Πολλοί ρωτούν τους ποιητές τι είναι το ποίημα.
Είναι ενθύμιο φρίκης, απαντά ο ένας.
Είναι το καταφύγιο που φθονούμε, απαντάει ο άλλος.
Είναι το άλλο πρόσωπο της υπερηφάνειας, απαντάει ένας τρίτος.
Είναι ένα δέντρο που οφείλουμε να φτιάξουμε, για ένα πουλί που εκκρεμεί στην ερημιά.
Είναι η ανάπτυξη ενός επιφωνήματος, λέει κάποιος άλλος.
«Σας βλέπω να βοσκάτε σε ένα μικρό λιβάδι που πια δεν
φυτρώνει χορτάρι. Σας είναι όμως πιο εύκολο να αλλάξετε τα στομάχια σας
και το πεπτικό σας σύστημα, από το να παραχωρήσετε το λιβάδι στο
καινούργιο χορτάρι, που με τις οπλές σας εμποδίζετε να μεγαλώσει».
Αυτό θα απαντούσε ο Μπέρτολτ Μπρέχτ, που έφυγε από τη ζωή σαν σήμερα 14 Αυγούστου 1956, στα ανώφελα ερωτήματα των ποιητών του καιρού μας, σε αυτούς τους συλλογισμούς, ρίχνοντας τη στάχτη από το πούρο του.
«Δεν μου άρεσε ούτε να διατάζω ούτε να με υπηρετούν».
«Ψάξε τον άνθρωπο και προσπάθησε να τον
γνωρίσεις. Προσπάθησε να νοιώσεις το δέρμα του και πώς αυτό
συμπεριφέρεται στις αλλαγές του αέρα. Κούρασέ τον, και μετά εξέτασε τι
αντέχει η καρδιά του. Άφησε τη φωνή του να ηχήσει αλλά μην ξεχνάς το
ψιθύρισμα. Φάε μαζί του, χειροκρότησε τις μικρές του σκέψεις, κοίταξε
μέσα από τα μάτια του. Όταν στα έργα σου πρέπει να πιει μπύρα, πρέπει
εσύ να ξέρεις πώς τρώει αυγά, πώς διαβάζει εφημερίδα, πώς κοιμάται με τη
γυναίκα του, και πώς πεθαίνει. Οι απόψεις σου να έρχονται σε δεύτερη
μοίρα από τις δικές του. Έτσι και αλλιώς δεν ανήκουν στα δικά του
χαρακτηριστικά».
Έτσι ήθελε ο Μπρεχτ τους ανθρώπους της τέχνης. Πλάι
και μέσα στους ανθρώπους. Να είναι το καρδιογράφημα της πάλλουσας
καρδιάς του πλήθους. Και κυρίως να είναι αληθινά μέσα στο πλήθος. Και
μέσα από αυτή τη σχέση να αναδύεται η δημιουργία και η τέχνη.
Ο Μπρεχτ δεν γεννήθηκε με αυτές τις απόψεις. Τράβηξε
το δρόμο του μέσα στον κόσμο και τις ανακάλυψε μέσα από την ιστορική
κίνηση των καιρών του. Μέσα από τη «Μεγάλη των Tάξεων Πάλη».
Γράφτηκε στη φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου του
Μονάχου, και λίγο αργότερα στην Ιατρική. Ποτέ όμως δεν ολοκλήρωσε τον
κύκλο των σπουδών του. Ήταν τα χρόνια που μαινόταν ο πόλεμος στην
Ευρώπη, προκαλώντας τις συνειδήσεις των προοδευτικών ανθρώπων.
Ο νεαρός Μπρεχτ επιστρατεύτηκε και υπηρέτησε σε
στρατιωτικό νοσοκομείο. Πάνω στα κρεβάτια των χειρουργείων αποκαλύφθηκε
στα μάτια του η ανελέητη ανθρωποσφαγή. Τότε άρχισε να γράφει τα πρώτα
του ποιήματα. Ανάμεσά τους ένα ποίημα που φανέρωσε με αχνές γραμμές αυτό
που θα γινόταν ο Μπρεχτ. Το ποίημα είχε τον τίτλο «Ο Θρύλος του Νεκρού
Στρατιώτη», και αρχικά ήταν τραγούδι.
Αργότερα αυτό το τραγούδι πήρε τον τίτλο «Η Μπαλάντα του Νεκρού Στρατιώτη».
Μέσα από αυτό το τραγούδι ο εικοσάχρονος Μπρεχτ
στηλίτευε με δριμύτητα την Ανωτάτη Γερμανική διοίκηση, η οποία διέταζε
τους Γερμανούς στρατιώτες να κρατήσουν τις θέσεις τους, χωρίς να
υπολογίσουν το αίμα που θα χυνόταν.
Και όλα αυτά, παρά το γεγονός ότι όλα είχαν τελειώσει για τη Γερμανία.
Η μακάβρια ιστορία του σκοτωμένου στον πόλεμο
στρατιώτη, που είχε πεθάνει ηρωικά και τον ξεθάβουν για να πολεμήσει
ξανά, είχε γίνει δημοφιλές τραγούδι στα γερμανικά καμπαρέ.
Το τραγούδι απαγορεύτηκε από την περίφημη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, που δεν ήταν και τόσο δημοκρατία.
Μάλιστα το ποίημα αναφέρθηκε λίγα χρόνια αργότερα ως
επιχείρημα από τους εθνικοσοσιαλιστές, που δικαίωνε κατά αυτούς την
αφαίρεση της γερμανικής ιθαγένειας από τον Μπέρτολτ Μπρεχτ.
Ο πόλεμος έδωσε τη σκυτάλη στην επαναστατική αφύπνιση του γερμανικού προλεταριάτου.
Ξεκίνησε η δραματική περίοδος της Γερμανικής Επανάστασης.
Ο Μπρεχτ εκείνες τις θυελλώδεις μέρες ήταν
αντιπρόσωπος στα Σοβιέτ των εργατών και έγινε μέλος του Ανεξάρτητου
Σοσιαλιστικού Κόμματος. Από πολιτική ομολογεί πως τότε δεν γνώριζε ούτε
την αλφαβήτα. Ακόμα και για τα δημόσια πράγματα της χώρας, ήξερε όσα
ένας αγρότης για το χωραφάκι του. Και στη λογοτεχνία, όπως ο ίδιος
άλλωστε έλεγε, πέρα από μία μάλλον μηδενιστική κριτική της αστικής
κοινωνίας δεν κατάφερε να προχωρήσει.
«Σαν πλουσιόπαιδο μεγάλωσα», έγραφε αργότερα, στα 1938, στο ποίημα «Δίκαια Κυνηγημένος».
«Οι γονείς μου κολάρο μου φόρεσαν.
Με έμαθαν υπηρέτες να έχω.
Και μου διδάξανε την τέχνη να δίνω διαταγές.
Όταν μεγάλωσα όμως, κι ολόγυρά μου κοίταξα, δεν μου άρεσαν της τάξης μου οι άνθρωποι.
Δεν μου άρεσε ούτε να διατάζω ούτε να με υπηρετούν».
Ο Μπρέχτ ξεκίνησε γράφοντας τραγούδια που τα έντυνε με δημοφιλή μουσική της εποχής του.
Και τα έπαιζε ο ίδιος στην κιθάρα του. Πηγή της έμπνευσής του ήταν το καμπαρέ.
Ήταν οι σατυρικές μπαλάντες του Φρανσουά Βιγιόν,
του πρώτου καταραμένου ποιητή της Ιστορίας, που ήταν ο πιο διάσημος και
σημαντικός ποιητής της μεσαιωνικής Ευρώπης. Ακόμα, το νεαρό Μπρεχτ
επηρέασε ο παρακμιακός ρομαντισμός των καταραμένων ποιητών της Γαλλίας,
και κυρίως του Αρθούρου Ρεμπώ. Έγραφε μπαλάντες για πειρατές και τυχοδιώκτες, για μπεκρήδες και ατέλειωτες ηδονές.
«Να ζεις με υπερβολή τη νιότη σου και με φιληδονία τα γηρατειά σου», έγραφε εκείνα τα χρόνια ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, και χαρακτήριζε τη Γερμανία «λάκκο για τα ψοφίμια της Ευρώπης».
Όμως εκείνα τα ποιήματα εγκυμονούσαν, άλλοτε φανερά
και άλλοτε συγκαλυμμένα, την αντικαπιταλιστική του ανταρσία, ενάντια
στον ηθικό και υλικό ξεπεσμό του ανθρώπου, και την αστική υποκρισία. Το
1922 έγραψε το σπαρακτικό ποίημα «Για την παιδοκτόνο Μαρία Φαράρ».
«Η Μαρία Φαράρ, ανήλικη υπηρέτρια, ορφανή, ραχιτική, και όψεως κοινής, σκότωσε το παιδί της μόλις γεννήθηκε, γιατί ήταν νόθο».
Φοβήθηκε η φτωχή Μαρία την κοινωνική κατακραυγή, αλλά περισσότερο φοβήθηκε την απόλυση και το γέννησε κρυφά, σε ένα πλυσταριό.
Είχε κάνει πρώτα όλες τις προσπάθειες να απαλλαγεί
από αυτό το αβάσταχτο βάρος. Και αυτές οι προσπάθειες περιγράφονται από
τον Μπρέχτ με συγκλονιστικό ρεαλισμό, και ακόμα συγκλονιστικότερο
ανθρωπισμό. Μέσα από το ποίημά του ο Μπρέχτ δεν κρίνει τη Μαρία αλλά την
κοινωνική βάση που σε αυτήν αναπτύχθηκε η κυρίαρχη ηθική που οδήγησε τη
Μαρία να σκοτώσει το νεογέννητο.
«Μαρία Φαράρ, γεννημένη έναν Απρίλη, στου
Μάινσεν πέθανε τη φυλακή, κοριτσομάνα, καταδικασμένη του κάθε ανθρώπου
τις ιστορίες να ανιστορεί.
Εσείς που γεννάτε σε κρεβάτια πεντακάθαρα και ευλογημένος λέτε της κοιλιάς σου ο καρπός, μη ρίχνετε στους αδύναμους το ανάθεμα.
Βαρύ ήταν το αμάρτημά της, μα ο πόνος της πικρός.
Γι' αυτό παρακαλώ μη δείξετε καταφρόνια, γιατί το κάθε πλάσμα χρειάζεται όλων μας τη συμπόνια».
Γνωριμία με το Μαρξισμό.
Η μαζική εξαθλίωση που προκάλεσε η παγκόσμια
οικονομική κρίση, που με τη σειρά της προκάλεσε ακόμα μεγαλύτερη άνοδο
του επαναστατικού κινήματος, ώθησε εκείνα τα χρόνια σπουδαίους Γερμανούς
διανοούμενους και καλλιτέχνες, να ζητήσουν σημεία επαφής με την
εργατική τάξη και τη μαρξιστική - λενινιστική θεωρία.
Για τον Μπρέχτ αυτή η επαφή ήρθε με τον παρακάτω τρόπο.
Έπρεπε να γράψει ένα θεατρικό έργο με τίτλο « Ο Τζόε Φλάις Χάκερ από το Σικάγο».
Σκοπός του έργου ήταν να απαντήσει γιατί ο Τζόε
έτρωγε το ψωμί πανάκριβα. Ήταν τότε η εποχή της μεγάλης κρίσης. Αυτή η
κρίση έκρυβε ένα παράδοξο.
Ενώ τα μεροκάματα μειώνονταν το ψωμί γινόταν όλο και πιο ακριβό.
Τότε ο Μπρέχτ άρχισε να γράφει ένα έργο με ήρωα το
σιτάρι. Έπρεπε για τις ανάγκες του έργου να περιγράψει την αγορά σιτηρών
στο Σικάγο, έλεγε μερικά χρόνια αργότερα γι αυτό το έργο.
«Νόμιζα τότε ότι γρήγορα θα μπορούσα να αποκτήσω τις απαραίτητες γνώσεις, ρωτώντας μερικούς ειδικούς και μερικούς χρηματιστές. Μάλιστα
ένα χρηματιστή, που είχε ξοδέψει τη ζωή του στο χρηματιστήριο του
Σικάγο, τον πήρα επί ώρες από πίσω ταξιδεύοντας από το Βερολίνο μέχρι τη
Βιέννη. Όμως ούτε αυτός ούτε κανένας από όσους ρώτησα, δεν μπόρεσε να μου εξηγήσει τους νόμους που κυβερνούν το χρηματιστήριο. Άρχισα τότε να πιστεύω ότι το πράγμα ήταν ανεξήγητο, άπιαστο από το νου, άρα παράλογο. Ο τρόπος που διετίθετο δηλαδή η παγκόσμια παραγωγή σιτηρών, ήταν απλούστατα ακατανόητος. Κατάσταση ανυπόφορη για όλους, έξω από μια χούφτα κερδοσκόπους. Εκείνο το έργο δυστυχώς δεν το έγραψα ποτέ, όμως τότε ήταν που άρχισα να διαβάζω Μάρξ».
Το σιτάρι είχε φέρει τον Μπρέχτ στο Μάρξ.
Και ο Μάρξ στο Λένιν.
Τότε ήταν που εγκατέλειψε το «δεν ανήκω πουθενά», και εντάχθηκε στις γραμμές των Κομμουνιστών Εργατών της Τέχνης. «Ούτε μια φορά δεν αποφεύγει τον αγώνα αυτός που θέλει τον αγώνα να αποφύγει», έγραψε μερικά χρόνια αργότερα. «Γιατί θα αγωνιστεί για την υπόθεση του εχθρού, όποιος για τη δική του υπόθεση δεν έχει αγωνιστεί». Έλεγε τότε σε φίλους του πως ήταν βυθισμένος «οκτώ πόδια μέσα στο Κεφάλαιο» του Κ. Μάρξ.
Ο Μπρέχτ για το Θέατρο.
«Διαβάζοντας το "Κεφάλαιο" κατάλαβα τα θεατρικά μου έργα», έλεγε συχνά ο Μπρέχτ.
«Πολλοί θεωρούν το θέατρο σαν έναν τόπο παραγωγής ονείρων» έγραφε, λίγο πριν ξεσπάσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, «και εσάς τους ηθοποιούς, σας θεωρούν πωλητές μεθυστικών ναρκωτικών.
Τα όνειρα καλόδεχτα. Πώς να αντέξουμε αυτή τη ζωή χωρίς όνειρα.
Μα έτσι, ηθοποιοί το θέατρο σας δεν γίνεται
τίποτα άλλο από ένας τόπος όπου μαθαίνει κανένας να αντέχει την
ασήμαντη και ομοιόμορφη ζωή. Τους δείχνετε έναν κόσμο ψεύτικο, απρόσεχτα ανακατωμένο, έτσι όπως τον δείχνουν τα όνειρα».
Ο Μπρέχτ κοίταξε το θέατρο από άλλη οπτική γωνία.
Περιέγραψε στα θεατρικά του έργα τον κόσμο σαν κόσμο
που μπορεί να αλλάξει. Έτσι έκλεισε το χάσμα ανάμεσα στο θεατή και τον
ηθοποιό, επαναστατικοποιώντας τη δραματουργία. Ή ακριβέστερα,
εξελίσσοντας την επαναστατική κατάσταση στην οποία την είχε βάλει ο Μέγιερχολντ σκηνοθετώντας τον Μαγιακόφσκι, και ο Έρβιν Πισκάτορ,
κομμουνιστής σκηνοθέτης, που δίδασκε στους ηθοποιούς πως το κέντρο της
προσοχής τους δεν πρέπει να είναι η σκηνή και η μορφή, αλλά το κοινό και
το περιεχόμενο.
Χρειαζόταν ένα ξαφνικό τράνταγμα για να στραφεί το
θέατρο σε μια νέα κατεύθυνση. Οι απόψεις του Μπρεχτ για το θέατρο
συνοψίζονται σε αυτό που στα ελληνικά αποδόθηκε ως
αποστασιοποίηση. Δίνοντας ο ίδιος ένα παράδειγμα αποστασιοποίησης όταν
ρωτήθηκε, απάντησε:
«Αν σας ρωτήσει κάποιος πώς είναι το δέντρο
στη γωνιά του δρόμου του σπιτιού σας, παρόλο που περνάτε χρόνια κάθε
μέρα δίπλα του, δεν θα μπορέσετε να το περιγράψετε. Αποστασιοποίηση
είναι η χρησιμοποίηση εκείνων των μέσων και ερεθισμάτων, που θα σας
οδηγήσουν στην προσεκτική παρατήρηση του δέντρου και τη δυνατότητα να
προβείτε στη λεπτομερή περιγραφή του».
Ο Μπρεχτ με το θέατρό του κατέλυσε τους κανόνες και
τις φόρμες της δραματουργίας που γνώρισε μέχρι εκείνη τη στιγμή το
παγκόσμιο θέατρο.
Από την εποχή του Αριστοτέλη και την εποχή του Στανισλάφσκι. Για
τον Μπρεχτ, ο κόσμος, ο άνθρωπος, δεν είναι κάποιες ενότητες αιώνιες
και αμετάβλητες. Είναι κάποιες πραγματικότητες που αλλάζουν, και στην
ιστορική προοπτική είναι συνεχώς μεταβαλλόμενες. Συνεπώς, ο ηθοποιός δεν
πρέπει να παίζει ανελικτικά και με πάθος. Πρέπει να αποκαλύπτεται, και
να αποκαλύπτει τόσο τον «ήρωα» όσο και τις καταστάσεις μέσα στις οποίες
διαδραματίζονται όσα ιστορούνται επί σκηνής. Όταν παίζει ένα
δαιμονισμένο, δεν πρέπει ο ίδιος να φαίνεται δαιμονισμένος, γιατί τότε
πώς θα καταλάβουν οι θεατές ποιοι είναι οι δαίμονες;
Ο ηθοποιός δεν εξαφανίζεται μέσα στη φιγούρα του
ήρωα, δείχνει τον ήρωα, γι' αυτό το θέατρο του Μπρέχτ ονομάστηκε επικό.
Όπως έλεγε:
«Το θέατρο, όπως το έχουμε βρει, δείχνει τη δομή της κοινωνίας σαν κάτι που η κοινωνία δεν μπορεί να επηρεάσει. Ο Οιδίποδας, που αμάρτησε ενάντια σε μερικές αρχές που στηρίζουν την κοινωνία της εποχής, τιμωρείται. Οι θεοί φροντίζουν γι' αυτό.
Και οι θεοί δεν υπόκεινται σε κριτική. Οι
μεγάλοι μοναχικοί του Σαίξπηρ, που έχουν κρεμασμένο στο λαιμό τους το
άστρο της μοίρας τους, εκτελούν τις μάταιες και θανατηφόρες πορείες
τους, όπου τους σπρώχνει ο δαιμονισμός τους, φέρνουν τον εαυτό τους στην
καταστροφή. Στην πτώση τους δεν γίνεται χυδαίος ο θάνατος, αλλά η ζωή, η κατάρρευσή τους δεν υπόκειται σε κριτική.
Ανθρώπινα θύματα παντού. Βάρβαρες διασκεδάσεις.
Ξέρουμε πως οι βάρβαροι έχουν τέχνη. Ας φτιάξουμε μια άλλη».
Και την έφτιαξε ο Μπρεχτ. Το 1949 ίδρυσε το θίασό του.
Στο Μπερλίνερ Ανσάμπλ συστηματοποίησε τις απόψεις του
για το επικό θέατρο και την αποστασιοποίηση. Φρέσκαρε τα παλιότερα έργα
του, έγραψε καινούργια, διασκεύασε Σοφοκλή, Σαίξπηρ, Γκότζι, κ.ά.
Έγραψε την «Αγία Ιωάννα των Σφαγείων».
Όπως έγραψε στο φινάλε της, όταν η Ιωάννα πέθαινε,
«σιγουρέψου σαν φεύγεις από τον κόσμο, όχι απλά πως ήσουνα καλός, μα πως
πίσω σου αφήνεις έναν κόσμο καλό». Μέσα από αυτό το έργο εμφάνισε για
πρώτη φορά στο θέατρο την καπιταλιστική πραγματικότητα ως ικανή να
αλλάξει.
«Τρόμος και αθλιότητα στο Γ΄ Ράιχ», «Τα τουφέκια της κυρά - Καράρ», «Η μάνα Κουράγιο», «Γαλιλαίος», «Ο κύκλος με την κιμωλία», είναι μερικά ακόμα θεατρικά αριστουργήματα που παρουσιάζουν την καπιταλιστική πραγματικότητα ως ικανή να αλλάξει.
Ο Μπρέχτ δίπλα στο Μαγιακόφσκι και το Λόρκα, συμπλήρωσε το τρίπτυχο των ποιητών που έγραψαν ένα γνήσια λαϊκό θέατρο.
Ο Φασισμός είναι Καπιταλισμός και ως τέτοιος πρέπει να αντιμετωπιστεί.
Ο Μπρέχτ ήταν μια ολόκληρη πυροβολαρχία ενάντια στη
ναζιστική βαρβαρότητα. Όταν ο «μπογιατζής», όπως αποκαλούσε το Χίτλερ,
ανέβηκε στην εξουσία, ο Μπρέχτ πέρασε στην παρανομία και κατάφερε να
διαφύγει στο εξωτερικό.
Κάτω από την αχυρένια στέγη της εξορίας του και μέσα
στη ζεστή καρδιά του, έκλεισε αυτούς που δεν μπορούσαν να φύγουν. Παντού
όπου μπορούσε, αποκάλυπτε στους συναδέλφους του -που πίστευαν μέσα στις
αισθητικές τους αυταπάτες πως ο φασισμός ήταν μια έκρηξη βαρβαρότητας,
που έτσι κι αλλιώς υπάρχει μέσα στον άνθρωπο ενάντια στον πολιτισμό και
την καλοσύνη- τι ήταν ο πραγματικός φασισμός.
Και τι ήταν αυτοί που πίστευαν πως η πάλη κατά του φασισμού, ήταν η πάλη του καλού κατά του κακού.
«Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη» έλεγε στα 1934 μιλώντας σε ένα συνέδριο συγγραφέων, «ο φασισμός είναι ένα κύμα βαρβαρότητας που ξέσπασε σε ορισμένες χώρες με φυσική δύναμη.
Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη θα μπορούσε να υπάρχει καπιταλισμός, χωρίς φασισμό.
Πολλοί από εμάς πιστεύουν πως για την υπεράσπιση των σχέσεων ιδιοκτησίας, δεν είναι αναγκαίες οι θηριωδίες του φασισμού.
Αυτές όμως οι θηριωδίες είναι αναγκαίες για τη διατήρηση των σχέσεων ιδιοκτησίας που επικρατούν.
Όσοι από τους φίλους μας νιώθουν φρίκη με
αυτές τις θηριωδίες αλλά θέλουν να διατηρήσουν τις σχέσεις ιδιοκτησίας,
δεν μπορούν να κάνουν ένα μακροχρόνιο αγώνα ενάντια στη βαρβαρότητα, που
εξαπλώνεται όλο και πιο πολύ.
Και δεν μπορούν να κάνουν αυτό τον αγώνα
γιατί δεν είναι σε θέση να καθορίσουν και να επιφέρουν τις κοινωνικές
εκείνες συνθήκες, κάτω από τις οποίες η βαρβαρότητα θα ήταν περιττή.
Αυτοί που είναι ενάντια στο φασισμό χωρίς να
είναι ενάντια στον καπιταλισμό, μοιάζουν με εκείνους που θέλουν να έχουν
μερίδιο στο μοσχάρι, είναι όμως ενάντια στη σφαγή του.
Θέλουν να φάνε το κρέας αλλά δεν θέλουν να δουν το αίμα.
Είναι ικανοποιημένοι αν ο χασάπης πλύνει τα
χέρια του πριν τους το παραδώσει. Αυτοί δεν είναι ενάντια στις σχέσεις
ιδιοκτησίας που γεννούν τη βαρβαρότητα.
Είναι μόνο ενάντια στη βαρβαρότητα.
Και υψώνουν τη φωνή τους ενάντιά της.
Και το κάνουν στις χώρες εκείνες που
κυριαρχούν οι ίδιες σχέσεις ιδιοκτησίας, όμως οι χασάπηδες πλένουν τα
χέρια τους πριν παραδώσουν το κρέας».
Αντί επιλόγου.
Αντί για επίλογο, ας θυμηθούμε τα λόγια του συνθέτη των μπρεχτικών τραγουδιών και φίλου του Μπρεχτ, Χανς Αϊσλερ:
«Όταν μιλάμε για τον Μπρεχτ, είμαστε σε θέση
μάχης, ιδιαίτερα στις καπιταλιστικές χώρες. Αγωνιζόμαστε για τον Μπρεχτ.
Είναι αναγκασμένοι να καταπιούν τον Μπρεχτ, και δεν πρέπει να τους
επιτρέψουμε να τον καταπιούν παρά μονάχα ολόκληρο, μαζί με τ' αγκάθια».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου