Οι κολομβιανοί επαναστάτες του FARC-EP και οι πραιτωριανοί του Ιμπεριαλισμού
του Νίκου Μόττα*.
«Εκφράζουμε την πλήρη αλληλεγγύη μας στον ελληνικό λαό, την εργατική τάξη της χώρας σας, στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας και την ΚΝΕ, σε όλο το επαναστατικό κίνημα που αντιμετωπίζει το δολοφονικό καπιταλισμό και τις φασιστικές του εκδηλώσεις», FARC-EP, Σεπτέμβρης 2013.
Μια απ' τις ωραιότερες στιγμές των πετυχημένων εκδηλώσεων του φετινού
Φεστιβάλ ΚΝΕ-Οδηγητή, που κορυφώθηκαν με το τριήμερο στο Πάρκο Τρίτση,
ήταν το μαγνητοσκοπημένο μήνυμα
αλληλεγγύης εκ μέρους του κολομβιανού λαϊκού στρατού FARC-EP (Fuerzas
Armadas Revolucionarias de Colombia—Ejército del Pueblo). Το μήνυμα αυτό
των ηρωϊκών κολομβιανών ανταρτών, όπως ήταν επόμενο, ξύπνησε τα
αντικομμουνιστικά αντανακλαστικά όσων έχουν κάνει επάγγελμα τους τις
συκοφαντίες κατά του εργατικού κινήματος και των λαϊκών αγώνων. Τόσο απ'
τον διαδικτυακό απόπατο των νεοναζί χρυσαυγιτών, όσο και απ' το κόμμα του βιομήχανου Στ. Μάνου, γράφτηκαν χοντροειδείς συκοφαντίες ενάντια στους κολομβιανούς επαναστάτες με απώτερο ασφαλώς στόχο την σπίλωση του ΚΚΕ.
Επειδή όμως το ψέμα των απολογητών του Καπιταλισμού – είτε αποκαλούνται
«εθνικιστές» είτε «φιλελεύθεροι» - έχει κοντά ποδάρια, ας δούμε τώρα και
την πραγματικότητα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960 δυνάμεις του κολομβιανού στρατού
που ελέγχονταν απ' το λεγόμενο «Εθνικό Μέτωπο» (Frente Nacional) – μια
αντικομμουνιστική συμμαχία φιλελεύθερων και συντηρητικών - ξεκίνησαν μια
πρωτοφανή επιχείρηση καταστολής προοδευτικών κινημάτων που αναπτύσονταν
στην κολομβιανή επαρχία. Το Μάη του '64, περίπου 16.000 στρατιώτες
του τακτικού στρατού, με την συνδρομή μαχητικών αεροσκαφών, εξαπέλυσαν
επίθεση εναντίον αγροτικού οικισμού στην περιοχή Μαρκετάλια που
αριθμούσε 1.000 κατοίκους. Η ηρωϊκή αντίσταση 46 ανδρών και γυναικών
(οι μοναδικοί ένοπλοι σε όλο τον οικισμό) αποτέλεσε το έναυσμα για τη
δημιουργία του αντάρτικου, λαϊκού στρατού – των Επαναστατικών Ενόπλων
Δυνάμεων. Αρχηγός της μικρής ένοπλης ομάδας που αργότερα έγινε σύμβολο ελευθερίας ενός ολόκληρου λαού ήταν ο Μανουέλ Μαρουλάντα. [1]
Η ίδρυση των FARC προήλθε την ανάγκη να προστατευθεί ο πληθυσμός της
κολομβιανής υπαίθρου, οι αγρότες, οι χωρικοί, τα φτωχά λαϊκά στρώμματα
της επαρχίας απ' την επιθετικότητα του αμερικανοκίνητου αστικού κράτους.
Ενός αστικού κράτους και παρακρατικών μηχανισμών που απ' τη δεκαετία
του '40, στο όνομα της αντιμετώπισης του κομμουνιστικού κινδύνου,
κουρέλιασαν κάθε έννοια «δημοκρατίας» «ισότητας» και «ανθρωπίνων
δικαιωμάτων». Έγραφε σχετικά ο Ραούλ Ρέγιες, μέλος της Γραμματείας του
Κεντρικού Επιτελείου των FARC: «Δολοφόνησαν, βασάνισαν και
εξαφάνισαν εργάτες, αγρότες, διανοούμενους, φοιτητές, δημοσιογράφους,
γιατρούς, ιθαγενείς, συνδικαλιστές, πολιτικά στελέχη, άνεργους,
νοικοκυρές, επαγγελματίες, σ’ ένα τρελό κυνηγητό ενάντια στην πρόοδο και
τη συνύπαρξη των πολιτών. Με το πρόσχημα να τελειώνουν μια και καλή με
τον κομμουνισμό, έσπειραν την «κρατική τρομοκρατία» στην κοινωνία της
Κολομβίας, πότε ντυμένοι με τη στρατιωτική τους στολή, πότε ντυμένοι με
πολιτικά, κάτω από τις ονομασίες «τραμπούκοι», «αυτοάμυνα»,
«παραστρατιωτικοί», «χαφιέδες» ή απλά «μυστικές υπηρεσίες», όλοι τους με
ειδική άδεια να σκοτώνουν επίσημα αγωνιστές του λαϊκού κινήματος, τους
κομμουνιστές και τους ηγέτες τους». [2]
Η Κολομβία άλλωστε, ιδιαίτερα μετά το θρίαμβο της κουβανικής Επανάστασης
το 1959, αποτέλεσε το «εργαστήρι» του Ιμπεριαλισμού στη Λατινική
Αμερική, μια χώρα-πυλώνα των αντεπαναστατικών σχεδιασμών των ΗΠΑ στην
ευρύτερη περιοχή. Η δημιουργία και δράση του Λαϊκού Στρατού –
αντίθετα με όσα λένε οι διάφοροι πραιτωριανοί του Ιμπεριαλισμού – ήταν η
απάντηση στην καπιταλιστική βαρβαρότητα των κολομβιανών κυβερνήσεων,
στην καταλήστευση του φυσικού πλούτου από μονοπωλιακούς ομίλους και στις
επιθέσεις παραστρατιωτικών ομάδων ενάντια στον άμαχο πληθυσμό.
Η βαρβαρότητα του κολομβιανού κράτους και των βορειοαμερικανικών
πατρόνων του δεν είναι αποκλειστικά φαινόμενο των περασμένων δεκαετιών.
Συνεχίζεται μέχρι και σήμερα, παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση της
Μπογκοτά διατείνεται ότι επιθυμεί μια ειρηνική διευθέτηση του εμφυλίου.
Σύμφωνα με τον δημοσιογράφο Ερνάντο Οσπίνα [3], μόνο κατά την πρώτη
τριετία (2002-2005) της θητείας του πρώην προέδρου Άλβαρο Ουρίμπε
περισσότεροι από 1 εκατομμύριο κολομβιανοί ξεριζώθηκαν βιαίως απ' τις
εστίες τους, η μεγάλη πλειοψήφια των οποίων ήταν αγρότες οι οποίοι εκδιώχθηκαν απ΄ τη γη και τα σπίτια τους.
Η φιλελεύθερη κυβέρνηση Ουρίμπε χρησιμοποίησε ειδικά εκπαιδευμένες
μονάδες του στρατού που επιδώθηκαν σε ένα ανελέητο κυνήγι μαγισσών με
σκοπό να εξαλείψουν πιθανούς συμπαθούντες των FARC. Όσοι δε απ' τους
αγρότες η χωρικούς είχαν το θάρρος να υποστηρίξουν τη δράση των ανταρτών
δολοφονήθηκαν από ανθρώπους της μυστικής αστυνομίας (DAS). Ο
Οσπίνα υπολογίζει ότι η – κατά τα άλλα φιλελεύθερη και «δημοκρατική» –
κυβέρνηση του Ουρίμπε δολοφόνησε περισσότερους από 500 συνδικαλιστές και
πρωτοπόρους εργάτες από τότε που ανέλαβε τα ηνία της χώρας.
Ο αμερικανός καθηγητής Τζέημς Πέτρας αναφέρει «Η ολοκληρωτική
τρομοκρατική δομή του κράτους καθορίζει τον χαρακτήρα του πολιτικού
συστήματος. Η εκλογική διαδικασία αποτελεί αποκλειστικά ως “βιτρίνα” για
την ύπαρξη αγαστών σχέσεων με φιλελεύθερα, συντηρητικά και
σοσιαλδημοκρατικά καθεστώτα στην Ευρώπη, τη Βόρεια και Νότια Αμερική. Ως
αποτέλεσμα αυτού, οι έπαινοι και η υποστήριξη τους προς τον πρόεδρο
Ουρίμπε μετά το ζήτημα της Μπετανκούρ χρησιμοποιήθηκαν για να
νομιμοποιήσουν το τρομοκρατικό καθεστώς». Τα εγκλήματα της
κολομβιανής ολιγαρχίας ενάντια στους αγρότες και τα λαϊκά στρώματα της
χώρας καλύπτονται συνήθως πίσω από τόνους προπαγάνδας ενάντια στον
επαναστατικό λαϊκό στρατό. Τόσο οι ΗΠΑ όσο και η ΕΕ, με τις
οποίες η κολομβιανή κυβέρνηση κλείνει συμφωνίες δισεκατομμυρίων προς
όφελος των μονοπωλιακών ομίλων, περιλαμβάνει τις FARC-EP στον κατάλογο
των τρομοκρατικών οργανώσεων. Μόνο που ο μόνος τρομοκράτης στην κολομβιανή επικράτεια δεν είναι άλλος απ' την ίδια την κυβέρνηση της χώρας.
Σχετική έκθεση του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου (Νοέμβρης 2012)
αναφέρει ότι από το 2004 ο τακτικός στρατός δολοφόνησε περί τους 3.000
αμάχους ντύνοντας τους αργότερα με στρατιωτικού τύπου στολές ώστε
να... μοιάζουν με αντάρτες των FARC. Μάλιστα, όπως αναφέρεται στην
έκθεση οι περισσότερες δολοφονίες σημειώθηκαν την περίοδο 2004-2008
όπου, εντελώς «συμπτωματικά», οι ΗΠΑ είχαν αυξήσει κατακόρυφα την
στρατιωτική βοήθεια προς τις κολομβιανές αρχές. Η έκθεση καταλήγει
ότι τα εγκλήματα αυτά της κυβέρνησης της Μπογκοτά είχαν την έγκριση των
υψηλότερων κλιμακίων του στρατού και αποτελούσαν «κρατική πολιτική».
Δηλαδή, την ίδια περίοδο που τα κολομβιανά διεθνή μέσα ενημέρωσης
υπερθεμάτιζαν την απαγωγή της γαλλο-κολομβιανής πολιτικού Μπετανκούρ [4]
από τους «τρομοκράτες» των FARC, η κυβέρνηση της χώρας μακέλευε άμαχο
πληθυσμό στο όνομα της αντιμετώπισης των ανταρτών!
Άλλη μια συκοφαντία που από κοινού η κολομβιανή ολιγαρχία και ο
αμερικανικός ιμπεριαλισμός έχουν υφάνει ενάντια στους αντάρτες είναι
αυτή της δήθεν «εμπορίας ναρκωτικών». Σε μια χώρα όπου τα καρτέλ των
ναρκωτικών ζούν και βασιλεύουν στις παρυφές της κολομβιανής
πλουτοκρατίας, Μπογκοτά και Ουάσινγκτον επιχειρούν με διμερείς συμφωνίες (βλέπε «Σχέδιο Κολομβία») να
επεκτείνουν την κυριαρχία των μονοπωλιακών συμφερόντων, ενισχύοντας το
υπάρχον κρατικό δίκτυο τρομοκρατίας και στοχεύοντας στην
αποσταθεροποίηση γειτονικών κυβερνήσεων, όπως αυτές της Βενεζουέλας και
του Εκουαδόρ. Ταυτόχρονα επιχειρείται η σπίλωση του
αντι-ιμπεριαλιστικού, απελευθερωτικού αγώνα των ανταρτών με κατηγορίες
για διακίνηση και εμπόριο ναρκωτικών. Ποιά είναι η πραγματικότητα;
Ο Ντόνι Μάρσαλ, τέως διευθυντής της Υπηρεσίας Δίωξης Ναρκωτικών των
ΗΠΑ (DEA) και ο Τζέημς Μιλφορντ, τ. Υποδιευθυντής, έχουν δηλώσει
δημοσίως ότι δεν υπάρχει απόδειξη για συμμετοχή των FARC σε εμπόριο
ναρκωτικών μέσω πώλησης, παραγωγής ή διακίνησης [5]. Ο Μάρσαλ,
καταθέτοντας σε Επιτροπή της αμερικανικής Βουλής των Αντιπροσώπων,
αναγνώρισε ότι δεν στοιχειοθετείται καμία κατηγορία ενάντια στις FARC
για εμπόριο ναρκωτικών η ξέπλυμα μαύρου χρήματος. Όπως αναφέρει ο
συγγραφέας Ρόμπιν Κιρκ, τόσο ο τ.πρέσβης των ΗΠΑ στη Μπογκοτά Μάϊλς
Φρέτσετ όσο και ο τέως αρχηγός της κολομβιανής αστυνομίας Ρόσο Χοσέ
Σεράνο έχουν παραδεχθεί πως οι μύθοι περί εμπλοκής του Λαϊκού Στρατού σε
εμπόριο ναρκωτικών αποτελούν συνειδητά ψεύδη των κολομβιανών ενόπλων
δυνάμεων προκειμένου να αποσπάσουν περισσότερα κονδύλια απ' την
κυβέρνηση των ΗΠΑ για τη δήθεν αντιμετώπιση των ανταρτών.
Αυτά επιβεβαιώνει και ο πρώην αξιωματούχος των Ειδικών Δυνάμεων των ΗΠΑ Στάν Γκοφ: «Η προσωπική μου εμπειρία ως στρατιωτικός ακόλουθος στην Κολομβία το 1992 με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο
“πόλεμος κατά των ναρκωτικών” είναι απλά ένα σενάριο προπαγάνδας, μιά
ιστορία για την αμερικανική κοινή γνώμη. Αξιωματούχοι του Γραφείου
Δημοσίων Υποθέσεων της Πρεσβείας μας ενημέρωναν ότι η επιχείρηση ενάντια
στο εμπόριο ναρκωτικών ήταν προπέτασμα καπνού...».
Η μοναδική ανοχή που έχουν επιδείξει οι FARC-Λαϊκός Στρατός στο θέμα
των ναρκωτικών ουσιών είναι η ανοχή τους απέναντι σε μικροκαλλιεργητές
που βρίσκονται εντός των ορίων που ελέγχουν οι αντάρτες. Και αυτό διότι η
καλλιέργεια κόκας έχει καταστεί ο μοναδικός τρόπος επιβίωσης μιας
μερίδας μικροκαλλιεργητών και φτωχών αγροτών που αντιμετωπίζουν την
πλήρη εγκατάλειψη απ' την κολομβιανή κυβέρνηση και έχουν συντριβεί
οικονομικά απ' την πολιτική των εισαγωγών σε αγροτικά είδη. Ο
Λαϊκός Στρατός έχει θεσπίσει «επαναστατικό φόρο» στην παραγωγή κόκας,
όπως και σ' αυτήν του καφέ, με ταξικά κριτήρια και με σκοπό την
χρηματοδότηση της δημιουργίας σχολείων, κέντρων υγείας και ενός δικτύου
αλληλεγγύης στην επικράτεια που είναι υπό τον έλεγχο των FARC.
Οι πηγές των περίφημων καρτέλ των ναρκωτικών πρέπει να αναζητηθούν
στους κύκλους της κολομβιανής οικονομικής και πολιτικής ολιγαρχίας,
καθώς και στους παραστρατιωτικούς μηχανισμούς του κράτους. Από τη δεκαετία του '80 κιόλας, τα
ναρκο-καρτέλ των Μεντελίν και Κάλι διοχέτευαν μέρος απ' τα κέρδη τους
στους αντεπαναστάτες Κόντρας στη Νικαράγουα, με την συνενοχή και
συγκάληψη της CIA και της κυβέρνησης Ρίγκαν. Αποχαρακτηρισμένο
έγγραφο της Αμερικ. Υπηρεσίας Δίωξης Ναρκωτικών (23 Σεπτέμβρη 1991)
κάνει λόγο για στενές σχέσεις του τότε γερουσιαστή (και μετέπειτα
προέδρου) Άλβαρο Ουρίμπε με το καρτέλ Μεντελίν και τον τότε αρχιβαρώνο
των ναρκωτικών Πάμπλο Εσκομπάρ. Σε αυτό να προστεθεί ότι μέλη της
οικογένειας του πρώην – φιλελεύθερου και βραβευμένου με το αμερικανικό
Προεδρικό Παράσημο της Ελευθερίας – προέδρου Ουρίμπε έχουν κατηγορηθεί
δημοσίως για στενές σχέσεις με ακροδεξιές παραμιλιταριστικές οργανώσεις
που πρωτοστατούν στο εμπόριο ναρκωτικών όπως οι Autodefensas Unidas de
Colombia (AUC).
Οι ανυπόστατες κατηγορίες και οι συκοφαντίες της κολομβιανής αστικής
τάξης και του Ιμπεριαλισμού ενάντια στις Επαναστατικές Δυνάμεις των FARC
δυναμιτίζουν κάθε προσπάθεια ειρηνικής διευθέτησης. Ο δίκαιος,
ταξικός αγώνας των FARC-Λαϊκός Στρατός είναι μια συνεχής πάλη ενάντια
στην κτηνωδία δεκαετιών που ο άγριος Καπιταλισμός εγχώριων και ξένων
μονοπωλιακών συμφερόντων έχει επιβάλει στο λαό της Κολομβίας. Οι
κολομβιανοί επαναστάτυες έχουν – πρέπει να έχουν – την στήριξη όλων όσων
αγωνίζονται σε κάθε γωνιά του πλανήτη για να ξημερώσουν καλύτερες μέρες
για τους λαούς.
Υποσημειώσεις:
[1] Μανουέλ Μαρουλάντα (Manuel Marulanda), κατά κόσμον Πέδρο Αντόνιο Μαρίν (1930-2008), ιδρυτής του Λαϊκού Στρατού.
[2] “Επαναστατικές Ένοπλες Δυνάμεις Κολομβίας – Λαϊκός Στρατός – 37
χρόνια μάχες για τη νέα Κολομβία” του Ραούλ Ρέγιες. Πολύ ενδιαφέρουσα
μαρτυρία που δημοσιεύθηκε στην ΚΟΜΕΠ, Τεύχος 2001, 6.
[3] Τα έργα και οι ημέρες του προέδρου Ουρίμπε περιλαμβάνονται στο
βιβλίο “Colombia, Laboratorio de Embrujos: Democracia y Terrorismo de
Estado” του Ε.Οσπίνα.
[4] Η Ίνγκριντ Μπετανκούρ, πρώην γερουσιαστής, απήχθη τον Φλεβάρη του 2002 και απελευθερώθηκε τον Ιούλη του 2008.
[5] Περισσότερα στοιχεία στο βιβλίο του James Brittain: “Revolutionary
Social Change in Colombia: The Origin and Direction of the FARC-EP” ,
Λονδίνο, 2010.
* Ο Ν. Μόττας είναι υποψ. διδάκτωρ πολιτικής ιστορίας, εξωτερικής
πολιτικής και διαχειριστής του Ελληνικού Αρχείου Τσε Γκεβάρα
(guevaristas.net).
Πηγή: Lenin Reloaded
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου