«Κουφέτα
στις φυλακές Αβέρωφ», ήταν ο τίτλος ενός δίστηλου ρεπορτάζ, που
δημοσιεύτηκε χαμηλά στις σελίδες της «Απογευματινής» πριν από 32 χρόνια.
«Μη νομίζετε, αγαπητοί αναγνώστες, ότι σας παρουσιάζουμε κάποια ταινία
του Φελίνι...», έγραφε τότε ο ρεπόρτερ. Κι όμως. Ο γάμος αυτός, η ζωή, ο
έρωτας και οι αγώνες των δύο νεαρών τότε πολιτικών κρατουμένων, του
Μπάμπη Γκολέμα και της Ελένης Βούλγαρη, έμελλε να γίνουν ταινία απ' τον
Παντελή Βούλγαρη και, μάλιστα, μ' έναν τίτλο αντιπροσωπευτικό των όσων
βίωσαν, λόγω των συνθηκών της εποχής: «Πέτρινα Χρόνια».
Μια
συζήτηση με τον «πρωταγωνιστή», αναπόφευκτα, σταματά και σ' αυτό. Ο
ίδιος θα πει με τη σεμνότητα που τον διακρίνει: «Θα προτιμούσα κι εγώ
και η Ελένη, να έχουμε κρατηθεί στην ανωνυμία. Επρεπε, ωστόσο, να μάθουν
οι νεότερες γενιές. Και να διδαχθούν...». Η πορεία της αφήγησης ξεκινά
απ' τα καλύτερά του χρόνια, που τα μάντρωσαν οι διώκτες του στις φυλακές
(Κρήτη, Αίγινα, Κορυδαλλός, Αβέρωφ) και καταλήγει - με πολλές
ενδιάμεσες «στάσεις» - στα ιδανικά και τις αξίες που υπηρέτησε και
συνεχίζει να υπηρετεί, με πίστη και αφοσίωση.
Σήμερα
ο «Ρ» παρουσιάζει ένα αφήγημα του Μπ. Γκολέμα, γραμμένο για το μηνιαίο
περιοδικό «Νέα Φρουρά», σε ανάτυπο από το πρωτότυπο του περιοδικού, που
έβγαζαν και διακινούσαν παράνομα οι πολιτικοί κρατούμενοι στον Κορυδαλλό
τα χρόνια της χούντας.
Πρόκειται για το αφήγημα που κέρδισε το πρώτο βραβείο σε διεθνή διαγωνισμό, που διοργάνωσαν όλοι οι ραδιοφωνικοί σταθμοί των σοσιαλιστικών χωρών, με την ευκαιρία του γιορτασμού της επετείου συμπλήρωσης 100 χρόνων απ' τη γέννηση του Λένιν. «Ολοι οι άνθρωποι, σαν μεγαλώνουν, θυμούνται πιο έντονα ορισμένα συμβάντα της παιδικής τους ηλικίας, τα οποία τα ζυμώνουν και τα αναπλάθουν, με φόντο την καθημερινή ζωή που βιώνουν και το περιβάλλον τους», λέει ο Μπ. Γκολέμας για το συγκεκριμένο αφήγημα.
Η μυγδαλιά που φύτεψε στην αυλή του σπιτιού ο παππούς του, οι πικροδάφνες που έβαλε τριγύρω, η μορφή του Λένιν, που απ' τις αφηγήσεις του πατέρα ήταν ήδη θρύλος, όλα αυτά, βιώματα στην ψυχή ενός παιδιού, ξυπνούν στα σκοτεινά μπουντρούμια και γίνονται κείμενο ψυχής και φαντασίας ενός φυλακισμένου ενήλικα. Οσο για το περιοδικό, ο Μπ. Γκολέμας αγνοεί εάν έχουν σωθεί κομμάτια του, κρατά, όμως, με τρομερή ευλάβεια τη σελίδα με τη ζωγραφισμένη απ' τον ίδιο αμυγδαλιά και τις πικροδάφνες, με το αφήγημά του για τον Λένιν. Θυμάται, ωστόσο, τον τρόπο που μπορούσαν οι πολιτικοί κρατούμενοι να διαβάσουν τη «Νέα Φρουρά»: «Περνούσε μυστικά από παρέα σε παρέα μέσα στις φυλακές. Ενας διάβαζε κι ένας κρατούσε τσίλιες...».
Πρόκειται για το αφήγημα που κέρδισε το πρώτο βραβείο σε διεθνή διαγωνισμό, που διοργάνωσαν όλοι οι ραδιοφωνικοί σταθμοί των σοσιαλιστικών χωρών, με την ευκαιρία του γιορτασμού της επετείου συμπλήρωσης 100 χρόνων απ' τη γέννηση του Λένιν. «Ολοι οι άνθρωποι, σαν μεγαλώνουν, θυμούνται πιο έντονα ορισμένα συμβάντα της παιδικής τους ηλικίας, τα οποία τα ζυμώνουν και τα αναπλάθουν, με φόντο την καθημερινή ζωή που βιώνουν και το περιβάλλον τους», λέει ο Μπ. Γκολέμας για το συγκεκριμένο αφήγημα.
Η μυγδαλιά που φύτεψε στην αυλή του σπιτιού ο παππούς του, οι πικροδάφνες που έβαλε τριγύρω, η μορφή του Λένιν, που απ' τις αφηγήσεις του πατέρα ήταν ήδη θρύλος, όλα αυτά, βιώματα στην ψυχή ενός παιδιού, ξυπνούν στα σκοτεινά μπουντρούμια και γίνονται κείμενο ψυχής και φαντασίας ενός φυλακισμένου ενήλικα. Οσο για το περιοδικό, ο Μπ. Γκολέμας αγνοεί εάν έχουν σωθεί κομμάτια του, κρατά, όμως, με τρομερή ευλάβεια τη σελίδα με τη ζωγραφισμένη απ' τον ίδιο αμυγδαλιά και τις πικροδάφνες, με το αφήγημά του για τον Λένιν. Θυμάται, ωστόσο, τον τρόπο που μπορούσαν οι πολιτικοί κρατούμενοι να διαβάσουν τη «Νέα Φρουρά»: «Περνούσε μυστικά από παρέα σε παρέα μέσα στις φυλακές. Ενας διάβαζε κι ένας κρατούσε τσίλιες...».
Ο Μπ. Γκολέμας, σήμερα, δε βουρκώνει μόνο απ' τις αναμνήσεις του. Νιώθει την ίδια συγκίνηση, όταν αντικρίζει πολιτικούς πρόσφυγες απ' την Τουρκία, όταν έρχεται σε επαφή με Κούρδους. «Ξέρεις τι θα πει να τρως σταυροπόδι από κοινή γαβάθα;», ρωτά και δεν περιμένει, φυσικά, απάντηση. Και το γράψιμο, όμως, δεν το άφησε ποτέ. «Φλέβα» ο Μπ. Γκολέμας, σε ποίημα αφιερωμένο στον Π. Νερούντα, δηλώνει: «Πρέπει να πω, κι εσύ θα νιώσεις, πόση αξία έχουνε οι χαραμάδες του κελιού». Σ' αυτόν το στίχο, η ζωή του όλη...
Ριζοσπάστης, 24 Φλεβάρη 2002
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου