Στον Γιώργο Δεληκάρη
Το ασθενοφόρο άνοιξε την πόρτα και ο νοσοκόμος τράβηξε το φορείο με
τον ασθενή. Με γρήγορες κινήσεις, κι έχοντας για βοηθό του τον οδηγό,
βάδισε προς την πόρτα του Ευαγγελισμού. Με υψωμένο το χέρι, ειδοποίησε
την προϊσταμένη ότι ο ασθενής βρίσκεται σε δύσκολη κατάσταση. Η
προϊσταμένη, ο οδηγός, ο νοσοκόμος, ο γιατρός υπηρεσίας, οι περίεργοι με
τα αχόρταγα βλέμματα είχαν εστιάσει το ενδιαφέρον τους στην εικόνα του
άμοιρου καρδιοπαθή. Εκείνος, σπρώχνοντας τη ζωή στη μακρύτερη άκρη του
σχοινιού που είχε αρχίσει να φθείρεται, ταξίδευε προς την αιωνιότητα.
Προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια, αλλά δεν μπόρεσε.
Φωνές, ιαχές, ακούγονταν από νέους που πρόφεραν ρυθμικά το όνομά του.
Σήκωσε το χέρι και τους χαιρέτησε. Έβαλε την παλάμη στο μέρος της
καρδιάς και έτρεξε προς τους συμπαίκτες του.
Ο Γιώργος έμαθε τα μυστικά της στρογγυλής θεάς στις λαϊκές γειτονιές του Πειραιά.
Το λεπτό γυμνασμένο του σώμα τού έδωσε την ικανότητα να έχει γρήγορο
δρασκέλισμα και φοβερή ντρίπλα. Τα λαγωνικά των μεγάλων ομάδων έδιναν γη
και ύδωρ για να τον αποκτήσουν.
Με την υπογραφή σε ένα χαρτί, άνοιξε την πόρτα μιας νέας πορείας.
Όταν ο πρόεδρος του Ολυμπιακού τού έσφιξε το χέρι, τότε αντιλήφθηκε ότι
είχε ανέβει πάρα πολλά σκαλιά. Απ' τις πρώτες προπονήσεις, η τεχνική
ηγεσία έδειξε ότι θα στηριχτεί στα νέα παιδιά που ήρθαν στην ομάδα. Ο
Γιώργος άρπαξε την ευκαιρία από τα μαλλιά. Όχι μόνο διακρίθηκε στους
πρώτους αγώνες, αλλά αναδείχθηκε και σε οργανωτή και ηγέτη. Οι
συμπαίκτες, οι φίλαθλοι και η διοίκηση προέβλεψαν την εμφάνιση ενός νέου
ειδώλου.
«Παίξτε μπάλα, παίξτε μπάλα!»
Το αγανακτισμένο πλήθος δεν μπορούσε να ανεχτεί την απροσδόκητη ήττα
από τον αντίπαλο. Σηκωμένοι οι θεατές από τις κερκίδες σφίγγοντας τα
κασκόλ μέσα στις οργισμένες γροθιές, άρχισαν να φωνάζουν συνθήματα
εναντίον των παικτών. Η λήξη του πρώτου ημιχρόνου βοήθησε στη
συναισθηματική εκτόνωση των θεατών. Τα βαριά τσιγάρα, οι πικροί καφέδες
άμβλυναν τη στενοχώρια για την ήττα. Η πίστη και το πάθος του
οργανωμένου οπαδού έδωσαν στους θεατές την ελπίδα πως η ομάδα τους θα
κατάφερνε στο τέλος να επικρατήσει. Άρχισαν να φωνάζουν συνθήματα υπέρ
των παικτών, για να τους αναπτερώσουν το ηθικό.
Ο Γιώργος κόντευε να εκραγεί. Δεν είχε μάθει να παραδίνεται στις
ορέξεις των αντιπάλων. Θεώρησε τα λόγια του προπονητή, στο ημίχρονο,
αστεία και για να ξεχάσει έσφιξε περισσότερο τα κορδόνια των παπουτσιών
του. Προσπάθησε να χαλαρώσει. Τα λόγια δεν φτάνουν, σκέφτηκε, πρέπει να μπούμε μέσα, να τους πάρουμε τα σώβρακα και να ματώσουμε τις φανέλες.
Πράγματι, ο Γιώργος μετατράπηκε σε μηχανή που έτρεχε με ταχύτητα.
Έκοβε, μοίραζε, σούταρε. Η δύναμη της ψυχής του παραμέρισε την
αντιξοότητα του ότι έτρεχε μοναχός του χωρίς αντίκρισμα. Οι υπόλοιποι
συμπαίκτες του ήταν απλοί παρατηρητές. Σταμάτησε μια στιγμή, πήρε βαθιά
ανάσα και κοίταξε τα πλήθη των οπαδών του ΠΑΟΚ, που τραγουδούσαν
χαρούμενα για τη νίκη της ομάδας τους. Εκεί ένιωσε ότι έχασε την ελπίδα.
Έστρεψε το βλέμμα του στον πάγκο του Ολυμπιακού και είδε τον προπονητή
του να του υποδείχνει να συνεχίσει να τρέχει. Τα πόδια του κόπηκαν στα
δυο και το ηθικό του καταποντίστηκε. Το στομάχι του ανακατεύτηκε τόσο,
που ένιωσε θλίψη και αηδία. Σήκωσε το δεξί του χέρι και ζήτησε αλλαγή.
Το αίτημά του ήρθε σαν κεραυνός εν αιθρία. Ο προπονητής και οι
συμπαίκτες του έμειναν αποσβολωμένοι. Μέσα σε λίγα λεπτά, η ένταση
ανέβηκε στα ύψη. Ο Γιώργος κατευθύνθηκε προς τον πάγκο με εμφανή
νευρικότητα. Έβγαλε την μπλούζα του και την πέταξε μπροστά στα πόδια του
προπονητή και των συμπαικτών του. Για λίγο, το πλήθος έμεινε άφωνο.
Ύστερα, η ένταση των συναισθημάτων υψώθηκε κατακόρυφα και η ευγένεια
χάθηκε. Ένα ατέλειωτο βρισίδι με οχετό φράσεων πλημμύρισε το γήπεδο.
Εκείνος ξαφνιάστηκε και, αν δεν έφευγε γρήγορα προς τα αποδυτήρια, ίσως
ν' ακολουθούσαν και μικροσυμπλοκές. Ο Γιώργος είχε διαβεί πέρα απ' τα
όρια. Μάζεψε τα πράγματά του και τα έβαλε σε μια νάιλον σακούλα. Με το
πρώτο λεωφορείο της γραμμής, έφυγε με κατεύθυνση την Αθήνα. Μέσα απ' τα
θολά τζάμια διέκρινε την άκρη του ονείρου που είχε αρχίσει να ξεφτίζει.
Οι αθλητικές εφημερίδες με μεγάλους τίτλους έγραφαν για τον θρίαμβο
του ΠΑΟΚ επί του Ολυμπιακού. Πιο πολύ όμως έγραφαν για την απρεπή
συμπεριφορά του Γιώργου. Οι περισσότεροι δημοσιογράφοι τα έβαλαν μαζί
του και πρότειναν ως τιμωρία την εξάμηνη διακοπή του συμβολαίου. Κάθε
μέρα έριχναν λάδι στη φωτιά ανακατεύοντας παράγοντες της ομάδας και
παλιούς ποδοσφαιριστές. Και η φωτιά φούντωνε. Κάποια στιγμή, η διοίκηση
του Ολυμπιακού εξέδωσε ανακοίνωση στην οποία τόνιζε ότι διακόπτει το
συμβόλαιο του ποδοσφαιριστή για έξι μήνες. Η ποινή ήταν εξοντωτική,
επειδή τον υποχρέωναν να προπονείται με τους ερασιτέχνες και άλλες φορές
μόνος. Αυτή η συμπεριφορά όχι μόνο τον λύπησε μα και τον εξόργισε. Του
φέρθηκαν αυταρχικά χωρίς να συζητήσουν μαζί του. «Ξέχασαν, φαίνεται»,
μονολογούσε ο Γιώργος, «ότι είμαι ο καλύτερος παίκτης της ομάδας και ότι
έπαιζα ακόμη και τραυματίας για το καλό της ομάδας. Τώρα μου
συμπεριφέρονται σαν αλήτη που θέλουν να τον ξεφορτωθούν με οποιονδήποτε
τρόπο. Δεν θα τους κάνω όμως τη χάρη να με μειώσουν σαν προσωπικότητα.
Θα τους κανονίσω και θα τους χτυπήσω τόσο, που θα τους κάνω να σκούζουν
από τον πόνο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι μια μέρα η ιστορία θα με
δικαιώσει».
Οι έξι μήνες πέρασαν και το καλοκαίρι έσκασε η βόμβα. Ο Γιώργος
μεταγράφηκε στον Παναθηναϊκό. Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Το
αυτοκίνητό του βρέθηκε κατεστραμμένο και πολλοί φίλοι του έπαψαν να του
μιλούν. Ο ίδιος είχε χάσει τον αυτοέλεγχο και είχε τύψεις για όλη αυτή
την αναταραχή. Στο θολωμένο του μυαλό στριφογύριζαν χίλιες δυο σκέψεις.
Επέλεξε την πιο ακραία. Τηλεφώνησε στο γραφείο του προέδρου του
Ολυμπιακού. Στάθηκε άτυχος. Ο πρόεδρος απουσίαζε και συνομίλησε με έναν
παράγοντα. Το τι άκουσε δεν περιγράφεται. Άφησε το ακουστικό να πέσει
κάτω αφήνοντας τον οχετό να διαχέεται στην ατμόσφαιρα του δωματίου.
Άνοιξε το παράθυρο να μπει καθαρός αέρας και γύρισε αλαφιασμένος,
τραβώντας το καλώδιο της τηλεφωνικής γραμμής. Πήρε τη συσκευή και την
πάτησε τόσο που να την κάνει κομμάτια. Φώναξε, έκλαψε, αλλά μάταια. Απ'
τη νέα χρονιά θα φορούσε τη φανέλα της ποδοσφαιρικής ομάδας του
Παναθηναϊκού.
Ο Μίμης και ο Αντώνης ρώτησαν τη νοσοκόμα σε ποιο δωμάτιο είναι ο
Γιώργος. Λίγα μέτρα παρακάτω, βρέθηκαν έξω απ' την πόρτα του θαλάμου. Σε
μια καρέκλα καθόταν η γυναίκα του. Σηκώθηκε όρθια, τους αγκάλιασε και
τους ευχαρίστησε που ήρθαν.
«Ο Γιώργος τη γλίτωσε φτηνά», τους είπε, «αλλά έχει μεγάλο παράπονο.
Χρόνια τώρα δεν έχει επαφή με το σωματείο. Ο Ολυμπιακός έκανε κάποια
προσέγγιση, αλλά δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα».
Μπαίνοντας στο δωμάτιό του, τα χρόνια γύρισαν σ' εκείνη την εποχή που
τα νιάτα έδιναν δύναμη και στους τρεις να αποτελούν τους καλύτερους
ποδοσφαιριστές της δεκαετίας. Άρπαξαν την ανέμη του χρόνου και την
ξανάπλωσαν τόσο, που να δώσουν την ελπίδα ότι ο φίλος τους θα γίνει πάλι
καλά. Και πραγματικά, έπειτα από λίγο καιρό ο Γιώργος έγινε καλά.
Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου