Κώστας Γρηγοριάδης |
Διάβαζε
και ξαναδιάβαζε την ειδοποίηση. Στην αρχή πίστευε πως πρόκειται για λάθος. Η
διεύθυνση όμως; Ηταν ξεκάθαρη. Βασιλέως Κωνσταντίνου 64. Κι ύστερα εκείνο του
Δημητρίου και της Ευδοκίας δεν άφηνε την παραμικρή πιθανότητα ότι επρόκειτο για
συνωνυμία. Ηταν αυτός, ο Γιάννης Κουτσογιάννης, που τη Δευτέρα το πρωί έπρεπε
να παρουσιαστεί στο Σταθμό Χωροφυλακής της Γέφυρας. Ολα ήταν απλά και ξεκάθαρα,
άσχετα αν ο ίδιος δεν ήθελε να το συνειδητοποιήσει. Το χαρτί έγραφε: «Βασίλειον
της Ελλάδος, Σταθμός Χωροφυλακής Γέφυρας» και από κάτω, μετά τα πλήρη στοιχεία,
συνέχιζε... «να παρουσιαστείτε στο σταθμό μας διά προσωπικήν σας υπόθεση».
Τρεις
μέρες και νύχτες αυτό το «διά προσωπικήν σας υπόθεση» τον είχε τόσο αναστατώσει
που στιγμή δεν έκλεισε μάτι. Αυτό ήταν το λιγότερο. Από την ημέρα που πήρε από
τα χέρια του ταχυδρόμου, στην πλατεία του χωριού, το φάκελο και πρωτοδιάβασε
την ειδοποίηση τον ζώσαν μαύρα φίδια! Θυμήθηκε ότι διά «προσωπικήν υπόθεση»
είχαν καλέσει τον γείτονά του, τον Πάνο - που ήταν κομμουνιστής «δηλωμένος» -
τον δεύτερο ξάδελφό του, τον Τάσο - που ήταν «συνοδοιπόρος» - τ' αδέρφια της
δασκάλας του χωριού, που συμπαθούσαν την Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά και άλλους
ακόμα. Αρκετούς! Καλά όλους αυτούς, έλεγε. Υπάρχει λόγος και κάθε τόσο πρέπει
να καλούνται από τη Χωροφυλακή διά «προσωπικήν τους υπόθεση». Αυτόν, όμως, τι
τον ήθελαν; Εναν ήσυχο κάτοικο ενός μικρού πεδινού χωριού; Εναν, όπως τόσοι
άλλοι, που το μόνο στοιχείο ύπαρξής του ήταν η... ταυτότητα. Ποτέ του δε
διαμαρτυρήθηκε για τίποτε, δε διεκδίκησε το παραμικρό, δεν αντιστάθηκε
στοιχειωδώς ακόμα κι όταν αντί για μεροκάματο του δίναν ψίχουλα. Για
συνδικαλισμό ούτε ν' ακούει ήθελε και φυσικά κάθε Κυριακή πρωί από τους πρώτους
στην εκκλησία. Η μόνη του ελπίδα; Η μετά θάνατο δικαίωση! Μοναδικό του όραμα; Ο
επουράνιος παράδεισος!
Τρία
μερόνυχτα τώρα ζούσε στην κόλαση. Ούτε στιγμή δε βγήκε από το σπίτι του.
Περίμενε πότε θα ξημερώσει η Δευτέρα το πρωί. Είχε την αίσθηση ότι όλοι οι
συγχωριανοί του ήξεραν για το χαρτί. Ζούσε ένα μαρτύριο, έναν εφιάλτη. Κάθε που
έσκυβε να ρίξει μια ματιά στην ειδοποίηση, ένιωθε ένα περίεργο δυνατό βουητό
στ' αυτιά του. Το βουητό όλο και δυνάμωνε. Σιγά-σιγά άρχισε να διακρίνει τις
φωνές των γειτόνων, όλων των χωριανών του. Δεν είναι δυνατόν! Ολοι τους
απευθύνονταν σ' αυτόν με δυο συγκεκριμένες επαναλαμβανόμενες λέξεις: «Είσαι
αναρχοκομμουνιστής» και ξανά «είσαι αναρχοκομμουνιστής» κι ύστερα πάλι και ξανά
πάλι.
Αρχιζε
να ζαλίζεται. Τα γράμματα πάνω στο χαρτί άρχισαν να φεύγουν από τη θέση τους.
Τα έβλεπε να μεγαλώνουν, να παίρνουν σχήμα προσώπου. Γνωστά πρόσωπα. Του
χωριού. Μπροστά στην πρώτη γραμμή ο παπάς, ο αγροφύλακας, ο νεροφόρος και
φυσικά ο γραμματέας και ο πρόεδρος. Ολοι τους είχαν το δεξί χέρι τεντωμένο προς
το μέρος του και κουνούσαν το δείκτη στο ρυθμό των δύο λέξεων. Πρώτος και
καλύτερος ο πρόεδρος του χωριού. Αυτός έδινε το ρυθμό. Αυτός παρακινούσε τους
άλλους. Ε, αυτό δεν το περίμενε. Δεν μπορούσε να το χωνέψει! Πότε είχε δώσει
την αφορμή, έστω και την παραμικρή, να πιστεύει ότι αυτός είχε ξεφύγει απ' τα
«ελληνοχριστιανικά ιδεώδη»; Οτι είχε ξεφύγει απ' τη «γραμμή» που οι «αρχές»
έδιναν;
Ιδιαίτερη
εντύπωση του προκαλούσε ο πρόεδρος. Γιατί πρωτοστατούσε; Μήπως αδιαμαρτύρητα δε
δεχόταν τις χοντροκομμένες κλεψιές του; Πότε, αλήθεια, είχε υψώσει τη φωνή του;
Πότε εναντιώθηκε; Ραμμένο δεν είχε το στόμα του, όταν αντί για δεκατέσσερα
δεκαεξάκιλα λάδι παραλάβαινε μόνο τα δέκα από τον Πιστωτικό Συνεταιρισμό; Οταν
αντί για εξήντα σακιά λίπασμα έπαιρνε μετά βίας τα πενήντα; Ακόμα κι όταν
αναγκάστηκε να διπλοπληρώσει το δάνειο, για το έρμο το σπιτάκι, τσιμουδιά δεν
έβγαλε! Τι άλλο έπρεπε να... μην κάνει για να έχει την ησυχία του;
Από
τη Γέφυρα είχε περάσει αρκετές φορές. Τόσες όσες χρειάστηκε να πάει στην πόλη.
Ηταν το μοναδικό πέρασμα απ' τη δυτική πλευρά, απ' όπου την αγκάλιαζε ο ποταμός
Αραχθος. Ο σταθμός της χωροφυλακής βρισκόταν στη δεξιά πλευρά, στο σημείο
ακριβώς που άρχιζε το πλακόστρωτο της ιστορικής γέφυρας. Απ' αυτή είχε πάρει τ'
όνομα και η γύρω περιοχή. Δίπλα ακριβώς από το γκρι κτίριο της χωροφυλακής,
σύρριζα στην όχθη του ποταμού, Γερμανοί και Ιταλοί κατακτητές είχαν
κατασκευάσει ένα πολυβολείο. Υπήρχε ακόμα σε άριστη κατάσταση. Ετσι μπορούσαν
να ελέγχουν άριστα τη διέλευση των πάντων. Κανείς δεν περνούσε απαρατήρητος.
Για
το συγκεκριμένο κτίριο του σταθμού ακούγονταν πολλά. Μεγάλη η ιστορία του. Το
παρατσούκλι, όμως, που είχε επικρατήσει την τελευταία δεκαετία ήταν το
«εξομολογητήριο». Σ' αυτό βρέθηκε τη Δευτέρα το πρωί ο Γιάννης. Ηταν τόση η
αγωνία του, που τα τέσσερα χιλιόμετρα, απ' το χωριό ως εκεί, τα έκανε μόνο
δεκαεπτά ακριβώς λεπτά. Δε χρειάστηκε να περιμένει καθόλου. Ούτε που κατάλαβε
το πώς βρέθηκε μέσα στη μικρή αίθουσα του σταθμού.
Μπροστά
του ακριβώς ένας χωροφύλακας κι ένας ενωμοτάρχης. Πίσω και ψηλά, στον τοίχο
κρεμασμένες, οι φωτογραφίες του Χριστού, της Παναγίας, του Βασιλέως και του
Πρωθυπουργού.
Ούτε
που τον καλημέρισαν. Φοβισμένος κι αυτός έμεινε με στόμα μισάνοιχτο. Να πει
κάτι; Ενα γεια, μια καλημέρα, κάτι τέλος πάντων. Δικός τους ήταν! Το παγωμένο
και αυστηρό τους βλέμμα δεν του άφησαν το παραμικρό περιθώριο ούτε να
χαμογελάσει.
-
Είσαι ο Γιάννης Κουτσο...
-
Του Δημητρίου και της Ευδοκίας, απάντησε πριν καλά-καλά αποτελειώσει το επώνυμό
του ο χωροφύλακας.
-
Ξέρεις ότι σε είκοσι μέρες έχουμε εκλογές;
Το
ήξερε. Οπως γνώριζε και το «καθήκον» του. Οι διάφορες όμως σκέψεις που
περνούσαν απ' το μυαλό του δεν του έδωσαν το χρόνο ν' απαντήσει αμέσως κι έτσι
ξανά η ίδια ερώτηση απ' το χωροφύλακα:
-
Δεν ξέρεις ότι πλησιάζουν οι εκλογές;
-
Το ξέρω, το ξέρω απάντησε και το αμήχανο βλέμμα του κινήθηκε απ' το χωροφύλακα
στον ενωμοτάρχη.
-
Λοιπόν, τι θα ψηφίσεις; Πες μας, βρε, τι θα ψηφίσεις;
Τους
κοίταξε ξανά αμήχανος. Η αμηχανία του όμως του κόστισε. Δυο χαστούκια και μια
δυνατή στο στομάχι γροθιά. Προσπαθούσε να μαντέψει την απάντηση. Δηλαδή τι να
μαντέψει; Τη στερεότυπη απάντηση, που κατά κανόνα έδιναν οι περισσότεροι απ'
όσους περνούσαν της Γέφυρας το «εξομολογητήριο»;
Ομως,
την ίδια στιγμή που ετοιμαζόταν να πει το κόμμα που θα ψήφιζε και σ' αυτές τις
εκλογές τον κυρίευε ο φόβος. Φοβόταν μήπως μία στις χίλιες δεν ήταν σωστή η
απάντηση. Ο φόβος αυτός του θόλωνε το μυαλό, του παρέλυε τα πόδια, του έδενε
κόμπο τη γλώσσα, του γεννούσε μια έκφραση αμφιβολίας που λειτουργούσε σαν
κόκκινο πανί για τα όργανα της εξουσίας.
Η
βαριά, μπάσα φωνή τον επανέφερε βίαια στην πραγματικότητα. Φτερό στον άνεμο οι
σκέψεις του.
-
Θα μας πεις, ουρέ, τι ψηφίζεις;
-
ΕΡΕ, απάντησε απότομα και με μια σιγουριά που γέμιζε τον ίδιο αυτοπεποίθηση ότι
όλη η πίεση - ψυχολογική και σωματική - θα τελείωνε. Γελάστηκε όμως.
-
Τι είπες;
-
ΕΡΕ, απάντησε ξανά ο Γιάννης. Δεν πρόλαβε καν ν' αποτελειώσει τη λυτρωτική -
κατά τη γνώμη του - απάντηση και ένιωσε ξανά το χέρι του «οργάνου» να πέφτει
βαρύ πάνω στο πρόσωπό του και να τον ζαλίζει. Τότε ήταν που άρχισε να βλέπει το
πρόσωπο του πρωθυπουργού να φορά βασιλικό στέμμα, τον βασιλιά με πρόσωπο
Παναγίας, τον Χριστό με το καπέλο του ενωμοτάρχη και τον χωροφύλακα με το
πρόσωπο του προέδρου του χωριού.
-
Ωστε έτσι ε; ΕΡΕ ψηφίζεις...
Μέσα
στη ζάλη του άρχισαν διάφορες τρελές σκέψεις να στήνουν χορό στο κεφάλι του. Τι
στο διάβολο είχε αλλάξει τόσο ριζικά και δεν το είχε πάρει χαμπάρι; Τότε σε
κλάσματα του δευτερολέπτου τίναξε ψηλά το κεφάλι του κι άρχισε να ψελλίζει...
-
Οχι, όχι...
-
Τι μουρμουρίζεις; τον ρώτησαν.
-
Οχι, φώναξε μ' όλη τη δύναμή του. Ψηφίζω ό,τι κι ο Λάμπρος, ο πρόεδρος του
χωριού.
Τότε
οι άλλοι σιγουρεύτηκαν. Αλλαξαν όψη. Τον καλημέρισαν και τον αποχαιρέτησαν.
Ο
Γιάννης, φεύγοντας με σκυφτό το κεφάλι, την αίσθηση των χαστουκιών στο πρόσωπο
και της γροθιάς στο στομάχι, αναρωτιόταν τι έπρεπε να ψηφίσει την Κυριακή. Θα
ψήφιζε αυτούς που τον ταπείνωσαν; Θα συνέχιζε να ψηφίζει αυτούς που πάντα τον
εκμεταλλεύονταν, που τον είχαν καταντήσει ένα τίποτα; Αυτούς που τον μετρούσαν
σαν έναν επιπλέον ψήφο στους τόσους που χρειάζονταν, που τον ήθελαν ένα άβουλο
ον, που τον ήθελαν να σφυρίζει αδιάφορα σ' όποια αδικία κι αν έβλεπε γύρω του;
Είχε καλά υπόψη του ότι την Κυριακή 26 του μήνα θα γίνονταν εκλογές. Ακουγε
πολλά για τη σοβαρότητα των συγκεκριμένων εκλογών. Στους κρατούντες υπήρχε
διάχυτος φόβος και ανησυχία για μεγάλη άνοδο της αντιπολίτευσης, ιδιαίτερα της
Αριστεράς. Η αδικία τους και η τρομοκρατία ήταν τόσο έντονες, που γεννούσε
στους ίδιους μια ανασφάλεια κι έναν ισχυρό φόβο αντίδρασης εναντίον τους.
Ωστε
αυτή ήταν η αιτία προσαγωγής του στις «αρχές»; Τον θεωρούσαν κι αυτόν μια
πιθανή «διαρροή»; Ωστε αυτό ήθελαν να ξέρουν; Ομως μετά απ' την προσαγωγή ποτέ
κανείς δεν έμαθε τι ψήφισε ο Γιάννης στις εκλογές την Κυριακή 26 του μήνα.
Του
Βασίλη ΖΙΩΒΑ
Ο Βασίλης Ζιώβας γεννήθηκε το 1954 στην Καλαμιά Αρτας. Σπούδασε φυσιοθεραπεία στο
Πανεπιστήμιο της Σιένα στην Ιταλία. Ως φοιτητής ανέπτυξε συνδικαλιστική
δράση και πήρε μέρος στον αντιδικτατορικό αγώνα. Σήμερα είναι Περιφερειακός Σύμβουλος Ηπείρου με την Λαϊκή Συσπείρωση. Εργάζεται ως φυσιοθεραπευτής στο ΚΑΠΗ του Δήμου Αρταίων. Αρθρα
του και μελέτες έχουν δημοσιευτεί στις τοπικές εφημερίδες της Αρτας και
της Ηπείρου, στα Εκπαιδευτικά θέματα και τον Ριζοσπάστη. Το διήγημα «Ο,τι κι ο Λάμπρος» δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στον Ριζοσπάστη.
(Ευχαριστούμε τον συγγραφέα για την παραχώρηση.)
(Ευχαριστούμε τον συγγραφέα για την παραχώρηση.)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου