Κυριακή 12 Μαΐου 2013

Στην κυρία μου με αγάπη




Πόσοι είναι οι δάσκαλοι ή καθηγητές που σημάδεψαν τη ζωή σου; Που σε κράτησαν από το χέρι και σε πήραν μαζί τους σε ταξίδια   με συνεπιβάτες τη γνώση, τον αλληλοσεβασμό, την αλληλεγγύη, την αγάπη, την ανθρωπιά και που μέχρι να πάψεις πια να ταξιδεύεις θα αποτελούν αναπόσπαστα κομμάτια της συνείδησης και της ψυχής σου; Έρχονται στο μυαλό σου, ασπρόμαυρες εικόνες από κείνες τις ημιυπόγειες αίθουσες, τις χωρισμένες με νοβοπάν, που στριμώχνεσαι με τους συμμαθητές σου, τρεις τρεις στα μονοκόμματα θρανία, κι έχεις ακόμα στ’ αυτιά σου το σφύριγμα του παγωμένου αέρα που διαπερνούσε τα παράθυρα και στη μύτη τη μπόχα από εξήντα ανάσες, μα εσύ θυμάσαι το μπλε χρώμα της ποδιάς με τον άσπρο γιακά. Και  την κυρία σου.

Κι έπειτα έρχονται ένα-ένα τα σχολεία που πέρασες. Τα βρώμικα κτίρια-αποθήκες, με τις στενές αίθουσες χωρίς κεντρική θέρμανση, τη  σόμπα που ποτέ δεν δούλευε γιατί ήταν χαλασμένη ή δεν υπήρχε πετρέλαιο, το μικρότερο από της φυλακής, στρωμένο  με τσιμέντο και γαρμπίλι προαύλιο, πότε με το νερό κομμένο, πότε χωρίς ρεύμα γιατί δεν έφταναν τα λεφτά από το υπουργείο, την κυρά τέτοια του κυλικείου που σας έκλεβε στα ρέστα, το μάθημα στις στρατιωτικές σκηνές μετά τους σεισμούς, τότε που ο αέρας έσπρωχνε τον μουσαμά κι έλεγες «τώρα θα πέσει ο πίνακας στο κεφάλι μου»…μα εσύ κρατάς τη μυρωδιά απ’ τις κίτρινες μαργαρίτες, που έμπαινε απ’ το ανοιχτό παραπέτο και σου ψιθύριζε πως ήρθε η άνοιξη. Και την κυρία σου, που όποτε χρειάστηκε άφησε το βιβλίο στην άκρη και  μιλήσατε  για την άνοιξη.

Πώς να ξεχάσεις την πρώτη σου πορεία, από το ετοιμόρροπο γυμνάσιο της απομακρυσμένης συνοικίας σου μέχρι την πόρτα του υπ. Παιδείας; Το άσπρο μακρόστενο πανί που ρίξατε πάνω στην άσφαλτο και γράψατε πάνω του με κόκκινα γράμματα «ΘΕΛΟΥΜΕ ΣΧΟΛΕΙΟ – ΛΕΦΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΙΔΕΙΑ». Τον γυμνασιάρχη που απειλούσε με αποβολές, τον επιστάτη που φωτογράφιζε τα πρόσωπά σας και μαγνητοφωνούσε τα συνθήματα που φωνάζατε στους δρόμους;  Ακόμα νιώθεις τους χτύπους της καρδιάς σου που πήγαινε να σπάσει από τον ενθουσιασμό και τη συγκίνηση, όταν οι οικοδόμοι βγήκαν από τα σωματεία τους κι ανέβαιναν τη Βερανζέρου -κι εσύ καμάρωνες  στους διπλανούς σου:  «να ο πατέρας μου»- κι άνοιξαν τα πελώρια χέρια τους σα φτερούγες, για να σας προστατέψουν από τις διάφορες «περίεργες» φάτσες που σας ακολουθούσαν, και δεν σας άφησαν παρά μόνο όταν όλα τέλειωσαν. Και θυμάσαι τα συνθήματα και τα τραγούδια κάτω από το παράθυρο του υπουργού, την ένταση, το πάθος, τη φωνή που «έκλεισε». Και την κυρία σου, που ήταν δίπλα σου.

Μπορείς να ξεχάσεις την κυρία σου, που σου στάθηκε  σαν μάνα, που σ’ έμαθε ν’ αγαπάς τη ζωή και να υπερασπίζεσαι τις αξίες της, που μοιραστήκατε τις αγωνίες σου, που σου δάνεισε τα βιβλία της, που σου διέθεσε το διάλειμμά της για να σε ακούσει, που σε στήριξε στην απογοήτευση, που συμπαραστάθηκε στις διεκδικήσεις σου, που δεν σου έκρυψε ποτέ  την αλήθεια, που σε έμαθε να μην συμβιβάζεσαι με τίποτε λιγότερο από ό,τι σου ανήκει, όχι με λόγια μα με πράξεις (η ίδια πάντα μπροστά στην απεργία και τους κοινωνικούς αγώνες), που δεν σε πούλησε στα δύσκολα, που πλήρωνε από την τσέπη της τις φωτοτυπίες για τη δέσμη σου, που κλάψατε μαζί για το χαμό του φίλου σου, που σ’ έκανε ν’ αγαπήσεις το βιβλίο, που δεν δίστασε να τσαλακωθεί όποτε χρειάστηκε να υπερασπιστεί τα παιδιά της τάξης της; Ποτέ.

Όπως ποτέ δεν έφυγε πραγματικά από δίπλα σου. Από τότε που έτρεξε να σε σηκώσει όταν  έπεσες για πρώτη φορά στα τσιμέντα και μάτωσες το γόνατό σου, μέχρι τη μέρα –δώδεκα χρόνια αργότερα- που άνοιξες τα φτερά σου και πέταξες μακριά (και δεν μπορούσες ακόμα να καταλάβεις την πλήρη σημασία λέξεων όπως «εκπαιδευτικός», «δάσκαλος», «άνθρωπος»). Βρίσκεται μέσα σ’ όλες τις εικόνες των πρώτων χρόνων, των πιο καθοριστικών της ζωής σου, που τυπώθηκαν με χρώματα ανεξίτηλα. Εικόνες που δεν μπορεί να αλλοιώσει ο παραμορφωτικός καθρέφτης της σύγχρονης  πραγματικότητας, που αλλάζει σχήματα και χρώματα σε πρόσωπα και αξίες, κατά πως τον κοιτάζει ο καθένας. Αντίθετα, τις κάνει να ξεχωρίζουν σαν πολύτιμες πέτρες κάτω από τους  αμέτρητους σωρούς των ακαθαρσιών…

…και της υποκρισίας των τελευταίων ημερών. Που ξεδιπλώθηκε  με αφορμή την απεργία των καθηγητών που πρότεινε η ΟΛΜΕ για τις μέρες των πανελλαδικών εξετάσεων, που  μπορεί να μην αποφασίστηκε ακόμα αλλά η κυβέρνηση… πρόλαβε κιόλας να επιτάξει τους καθηγητές! Και  παρουσιάζεται ο υπουργός Παιδείας που κατακεραυνώνει τους καθηγητές,   να νοιάζεται  για τους μαθητές σα να είναι τα δικά του παιδιά. Και βγαίνουν στα παράθυρα οι πρετεντεροπρωτοσάλτηδες και βρίζουν τους καθηγητές που δεν δουλεύουν και νοιάζονται (και αυτοί) για τα παιδιά. Και έρχονται οι συνδικαλιστάδες της «απεργιακής πλειοψηφίας» της ΟΛΜΕ, και οι μεν συγκυβερνητικοί χτυπούν τα τύμπανα του πολέμου, οι δε αριστεροαντιπολιτευόμενοι υπερεπαναστάτες λαδώνουν τα τουφέκια της σύγκρουσης.  Και απομένουν οι «αφήστε μας στον κόσμο μας» κομμουνιστές να μοιάζουν με απεργοσπάστες.

Όμως όσο παραμορφωτικός κι αν είναι αυτός ο καθρέφτης ποτέ δεν θα μπορέσει να κρύψει το πραγματικό πρόβλημα και τα πρώτα του θύματα: τους μαθητές, που εδώ και χρόνια απέμειναν –οι περισσότεροι χωρίς την δική τους κυρία- έρμαια ενός εκπαιδευτικού συστήματος που παράγει κατά κανόνα καύσιμη ύλη και, στην καλύτερη περίπτωση, ανθεκτικά γρανάζια για την καπιταλιστική μηχανή.

Κι εσύ, που σήμερα τα παιδιά σου έχουν πάρει  τη θέση σου στα θρανία και όσο και αν καλυτέρεψαν από τότε τα πράγματα, ακόμα δεν έχουν δικό τους σχολείο, καθηγητές, βιβλία, θέρμανση, εσύ που τόσες και τόσες φορές συμμετείχες στο παρελθόν με τον κλάδο σου σε απεργίες συμπαράστασης, τη μια δίπλα στους καθηγητές, την άλλη δίπλα στους εργάτες καθαριότητας, την άλλη… αναρωτιέσαι, μα καλά τώρα ανακάλυψαν όλοι αυτοί το «πρόβλημα»; Τώρα, μια ανάσα πριν από τη διαδικασία, που ναι, όσο κι αν λέμε στα παιδιά μας πως δεν πρόκειται για την αρχή και το τέλος του κόσμου, μας αρέσει ή δεν μας αρέσει,  αυτή ισχύει και αυτή καθορίζει εν πολλοίς το μέλλον τους;

Και αφήνεις στην άκρη την κυβέρνηση, τα βρώμικα ΜΜΕ και τους σπεκουλαδόρους -που ξέρεις άλλωστε τίνος συμφέροντα πιστά υπηρετούν-  και πιάνεις τους καθηγητές. Πώς είναι δυνατόν αυτοί που φωνάζουν σε όλους τους τόνους πως νοιάζονται για τα παιδιά, πως καταλαβαίνουν τα παιδιά, πως συμπάσχουν με τα παιδιά, να απειλούν να τινάξουν τις εξετάσεις αυτών των παιδιών στον αέρα; Πόσο γελοίες ακούγονται δηλώσεις συνδικαλιστών (αυτών που μέχρι τώρα αποκαλούσαν τις 24ωρες ή 48ωρες απεργίες «τουφεκιές») σαν αυτή: «η συντριπτική πλειονότητα των εκπαιδευτικών, κάθε μέρα που περνάει γίνεται όλο και πιο αποφασισμένη στο να δώσει τη μάχη», όταν είναι γνωστό πως στα περισσότερα σχολεία η συμμετοχή των καθηγητών στις μέχρι τώρα απεργίες είναι τουλάχιστον απογοητευτική; Που ήταν όλοι αυτοί οι «αποφασισμένοι» στους προηγούμενους αγώνες; Μήπως ήταν αυτοί που προσπαθούσαν να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα, όταν προέβαλαν στους μαθητές, που τους πίεζαν (ναι, οι μαθητές!) να απεργήσουν, τη δικαιολογία «δεν έχω την πολυτέλεια να απεργήσω γιατί θα χάσω το μεροκάματο»; Μήπως  εννοεί τους δυο-τρεις-τέσσερις, άντε πέντε απεργούς σε κάθε λύκειο; Όλοι αυτοί που λούφαζαν στις προηγούμενες απεργίες πίσω από την έδρα ή το γραφείο τους, όλοι αυτοί που μέχρι σήμερα κοιτάζουν  την πάρτη τους και μόνο αυτή, διαμορφώνοντας με τη  στάση τους μαθητικές συνειδήσεις ευάλωτες στην εκμετάλλευση και εύκαμπτες στην υποταγή; Αυτοί θα κάνουν μεθαύριο την επανάστασή τους και θα ξεκινήσουν απεργιακό αγώνα «διαρκείας»;!  Είναι στάση υπεύθυνου συνδικαλιστή να δηλώνει πριν την απεργία ότι «θα χάσουμε, αλλά θα γυρίσουμε  πίσω με το κεφάλι ψηλά» όταν τον ρωτούν για την σίγουρη επιστράτευσή τους από την κυβέρνηση;

Φτάσαμε σε σημείο να ψηφίζουν για απεργία οι παρατάξεις που τα μέλη τους ποτέ δεν απεργούν και να ψηφίζουν εναντίον της (συγκεκριμένης μορφής και με έλλειψη προετοιμασίας και οργάνωσης) απεργίας αυτοί που αγόγγυστα φορτώνονται όλα τα χρόνια το κόστος του αγώνα, λες και οι ίδιοι έχουν λύσει το πρόβλημα της ζωής τους και δεν έχουν έξοδα, παιδιά οικογένειες, δάνεια, εφορίες και όλα όσα επικαλούνται αυτοί που πάντα κρύβονταν και σήμερα σηκώνουν υποκριτικά το μπαϊράκι της «εξέγερσης»…

Και τι λένε αυτοί, οι «στον κόσμο τους» κομμουνιστές; Να οργανώσουμε τον αγώνα, λένε, να στήσουμε δίκτυο αλληλεγγύης και συστράτευσης, να αγκαλιάσουμε τους μαθητές μας, να φέρουμε κοντά τους γονείς τους, να συναποφασίσουμε με τους δασκάλους, να βάλουμε  στόχους που να χτυπούν τις αιτίες που γεννούν τα επί μέρους ζητήματα, να απαιτήσουμε  με σθένος λύσεις μέσα από μορφές αγώνα που θα στήνουν όσο το δυνατόν περισσότερες γέφυρες με τις άλλες κοινωνικές ομάδες, με τους εργαζόμενους, τους άνεργους κλπ. Γιατί δεν κερδίζεις με το να παραδέχεσαι την ήττα πριν καν δώσεις τη μάχη, δεν κερδίζεις με το να μυξοκλαίς στα κανάλια, εκλιπαρώντας κατανόηση από αυτούς που με την τυχοδιωκτική συμπεριφορά σου αφήνεις ξεκρέμαστους λίγο πριν τη δική τους μητέρα των μαχών.

Παραδείγματα υπάρχουν. Καμιά απεργία, κανένας αγώνας που παρέμεινε  μεμονωμένος δεν μπόρεσε να είναι νικηφόρος. Ακόμα κι αν κράτησε μήνες, ακόμα κι αν στηρίχτηκε υλικά και ηθικά όπως στη Χαλυβουργία. Και αυτό ακριβώς είναι που επιζητεί η κυβέρνηση, αυτό καλλιεργεί μέσα από τα κανάλια και τους καλοπληρωμένους παπαγάλους της και αυτό πετυχαίνει μέχρι τώρα: την πολυδιάσπαση της εργατικής τάξης, την αυτοαπομόνωση των διάφορων κοινωνικών ομάδων, και την αλληλοεξόντωσή τους στο βωμό της διατήρησης της «κοινωνικής συνοχής» και του «αδιατάρακτου κοινωνικού ιστού»… Αυτόν τον σκοπό υπηρετούν πιστά οι δυνάμεις του κυβερνητικού συνδικαλισμού, προς αυτήν την κατεύθυνση σπρώχνουν και κάποιες λεγόμενες «αριστερές» δυνάμεις, που προσπαθούν να μην ξεστρώσουν τα σεντόνια της καπιταλιστικής διαχείρισης, ενόψει των  επερχόμενων… καλύτερων διαχειριστών του συστήματος.

Αναρωτιέσαι αν σκέφτηκε κανείς εκεί στην ΟΛΜΕ το ενδεχόμενο μιας άλλης μορφής αγώνα, μακριά από την ευκολία της απεργίας πάνω στις εξετάσεις. Να αποφάσιζαν ας πούμε να μην ξεκινήσουν τα σχολεία τη νέα σχολική χρονιά και να οργάνωναν μέχρι τότε τον αγώνα τους, να έθεταν όλους (κυβέρνηση, γονείς, μαθητές, κοινωνία, συναδέλφους τους) προ των ευθυνών τους και τότε να βλέπαμε όλοι πόσα απίδια χωράει ο σάκος…

Μέχρι τότε εγώ θα συνεχίσω να μιλώ στα παιδιά μου για την κυρία μου, που εκτός από γράμματα μου έμαθε να μην δίνω ποτέ το χέρι στον «υπάλληλο» που κάνει «απλά» τη «δουλειά» του… 

Κυριακή 12 Μάη 2013

Εικόνα ανάρτησης: H. Edw. Lamson (1841-1919), Ένα σχολείο του χωριού (Αγροτικό σχολείο). 1890. Πινακοθήκη Τέχνης του Πανεπιστημίου του Γέηλ (Yale University Art Galler (Πηγή)

Δεν υπάρχουν σχόλια: