Η ομιλία
αυτή εκφωνήθηκε στις 8 Οκτώβρη 1987 στην κεντρική τελετή για την
εικοστή επέτειο του θανάτου του Ερνέστο Τσε Γκεβάρα. Η εκδήλωση
πραγματοποιήθηκε στο εργοστάσιο παραγωγής ηλεκτρονικών εξαρτημάτων της
πόλης Πινάρ ντελ Ρίο που είχε πρόσφατα ανοίξει τις πύλες του. Το κείμενο
πρωτοδημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Γκράνμα, όργανο του Κομμουνιστικού
Κόμματος της Κούβας στο φύλλο της 12 Οκτώβρη 1987.
Το παρόν αναδημοσιεύεται από το βιβλίο του Κάρλος Ταμπλάδα “Η πολιτική οικονομία της οικοδόμησης του σοσιαλισμού” (Εκδόσεις Διεθνές Βήμα, 2014).
Το παρόν αναδημοσιεύεται από το βιβλίο του Κάρλος Ταμπλάδα “Η πολιτική οικονομία της οικοδόμησης του σοσιαλισμού” (Εκδόσεις Διεθνές Βήμα, 2014).
Φιντέλ Κάστρο,
8 Οκτώβρη 1987.
Συναγωνίστριες και συναγωνιστές,
Πριν από
σχεδόν είκοσι χρόνια, στις 18 Οκτώβρη 1967, συναντηθήκαμε στην Πλατεία
της Επανάστασης, ανάμεσα σε ένα τεράστιο πλήθος ανθρώπων, για να
τιμήσουμε τον συναγωνιστή Ερνέστο Τσε Γκεβάρα. Ήταν πολύ πικρές, πολύ
δύσκολες εκείνες οι μέρες, όταν κατέφθαναν πληροφορίες για τα γεγονότα
στο Βάδο ντελ Γιέσο, στη ρεματιά Γιούρο, όπου ο Τσε είχε πέσει στη μάχη,
σύμφωνα με τα διεθνή πρακτορεία ειδήσεων.
Δεν αργήσαμε
να καταλάβουμε ότι οι αναφορές αυτές ήταν απόλυτα ακριβείς, αφού
συνοδεύονταν από κείμενα και φωτογραφίες, οι οποίες το αποδείκνυαν πέρα
από κάθε αμφιβολία. Για αρκετές μέρες οι ειδήσεις εισέρρεαν ωσότου, με
όλες αυτές τις πληροφορίες στα χέρια μας αν και δεν γνωρίζαμε πολλές από
τις λεπτομέρειες που ξέρουμε σήμερα πραγματοποιήθηκε εκείνη η μεγάλη
μαζική συγκέντρωση, στην οποία με σεμνότητα αποχαιρετίσαμε για τελευταία
φορά τον συναγωνιστή μας που έπεσε στη μάχη.
Έχουν
περάσει σχεδόν είκοσι χρόνια από τότε, και σήμερα, στις 8 Οκτώβρη,
τιμούμε την μέρα που έπεσε στη μάχη. Σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες
τις οποίες σήμερα έχουμε στη διάθεσή μας, στην πραγματικότητα
δολοφονήθηκε την επομένη από τη μέρα που τον συνέλαβαν, αφού τον βρήκαν
άοπλο και τραυματισμένο το όπλο του είχε αχρηστευτεί στη μάχη. Αυτός
είναι ο λόγος που έγινε παράδοση να τιμούμε αυτό το δραματικό γεγονός
στις 8 Οκτώβρη.
Ο πρώτος
χρόνος πέρασε και μετά πέρασαν πέντε, δέκα, δεκαπέντε και τώρα είκοσι
χρόνια, και κάθε φορά είναι ανάγκη να θυμόμαστε στις ιστορικές του
διαστάσεις εκείνο το γεγονός και πάνω απ’ όλα τον άνθρωπο που
πρωταγωνίστησε σε αυτό. Έτσι με τον πιο φυσικό τρόπο, χωρίς ιδιαίτερη
σκέψη ή προμελέτη, αυθόρμητα, όλοι οι τομείς, το σύνολο του λαού, φέρνει
την ημερομηνία αυτή στη μνήμη του τους τελευταίους μήνες.
Θα
μπορούσαμε να τιμήσουμε την εικοστή επέτειο με σεμνότητα, όπως κάνουμε
εδώ σήμερα: με ενός λεπτού σιγή, με τον ύμνο, με το έξοχο ποίημα του
Νικολάς Γκιγιέν, που αντήχησε με την ίδια φωνή την οποία ακούσαμε και
πριν από είκοσι χρόνια.
Θα μπορούσα να δώσω μια πολύ επίσημη,
στομφώδη ομιλία, ίσως μια γραπτή ομιλία, την ώρα αυτή που λόγω του
φόρτου της δουλειάς είναι ζήτημα εάν μας μένει ένα λεπτό για βαθύτερους
στοχασμούς γύρω από όλα εκείνα τα γεγονότα και για όλα όσα θα μπορούσα
να πω εδώ, πόσο μάλλον να γράψω μια ομιλία.
Γι’ αυτόν
τον λόγο θα προτιμούσα να φέρω στον νου μου τον Τσε, να μοιραστώ τις
σκέψεις μου μαζί σας, επειδή έχω σκεφτεί πολύ για τον Τσε.
Έδωσα μια
συνέντευξη, μέρος της οποίας δημοσιεύτηκε χτες στη χώρα μας, σε έναν
Ιταλό δημοσιογράφο, ο οποίος με είχε μπροστά στις τηλεοπτικές κάμερες
για σχεδόν δέκα έξι ώρες στη σειρά. Στην πραγματικότητα ήταν
κινηματογραφικές, όχι τηλεοπτικές οι κάμερες επειδή, για να έχει
καλύτερη ποιότητα εικόνας στη δουλειά του, δεν χρησιμοποίησε
βιντεοκασέτες, μερικές από τις οποίες διαρκούν δύο ώρες, αλλά
κινηματογραφικές κάμερες.
Άλλαζε
καρούλια κάθε είκοσι ή είκοσι πέντε λεπτά και έτσι ήταν μια εξαντλητική
συνέντευξη. Κάτι που θα έπρεπε να μας είχε πάρει τρεις μέρες, χρειάστηκε
να το τελειώσουμε σε μία, γιατί δεν υπήρχε περισσότερος χρόνος.
Αρχίσαμε μια Κυριακή, πριν από το μεσημέρι, και τελειώσαμε στις πέντε το
πρωί της επόμενης μέρας. Είχε περισσότερες από 100 ερωτήσεις. Ανάμεσα
στα διάφορα θέματα, ο δημοσιογράφος ενδιαφερόταν πολύ να συζητήσει για
τον Τσε και κάπου ανάμεσα στις τρεις και τις τέσσερις η ώρα το πρωί
μπήκαμε στο θέμα. Προσπάθησα να απαντήσω σε καθεμία από τις ερωτήσεις
του και έκανα ιδιαίτερη προσπάθεια να συνοψίσω τις αναμνήσεις μου για
τον Τσε.
Του είπα
ό,τι αισθανόμουν, και θεωρώ ότι πολλοί σύντροφοι αισθάνονται το ίδιο,
όσον αφορά τη μοναδική παρουσία του Τσε. Πρέπει να θυμόμαστε την
ιδιαίτερη σχέση με τον Τσε, τη στοργή, τους αδελφικούς, συντροφικούς
δεσμούς, τους αγώνες που δώσαμε μαζί, για σχεδόν δώδεκα χρόνια, από τη
στιγμή που συναντηθήκαμε στο Μεξικό έως το τέλος· μια περίοδο πλούσια σε
ιστορικά γεγονότα, μερικά από τα οποία δημοσιεύτηκαν μόλις τις
τελευταίες μέρες.
Ήταν μια
ιστορική περίοδος γεμάτη ηρωικές και ένδοξες πράξεις, από την ώρα που ο
Τσε ενώθηκε μαζί μας στην εκστρατεία του Γκράνμα: η απόβαση, οι
αντιξοότητες, οι πιο δύσκολες μέρες, η επανέναρξη του αγώνα στα βουνά, η
ανασυγκρότηση ενός στρατού σχεδόν από την αρχή, οι πρώτες συγκρούσεις
και οι τελευταίες μάχες.
Ύστερα ήρθε
εκείνη η γεμάτη ένταση περίοδος που ακολούθησε τη νίκη της επανάστασης:
οι πρώτοι επαναστατικοί νόμοι, με τους οποίους προσπαθήσαμε να είμαστε
απόλυτα πιστοί στις δεσμεύσεις μας απέναντι στον λαό και
πραγματοποιήσαμε μια αληθινά ριζική μεταρρύθμιση στη ζωή της χώρας. Τα
γεγονότα διαδέχονταν γοργά το ένα το άλλο: άρχισαν οι επιθέσεις του
ιμπεριαλισμού, ο αποκλεισμός, οι εκστρατείες κατασυκοφάντησης της
επανάστασης μόλις αρχίσαμε να απονέμουμε δικαιοσύνη στους εγκληματίες
και τους φονιάδες που είχαν δολοφονήσει χιλιάδες συμπατριώτες μας, ο
οικονομικός αποκλεισμός, η εισβολή στη Χιρόν, η διακήρυξη του
σοσιαλιστικού χαρακτήρα της επανάστασης, ο αγώνας κατά των μισθοφόρων, η
κρίση του Οκτώβρη, τα πρώτα βήματα προς την οικοδόμηση του σοσιαλισμού
όταν ακόμη δεν είχαμε τίποτε ούτε εμπειρία, ούτε στελέχη, ούτε
μηχανικούς, ούτε οικονομολόγους και σχεδόν καθόλου τεχνικούς, όταν
απομείναμε σχεδόν χωρίς γιατρούς, αφού οι 3.000 από τους 6.000 γιατρούς
που υπήρχαν στη χώρα έφυγαν για το εξωτερικό.
Ύστερα ήρθε η
πρώτη και μετά η δεύτερη Διακήρυξη της Αβάνας, ξεκίνησε η περίοδος της
απομόνωσης που επιβλήθηκε στη χώρα μας, η συλλογική διακοπή των
διπλωματικών σχέσεων από όλες τις κυβερνήσεις της Λατινικής Αμερικής, με
την εξαίρεση του Μεξικού. Ήταν μια περίοδος στην οποία, παράλληλα με
όλες αυτές τις εξελίξεις, έπρεπε να οργανώσουμε την οικονομία της χώρας.
Ήταν μια σχετικά σύντομη αλλά πλούσια περίοδος, γεμάτη αλησμόνητα
γεγονότα.
Πρέπει να
μην ξεχνάμε ότι ο Τσε επέμενε σε μια παλιά του επιθυμία, μια παλιά του
ιδέα: να επιστρέψει στη Νότια Αμερική, στη χώρα του, για να κάνει την
επανάσταση βασισμένος στην εμπειρία που απέκτησε στη χώρα μας. Ας
θυμηθούμε τη μυστικότητα με την οποία έπρεπε να οργανωθεί η αναχώρησή
του, το μπαράζ δυσφήμησης που δέχτηκε η επανάσταση, όταν έκαναν λόγο για
συγκρούσεις, για διαφορές με τον Τσε ή ότι ο Τσε είχε εξαφανιστεί.
Κυκλοφορούσε ακόμα και η φήμη ότι είχε δολοφονηθεί εξαιτίας κάποιας
διάσπασης στους κόλπους της επανάστασης.
Στο μεταξύ η
επανάσταση ήρεμα και ακλόνητα υπέμενε αυτή την άγρια επίθεση, γιατί
πέρα και πάνω από τον εκνευρισμό και την πικρία που προκαλούσαν εκείνες
οι εκστρατείες, το σημαντικό θέμα ήταν να μπορέσει ο Τσε να
πραγματοποιήσει τους στόχους του· το σημαντικό θέμα ήταν να διασφαλιστεί
ότι δεν θα κινδυνέψει ο ίδιος και οι συμπατριώτες μας που ήταν μαζί του
στις ιστορικές του αποστολές.
Στη
συνέντευξη εξήγησα από πού πήγαζε η ιδέα αυτή, πως, όταν ενώθηκε μαζί
μας, είχε θέσει μόνο έναν όρο: ότι, όταν θα είχε γίνει η επανάσταση,
όταν θα ήθελε να επιστρέψει στη Νότια Αμερική, δεν θα παρουσιαζόταν
κάποιο εμπόδιο ή υποχρέωση απέναντι στο κράτος να τον παρεμποδίσει, ότι
δεν θα του απαγορεύαμε να το κάνει. Του απαντήσαμε τότε ότι ναι, θα
μπορούσε να προχωρήσει και ότι θα τον υποστηρίζαμε. Κατά καιρούς μάς
υπενθύμιζε αυτή την υπόσχεση, μέχρι που ήρθε η στιγμή που αποφάσισε ότι
ήταν η ώρα να φύγει.
Όχι μόνο τηρήσαμε την υπόσχεσή μας να μην
εμποδίσουμε την αναχώρησή του, αλλά τον βοηθήσαμε με κάθε τρόπο να
πραγματοποιήσει αυτό το εγχείρημα. Προσπαθήσαμε να καθυστερήσουμε λίγο
την αναχώρησή του. Του δώσαμε άλλα καθήκοντα ώστε να εμπλουτίσει την
εμπειρία του στο αντάρτικο και προσπαθήσαμε να δημιουργήσουμε τις
προϋποθέσεις εκείνες ώστε να μη χρειαστεί να περάσει ο ίδιος το πιο
δύσκολο στάδιο, το αρχικό στάδιο της οργάνωσης ενός αντάρτικου
κινήματος, όπως γνωρίζαμε καλά από τη δική μας εμπειρία.
Εκτιμούσαμε
το ταλέντο του Τσε, την εμπειρία του και τον ρόλο του. Ήταν ένα στέλεχος
κατάλληλο να αναλάβει τις μεγαλύτερες, στρατηγικής σημασίας αποστολές
και ίσως θα ήταν καλύτερα να αναλάμβαναν άλλοι σύντροφοι την πρωταρχική
οργανωτική δουλειά και ο ίδιος να συμμετείχε σε ένα πιο προχωρημένο
στάδιο της διαδικασίας.
Αυτό
ταίριαζε επίσης με την πολιτική μας, κατά τη διάρκεια του πολέμου, να
διαφυλάττουμε τα στελέχη που διακρίνονταν για να αναλαμβάνουν όλο και
πιο σημαντικές και στρατηγικής σημασίας αποστολές.
Δεν είχαμε
πολλά έμπειρα στελέχη και, όσα διακρίνονταν, δεν τα στέλναμε κάθε μέρα
με μια ομάδα που θα έστηνε ενέδρα· προτιμούσαμε να τους αναθέτουμε πιο
σημαντικά καθήκοντα, σύμφωνα με την ικανότητα και την εμπειρία τους.
Θυμάμαι λοιπόν ότι, όταν ξεκίνησε η τελική
επίθεση του Μπατίστα στα βουνά της Σιέρα Μαέστρα ενάντια στις μαχητικές
αλλά ολιγάριθμες δυνάμεις μας, δεν τοποθετήσαμε τα πιο έμπειρα στελέχη
μας στις πρώτες γραμμές· τους αναθέσαμε στρατηγικής σημασίας ηγετικές
αποστολές και τους κρατούσαμε ακριβώς για τη σαρωτική μας αντεπίθεση.
Δεν θα είχε νόημα να τοποθετήσουμε τον Τσε, τον Καμίλο [Σιενφουέγος] και
άλλους συντρόφους, οι οποίοι είχαν συμμετάσχει σε πολυάριθμες μάχες,
επικεφαλής μιας ομάδας. Τους προστατεύαμε ώστε να μπορούν μετέπειτα να
ηγηθούν στις φάλαγγες που θα αναλάμβαναν επικίνδυνες αποστολές ύψιστης
σημασίας. Τότε ήταν που τους στέλναμε σε εχθρικό έδαφος, με πλήρη ευθύνη
και συναίσθηση των κινδύνων, όπως στην περίπτωση της εισβολής στην
επαρχία Λας Βίγιας που ηγήθηκαν ο Καμίλο και ο Τσε, μια εξαιρετικά
δύσκολη αποστολή που απαιτούσε άντρες με μεγάλη εμπειρία και κύρος ως
διοικητές φάλαγγας, άντρες ικανούς να φτάσουν στον στόχο.
Ακολουθώντας
αυτή τη λογική και με δεδομένους τους αντικειμενικούς στόχους, θα ήταν
πιθανώς καλύτερα αν είχε τηρηθεί αυτή η αρχή και ο Τσε εντασσόταν σε ένα
επόμενο στάδιο. Πραγματικά, δεν ήταν τόσο απαραίτητο να χειριστεί ο
ίδιος το καθετί από την αρχή.
Αλλά ήταν ανυπόμονος, πραγματικά πολύ
ανυπόμονος. Ορισμένοι Αργεντινοί σύντροφοι είχαν σκοτωθεί στις αρχικές
απόπειρες που έγιναν πριν από χρόνια, όπως ο Ρικάρντο Μασέτι, ιδρυτής
της Prensa Latina.
Το θυμόταν συχνά και ανυπομονούσε πραγματικά να πραγματοποιήσει ο ίδιος το καθήκον αυτό.
Όπως πάντα,
σεβαστήκαμε τις δεσμεύσεις μας και τις απόψεις του, γιατί η σχέση μας
βασιζόταν πάντα στην απόλυτη εμπιστοσύνη, στην απόλυτη αδελφοσύνη,
ανεξάρτητα από το ποια θεωρούσαμε ότι είναι η ιδανική στιγμή για να
ενσωματωθεί στο αντάρτικο κίνημα που οργανωνόταν.
Και έτσι του
προσφέραμε όλη τη βοήθεια και όλες τις διευκολύνσεις για να ξεκινήσει
τον αγώνα. Ύστερα έφτασαν οι ειδήσεις των πρώτων συγκρούσεων και χάσαμε
κάθε επαφή. Ο εχθρός ανακάλυψε το αντάρτικο κίνημα σε μια πρώιμη φάση
της ανάπτυξής του και αυτό σήμανε την αρχή μιας περιόδου πολλών μηνών,
κατά την οποία σχεδόν οι μόνες ειδήσεις που λαμβάναμε ήταν οι
ανταποκρίσεις που κατέφθαναν από τα διεθνή πρακτορεία ειδήσεων, τις
οποίες έπρεπε να γνωρίζουμε να ερμηνεύουμε.
Αλλά αυτό
ήταν κάτι στο οποίο η επανάστασή μας έχει αποκτήσει μεγάλη εμπειρία: να
προσδιορίζει πότε μια αναφορά είναι αξιόπιστη και πότε είναι πλαστή,
ψεύτικη.
Θυμάμαι, για
παράδειγμα, τότε που έφτασε μια ανταπόκριση με την είδηση του θανάτου
της ομάδας του Χοακίν (του συναγωνιστή του οποίου το πραγματικό όνομα
ήταν Βίλο Ακούνια).
Μόλις την
αναλύσαμε, συμπέρανα αμέσως ότι ήταν αλήθεια· και αυτό εξαιτίας του
τρόπου με τον οποίο, σύμφωνα με την περιγραφή, εξολόθρευσαν την ομάδα,
ενώ διέσχιζε ένα ποτάμι. Από τη δική μας εμπειρία ως αντάρτες, από αυτά
που είχαμε ζήσει, γνωρίζαμε τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να εξοντωθεί
μια μικρή ομάδα ανταρτών. Γνωρίζαμε τους λίγους, συγκεκριμένους τρόπους
με τους οποίους μπορεί να εξολοθρευτεί μια τέτοια ομάδα.
Όταν
αναφερόταν στην ανταπόκριση ότι ένας αγρότης ήρθε σε επαφή με τον στρατό
και έδωσε λεπτομερείς πληροφορίες σχετικά με την τοποθεσία και τα
σχέδια της ομάδας, η οποία έψαχνε τρόπο για να διασχίσει το ποτάμι· πώς ο
στρατός έστησε ενέδρα στην άλλη όχθη.
Στις 17 Απρίλη 1967 η μονάδα των ανταρτών
στη Βολιβία χωρίστηκε σε δύο: στην κύρια ομάδα υπό την ηγεσία του
Γκεβάρα και στην οπισθοφυλακή με δέκα επτά αγωνιστές υπό τη διοίκηση τού
Χοακίν (Χουάν Βίλο Ακούνια).
Αν και ο
χωρισμός αυτός υποτίθεται ότι θα διαρκούσε δύο μόλις μέρες, οι δύο
ομάδες έχασαν τη μεταξύ τους επαφή. Στις 31 Αυγούστου, το υπόλοιπο της
ομάδας του Χοακίν έπεσε σε ενέδρα και σκοτώθηκαν όλοι οι αντάρτες.
σε θέση πάνω
στον δρόμο, την οποία ο ίδιος αγρότης είχε υποδείξει στους αντάρτες να
χρησιμοποιήσουν · ο τρόπος που ο στρατός άνοιξε πυρ στη μέση του
ποταμού· όλα αυτά αποδείκνυαν το αληθές της ανταπόκρισης. Αν αυτοί που
συντάσσουν ψευδείς ειδήσεις, όπως τόσες που μας έφταναν συχνά, δοκίμαζαν
να το κάνουν ξανά, θα μου ήταν αδύνατο να παραδεχτώ ότι αυτοί, οι
οποίοι ήταν πάντα τόσο αδέξιοι στα ψέματά τους, θα είχαν αρκετή ευφυΐα
και εμπειρία να επινοήσουν τις ακριβείς και τις μοναδικές περιστάσεις
στις οποίες θα μπορούσε η ομάδα να εξολοθρευτεί. Με αυτό το σκεπτικό
συμπεράναμε ότι η αναφορά ήταν αληθινή.
Μέσα από
πολλά χρόνια επαναστατικής εμπειρίας έχουμε μάθει να αποκρυπτογραφούμε
τις ανταποκρίσεις και να ξεχωρίζουμε την αλήθεια από τα ψέματα σε κάθε
περιγραφή, λαμβάνοντας φυσικά υπόψη και πολλά άλλα ζητήματα. Αυτό όμως
ήταν το είδος της πληροφόρησης που είχαμε για την κατάσταση, μέχρι που
ήρθε η είδηση για τον θάνατο του Τσε.
Όπως έχουμε
ήδη εξηγήσει, τρέφαμε ελπίδες ότι ακόμη και τότε που είχαν μείνει είκοσι
μόνο άντρες, ακόμη και τότε που η κατάσταση ήταν πολύ δύσκολη, το
αντάρτικο κίνημα είχε ακόμη πιθανότητες επιτυχίας. Κατευθύνονταν προς
μια περιοχή όπου ορισμένα στρώματα των αγροτών είχαν οργάνωση, όπου
ορισμένα καλά στελέχη από τη Βολιβία είχαν επιρροή και έτσι, μέχρι
εκείνη τη στιγμή, μέχρι σχεδόν το τέλος, το κίνημα είχε πιθανότητες να
συγκροτηθεί και να αναπτυχθεί.
Αλλά οι
περιστάσεις στις οποίες αναπτύχθηκε η σχέση μας με τον Τσε ήταν τόσο
μοναδικές η σχεδόν εξωπραγματική ιστορία της σύντομης αλλά γεμάτης
ένταση εποποιίας των πρώτων χρόνων της επανάστασης, τότε που συνηθίσαμε
να κάνουμε το ανέφικτο εφικτό, που, όπως εξηγούσα σε αυτόν τον
δημοσιογράφο, είχε κανείς διαρκώς την εντύπωση ότι ο Τσε δεν πέθανε, ότι
ήταν ακόμη ζωντανός.
Η προσωπικότητά του ήταν τόσο
υποδειγματική, τόσο αλησμόνητη, τόσο οικεία, που ήταν δύσκολο να
αποδεχτεί κανείς την ιδέα του θανάτου του.
Ορισμένες
φορές ονειρευόμουν, όλοι ονειρευόμαστε, γεγονότα σχετικά με τη ζωή και
τους αγώνες μας με τον Τσε, ότι είχε επιστρέψει, ότι ήταν ζωντανός.
Πόσες φορές έγινε αυτό! Είπα στον δημοσιογράφο ότι όσα του περιγράφω
είναι αισθήματα για τα οποία σπάνια μιλάει κανείς, αλλά δίνουν μια
εικόνα για τον αντίκτυπο της προσωπικότητας του Τσε και επίσης για τον
εξαιρετικό βαθμό στον οποίο παραμένει ζωντανός, λες και η παρουσία του
είναι φυσική, με τις ιδέες και τα κατορθώματά του, με το παράδειγμά του
και με όλα όσα δημιούργησε, με την επικαιρότητα των ιδεών του και με τον
σεβασμό που του τρέφουν, όχι μόνο στη Λατινική Αμερική, αλλά και στην
Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο.
Όπως
προβλέψαμε στις 18 του Οκτώβρη, πριν από είκοσι χρόνια, ο Τσε έγινε
σύμβολο για όλους τους καταπιεσμένους, για όλους τους εκμεταλλευόμενους
ανθρώπους, για όλους τους πατριώτες και τους δημοκράτες, για όλους τους
επαναστάτες. Έγινε ένα διαρκές και ακατανίκητο σύμβολο.
Για όλους
αυτούς τους λόγους, επειδή αισθανόμαστε όλοι την παρουσία του Τσε τόσο
ζωντανή, ακόμα και αν έχουν περάσει είκοσι χρόνια, όταν ακούμε το
ποίημα, όταν ακούμε τον ύμνο ή όταν ηχεί η σάλπιγγα για την ενός λεπτού
σιγή, όταν ανοίγουμε τις εφημερίδες μας και βλέπουμε φωτογραφίες του Τσε
σε διάφορα στάδια της ζωής του, την εικόνα του, πασίγνωστη ανά τον
κόσμο γιατί πρέπει να πούμε ότι ο Τσε όχι μόνο διέθετε όλες τις αρετές
και όλες τις ανθρώπινες και ηθικές ιδιότητες ώστε να αποτελέσει ένα
σύμβολο, είχε επίσης την εμφάνιση ενός συμβόλου, την εικόνα ενός
συμβόλου: το βλέμμα, η ειλικρίνεια και η δύναμη της ματιάς του· το
πρόσωπό του, που αντανακλά τον χαρακτήρα, μια ασυγκράτητη
αποφασιστικότητα για δράση, δείχνοντας ταυτόχρονα μεγάλη ευφυΐα και
μεγάλη αγνότητα, όταν βλέπουμε τα ποιήματα που έχουν γραφτεί, τα
περιστατικά που εξιστορούνται και τις ιστορίες που επαναλαμβάνονται,
αισθανόμαστε κατά τρόπο απτό πόσο επίκαιρος είναι ο Τσε, αισθανόμαστε
ότι είναι παρών.
Δεν είναι
παράξενο αν κάποιος αισθάνεται κατά τρόπο απτό την παρουσία του Τσε, όχι
μόνο στην καθημερινότητα της ζωής, αλλά ακόμα και στα όνειρά του, να
φαντάζεται ότι είναι ζωντανός, ότι ο Τσε είναι ενεργός και ότι ποτέ δεν
πέθανε. Στο τέλος πρέπει να καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι στην ουσία,
για την επανάστασή μας, ο Τσε δεν πέθανε ποτέ και, στο φως των
γεγονότων, είναι πιο ζωντανός από ποτέ, έχει μεγαλύτερη επιρροή από ποτέ
και αποτελεί τον πιο ισχυρό αντίπαλο του ιμπεριαλισμού από ποτέ.
Αυτοί που
ξεφορτώθηκαν το πτώμα του έτσι ώστε να μη γίνει σύμβολο· αυτοί οι
οποίοι, υπό την καθοδήγηση και με τις μεθόδους των ιμπεριαλιστών
αφεντικών τους, επιθυμούσαν να μην απομείνει ούτε ίχνος του, έχουν
διαπιστώσει ότι, παρόλο που ο τάφος του είναι άγνωστος, παρόλο που δεν
υπάρχουν λείψανα και δεν υπάρχει πτώμα, ωστόσο υπάρχει ένας τρομερός
αντίπαλος του ιμπεριαλισμού, ένα σύμβολο, μια δύναμη, μια παρουσία η
οποία δεν είναι δυνατό να εξοντωθεί.
Όταν έκρυψαν
τη σωρό του Τσε, έδειξαν την αδυναμία και τη δειλία τους, γιατί έδειξαν
επίσης τον φόβο τους για το υπόδειγμα και το σύμβολο που αποτελεί. Δεν
ήθελαν να έχουν οι εκμεταλλευόμενοι
χωρικοί, οι εργάτες, οι φοιτητές, οι διανοούμενοι, οι δημοκράτες, οι
προοδευτικοί ή οι πατριώτες αυτού του ημισφαίριου έναν τόπο να πηγαίνουν
και να αποτίνουν φόρο τιμής στον Τσε. Και
σήμερα, στον κόσμο του σήμερα, όπου δεν υπάρχει ένας συγκεκριμένος
τόπος που να μπορεί κανείς να αποτίνει φόρο τιμής στα λείψανα του Τσε,
του αποτίνουν φόρο τιμής παντού. [Χειροκροτήματα]
Σήμερα, δεν
τιμούμε τον Τσε μία φορά τον χρόνο, ούτε μία φορά κάθε πέντε, δέκα, δέκα
πέντε ή είκοσι χρόνια· σήμερα, αποτίουμε φόρο τιμής στον Τσε κάθε
χρόνο, κάθε μήνα, κάθε μέρα, παντού, σε ένα εργοστάσιο, σε ένα σχολείο,
σε έναν στρατώνα, σε ένα σπίτι, μεταξύ παιδιών, μεταξύ πιονέρων.
Ποιος
μπορεί να μετρήσει πόσες εκατομμύρια φορές σε αυτά τα είκοσι χρόνια
δήλωσαν οι πιονέροι: «Πιονέροι για τον κομμουνισμό, θα γίνουμε σαν τον
Τσε»! [Χειροκροτήματα]
Αυτό το
γεγονός το οποίο μόλις ανέφερα, αυτή η ιδέα, αυτό το έθιμο, συμπυκνώνει
τη μεγαλειώδη και μόνιμη παρουσία του Τσε. Και θεωρώ ότι, όχι μόνο οι
πιονέροι μας, όχι μόνο τα παιδιά μας, αλλά και τα παιδιά σε ολόκληρο το
ημισφαίριο, σε ολόκληρο τον κόσμο, θα μπορούσαν να επαναλάβουν το ίδιο
σύνθημα: «Πιονέροι για τον κομμουνισμό, θα γίνουμε σαν τον Τσε»!
[Χειροκροτήματα]
Πράγματι, δεν μπορεί να υπάρξει ανώτερο
σύμβολο, δεν μπορεί να υπάρξει καλύτερη εικόνα, δεν μπορεί να υπάρξει
πιο ακριβής ιδέα, άμα ψάχνουμε για τον ιδανικό επαναστάτη, άμα ψάχνουμε
για τον ιδανικό κομμουνιστή.
Το λέω αυτό
γιατί έχω τη βαθύτατη πεποίθηση, την είχα πάντοτε και την έχω ακόμη
σήμερα, ακριβώς την ίδια ή και περισσότερο από όταν μίλησα στις 18
εκείνου του Οκτώβρη και ρώτησα πώς θα θέλαμε να είναι οι αγωνιστές μας,
οι επαναστάτες μας, τα μέλη του κόμματός μας, τα παιδιά μας, και δήλωσα
ότι θα θέλαμε να είναι σαν τον Τσε.
Γιατί ο Τσε
είναι η προσωποποίηση, ο Τσε είναι η εικόνα εκείνου του νέου τύπου
ανθρώπου, η εικόνα εκείνου του ανθρώπου, αν θέλουμε να μιλάμε για μια
κομμουνιστική κοινωνία· [Χειροκροτήματα] αν ο πραγματικός στόχος μας
είναι να οικοδομήσουμε, όχι μόνο τον σοσιαλισμό αλλά τα ανώτερα στάδια
του σοσιαλισμού, αν είναι η ανθρωπότητα να μην αποποιηθεί την υψηλή και
εξαιρετική ιδέα, να ζήσει μια μέρα στην κομμουνιστική κοινωνία.
Αν μας
χρειάζεται ένα παράδειγμα, ένα πρότυπο, ένα υπόδειγμα για να φτάσουμε
αυτούς τους υψηλούς στόχους, τότε άντρες σαν τον Τσε είναι απαραίτητοι,
όπως είναι οι άντρες και οι γυναίκες που τον μιμούνται, που είναι όπως
αυτός, που σκέπτονται όπως αυτός, που ενεργούν όπως αυτός· άντρες και
γυναίκες που συμπεριφέρονται όπως αυτός στην εκπλήρωση του καθήκοντος,
σε κάθε πράγμα, κάθε λεπτομέρεια, κάθε δραστηριότητα· στον τρόπο που
έβλεπε την εργασία, στη συνήθειά του να διδάσκει και να διαπαιδαγωγεί
δίνοντας το παράδειγμα· στη νοοτροπία του να επιθυμεί να είναι πρώτος σε
όλα, ο πρώτος να προσφερθεί εθελοντικά για τα πιο δύσκολα έργα, τα πιο
σκληρά, αυτά που απαιτούν τη μεγαλύτερη αυταπάρνηση· ο άνθρωπος που
αφιερώνει την ψυχή και το σώμα του σε έναν σκοπό, ο άνθρωπος που
δίνεται, ψυχή και σώμα, στους άλλους, το άτομο που δείχνει αληθινή
αλληλεγγύη, το άτομο που δεν εγκαταλείπει ποτέ έναν σύντροφο· ο απλός
άνθρωπος· ο άνθρωπος χωρίς ψεγάδι, ο οποίος ζει χωρίς καμία αντίθεση
ανάμεσα στον λόγο και στην πράξη, ανάμεσα σε αυτό που εφαρμόζει και αυτό
που κηρύττει· ένας άνθρωπος της σκέψης και ένας άνθρωπος της δράσης όλα
αυτά συμβολίζει ο Τσε. [Χειροκροτήματα]
Αποτελεί
τιμή και μεγάλο προνόμιο για τη χώρα μας να υπολογίζει τον Τσε ως ένα
από τα παιδιά της, αν και δεν γεννήθηκε σε αυτή τη γη. Είναι παιδί της
χώρας μας, γιατί κέρδισε το δικαίωμα να θεωρεί τον εαυτό του και να
θεωρείται παιδί της χώρας μας, και είναι τιμή και προνόμιο για τον λαό
μας, για τη χώρα μας, για την ιστορία της χώρας μας, για την επανάστασή
μας, που είχε στις γραμμές της έναν αληθινά εξαιρετικό άντρα όπως ο Τσε.
Με αυτό δεν
λέω πως θεωρώ ότι οι εξαιρετικοί άνθρωποι είναι σπάνιοι· δεν είναι ότι
πιστεύω πως ανάμεσα στις μάζες δεν υπάρχουν εκατοντάδες, χιλιάδες,
εκατομμύρια ακόμα, εξαιρετικοί άνθρωποι. Το είπα παλιότερα, τις πικρές
εκείνες μέρες μετά την εξαφάνιση του Καμίλο. Εξιστορώντας πώς
διαμορφώθηκε ο Καμίλο ως άνθρωπος, είχα πει ότι «ανάμεσα στον λαό μας
υπάρχουν πολλοί Καμίλο». Θα μπορούσα να πω επίσης ότι «ανάμεσα στον λαό
μας, ανάμεσα στους λαούς τής Λατινικής Αμερικής και στους λαούς του
κόσμου, υπάρχουν πολλοί Τσε».
Αλλά γιατί
τους αποκαλούμε εξαιρετικούς; Γιατί πραγματικά, στον κόσμο μέσα στον
οποίο έζησαν, στις περιστάσεις στις οποίες έζησαν, είχαν τη δυνατότητα
και την ευκαιρία να παρουσιάσουν όλα όσα ο άνθρωπος με τη γενναιοδωρία
και την αλληλεγγύη του είναι ικανός να γίνει.
Και όντως,
σπάνια υπάρχουν οι ιδανικές συνθήκες που να επιτρέπουν στον άνθρωπο να
εκφραστεί και να δείξει όλα όσα έχει μέσα του, όπως ήταν η περίπτωση του
Τσε.
Είναι φυσικά
ξεκάθαρο ότι υπάρχουν ανάμεσα στις μάζες αμέτρητοι άντρες και γυναίκες
οι οποίοι, ως αποτέλεσμα του παραδείγματος άλλων ανθρώπων και ορισμένων
νέων αξιών που διαμορφώνονται, είναι ικανοί να φτάσουν στον ηρωισμό,
ικανοί επίσης να φτάσουν σε ένα είδος ηρωισμού που θαυμάζω πολύ: τον
σιωπηλό ηρωισμό, τον ανώνυμο ηρωισμό, τη σιωπηλή αρετή, την ανώνυμη
αρετή.
Αλλά με δεδομένο ότι είναι τόσο ασύνηθες,
τόσο σπάνιο να συνυπάρχουν όλες αυτές οι αναγκαίες συνθήκες που
δημιουργούν μια μορφή σαν τον Τσε ο οποίος έχει γίνει σήμερα ένα σύμβολο
για όλο τον κόσμο, ένα σύμβολο το οποίο θα μεγαλώσει αποτελεί τιμή και
προνόμιο για μας να έχει γεννηθεί αυτή η μορφή μέσα από την επανάστασή
μας.
Και ως
απόδειξη των όσων είπα νωρίτερα για την παρουσία και τη δύναμη του Τσε
σήμερα, θα μπορούσα να ρωτήσω: Υπάρχει καλύτερη ημερομηνία, καλύτερη
επέτειος από αυτήν για να θυμόμαστε τον Τσε με όλη μας τη δύναμη και με
τα πιο βαθιά αισθήματα εκτίμησης και ευγνωμοσύνης; Υπάρχει καλύτερη
στιγμή από αυτή την επέτειο, όταν βρισκόμαστε για τα καλά στη διαδικασία
επανόρθωσης; Τι επανορθώνουμε; Επανορθώνουμε όλα εκείνα τα πράγματα και
είναι πολλά τα οποία απομακρύνονταν από το επαναστατικό πνεύμα, την
επαναστατική δουλειά, την επαναστατική αρετή, την επαναστατική
προσπάθεια, την επαναστατική ευθύνη· όλα εκείνα τα πράγματα που
απέκλιναν από το πνεύμα αλληλεγγύης μεταξύ των ανθρώπων.
Επανορθώνουμε
όλη την τσαπατσουλιά και τη μετριότητα που συνιστούν ακριβώς την άρνηση
των ιδεών του Τσε, της επαναστατικής του σκέψης, του ύφους του, του
πνεύματός του και του παραδείγματός του.
Πιστεύω
ειλικρινά, και το δηλώνω με μεγάλη ικανοποίηση ότι, αν ο Τσε καθόταν εδώ
σε αυτή την καρέκλα, θα ήταν πραγματικά πασιχαρής. Θα χαιρόταν γι’ αυτά
τα οποία κάνουμε πράξη τούτες τις μέρες, ακριβώς όπως θα ήταν
δυσαρεστημένος κατά την ασταθή εκείνη περίοδο, την ντροπιατική περίοδο
οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην οποία άρχισαν να κυριαρχούν μια σειρά
από ιδέες, από μηχανισμούς, από κακές συνήθειες που θα είχαν προκαλέσει
στον Τσε αισθήματα βαθύτατης και φρικτής πικρίας. [Χειροκροτήματα]
Η εθελοντική εργασία, για παράδειγμα, που
ήταν το δημιούργημα του Τσε και ένα από τα καλύτερα πράγματα που μας
άφησε κατά την παραμονή του στη χώρα μας και μέσα από τη συμμετοχή του
στην επανάστασή μας, παρήκμαζε διαρκώς. Έγινε σχεδόν εθιμοτυπική.
Γινόταν πράξη μόνο κατά περίσταση, μια ειδική μέρα, μια Κυριακή. Τότε
έτρεχαν άνθρωποι σαν τις σβούρες και έκαναν πράγματα με ανοργάνωτο
τρόπο.
Η άποψη του
γραφειοκράτη, η άποψη του τεχνοκράτη ότι η εθελοντική εργασία δεν ήταν
ούτε βασική, ούτε απαραίτητη, κέρδιζε όλο και περισσότερο έδαφος. Το
σκεπτικό ήταν ότι η εθελοντική εργασία ήταν μια ανοησία, ότι ήταν
σπατάλη χρόνου, ότι τα προβλήματα έπρεπε να επιλυθούν με υπερωρίες, και
όλο και περισσότερες υπερωρίες, και μάλιστα ενώ ακόμα και η κανονική
εργάσιμη μέρα δεν χρησιμοποιούνταν αποδοτικά.
Είχαμε
βαλτώσει στη γραφειοκρατία, στο πλεονάζον προσωπικό, στους
απαρχαιωμένους κανονισμούς εργασίας, στον βάλτο της κομπίνας, του
ψεύδους. Είχαμε ξεπέσει σε ένα σωρό κακές συνήθειες για τις οποίες ο Τσε
θα είχε φρίξει.
Γιατί αν
ποτέ έλεγαν στον Τσε ότι κάποια μέρα θα υπήρχαν στην κουβανική
επανάσταση επιχειρήσεις έτοιμες να κλέψουν προκειμένου να δείξουν ότι
είναι κερδοφόρες, ο Τσε θα έφριττε. Ή αν του μιλούσαν για επιχειρήσεις
οι οποίες, για να δείξουν ότι είναι κερδοφόρες και να απονείμουν
χρηματικά βραβεία και ποιος ξέρει τι άλλα πριμ, θα πουλούσαν τα υλικά
που τους παραχωρήθηκαν για τις εργασίες τους και θα κατέγραφαν τα έσοδα
σαν να είχαν κατασκευάσει αυτά τα οποία είχαν αναλάβει να κατασκευάσουν,
ο Τσε θα έφριττε. Και σας πληροφορώ
ότι αυτό συνέβη στους δέκα πέντε δήμους της πρωτεύουσας της
Δημοκρατίας, στις δέκα πέντε επιχειρήσεις υπεύθυνες για την επισκευή
κατοικιών· και αυτό είναι ένα μόνο παράδειγμα. Εμφάνιζαν παραγωγή αξίας
8.000 πέσος τον χρόνο και όταν βάλαμε λίγη τάξη στο χάος, αποδείχθηκε
ότι παρήγαγαν για λιγότερο από 4.000 πέσος. Δεν ήταν λοιπόν κερδοφόρες
οι επιχειρήσεις αυτές. Ήταν κερδοφόρες μόνο όταν έκλεβαν.
Αν έλεγαν
στον Τσε ότι θα εμφανίζονταν επιχειρήσεις οι οποίες, για να δείξουν ότι
καλύπτουν και υπερκαλύπτουν το πλάνο, καταχωρούσαν την παραγωγή του
Γενάρη στον Δεκέμβρη, ο Τσε θα έφριττε.
Ο Τσε θα
ένιωθε φρίκη αν του έλεγαν ότι υπήρχαν επιχειρήσεις που κάλυπταν το
σχέδιο παραγωγής τους, απονέμοντας και βραβεία για το κατόρθωμα της
κάλυψης από πλευράς εσόδων, αλλά όχι από πλευράς παραγωγής.
Παρήγαγαν
είδη μεγαλύτερης χρηματικής αξίας και απέφευγαν να παράγουν όλα τα άλλα,
επειδή απέδιδαν μικρότερο κέρδος, παρά το γεγονός ότι το ένα είδος
χωρίς το άλλο δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί.
Ο Τσε θα
ένιωθε φρίκη αν του έλεγαν ότι οι νόρμες παραγωγής ήταν τόσο χαλαρές,
τόσο αναποτελεσματικές, τόσο ανήθικες που σε ορισμένες περιπτώσεις
σχεδόν όλοι οι εργαζόμενοι τις εκπλήρωναν στο διπλάσιο ή στο τριπλάσιο.
Ο Τσε θα
ένιωθε φρίκη αν του έλεγαν ότι τα χρήματα θα άρχιζαν να γίνονται το
σημαντικότερο εργαλείο, το βασικό κίνητρο του ανθρώπου. Εκείνος που μας
προειδοποιούσε τόσο πολύ γι’ αυτό θα ένιωθε φρίκη. Ότι οι βάρδιες δεν θα
συμπληρώνονταν, ενώ θα αναφέρονταν εκατομμύρια ώρες υπερωριών· ότι η
νοοτροπία των εργαζομένων μας θα διαφθειρόταν και οι άνθρωποι όλο και
περισσότερο θα κουβαλούσαν το σύμβολο του πέσο στο μυαλό τους.
Ο Τσε θα
ένιωθε φρίκη γιατί γνώριζε ότι ο κομμουνισμός δεν θα μπορούσε ποτέ να
επιτευχθεί μέσα από μια περιπλάνηση στα χιλιοπερπατημένα καπιταλιστικά
μονοπάτια και ότι, ακολουθώντας κανείς αυτά τα μονοπάτια, θα ξεχάσει
τελικά κάθε έννοια αλληλεγγύης, ακόμα και διεθνισμού.
Ακολουθώντας
αυτά τα μονοπάτια δεν θα φτάναμε ποτέ ούτε στον νέο άνθρωπο ούτε σε μια
νέα κοινωνία. Ο Τσε θα ένιωθε φρίκη αν του έλεγαν ότι θα ερχόταν μια
μέρα που θα πληρώνονταν πριμ κάθε λογής, όλο και περισσότερα πριμ, δίχως
αυτά να έχουν κάποια σχέση με την παραγωγή.
Θα έφριττε ο
Τσε αν μια μέρα έβλεπε ένα συγκρότημα επιχειρήσεων να βρίθει από
καπιταλιστές της δεκάρας όπως τους αποκαλούμε εμείς να παίζουν το
παιχνίδι του καπιταλισμού, να αρχίζουν να σκέπτονται και να ενεργούν ως
καπιταλιστές, να ξεχνούν τη χώρα, να ξεχνούν τον λαό και τις υψηλές
προδιαγραφές ποιότητας, επειδή η ποιότητα δεν έχει γι’ αυτούς καμία
σημασία και το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι τα χρήματα τα οποία
κέρδιζαν χάρη στις χαμηλές νόρμες.
Και αν
έβλεπε να εφαρμόζουν τις ποσοτικές νόρμες παραγωγής όχι μόνο στη
χειρωνακτική εργασία πράγμα το οποίο έχει κάποια λογική, όπως όταν
κόβεις ζαχαροκάλαμο ή κάνεις διάφορες άλλες χειρωνακτικές και σωματικές
δραστηριότητες, αλλά ακόμα και στην πνευματική εργασία, σε κάποιον που
δουλεύει στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση, και ότι εδώ, ακόμη και η
δουλειά ενός χειρούργου είναι δυνατό να υπόκειται σε νόρμες να βάζει
οποιονδήποτε κάτω από το νυστέρι ώστε να διπλασιάσει ή να τριπλασιάσει
το εισόδημά του μπορώ ειλικρινά να δηλώσω ότι ο Τσε θα ένιωθε φρίκη,
γιατί κανένας από αυτούς τους δρόμους δεν μπορούσε να μας οδηγήσει ποτέ
στον κομμουνισμό.
Αντίθετα, αυτοί οι δρόμοι οδηγούν σε όλες τις αισχρές πρακτικές και στην αποξένωση του καπιταλισμού.
Αυτοί οι
δρόμοι, επαναλαμβάνω και ο Τσε το γνώριζε πολύ καλά, δεν θα μας
οδηγούσαν ποτέ να οικοδομήσουμε τον πραγματικό σοσιαλισμό, ως το πρώτο
και μεταβατικό στάδιο προς τον κομμουνισμό.
Αλλά μη
σκεφτείτε ότι ο Τσε ήταν αφελής, ένας ιδεαλιστής ή ένας άνθρωπος που δεν
είχε επαφή με την πραγματικότητα. Ο Τσε κατανοούσε και λάμβανε υπόψη
την πραγματικότητα. Αλλά ο Τσε πίστευε στον άνθρωπο. Αν δεν πιστέψουμε
στον άνθρωπο, αν θεωρήσουμε ότι ο άνθρωπος είναι ένα αδιόρθωτο ζωάκι,
που μπορεί να βαδίσει μόνο αν το ταΐσεις χορτάρι ή το δελεάσεις με ένα
καρότο ή το δείρεις με μια μαγκούρα όποιος το πιστεύει αυτό, όποιος
είναι πεισμένος γι’ αυτό, δεν πρόκειται ποτέ του να γίνει επαναστάτης·
όποιος το πιστεύει αυτό, όποιος είναι πεισμένος γι’ αυτό, δεν πρόκειται
ποτέ του να γίνει σοσιαλιστής· όποιος το πιστεύει αυτό, όποιος είναι
πεισμένος γι’ αυτό, δεν πρόκειται ποτέ του να γίνει κομμουνιστής.
[Χειροκροτήματα]
Διαβάστη την συνέχεια στο Β΄ μέρος
Διαβάστη την συνέχεια στο Β΄ μέρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου