Τρίτη 2 Ιουνίου 2015

Οι δικοί μας ήρωες δεν είναι «υπεράν­θρωποι»


Δεν πρόλαβε να διαγράψει έναν ολοκληρωμένο κύκλο ζωής. Άφησε όμως πίσω της αποτυπώματα. Η βραχύχρονη παρουσία της δεν έμελλε να σβηστεί από τη μνήμη των ανθρώπων. Κι ο θάνατος, όταν τη βρήκε, δεν εξαφάνισε τα ίχνη από το μικρό πέρασμά της στον κόσμο των ζωντανών. Ήταν ίχνη που έγιναν παρακαταθήκη για το μέλλον, σημαδεύοντας με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μια εποχή. Τη δική της…

Σωτηρία Βασιλακοπούλου.  Γεννήθηκε στις 2 Ιουνίου του 1959
(Από την ιστοσελίδα της Ομοσπονδίας Γυναικών Ελλάδας)

Για τη Σίση, φοιτήτρια Παντείου, 21 ετών, ο χρόνος σταμάτησε ένα καλοκαιριάτικο μεσημέρι, πριν από 34 χρόνια. Μπροστά σε μια πύλη εργοστασίου. Άγνωστο αν πρόλαβε να πετάξει την τελευταία προκήρυξη μέσα στο λεωφορείο που έπεσε πάνω της ή αν την κρατούσε ακόμα στα χέρια της και η σύγκρουση απλώς την εκσφενδόνισε οπουδήποτε, σαν ένα χαρτί χωρίς ταυτότητα που δεν ενδιέφερε ποτέ και κανέναν. Κι όμως! Αυτή η προκήρυξη σήμανε το τέλος της ζωής για τη νεαρή Σίση ενώ, ταυτόχρονα, σφράγισε ανεξίτηλα την ιστορία της. Ποτέ κανείς δεν θ’ αναφερόταν ξανά στην ΕΤΜΑ σα να ήταν ένα συνηθισμένο εργοστάσιο. Κι η Σίση θα περνούσε στην αθανασία μ’ ένα νέο όνομα-σύμβολο, πραγματικό ορόσημο των σύγχρονων αγώνων του λαϊκού και νεολαιϊστικου κινήματος: Σωτηρία Βασιλακοπούλου!

            «Ένιωσα τη φλογερή επιθυμία να ριχτώ κι εγώ στον ωραίο αγώνα για μια Αθήνα πραγματικά νοικοκυρεμένη και δημοκρατική, φάρο πολιτισμού και προπύργιο αγωνιστικότητας, για ένα καλύτερο αύριο του λαού, της πατρίδας μας…» (από το ημερολόγιο της Σίσης)

Το φθινόπωρο του ’79, μετά τη γνωριμία της με την ΚΝΕ, η Σωτηρία Βασιλακοπούλου οργανώνεται για να δράσει μέσα από τις γραμμές της.

Το επόμενο καλοκαίρι θα είναι θερμό. Το φοιτητικό κίνημα μόλις είχε βγει από μια νικηφόρα μάχη. Ο αντιδραστικός νόμος πλαίσιο, ο περίφημος 815, πήγε άπατος. Οι φοιτητές είχαν καταφέρει να τον ανατρέψουν. Για τους Κνίτες, ωστόσο, τα πράγματα ήτανε ξεκάθαρα. Η κύρια επίθεση της άρχουσας τάξης εστιαζόταν αλλού. Το 1980 δεν ήταν μια καλή χρονιά για τους εργαζόμενους. Λιτότητα, ανεργία, απολύσεις… Και μια αυταρχική κυβέρνηση της ΝΔ με πρωθυπουργό το Ράλλη.

Η 28η του Ιούλη, σηματοδοτεί την παραμονή μιας πανεργατικής συγκέντρωσης στην Αθήνα. Η Οργάνωση Σπουδάζουσας Αθήνας της ΚΝΕ και η Αχτίδα ΑΕΙ της ΚΟΑ έχουν προγραμματίσει εξορμήσεις σε εργοστάσια. Το μεσημέρι, Κνίτες και κομμουνιστές φοιτητές από το Πάντειο στήνονται με τις προκηρύξεις τους έξω από το εργασιακό γκέτο της κλωστοϋφαντουργίας ΕΤΜΑ. Μέσα, οι εργάτες. Αλλά και οι αμέριστοι συμπαραστάτες του αστικού κράτους και της ΝΔ, της τότε κυβέρνησής του: ΜΑΤ, χαφιέδες, εργοδοτικοί συνδικαλιστές, κουμπουροφόροι οδηγοί, ακόμα και πρώην βασανιστές της Μακρονήσου. Με το σχόλασμα, η εργοδοσία αρχίζει να φυγαδεύει τους εργαζόμενους. Οι εντολές είναι σαφείς: «Να μην πάρουν οι εργάτες προκηρύξεις του ΚΚΕ. Για κανένα λόγο.»

Τα μέλη της ΚΝΕ και του Κόμματος πετάνε από τα παράθυρα των λεωφορείων τις προκηρύξεις, ενώ προσπαθούν να βγουν έξω από την τρελή πορεία τους. Ο οδηγός-μπράβος Χαρίτος παρασέρνει τη Βασιλακοπούλου και την τραυματίζει θανάσιμα. Εκεί θ’ αφήσει την τελευταία της πνοή. Το σωματείο των εργαζομένων στην ΕΤΜΑ προκηρύσσει αμέσως απεργία και, φυσικά, η κυβέρνηση Ράλλη στέλνει τα ΜΑΤ να την καταστείλουν. Το ίδιο βράδυ οργανώνονται συλλαλητήρια στα οποία συμμετέχουν χιλιάδες εργαζόμενοι, φοιτητές και νεολαίοι. Το ίδιο και στην πανεργατική συγκέντρωση της επόμενης μέρας. Η κηδεία της Βασιλακοπούλου πλημμυρίζει κόσμο. Η δολοφονία χαρακτηρίζεται από τη δικαιοσύνη τροχαίο και όλοι οι κατηγορούμενοι αθωώνονται. Μετά τη δολοφονία, τα λόγια μιας εργάτριας αποκαλύπτουν επιγραμματικά την ουσία και της ενέργειας και του αποτελέσματος της: «Ήταν δικό μας σπλάχνο. Τη φάγανε κι είχαν όλους εμάς στο νου τους».

Αλλά ποια ήταν πραγματικά η Σίση;… Όχι κάτι διαφορετικό από τη μεγάλη μάζα των φοιτητών που γέμιζαν τότε τ’ αμφιθέατρα. Ήταν πολλά τα παιδιά εκείνης της εποχής που ονειρεύονταν έναν καλύτερο κόσμο κι ήταν διατεθειμένα να μπουν στον αγώνα για ν’ αλλάξουν τον παλιό. Δεν υποψιάζονταν τι σημαίνει θυσία σε καιρούς «νομιμότητας», ούτε φαντάζονταν πως θα γίνουν ήρωες. Η γενιά εκείνη το έμαθε από τη Σίση, τη νεαρή φοιτήτρια που έπεσε στην πύλη της ΕΤΜΑ. Η Σωτηρία Βασιλακοπούλου δίδαξε στους συντρόφους της ότι ο αγώνας έχει σε κάθε εποχή –και για όλους– μία κορυφαία στιγμή ηρωισμού, μόνο που για κάποιους μπορεί να έρθει αναπάντεχα νωρίς…

«Μείνετε ήσυχοι φίλοι μου, μείνετε ήσυχοι. Φεύγω με σας στην καρδιά μου, με τον αγώνα πάντα στο νου μου» (Ναζίμ Χικμέτ, για τη Σωτηρία Βασιλακοπούλου


Στη συντρόφισσα Σωτηρία Βασιλακοπούλου

Μικρή μας συντρόφισσα,
καλωσόρισες κι απόψε στη συντροφιά μας,
με μια αγκαλιά ματωμένα τριαντάφυλλα, τα 21 σου χρόνια
-καλωσορίζεις κάθε μέρα, κάθε νύχτα, στις δουλειές, στους αγώνες μας-
μικρή συντρόφισσα με το μικρό χαμόγελο και τα μεγάλα πανανθρώπινα όνειρα,
έχουμε νέες προκηρύξεις να μοιράσουμε,
έχουμε κι άλλα περιστέρια ν’ αμολήσουμε στον ορίζοντα,
έχουμε κι άλλα περιστέρια ν’ αμολήσουμε στις αυλές των φτωχόσπιτων.
Έχουμε πολλές σκοτεινές φυλακές να γκρεμίσουμε,
πολλά φωτεινά σπίτια να χτίσουμε,
γιατί ο κόσμος δεν το αντέχει πια το μαύρο,
ο κόσμος αγαπάει το άσπρο που αγαπούσες κι εσύ Σωτηρία,
μικρή μας συντρόφισσα, καλωσόρισες στη συντροφιά μας κι απόψε
σου ’χουμε κρατημένη τη θέση σου στην πρώτη-πρώτη σειρά της καρδιάς μας
και στην πλατεία μας, να, στην πρώτη-πρώτη σειρά η καρέκλα σου
πλάι στην Ηλέκτρα, πλάι στον Μπελογιάννη,
πλάι στον Πέτρουλα και στον Λαμπράκη,
πλάι στη Σταθοπούλου και στο Ρέππα και στο Διομήδη
-όμορφη συντροφιά, συντροφιά μας, με τα γαρύφαλλα στα χέρια σας-
μικρή μας συντρόφισσα, καλωσόρισες κι απόψε στη συντροφιά μας,
εσύ, μικρή μητέρα των περιστεριών και των ωραίων ονείρων,
μικρή συντρόφισσα που ταϊζεις τα παιδιά με το χαμόγελό σου,
μικρή συντρόφισσα με μια αγκαλιά ματωμένα τριαντάφυλλα, τα 21 σου χρόνια,
μεθαύριο, ξέρε το, θα καταθέσουμε στο μουσείο της επανάστασης τα γυαλιά σου,
σαν δυο ήλιους που φωτίζουν το δρόμο των νέων συντρόφων,
σαν δυο ήλιους που γράφουν με φως τις πινακίδες των καινούργιων
σοσιαλιστικών σχολείων
Αγάπη, Ειρήνη, Ελευθερία

                                                                           Γιάννης Ρίτσος, Καρλόβασι 6.9.1980


Οι δικοί μας ήρωες δεν είναι «υπεράν­θρωποι». Οι χιλιάδες κομμουνιστές, που έδωσαν το δικό τους φόρο αίματος στους αγώνες του λαού μας, ήταν σάρκα από τη σάρκα του λαού και της νεολαίας. Δεν ήταν απαλλαγμένοι από το φόβο, δεν επιζητούσαν τις άσκοπες θυσίες. Εκείνο που τους έκανε πρωτοπόρους, ανυποχώρητους ακόμα και μπροστά στο θάνατο, αθάνατους στη συνεί­δηση του λαού μας, ήταν η πίστη τους στην κοσμοθεωρία μας και στον αγώνα της ερ­γατικής τάξης, η πίστη τους ότι το μέλλον ανήκει στο σοσιαλισμό. Αυτοί που μιλάνε για τους σημερινούς, δήθεν αντιηρωικούς καιρούς, η αστική τάξη και τα τσιράκια της, δεν συγχωρούν τη Σωτηρία που με το παρά­δειγμα της ατσάλωσε ακόμα περισσότερο το Κόμμα και την ΚΝΕ.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Yπάρχουν πολλοί που θαυμάζουν τους κομμουνιστές για τους αγώνες που δίνουν. Υπάρχουν και άσπονδοι φίλοι που δηλώνουν:Ναι μεν,οι κομμουνιστές πεθαίνουν για τις ιδέες τους αλλά...Εδώ τους διακόπτουμε:Οι σύντροφοι ΖΟΥΝ για τις ιδέες μας.Αλλοι τους δολοφονούν γι αυτές.Δεν πεθαίνουν μόνοι τους.Οσους περισσότερους πείσουμε εμείς οι φίλοι του ΚΚΕ ,να έρθουν σύμμαχοι σε τούτο τον πόλεμο,τόσο μένει αθάνατη η μνήμη των νεκρών.
Ινδιάνα

ΕΥΡΥΤΑΝΑΣ ΙΧΝΗΛΑΤΗΣ είπε...

Α Θ Α Ν Α Τ Η !!!