Πέρασε
καιρός απ’ όταν άκουσες για πρώτη φορά εκείνο το «πάμε καλά» από τα
πρωθυπουργικά χείλη. Και προσπαθείς να χωρέσεις αυτές τις δυο μικρούλες λέξεις
στη ζωή σου. Τις παίρνεις μαζί, όταν βγαίνεις στο δρόμο, στην αναζήτηση του
μεροκάματου. Τις βάζεις δίπλα στον ανοιχτό φάκελο του τελευταίου (πιο
πρόσφατου) λογαριασμού που έφερε ο ταχυδρόμος. Τις χώνεις στην τσέπη σου, όταν ψάχνεις
για το χαρτζιλίκι του παιδιού σου. Όμως όπου και αν τις βάλεις, αυτές αντιστέκονται πεισματικά, δεν έχουν θέση
στη δική σου ζωή -σίγουρα θα ειπώθηκαν για κάποιους άλλους- μοιάζουν σαν ρούχο
κλεμμένο που φωνάζει πάνω σου πως δεν σου ανήκει.
Όσο
το σκέφτεσαι ο χρόνος κυλάει και η «επικαιρότητα» δεν σε περιμένει. Από χτες το βράδυ ηχούν σαν
αναστάσιμες καμπάνες οι νέες καλές ειδήσεις. Τηλεοράσεις και ραδιόφωνα
αναγγέλλουν την πολυπόθητη «ρύθμιση οφειλών των υπερχρεωμένων νοικοκυριών προς
το δημόσιο». Κι εσύ που κάποτε έστησες το δικό σου νοικοκυριό με κόπους και
θυσίες και κατάφερες να σταθείς στα πόδια σου (χωρίς τη βοήθεια του «δημόσιου»),
το βλέπεις κάθε μέρα που περνάει να γίνεται όλο και πιο «υπερχρεωμένο», έτσι
που η λέξη νοικοκυριό έχασε πια το νόημά της κι εσύ από νοικοκύρης κατάντησες
απλά «υπερχρεωμένος».
Όμως
δεν χάνεις την ελπίδα. Απ’ το γυαλί της τηλεόρασης φεύγουν κι έρχονται οι δόσεις. 24, 48, 100,
τόσο τοις εκατό επί του μισθού, από 15 ευρώ, εδώ οι καλές δόσεις, οι πολλές δόσεις,
δόσεις… Ολόκληρη η ζωή σου έγινε δόσεις και με δόσεις θα συνεχίζεται,
«ρυθμισμένη» να μην ξοφλήσει ποτέ τα «χρέη» της.
«Άραγε
εγώ που να βρίσκομαι;», αναρωτιέσαι καθώς ακούς τις αναλύσεις του ειδικού, για
τις κλίμακες και τις αντιστοιχίες μισθών και δόσεων. Ακούς με αγωνία: «δόση 5% του μισθού για μηνιαίο εισόδημα μέχρι 500
ευρώ, 6% για μηνιαίο εισόδημα άνω των
500 ευρώ και μέχρι 1.000 ευρώ, 7% για
μηνιαίο εισόδημα άνω των 1.000 ευρώ και μέχρι 1.500 ευρώ, 10% για μηνιαίο
εισόδημα άνω των 1.500 ευρώ και μέχρι 2.000 ευρώ…» και ο ειδικός συνεχίζει την ανάλυση
του πίνακα κι εσύ ακούς κι άλλα ποσοστά, κι άλλες κλίμακες για μεγαλύτερους
μισθούς και ακούς και τον σχολιαστή δίπλα στον ειδικό να κομπάζει: «με δόση από
15 ευρώ κανείς δεν δικαιολογείται πια…», κι αναρωτιέσαι αυτή τη φορά «πόσα ευρώ
παίρνει το μήνα ο σχολιαστής;» και ζαλίζεσαι από την οργή κι ένας κόμπος που
απ’ ώρα ανέβαινε στο λαιμό σου στέκεται εκεί πεισματικά και σου δυσκολεύει την
αναπνοή και θέλεις να φωνάξεις δυνατά, να σε ακούσει ο ειδικός που αναλύει τους
πίνακες, να σε ακούσει αυτός που τους σκέφτηκε και τους έφτιαξε, να σε ακούσει
ο σχολιαστής που σου αφαιρεί κάθε «δικαιολογία»…πως υπάρχεις κι εσύ, που δεν
έχεις «ούτε» 500 ευρώ εισόδημα, που δεν έχεις ούτε 100 ευρώ εισόδημα, που δεν
έχεις καθόλου εισόδημα, που πέρασαν –κι εσύ δε θυμάσαι ακριβώς πόσοι- μήνες από
τότε που φόρεσες για τελευταία φορά τα ρούχα της δουλειάς…που ξέμειναν καθαρά στο
βάθος της ντουλάπας.
Διαπιστώνεις
πως δεν υπάρχει θέση για σένα στους πίνακες, όπως δεν έχουν θέση στη ζωή σου εκείνες
οι δυο μικρούλες λέξεις, λες και η ζωή ενός άνεργου, είναι μια ζωή «άλλη»,
διαφορετική, ενός «είδους» υποδεέστερου. Και για μια ακόμη φορά ανακαλύπτεις
πως η ζωή σου χωράει μόνο στις μακριές ουρές αυτών που περιμένουν για ένα
τετράωρο «απασχόλησης», για ένα κεσέ σούπα, για τρεις ντομάτες…εκεί βρίσκει η
ζωή σου την υπόσταση που της έφτιαξαν οι ίδιοι αυτοί που φτιάχνουν και τους
πίνακες, αυτοί που απαιτούν από σένα «ελάχιστο μηνιαίο εισόδημα 500 ευρώ» για
να ελπίζεις στην μεγαλοψυχία του «δημοσίου» τους, για να χωράς στους πίνακές
τους, για να υπάρχεις.
Παίρνεις
τότε κι εσύ τη θέση σου στις ουρές. Τις βλέπεις να μακραίνουν. Μπροστά σου στέκονται
χιλιάδες σαν εσένα. Δίπλα, πίσω σου, έρχονται κι άλλοι, κι άλλοι, με τα κεφάλια
σκυμμένα και τα χέρια να κρέμονται άδεια. Αυτά τα χέρια τα γεμάτα κόμπους και
σκασίματα, κάποτε, απ’ τη σκληρή δουλειά, που έχτισαν νοικοκυριά κι ανάστησαν ζωές και όνειρα και που ποτέ δεν
έχασαν τη δύναμή τους, για να σπάσουν τις αλυσίδες που κάποιοι τους πέρασαν και να
σηκώσουν ψηλά τη ζωή τους, όπως αυτά θέλουν, μπορούν και τους αξίζει.
Πέμπτη
23 Μάη 2013.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου