αυτές τις αντιφάσεις και σε κάποιες άλλες. Δυστυχώς, στα μάτια της πλειοψηφίας των λαών μας, ακόμη και στα δικά μου, η απολογία ενός συστήματος έχει μεγαλύτερες συνέπειες από την επιστημονική του ανάλυση».

Πολίτης του κόσμου, ο Τσε μας θυμίζει αυτό που γνωρίζαμε από την εποχή του Σπάρτακου, κάτι που ενίοτε ξεχνούσαμε: η ανθρωπότητα βρίσκει στην πάλη κατά των αδικιών μια κίνηση που την εξυψώνει, που την κάνει καλύτερη και πιο ανθρώπινη.

Λίγο αργότερα, η μνήμη και η ελπίδα κρατούν την πένα του όταν γράφει στην αποχαιρετιστήρια επιστολή του: «Μια μέρα, κάποιος πέρασε και ρώτησε ποιός έπρεπε να ειδοποιηθεί σε περίπτωση θανάτου, και η πραγματική πιθανότητα του θανάτου μας κατέλαβε όλους. Κατόπιν, γνωρίζαμε πως ήταν αλήθεια, πως στη διάρκεια μιας επανάστασης, είτε θριαμβεύεις είτε αποβιώνεις (αν πρόκειται για πραγματική επανάσταση). [...] Άλλα εδάφη στον κόσμο διεκδικούν τη συνεισφορά των ταπεινών προσπαθειών μου». Κι έτσι ο Τσε ακολούθησε το δρόμο του.

Για να φύγει με άδεια, για να πεί «καλή αντάμωση», ο Τσε έλεγε «ως τη νίκη, πάντα», σα να ήθελε να πεί «θα ξαναβρεθούμε σύντομα». Σαράντα χρόνια αργότερα, ένα από εκείνα τα ξημερώματα που η σελήνη ανακτά τα κομμάτια του φωτός που του αποκόβει η μηνιαία δαγκωματιά του χρόνου, και που ένας κομήτης μεταμφιεσμένος σε φανοστάτη ξαγρυπνά μάταια στις πύλες της νύχτας, έψαξα ένα κείμενο για να τεκμηριώσω τα πρώτα μου λόγια γι’ αυτήν τη σκέψη.

Τα ξαναδιάβασα όλα, από τον Pablo Neruda στον Julio Cortazar, από τον Walt Whitman στον Juan Rulfo. Χαμένος κόπος, αδιάκοπα η εικόνα του Τσε με το ονειροπόλο βλέμμα του στο σχολείο του Λα Ιγκέρα [2], διεκδικούσε τη θέση της ανάμεσα στα χέρια μου. Από τη Βολιβία μας είχαν έλθει τα μισόκλειστα μάτια του κι εκείνο το ειρωνικό χαμόγελο που ιστορούσε όσα είχαν γίνει κι υποσχόταν όσα μέλλονταν να γίνουν.

Είπα «ονειροπόλο»; Ίσως έρπεπε να πω «νεκρό». Για κάποιους έχει πεθάνει, γι’ άλλους μόνο κοιμάται. Ποιός έχει άδικο; Πάντα σαράντα χρόνια που ο Τσε προετοίμαζε τη μεταμόρφωση της αμερικανικής πραγματικότητας και η εξουσία προετοίμαζε την εξουδετέρωση του. Πάνε σαράντα χρόνια που η εξουσία διαβεβαίωνε ότι το τέλος της ιστορίας είχε λάβει χώρα στη χαράδρα ντελ Γιούρο [3]. Ισχυριζόταν ότι η δυνατότητα για έναν κόσμο καλύτερο, διαφορετικό, είχε καταστραφεί οριστικά. Υπεστήριζε ότι ο καιρός των εξεγέρσεων είχε τελειώσει.

Από το βιβλίο των Μισέλ Λεβί και Ολιβιέ Μπεσασενό “Che Guevara: His Revolutionary Legacy” (2009). Μετάφραση στα γαλλικά απ’ το ισπανικό πρωτότυπο: Laurence Villaume. Ελληνική Μετάφραση: Νίκος Σταμπάκης (εκδ.Φαρφουλάς). Η ακριβής ημερομηνία σύνταξης του κειμένου δεν είναι γνωστή.

[1] Ο υποδιοικητής Μάρκος αναφέρεται εδώ στη χρονιά που ο Τσε εγκατέλειψε την Κούβα και “εξαφανίστηκε” για να βοηθήσει τον ανταρτοπόλεμο στο Κονγκό. Βλ. Paco Ignacio Taibo II, με τους Froilan Escobar και Felix Guerra, El Ano en que estuvimos en nunguna parte, Mortiz, Mexico DF, 1994 – γαλλική μετάφραση L’ Annee ou nous n’etions nulle part, Metaille, Παρίσι, 1995 (Σημ. γαλλικής μετάφρασης).
[2] Σε μια σχολική αίθουσα στο χωριό Λα Ιγκέρα, ο Τσε κρατήθηκε μιαν ολόκληρη νύχτα και εκτελέστηκε δια συνοπτικών διαδικασιών την επομένη, στις 8 Οκτωβρίου 1967, κατά το τέλος του πρωινού, από τις ειδικές βολιβιανές δυνάμεις, κατόπολη εντολής της CIA (Σημ. γαλλικής μετάφρασης).
[3] Στις 7 Οκτωβρίου 1967, ο Τσε Γκεβάρα, αφού πληγώθηκε στα πόδια και καταστράφηκε το τουφέκι του από σφαίρες (το πιστόλι του είχε μείνει από πυρομαχικά) , συνελήφθη ενώ οδηγούσε ένα απόσπασμα στη χαράδρα Κεμπράδα ντελ Γιούρο.

* Εκπρόσωπος του Στρατού των Ζαπατίστας για την Εθνική Απελευθέρωση (EZLN), κινήματος για την αυτοδιάθεση των ιθαγενών του Μεξικού.



Δεν υπάρχουν σχόλια: