Χούλιο
Λουίς Μέντες Κον,
«Ελ Νιάτο»- 1937-1967 |
Βολιβία
8 Οκτώβρη 1967. Στο φαράγγι του «Γιούρο», σε άνιση μάχη με τον Βολιβιανό στρατό
και Αμερικανούς ρέιντζερς, ο τραυματισμένος στο πόδι Τσε αιχμαλωτίζεται μαζί με
δυο ακόμα συντρόφους του. Την επόμενη μέρα στο χωριό Λα Ιγκέρα, ο κομαντάντε
Ερνέστο «Τσε» Γκεβάρα, εκτελείται σε μια αίθουσα του σχολείου από έναν υπαξιωματικό
του Βολιβιανού στρατού. Λίγα λεπτά νωρίτερα, στο διπλανό δωμάτιο, εκτελούνται
οι σύντροφοί του «Τσίνο» (Juan Carlos Chang, Περουβιανός) και «Σιμόν» (Willy Simon Cuba, Βολιβιανός). Από τους 17 αντάρτες που
είχαν απομείνει στην ομάδα του Τσε γλιτώνουν οι έξι. Είναι οι Κουβανοί «Πόμπο»
(Harry Villegas Tamayo),
«Ουρμπάνο» (Leonardo Tamayo Nunez),
«Μπενίνιο» (Daniel Alarcón Ramírez) και οι Βολιβιανοί «Ελ Ίντι» (Guido Peredo
Leigue), «Νταρίο» (David Adriazola) και «Ελ
Νιάτο» (Julio Luis
Mendez
Korne). Δυο από αυτούς σοβαρά
τραυματισμένοι (Πόμπο και Μπενίνιο).
Χιλιάδες
Βολιβιανοί στρατιώτες και Αμερικανοί ρέηντζερς, με τη βοήθεια της αεροπορίας
και κάτω από την καθοδήγηση πρακτόρων της CIA, εξαπολύουν ένα ανθρωποκυνηγητό χωρίς
προηγούμενο. Ο μόνος τρόπος για να γλιτώσουν οι αντάρτες είναι να καταφέρουν να διασχίσουν την Βολιβιανή ζούγκλα και να
μπουν στη Χιλή, κάτι που ένας απλός άνθρωπος δεν θα μπορούσε να καταφέρει ούτε με
τη φαντασία του. Αυτός είναι ο στόχος τους και έχουν ορκιστεί στη μνήμη του κομαντάντε
Τσε να τα καταφέρουν. Μόνο έτσι θα μπορέσουν αργότερα να ανασυνταχτούν και να
οργανώσουν ξανά το αντάρτικο (δεν είχαν σκοπό να αφήσουν την αποστολή τους
ανολοκλήρωτη). Όμως έχουν ορκιστεί και
κάτι ακόμα. Αν κάποιος από τους άντρες τραυματιστεί σοβαρά και εμποδίζει την
κίνηση των άλλων, οι σύντροφοί του θα πρέπει να τον αποτελειώσουν. Και ο όρκος
του αντάρτη είναι ιερός...
Η
καταδίωξή τους διαρκεί πέντε μήνες. Περιπλανώμενοι μέσα στη ζούγκλα, έχοντας
εναντίον τους εκτός από την γιγαντιαία στρατιωτική μηχανή που τους καταδιώκει,
τα στοιχεία της φύσης και τους χωρικούς που κάθε τόσο τους καταδίδουν για να
εισπράξουν την αμοιβή της επικήρυξης, τα καταφέρνουν οι πέντε. Μένει πίσω στην
πατρίδα του, νεκρός, ο Βολιβιανός «Ελ Νιάτο». Πολλά χρόνια αργότερα ο Μπενίνιο
θα γράψει σε βιβλίο τις αναμνήσεις του από αυτήν την καταδίωξη, στο οποίο
περιγράφει την προσωπικότητα του συντρόφου του και την σκηνή του θανάτου του.
Στην Ελλάδα το βιβλίο κυκλοφόρησε με τίτλο «Οι επιζήσαντες σύντροφοι του Τσε»
από τις εκδόσεις «Καστανιώτη». Από αυτό το βιβλίο το απόσπασμα που ακολουθεί. Γράφει
ο Ντάνιελ Αλαρκόν Ραμίρεζ ή Μπενίνιο:
Μπενίνιο
|
«Για
μια ακόμα φορά, ο στρατός την πάτησε. Βγαίνουμε σώοι και αβλαβείς από έναν καταιγισμό
πυρών, κι ακόμα καλύτερα, περνάμε στην επίθεση κι αναγκάζουμε τα στρατιωτάκια
να δεινοπαθήσουν επί ένα τέταρτο της ώρας. Ξαναπήραμε το πάνω χέρι... όμως υπάρχει
και η ειρωνεία της τύχης. 'Ολα μπορούν να συμβούν στον πόλεμο, τη στιγμή
μάλιστα πού δεν το περιμένεις... Ρίχνω δύο ριπές που ανοίγονται σαν βεντάλιες
και λέω στον Ελ Νιάτο να τρέξει μέχρι το μέρος που μας περιμένουν οι σύντροφοί
μας.
Ορμάω,
αλλά, τη στιγμή που πάει να ξεκινήσει ο Ελ Νιάτο, το σακίδιό του γεμάτο
τρόφιμα, που είναι το μόνο που δεν είχε χαθεί, μαγκώνεται στ’ αγκάθια. Ο
καθένας θα 'χε αφήσει το σάκο επιτόπου και θα 'χε πάρει δρόμο... Όχι όμως ο Ελ
Νιάτο. Τον έχω περάσει μερικά μέτρα και, όταν μ’ ανταμώνει, βλέπω πως είναι
σχεδόν όρθιος, μέσα σε μια βροχή από σφαίρες, και προσπαθεί να ξεμαγκώσει το
σακίδιό του και του φωνάζω: «Σκατά! μαλάκα, άσε το σάκο, θα την πατήσεις τελικά…!»
Και μου απαντάει: «Περίμενέ με, γαμώτο, είναι όλα μας τα φαγιά εκεί μέσα, και
δε θέλω να πεθάνω της πείνας, αδελφέ μου...» Ο Ελ Νιάτο σηκώνεται τελείως
όρθιος, γυρίζοντας την πλάτη στον εχθρό, πολύ ήρεμος, και προσπαθεί να μαζέψει
το κωλοσακίδιο. Κι ο στρατός συγκεντρώνει όλα του τα πυρά σ’ αυτή την πλάτη πού
δεν ανήκει βέβαια σε Θεό, αλλά σε άνθρωπο, ολόρθο...
Κατοσταριές σφαίρες που αναζητούν την πλάτη ενός γενναίου -αυτό είναι ο Ελ Νιάτο - ο οποίος, περισσότερο για τούς συντρόφους του παρά για τον εαυτό του, θέλει να σώσει τη μοναδική τροφή για την ομάδα, αν αυτή καταφέρει να επιζήσει. Του ξαναφωνάζω: «Τσακίσου, γαμώτο!» Κι εκείνος: «Να τσακιστώ, εύκολο να το λες, αδερφέ μου, έχω φάει ένα σκασμό σφαίρες, την πάτησα. Ούτε ένα παράπονο, ούτε καν ένας μορφασμός πόνου. Τρέχω δίπλα του και βλέπω πως η σφαίρα, τεράστιου διαμετρήματος -προφανώς από μάουζερ- του μπήκε απ’ την πλάτη, πέρασε τη σπονδυλική στήλη και βγήκε απ’ το ύψος του αφαλού. Προσπαθώ να τον σηκώσω και βλέπω πως δεν μπορεί πια να κρατηθεί στα πόδια του. Δεν έχει χάσει τις αισθήσεις του. Είναι θανάσιμα τραυματισμένος αλλά ακλόνητος... Πάντα.
Βλέποντας
τη στάση του, την ηρεμία του, την απίστευτη αποφασιστικότητά του, αισθάνομαι
πως κάτι πολύ σπουδαίο φεύγει απ’ τη ζωή μου. Τα ξεχνάω όλα, τις υποχρεώσεις
μου, αυτές που αναλάβαμε σαν επαναστάτες, τους κανόνες του πολέμου, αρπάζω το
όπλο μου κι αρχίζω να ρίχνω όπως δεν είχα ρίξει ποτέ, νομίζω, στο παρελθόν.
Πήρε φωτιά το τουφέκι. Δεν μπορώ να ελέγξω τα νεύρα μου, η επιθυμία μου να
σκοτώσω είναι πιο δυνατή κι απ’ τη θέλησή μου. Είμαι ανίκανος να συγκρατηθώ.
Κατεβαίνω τρέχοντας καμιά πενηνταριά μέτρα για να βρω το στρατό. Είναι....
είναι, σαν να ήθελα... σαν να σκεφτόμουν πως, ίσως, θα μπορούσα να βρεθώ ενώπιος
ενωπίω μ’ αυτόν που έφαγε τον Ελ Νιάτο... τον Ελ Νιάτο! Ξαφνικά, τρεις
στρατιώτες ξεπετάγονται μπροστά μου και, ακριβώς όπως στα γουέστερν που βλέπαμε
πιτσιρικάδες, τους ρίχνω κάτω, εν ριπή οφθαλμού. Και τους τρεις. Το 'κανα γιατί
είχα ανάγκη να ΞΕΡΩ πως σκοτώνω. Με ηρεμεί αυτό. Ξανανεβαίνω δίπλα στο φίλο
μου, στο συμπολεμιστή μου.
Τσε, Τσίνο και Σιμόν, νεκροί σε κοινή θέα
|
Ο
Ελ Νιάτο είναι ακίνητος. Ήρεμος, λες και ξεκουραζόταν μετά από ένα καλό γεύμα,
κι όχι σαν να ήταν θανάσιμα τραυματισμένος. Όταν με βλέπει, βγάζει το ρολόι του,
βγάζει τα λεφτά του (Σημείωση Οικοδόμου: Οι έξι αντάρτες είχαν μοιραστεί το
ταμείο της επανάστασης, χρήματα με τα οποία μπορούσαν να αγοράζουν τρόφιμα και
άλλες προμήθειες και να πληρώνουν χωρικούς για οδηγούς στις άγνωστες περιοχές ή
για να παίρνουν πληροφορίες για τις κινήσεις του στρατού), μου το δίνει και μου
λέει πως είναι η στιγμή να τηρήσουμε τον όρκο μας... «Αγκάλιασέ με, αδερφέ μου,
πολύ δυνατά, και ρίξε μου. Δεν υπάρχει ελπίδα, τουλάχιστον ο θάνατός μου θα
χρησιμέψει σε κάτι». Μιλάει πολύ καλά, λες και δεν του είχε συμβεί τίποτα. Ποτέ
δεν ξανάδα τέτοια συμπεριφορά, εξαιρετικά γενναία. Νιώθω τόσο αδύναμος που
τούτη την ίδια στιγμή φεύγει κι η ζωή μου. Δεν βρίσκω τίποτα καλύτερο να κάνω
απ’ το να ξαναγυρίσω Και να ξαναρχίσω να ρίχνω στον εχθρό. Ο Ελ Νιάτο μου λέει:
«'Οχι... φώναξε, φώναξε καλύτερα τους κομπανιέρος, θέλω να τους φιλήσω κι
αυτούς. Πρέπει να γίνει αυτό που είπαμε, Μπενίνιο. Μετά, θα φύγετε». 'Ομως δεν
καταφέρνω να κουνηθώ, κοιτάζω τον Ελ Νιάτο. Οπότε, ξαναρχίζει να μιλάει. Μου
λέει πως, αν κάποιος από μας γλιτώσει και γυρίσει στην Κούβα, πρέπει να πάει να
πει στον Αρχιστράτηγο πώς πέθανε ο Ελ Νιάτο... και ν’ αγκαλιάσει δυνατά τον
Φιντέλ, εκ μέρους του.
Τελικά,
αντιδρώ και κάνω νόημα στους άλλους, που βρίσκονται καμιά εικοσιπενταριά μέτρα
πιο πέρα, να έρθουν. Καθώς μας βλέπουν να μιλάμε, δεν τούς περνάει απ’ το μυαλό
ο λόγος που μας βιάζει να τους ανταμώ-σουμε... Βλέπουν τα νοήματά μου, αλλά δεν
τα καταλαβαίνουν. Τότε, με κίνδυνο να μ’ ακούσουν οι στρατιώτες, τους λέω:
«Ελάτε γρήγορα, ελάτε, ο Ελ Νιάτο πληγώθηκε». Τρέχουν. Πώς να μην τρέξουν.
Αγαπούσαμε όλοι μας τον Ελ Νιάτο για τις ανθρώπινες αρετές του, για την
καλοσύνη του, για την τρυφεράδα και το κουράγιο του. Τον περιτριγυρίζουμε και
βλέπω το ένα μετά το άλλο τα πρόσωπα των συντρόφων και διαβάζω πάνω τους το
σημάδι του αβάσταχτου πόνου. Τότε, τους φωνάζω παράμερα. Συμφωνούμε όλοι πως το
τραύμα είναι σοβαρό. Τους λέω πως μου ζήτησε να τον τελειώσω, για να κρατήσω
τον όρκο που είχαμε δώσει: αν κάποιος από μας τραυματιστεί σοβαρά και δεν είναι
πλέον σε θέση να πυροβολήσει μόνος του, ο σύντροφός του που μαζί κάνουν ομάδα πρέπει να τον σκοτώσει.
Τότε,
ακούμε τη σταθερή φωνή του Ελ Νιάτο: «Μα, γαμώ την πουτάνα μου, τι πάθατε; Τα
'χετε χρειαστεί ή τι στο διάβολο;» Πρέπει να τα 'χεις μεγάλα για να μπορείς να
το πεις αυτό. Όλος ο κόσμος νοιάζεται για τη ζωή. Ο Ελ Νιάτο, αντίθετα, απαιτεί
από μας να τον σκοτώσουμε! Παραμένει ο επαναστάτης που είναι έτοιμος να θυσιάσει
τη ζωή του για να σώσει τη ζωή ενός άλλου ανθρώπινου όντος, πολύ περισσότερο
όταν πρόκειται για τους συναγωνιστές του. Δεν υπάρχει πιο γενναίος άνθρωπος απ’
τον Ελ Νιάτο. Θα περάσει πολύς καιρός για να γεννηθούν κι άλλοι σαν κι αυτόν...
'Η πάλι, ποιος ξέρει; Ίσως θα είναι ο «νέος
άνθρωπος» που ονειρευόταν ο Τσε για το μέλλον της ανθρωπότητας.
Τα πόδια του νεκρού Τσε. Βλέπουμε τα δερμάτινα
«παπούτσια» που του έραψε ο Ελ Νιάτο. Διακρίνεται το τραύμα του κομαντάντε. |
Τούτη
τη στιγμή, ο Ελ Νιάτο ΕΙΝΑΙ ο αρχηγός, δίνει τις διαταγές κι όποιος τις δίνει
είναι απόλυτος, ακλόνητος. Οι σύντροφοι πλησιάζουν τον Ελ Νιάτο ένας ένας, τον
φιλάνε, σαν να 'χαμε συνεννοηθεί, και φεύγουν ένας ένας χωρίς να κοιτάξουν
πίσω. Μένω μόνος μου με τον Ελ Νιάτο, που με κοιτάει με κάτι μάτια που δε θα
ξεχάσω ποτέ, νομίζω πως κανένα ανθρώπινο ον, σε ανάλογη περίπτωση, αναγκασμένο
να κάνει αυτό που έπρεπε να κάνω εγώ, δε θα μπορούσε να τα ξεχάσει. 'Ομως το
πιο σπαραξικάρδιο είναι που τούτο το τελευταίο βλέμμα μου δίνει δύναμη, μου
δίνει δύναμη να κρατήσω το λόγο μου. Και πρέπει να είναι ο Ελ Νιάτο...
Θέλαμε
να τον θάψουμε, αλλά δεν μπορούσαμε να το κάνουμε γιατί οι σφαίρες πέφτουν
βροχή γύρω μας. 'Οση ώρα λέγαμε αντίο στο σύντροφό μας, οι στρατιώτες συνέχιζαν
να μας ρίχνουν. 'Ενα τρομερό τουφεκίδι... Δεν μπορούμε να του κάνουμε κηδεία.
Το θέλουμε πραγματικά. Δεν μπορούμε.
Δε
θα μιλήσω ποτέ για τον Ελ Νιάτο, όπως και για τον Ελ 'Ιντι, ή ακόμα και για τον
ιδιόρρυθμο Νταρίο... Κι οι τρεις τους ήταν «κομπανιέρος» πραγματικά τεράστιοι
σαν άνθρωποι. Βέβαια, υπήρχαν διαφορές, απ’ την άποψη της πολιτικής γνώσης ή του
μορφωτικού επιπέδου, ανάμεσα στον 'Ιντι και τον Ελ Νιάτο, τον Ελ Νιάτο και τον
Νταρίο, όμως η ανθρώπινη δομή τους ήταν ίδια. Οι δυο πρώτοι ήταν εξαίσιοι μαχητές,
όσο για τον Νταρίο θα γινόταν αργότερα. Στη διάρκεια της εκστρατείας του ΕLΝ, δεν ήταν ακόμα πλήρως εκπαιδευμένος ως
επαναστάτης στρατιώτης.
'Ηταν
δύσκολο να το χωνέψουμε, να αγαπάμε όλοι τον Ελ Νιάτο τόσο όσο τον αγαπούσαμε,
και να πρέπει να τον εγκαταλείψουμε. Ο Ελ Νιάτο ήταν ένας άνθρωπος που άξιζε
για χίλιους. Είχε αρετές που τον έκαναν αγαπητό σ’ όλους τούς συντρόφους του.
'Ενα πράγμα του 'βγαινε πηγαία: η ανάγκη που είχε κάποιος σύντροφός του γινόταν
αμέσως ΔΙΚΗ ΤΟΥ ανάγκη. Αν σ’ έβλεπε να πλένεις το παντελόνι σου, έσκαγε μύτη
για να σου «δείξει» πώς μπορείς να το πλύνεις καλύτερα.
Αν
σ’ έβλεπε να μπαλώνεις κάποιο ρούχο σου, ήταν εκεί, για να σου «δείξει» πώς
μαντάρουνε ή πώς καρικώνουνε καλύτερα. Είχε ξηλωθεί το σακίδιό σου; Ο Ελ Νιάτο
ήταν εκεί, εξοπλισμένος με μια μεγάλη βελόνα και, χοντρό νήμα για να σε
βοηθήσει... και τελικά δε σε βοηθούσε, σου έπαιρνε απ’ τα χέρια το σακίδιο και
το διόρθωνε μόνος του. Ήξερε να κάνει τα πάντα. Τα περίφημα σανδάλια πού
φορούσε ο Τσε όταν σκοτώθηκε, τα είχε φτιάξει ο Ελ Νιάτο με δέρμα κατσίκας, για
να μην περπατάει ξυπόλητος, γιατί πλέον δεν είχαμε ούτε καν παπούτσια.
Επιδιόρθωνε
τις αρβύλες μας και, όταν πια δεν υπήρχαν αρβύλες, μας έφτιαχνε σανδάλια που τα
επιδιόρθωνε όταν γίνονταν κομμάτια. 'Ηταν τόσο περήφανος όταν, με το μικρό του
σφυρί και τα καρφιά του, είχε μαστορέψει ένα παπούτσι! Το έδειχνε, πανευτυχής,
και έλεγε: «Κοίτα λίγο... Είναι σαν καινούριο!» Τρελαινόταν επίσης να διηγείται
ιστορίες, του άρεσε πολύ να τις βγάζει απ' το μυαλό του. Είχε έναν τρόπο να
διηγείται, πού μας έκανε να πεθαίνουμε στα γέλια. Ξεραινόμασταν όλοι στα γέλια
με τις ιστορίες του, τις πλάκες πού σκαρφιζόταν με το τίποτα, με τον τρόπο που
είχε να μιλάει πολύ παραστατικά και ταυτόχρονα με πάρα πολύ χιούμορ.
Για
μένα, ο Ελ Νιάτο συγκέντρωνε όλες τις αρετές πού πρέπει να έχει ένας άνθρωπος. Ίσως
να είχε και ελαττώματα, αλλά εγώ, ειλικρινά, δεν τα γνώρισα. Δεν ξέρω αν ήταν
λόγω της αγάπης μου γι’ αυτόν ή αν πράγματι δεν είχε -είναι ανθρώπινο να κάνεις
λάθη και να έχεις ελαττώματα- αλλά εγώ δεν τα έβλεπα. Είναι πολύ σκληρό να
ξαναπαίρνουμε το δρόμο αφήνοντας τον αδελφό μας ξαπλωμένο εκεί, αλλά πρέπει...»
Χιλή, Μάρτης ΄68. Από δεξιά: Πόμπο, Μπενίνιο
(ο ψηλός),
Ουρμπάνο. Οι επιζήσαντες αντάρτες με τον Αλλιέντε |
Ο «Ελ Νιάτο» - Julio Luis Méndez Korne, γεννήθηκε στις 23 του Φλεβάρη 1937 στο Τρινιδάδ της Βολιβίας. Μέλος του
Κομμουνιστικού Κόμματος, το 1963 μετά από την ήττα των ανταρτών του Εθνικού
Απελευθερωτικού Στρατού του Περού, αναλαμβάνει να τους βοηθήσει να διαφύγουν.
Καταφέρνει να σωθούν, οδηγώντας τους μέσα από την ζούγκλα στην πατρίδα του
Βολιβία. Το Κομμουνιστικό Κόμμα επιβραβεύοντας την πράξη του τον στέλνει μαζί
με άλλους Βολιβιανούς στη Σοβιετική Ένωση και στη συνέχεια για στρατιωτική
εκπαίδευση στην Κούβα. Ο Ελ Νιάτο ακολουθεί τον Τσε στη Βολιβία. Εκτός από
ατρόμητος μαχητής, στην ομάδα ο άνθρωπος για όλες τις δουλειές, αυτό που λέμε
«έπιαναν τα χέρια του». Ήταν ο σύντροφος που έκανε την πορεία στη ζούγκλα
λιγότερο βασανιστική.
Στη
φωτογραφία με τα πόδια του νεκρού Τσε, βλέπουμε τα δερμάτινα καλύμματα που του
έραψε ο Ελ Νιάτο, όταν ο κομαντάντε έχασε τις ξεχαρβαλωμένες από τις πορείες
μπότες του, την ώρα που επιχειρούσε να περάσει ένα ποτάμι.
Σύμφωνα
με μαρτυρία ενός Βολιβιανού αξιωματικού, πολλά χρόνια αργότερα, ο Νιάτο ήταν
ζωντανός ακόμα όταν έπεσε στα χέρια του στρατού. Ξεψύχησε λίγο αργότερα. Το
ημερολόγιο έγραφε 15 Νοέμβρη του 1967.
Αυτός
ήταν ο Ελ Νιάτο. Ο νεαρός κομμουνιστής που δεν αποδέχτηκε σαν θέσφατο την
κοινωνική αδικία, κάτι που έκαναν τα εκατομμύρια των εξαθλιωμένων συμπατριωτών
του. Ο πιστός σύντροφος που θυσιάστηκε για την ομάδα. Ο γενναίος επαναστάτης
που πρόσφερε τη ζωή του για να γίνει καλύτερη η ζωή των λαών ολόκληρης της
Λατινικής Αμερικής. Ίσως να ήταν ο «νέος άνθρωπος» που ονειρευόταν ο Τσε για το
μέλλον της ανθρωπότητας. Τα όνειρα δεν πεθαίνουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου